Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Το τέλος της παντοδυναμίας των ΜΜΕ

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012
Τα παπαγαλάκια των καναλιών των νταβατζήδων της διαπλοκής –αφού εξύμνησαν για πολλά χρόνια την εκάστοτε κυβέρνηση- διαπιστώνουν τώρα «έκπληκτα» την πτώση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Επειδή είναι ακόμα στην καρακοσμάρα τους, τους διαφεύγει κάτι εξίσου σημαντικό.
Σε αυτές τις εκλογές, δεν ζούμε μόνο την πτώση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Ζούμε, επίσης, την απόλυτη πτώση των καθεστωτικών ΜΜΕ.
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία βάδισαν επί χρόνια χέρι-χέρι με τα ιδιωτικά ΜΜΕ και τους ιδιοκτήτες τους. Κράτα με να σε κρατώ. Μαζί τα φάγανε.
Το γεγονός ότι τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση αποδεικνύει και την διάλυση των ιδιωτικών καναλιών.
Τα ΜΜΕ των νταβατζήδων της διαπλοκής στηρίζουν ακόμα με όλες τους τις δυνάμεις το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία αλλά αδυνατούν πια να πείσουν τους πολίτες να τα ψηφίσουν.
Αυτό που κάποτε έμοιαζε πολύ εύκολο και απλό, τώρα μοιάζει αδύνατο.
Δεν μπορεί ο Πρετεντέρης να «ξεπλύνει» τον Βενιζέλο, γιατί στα μάτια των πολιτών είναι εξίσου βρομερός με τον Βενιζέλο.
ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΜΜΕ και τηλεδημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται πια σαν μια συμμορία. Πάντα ήταν μια συμμορία.
Ο Μπόμπολας, ο Ψυχάρης, ο Αλαφούζος –και τα άλλα παιδιά- βλέπουν τα κανάλια τους να έχουν πάρει την κάτω βόλτα και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ωραία.
Βέβαια, χρειάζεται λίγη προσοχή γιατί βλέπω διάφορα λαμόγια των καθεστωτικών ΜΜΕ –δημοσιογράφους και «πνευματικούς ανθρώπους»- να «φυτεύονται» σε διάφορα κόμματα.
Κάτι παλικάρια του ΔΟΛ και κάτι άλλοι σαχλαμάρες εμφανίζονται ξαφνικά υποψήφιοι σε κόμματα που υπόσχονται ανατροπές.
Δεν χρειάζεται να τους κατονομάσω. Θα τους δείτε τις επόμενες ημέρες σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές. Οι «συνάδελφοί» τους θα τους στηρίξουν. Με εντολή του καναλάρχη – νταβατζή. Που θέλει τους ανθρώπους του παντού.
Όλοι αυτοί θα πρέπει να φάνε το μαύρισμα που τους αξίζει και να πάνε στα χωριά τους να μαζεύουν ελιές.
Να θυμάστε πως όσοι εμφανίζονται συχνά στα κανάλια των νταβατζήδων της διαπλοκής είναι βρομερά υποκείμενα χωρίς αξιοπρέπεια.

----------------------
(Πηγή: Pitsirikos 21/4/2012)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αντίο Δημήτρη Μητροπάνο, μας λείπεις ήδη πολύ...

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2012
Δημήτρης Μητροπάνος
Δεν μπορώ ακόμα να το αποδεχθώ, ότι ο Δημήτρης Μητροπάνος μας άφησε έτσι απρόσμενα ορφανούς. Ορφανούς από την απέριττη παρουσία του, την μεγαλειώδη φωνή του, την μελαγχολική ματιά του, την ντομπροσύνη του, την ταπεινοφροσύνη του, το ζεϊμπέκικό του... Σπάνια ένας θνητός και μάλιστα καλλιτέχνης μεγάλης κοπής, συγκεντρώνει τόσα θετικά χαρίσματα. Για τον επίσης τεράστιο Καζαντζίδη, μπορούσες σχετικά εύκολα να βρεις και κάτι αρνητικό για τον χαρακτήρα του. Για τον Δημήτρη Μητροπάνο, νομίζω, είναι μάταιος ο κόπος: ήταν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, καλλιτέχνης και καθημερινός άνθρωπος μαζί, γήινος και ταπεινός, μάγκας χωρίς φανφάρες και φκιασιδώματα, με ψυχή και τεράστιο χάρισμα στο τραγούδι, κοντά στο παλμό και στα ντέρτια του κόσμου, πάντα αριστερός, με την γνησιότητα που αυτός μόνο ήξερε, χωρίς ίχνος πολυπραγμοσύνη και υπεροψία - όπως μερικοί ομότεχνοί του...! 
Ανήκε στην κατηγορία των ερμηνευτών που μετέτρεπε τις νότες σε συναίσθημα, τα ρεφρέν σε συγκίνηση. Είχε τη δύναμη να ενεργοποιήσει το σύμπαν σαν τον άκουγες, μαρτυρικά, να ερμηνεύει:
“...Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες, μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες, μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε, έχω βαρεθεί τον κόσμο, κι όλα μου φταίνε...” 

Μαζί με τον Δανίκα του Βήματος αναφωνώ:
Πολλά από τα τραγούδια του έχουν στοιχειώσει το Είναι μου. Ενα απ’ αυτά γραμμένο από τον Τάκη Μοτσαφίρη με τίτλο «Αγάπη μου μια άλλη φορά» το βάζω τώρα και τον αποχαιρετώ με δάκρυα, ευγνωμοσύνη και με χαρά. Γιατί με ευλόγησε με αντίδωρα πολλά:
«Μπήκαμε σε τρένα που ποτέ δε φύγανε/ Πήραμε καράβια που δεν πήγαν πουθενά/ Ολα μας τα όνειρα χαμένα πήγανε/ Κι ο καιρός περνάει για να περνά/
Κι αν ρωτάς για ζωή/ Κι αν ρωτάς για χαρά/ Αγάπη μου μια άλλη φορά
Βλέπαμε τα φώτα που ποτέ δεν φτάσαμε/Οσα ονειρευτήκαμε θα γίνουν προσεχώς/ Να’ χαμε τα χρόνια που στο δρόμο χάσαμε/ Και δεν θα το βρούμε δυστυχώς».
Αντίο Δημήτρη Μητροπάνο, άν και δεν φοβόσουνα τον χάρο, αυτός δεν σε ξέχασε, μας λείπεις ήδη πολύ...

Αλίευσα από το διαδίκτυο μια τελευταία του συνέντευξη που την παραθέτω αυτούσια παρακάτω, ενώ σήμερα το πρωί, τον είδα στην ΝΕΤ σε μια από τις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο πρωινό με τον Κ.Αρβανίτη και αναρίγησα.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος, σε μία απο τις τελευταίες του συνεντεύξεις τον περασμένο… Δεκέμβριο για το περιοδικό DOWΝ TOWN, μίλησε στην Κάλλια Καστάνη για τα πέτρινα χρόνια, το τραγούδι, την πολιτική και το θάνατο…
“Δεν έμαθα ποτέ μουσική…”
Το τραγούδι, λέει ο Μητροπάνος, δεν του το ΄μαθε κανένας. Το ΄μαθε μόνος του από τις καντάδες, στις γειτονιές. Κι από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε Τσιτσάνη, Μάρκο και Καζαντζίδη. «Δεν έμαθα ποτέ μουσική, δεν ξέρω μουσική. Δεν ξέρω που γράφεται το ντο, δεν ξέρω κανένα όργανο, δεν ξέρω τίποτα. Μια φορά αποφάσισα να μάθω λίγη κιθάρα, και πήγα στον Γεράσιμο τον Μηλιαρέση, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες. Αυτός όμως το ΄δε να με κάνει Σεγκόβια !«Είναι κρίμα», μου’ λεγε «έχεις καταπληκτικά χέρια, έχεις ταλέντο». Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Δεν το ‘χα σκοπό να μάθω, ούτε διάθεση – είχα το σχολείο μου, είχα τόσα πράγματα δεν ήθελα να βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου. Βέβαια, τόσα χρόνια που δουλεύω, με τόσους κιθαρίστες, κάτι θα μπορούσα να ΄χω πιάσει. Ε, τεμπελάκος ήμουνα, τ’ άφησα και πέρασε έτσι το πράγμα….»
 ”Είμαι χορτάτος…”
Για τον εαυτό του δεν φοβάται; «Για μένα ; Όχι. Τι να φοβηθώ ; Χορτάτος είμαι. Στη ζωή μου και καλά πέρασα και άσχημα πέρασα και «πέρα» πήγα και γύρισα. Όλα τα ΄κανα»
 ”Ο θάνατος κάποτε μοιραία θα έρθει”
Δηλώνει «πάντα αριστερός και ΚΚΕ». Θρήσκος δεν είναι, ομολογεί όμως πως είδε το «χέρι του Θεού», στη ζωή του. Που ; «Στο θέμα της υγείας μου κατ’αρχήν. ΄Οταν πήγε ο σταφυλόκκοκος στο αίμα και πειράχτηκε το νεφρό μου, όλοι με είχαν για ξεγραμμένο. Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να μου πουν πως η μεταμόσχευση ήταν μια υπόθεση ρουτίνας…Είναι όμως κάποιες εξήντα μέρες, στο νοσοκομείο – εκεί στην πρώτη νοσηλεία μου, πριν την επέμβαση – που οποίες δεν υπάρχουν καν στο μυαλό μου. Δεν ήμουν σε κώμα, αλλά δεν γνώριζα, δεν επικοινωνούσα με κανένα, έλεγα περίεργα πράγματα, είχα παραισθήσεις. Είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ αυτές τις μέρες – μου τις διηγηθήκανε μετά. Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου ; Δεν ξέρω, δεν κουβέντιασα ποτέ με τον εαυτό μου τέτοια πράγματα, ούτε με απασχόλησαν ποτέ. Ένα γεγονός της ζωής είναι και ο θάνατος. Κάποτε, μοιραία, θα έρθει. Την ανημπόρια δεν θέλω εγώ. Αυτό, φοβάμαι περισσότερο απ’όλα. Αυτό, μόνο».
” Μια ζωή απλή…”
Λίγο αμήχανα, σαν να απολογείται, μου λέει πως ζει μια «απλή ζωή» – διαβάζει, βλέπει φίλους, κουβεντιάζει με τις κόρες του – την 17χρονη Αναστασία και τη 14χρονη Μυρσίνη, τις «αδυναμίες» του. Γήπεδο και μπάλα, που και που, λίγη τηλεόραση – ειδήσεις κυρίως και ταινίες. Reality και talent shows δε βλέπει. «Αυτά γίνονται για να τα βλέπει ο κόσμος και να γελάει. Πάνε κάτι άσχετοι και κρίνουνε το φόρεμα της τραγουδίστριας, και πως δεν πρέπει να είναι ο τραγουδιστής κοντός, ή χοντρός ή φαλακρός γιατί είναι λέει αντιαισθητικό. Οπα ! Εν αρχή ην η φωνή και μετά πάμε για τα υπόλοιπα. Δεν κατάλαβα δηλαδή πρέπει να είμαστε όλοι Ρουβάδες ; Εντάξει ο Ρουβάς έτυχε να είναι αυτός που είναι και μπράβο του. Πέρα από κει τι γίνεται ;»
“Το λαϊκό τραγούδι θέλει ψυχή…”
Λαϊκό τραγούδι ; Γίνεται ; «Όχι. Το τραγούδι είναι μια σύνθετη υπόθεση, Θέλει παρέα. Αυτή η απομόνωση τώρα, που όλα τα παιδιά έχουν στο σπίτι τους, κομπιούτερ και ηχοσύστημα δεν θα φτιάξει ποτέ λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κλασική μουσική, θέλει ψυχή, πόνο και μοίρασμα. Αμα διαβάσεις ιστορίες το πως γράφανε οι παλιοί, θα καταλάβεις. Μαζευόντουσαν π.χ. πέντε – έξι, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιθικώτσης και λέγανε «σήμερα, θα πάμε στου Τσιτσάνη». Και πηγαίνανε, κάθονταν, τρώγανε, πίνανε, πιάναν τα μπουζούκια τους και σκαρώνανε μελωδίες και στιχάκια. Τώρα ο καθένας ζει μόνος του. Πώς να γίνει το τραγούδι ;»
” Μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ…”
Σαρανταπέντε χρόνια τραγουδάει. Το συνήθισε ή ακόμα; «Όχι. Και τρακ έχω πριν βγω στην πίστα– δε φεύγει αυτό. Ποτέ. Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει στο κέντρο ο Μπιθικώτσης να με δει και έκατσε πρώτο τραπέζι φάτσα κάρτα. Τρέμανε τα πόδια μου εμένα – και ήμουνα και πενήντα χρονών, δεν ήμουνα κανά παιδάκι. Αλλά εντάξει…Ηταν ο Μπιθικώτσης! Να, τέτοια τρακ έχω. Αν μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ ; Βεβαίως ! Πάντα έλεγα «σε πέντε χρόνια θα σταματήσω το τραγούδι»….»
” Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής…”
Ενας «μεγάλος λαϊκός», που δεν ξέρει να διαβάζει νότες ; Κι όμως υπάρχει. Και είναι ο ο ίδιος που – ειρωνεία !- ομολογεί πως «Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής – αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη, ξεκίνησα το τραγούδι. ΄Επρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς μου ήταν απαγορευμένο. Εννιά δέκα χρονών, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ‘παν «Κοίτα, βρες καμιά τέχνη γιατί για να σπουδάσεις, ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής, ο θείος σου κομμουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων, δεν θα πάρεις…». Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα. Σκέφτηκα μόνο «εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω…». Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα, και πέρναγα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα «αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή ρε!».
Ο Ζαμπέτας, ο Στέλιος και ο Μίκης…
Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Εντάξει, από μικρός που ΄μουνα μου ‘λεγαν «τραγουδάς καλά». Μου άρεσε το τραγούδι αλλά για επάγγελμα δεν το ‘θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά μου ; Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μην σου πω και δέκα χρόνια! ΄Ημουνα όμως και τυχερός στη δισκογραφία μου. Σκέψου, πρώτος δίσκος με τον Ζαμπέτα. Δουλέψαμε τρία χρόνια μαζί, τρία πολύ σημαντικά χρόνια. Ο Ζαμπέτας μου στάθηκε σαν πατέρας. Εκείνος με δίδαξε – πέρα από το τραγούδι- και τη συμπεριφορά απέναντι στο τραγούδι : πώς να αντιμετωπίζω τους συναδέλφους μου, το πάλκο, τα πάντα – πράγματα ουσίας για ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών. Σκέψου, όταν πρωτοπήγα να δουλέψω, στα «Ξημερώματα» πήγαινα σχολείο ακόμα. Κάθε βράδυ στις 11.30 μου ‘λεγε «μικρέ τράβα φύγε, κοιμήσου, για να πας το πρωί στο σχολείο». Αν καυγαδίσαμε ποτέ ; Όχι. Το μόνο που μου ‘λεγε ήταν «Πες μου τώρα με τα πολιτικά τι γίνεται – αλλά όχι κουμμουνιστικά ε ; Κανονικά!».
” Ο Καζαντζίδης…το ειδωλό του”
Αν ο Ζαμπέτας ήταν «ο πατέρας», ο Καζαντζίδης ήταν το είδωλό του. Λέει πως πήγε ένα βράδυ να τον δει στην «Τριάνα» του Χειλά, κι έκατσε όλη νύχτα να τον ακούει. ΄Ορθιος. Για να βλέπει καλά. «΄Ετυχε να τον γνωρίσω κιόλας. Ενας φίλος του θείου μου, ήταν φίλος του και συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στην Κνωσσού, που έμενε με τη Μαρινέλλα. Αν του τραγούδησα ; Τι να τραγουδήσω! Για να μου δώσει θάρρος ξεκίνησε να τραγουδάει αυτός – χαζός ήμουνα εγώ να τραγουδήσω μετά; Καθόμουνα και τον άκουγα!».
” Καταλάβαινα τότε…τι σήμαινε Μίκης;” 
Θυμάται γελώντας πως στα 18 του, που γύριζε την Ελλάδα, για συναυλίες με τον Θεοδωράκη, σταματούσαν στις ταβέρνες να φάνε κι εκείνος έτρεχε κι έβαζε στα τζουκ μποξ ν’ ακούσει Καζαντζίδη – «μα καταλάβαινα εγώ, τότε, τι σήμαινε Μίκης ;» Μερικές φορές, η Ιστορία, γράφεται με κενά, ψιλά γράμματα και ημερομηνίες – υστερόγραφα.
«Χειμώνας του ’71. Φαντάρος ήμουνα τότε, στην Αλεξανδρούπολη. Για να μπω στο στούντιο, ζήτησα και πήρα μια τετραήμερη άδεια. Σκέψου πως από τον Άγιο Φεβρουάριο εγώ δεν άκουσα τίποτα. ΄Ηρθα, τραγούδησα, έφυγα και γύρισα άρον άρον στο στρατόπεδα. Κι έτσι βγήκε αυτός ο δίσκος του Μούτση που εγώ θεωρώ πως – μαζί με το «Στου αιώνα την παράγκα» – είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην καριέρα μου….»
” Έκανα αλητείες! Και πολλές μάλιστα!”
Η επιτυχία, η καθιέρωση θα ‘ρχόταν μετά, με τα «ερωτικά» λαϊκά του, με τις υπογραφές του Μουσαφίρη, του Παπαβασιλείου. Και μαζί, τα λεφτά, η δόξα, οι γυναίκες. «Αν έκανα αλητείες ; Και βέβαια έκανα ! Και πολλές μάλιστα! ΄Επινα πολύ, ξενύχταγα πολύ – στα πρωινά «μαγαζιά», με τα μπουζούκια ήμουνα ο καλύτερος πελάτης. Τέσσερις το πρωί τέλειωνα τη δουλειά και συνέχιζα – δώδεκα το μεσημέρι πήγαινα για ύπνο. Ναι, έκανα αλητείες, εντάξει. Αλλά τις έκανα για μένα, γιατί το ευχαριστιόμουνα εγώ. Και γυναίκες κυνήγησα και για γυναίκες πόνεσα – δεν νομίζω να υπάρχει κανένας που δεν το ‘κανε. Δεν ξέρω αν μετρούσε το ότι ήμουνα τραγουδιστής, εμένα μια φορά δεν με αφορούσε. Κάποιες φορές το εκμεταλλεύτηκα – μη λέμε και ψέματα – δεν ήταν όμως στόχος μου αυτός. Πιο πολύ με ενδιέφερε ας πούμε, ο Ολυμπιακός, από κάποια άλλα πράγματα…»
” Η Βένια είναι ο άνθρωπός μου…”
Παντρεύτηκε, χώρισε, γύρισε. Ξαναπαντρεύτηκε. Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, τα τραγούδια του τα ερωτικά, σε κείνη τα αφιερώνει. «Η Βένια, είναι ο άνθρωπός μου – ο άνθρωπος που μοιράζομαι τη ζωή μου. Την αγαπάω πολύ, με αγαπάει κι εκείνη και ας πέρασε τα πάνδεινα από μένα. Αυτό».
#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Το όνειρο του Οδυσσέα - του Μάκη Καραγιάννη - εκδόσεις Μεταίχμιο σελ. 336 (συζήτηση με τον ίδιο τον συγγραφέα)

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Την Κυριακή, 29 Ιανουαρίου, συζητήσαμε στη λέσχη μας (Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου), το μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη Το όνειρο του Οδυσσέα. Είχαμε τη χαρά και την τιμή, να έχουμε στη συνάντησή μας, τον ίδιο τον συγγραφέα, που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη ειδικά για εμάς.

Η συζήτηση - η οποία διήρκεσε πάνω από 2 ώρες - εξελίχθηκε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον Μ. Κ. και τα μέλη της λέσχης (παρόντα ήταν 12 μέλη). Πολλοί επισήμαναν τη ρέουσα γλώσσα του βιβλίου, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των ηρώων - θετικών κι αρνητικών - αλλά και το ιστορικό βάθος που δίνεται στις συγκρούσεις του μυθιστορήματος

Ο συγγραφέας - στο πρώτο μέρος της συζήτησης, το οποίο και βιντεοσκοπήθηκε - όχι μόνο εξήγησε την πρόθεσή του να γράψει μια τοιχογραφία της μεταπολίτευσης, αλλά και ανέλυσε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο δούλεψε το υλικό του στηριγμένος σε κάποια πραγματικά περιστατικά τα οποία ανέπτυξε μυθοπλαστικά.

Καραγιάννης_Μάκης_20120129 από apomor

Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης, μίλησε επίσης για τη λογοτεχνία γενικότερα και το πώς μας βοηθάει να γνωρίσουμε την πραγματικότητα. Επεκτάθηκε στη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κριτική (ο ίδιος έχει εκτός από την ιδιότητα του συγγραφέα και αυτή του κριτικού) μιλώντας διεξοδικά για τον ρόλο της δεύτερης σήμερα. Αναφέρθηκε και σε ορισμένα αρνητικά φαινόμενα που υπάρχουν.στον κόσμο των κριτικών της λογοτεχνίας, τεκμηριώνοντας τη θέση του και με παραδείγματα. Είναι κρίμα που δεν μπορέσαμε - για τεχνικούς λόγους - να βιντεοσκοπήσουμε και αυτό, το δεύτερο, πιο γενικότερο μέρος της συζήτησής μας με τον συγγραφέα.

Η υπόθεση του βιβλίου

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην κατάπτωση της γενιάς της Μεταπολίτευσης, της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της κατάπτωσης είναι ο πανεπιστημιακός καθηγητής Στέφανος Δενδρινός (θυμίζει την πραγματική περίπτωση του Πρύτανη, Αιμίλιου Μεταξόπουλου, που πέθανε στην φυλακή, για τα γνωστά σκάνδαλα στην Πάντειο), και μοχλός της διερεύνησης και της κατάδειξης της κατάπτωσης, ο αφηγητής, δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη:
  • Στο πρώτο κεφάλαιο, αναφέρεται στον πανεπιστημιακό καθηγητή Στέφανο Δενδρινό, έναν εκπρόσωπο της γενιάς του Πολυτεχνείου, με ταπεινή καταγωγή και αριστερές καταβολές όπου η όποια συμμετοχή του στην αντιδικτατορική αντίσταση οφείλεται μάλλον στον νεανικό ενθουσιασμό, υποδαυλισμένο από έναν πρώτο έρωτα. 
  • Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναδεικνύεται η αντιπαλότητα του ήρωα με έναν συνάδελφό του, που ενώ, αρχικά, περιορίζεται στον ερωτικό και επαγγελματικό τομέα, αποκαλύπτεται ότι έχει και ιδεολογικές καταβολές. Αυτό αποτελεί το έναυσμα για τον συγγραφέα να ανατρέξει στις εμφύλιες συγκρούσεις των παππούδων τους, στον Μάη του '36 και τις μεγάλες απεργίες των καπνεργατών, στις οργανώσεις, που δρούσαν κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Και έτσι καθώς όλα αυτά συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη, στις παράπλευρες ιστορίες αναμειγνύονται - και πολύ ορθά - οι Εβραίοι της πόλης και οι κακουχίες που υπέστησαν και από τους ξένους και από τους ντόπιους.
  • Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εστιάζει σε μία επιπλέον πλευρά της διαφθοράς, στην αρχαιοκαπηλία των θησαυρών που φυλάσσονται στις παλαιές βιβλιοθήκες κλπ.
Έτσι δομημένη η υπόθεση του βιβλίου, φαίνεται αρχικά να μοιάζει με πανεπιστηµιακό µυθιστόρηµα - αποκαλύπτοντας τη διάβρωση και τα παιχνίδια συναλλαγής στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, - στη διαδρομή όμως γίνεται περισσότερο ιστορικό µυθιστόρηµα - µε την διεξοδική περιπλάνησή του στους εργατικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της προπολεµικής Θεσσαλονίκης (με ιδιαίτερη αναφορά στις κακουχίες που υπέστη η εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης), αλλά και σε ό,τι συνέβη στην πόλη µετά το ξέσπασµα του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου - και τέλος καταλήγει περισσότερο σε αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, με την περιγραφή του υπόκοσμου που περιτριγύριζε (από κάποιο σημείο και μετά) τον πρωταγωνιστή, που έφτασε ως την δολοφονία του. (Για περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση κλπ., μπορεί να ανατρέξει κανείς στις πολλές (θετικές) κριτικές του βιβλίου, που δημοσιεύτηκαν σε πολλά έντυπα και μπορεί να τα βρει κανείς συγκεντρωμένα στο ιστολόγιο του Μ.Κ.).


Από τη συζήτηση με τον συγγραφέα 

Όπως μας διηγήθηκε, το βιβλίο άρχισε να το γράφει το 2005, με στόχο να αναφερθεί στη γενιά της μεταπολίτευσης, στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε ασχοληθεί μ' αυτό τόσο διεξοδικά. Τότε βέβαια, μετά τους Ολυμπιακούς, την υποτιθέμενη οικονομική ευμάρεια κλπ., το θέμα αυτό ήταν εντελώς ανεπίκαιρο. Όπως αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο, όλοι ασχολούμασταν με την προσωπική, οικονομική και κοινωνική μας άνοδο και λιγότερο με τις αξίες. "Μέχρις εδώ ήταν η εύκολη δουλειά. Το δύσκολο ήταν άλλο. Το ανακάλυψα όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Έπρεπε να δώσω φωνή στον Στέφανο και στα πρόσωπα της ιστορίας. Να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Να είμαι δίκαιος με όλους. Έπρεπε να καταλάβω τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Τους βαθείς αναστεναγμούς που δημιουργούν τις ρυτίδες των ανθρώπων. Γι’ αυτό έψαξα. Μπήκα στη θέση των άλλων [...] Εκείνο που αξίζει όμως είναι η επική προσπάθεια του ανθρώπου να βρει την αλήθεια. Από την ατέρμονη αυτή διαδικασία, από τον χαμένο παράδεισο, μένει μια σημαντική λέξη. Γ ι α τ ί." (απόσπασμα συνέντευξης του Μ.Κ. στον Δημήτρης Κόκορη)

Το κύριο ερώτημα που θέλει να θέσει το βιβλίο, είναι  το τι έφταιξε, και γιατί μετά από 35 χρόνια δημοκρατικής περιόδου, ελευθερίας κλπ., φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση, την οικονομική και πολιτική κρίση και όχι μόνο. Το βιβλίο προσπαθεί να καταδείξει ότι αυτή η κρίση, είναι κυρίως κρίση αξιών και ηθικής. Υπάρχει, μια ελληνική ιδιαιτερότητα, στην οποία αναφέρθηκαν κατά καιρούς ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Παναγιώτης Κονδύλης και σήμερα ο Στέλιος Ράμφος: πρέπει να στοχασθούμε και να αναστοχασθούμε για το πως φθάσαμε ως εδώ, για να μπορέσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα, τέτοια, που να μας βοηθήσουν να την ξεπεράσουμε.

Μετά αναφέρθηκε, στο γιατί διάλεξε την Θεσσαλονίκη, σαν την πόλη στην οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου: θεωρεί ότι εκεί φαίνονται πιο ανάγλυφα τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται το βιβλίο (η διαφθορά, τα κυκλώματα, η διαπλοκή κλπ., βλέπε και τις τελευταίες αποκαλύψεις και συλλήψεις που έγιναν στην Θεσσαλονίκη).

Μετά είναι γι' αυτόν, βασικό το δίπολο, ο διχασμός, μεταξύ Ανατολής - Δύσης, που υπάρχει στην Ελλάδα, από την επανάσταση του 21 ως τις μέρες μας. Έτσι στο βιβλίο ο Στέφανος εκπροσωπεί την Δύση, ενώ ο Δαπόντε την Ανατολή. Επίσης η περιγραφή της διαμάχης για την Ροτόντα στην Θεσσαλονίκη καταδεικνύει ξεκάθαρα την διαμάχη(το ίδιο δίπολο) μεταξύ της Θρησκείας και των άλλων που ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Για τον ίδιο λόγο εμπλέκει την περίοδο του μεσοπολέμου στην υπόθεση, (το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται σ' αυτό), και το κάνει για να δείξει τον διχασμό μεταξύ των 2 κόσμων, που ο ένας αντιμάχεται τον άλλον, ("του εμείς - και οι άλλοι", "το φως και το σκοτάδι"), όπως έγινε και το 47 και την δεκαετία του 30 (το 36 αλλά και στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο) αλλά και σήμερα. Υπάρχει δηλαδή συνέχεια στην ελληνική κοινωνία, στην πολιτική ρητορική, το ίδιο δίπολο, από την μια η συντήρηση και και από την άλλη η πρόοδος, κάτι σαν ένας εμφύλιος διχασμός.

Συνέχισε ο Μ.Κ. λέγοντας, ότι είτε η τύχη, είτε οι περιστάσεις, μας έδωσαν την δυνατότητα στην μεταπολίτευση, να έχουμε μια οικονομική ευμάρεια, να έχουμε και 2 αυτοκίνητα, το εξοχικό μας, κλπ. αλλά κανείς δεν σκέφτηκε την περίπτωση να αναποδογυρίσουν τα πράγματα, να πάει κάτι στραβά, ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή κάποιο πρόβλημα!. Διότι ο άνθρωπος και οι κοινωνίες κρίνονται στις δύσκολες περιστάσεις, όχι όταν όλα είναι ρόδινα.

Επιμένει ο Μ.Κ. ότι ενώ έχουμε προοδεύσει πάρα πολύ τεχνολογικά, στο τομέα της ηθικής, των αξιών και της οικολογικής ευαισθησίας, έχουμε μείνει πάρα πολύ στάσιμοι. Αυτό που επεχείρησα, είπε, να διηγηθώ, δεν ήταν να περιγράψω μόνο τον ήρωα Στέφανο Δενδρινό, ήθελα περισσότερο να κάνω μια τοιχογραφία, μια ανατομία μιας εποχής, και όχι να γράψω απλά μια ερωτική ιστορία. Γιατί άλλη σημασία έχει να κάνει μια παρανομία ένας απλός άνθρωπος και άλλη όταν αυτό το κάνει ένας αγωνιστής του Πολυτεχνείου, ένας Πανεπιστημιακός Καθηγητής ή ένας κληρικός.

Κάποιος παρατήρησε πως επιτέλους, κάποιος συγγραφέας, ασχολείται με τα προβλήματα τις κακοδιαχείρισης στα Πανεπιστήμια και ιδιαίτερα στις Επιτροπές Ερευνών, και ότι αυτό ήταν πολύ χρήσιμο να αποτυπωθεί και να καταδειχθεί, όπως γίνεται στο βιβλίο.

Επίσης τέθηκε ο προβληματισμός για  την ανάμειξη της θρησκείας (προς το τέλος του βιβλίου) με την συνολική στόχευση και πλοκή του βιβλίου (η περίπτωση του Δαπόντε) η οποία φάνηκε σαν να μην ταιριάζει στην συνολική εικόνα του βιβλίου, όμως ο Μ.Κ. την εντάσσει στο ίδιο δίπολο που αναφέραμε προηγουμένως.


Στην παρατήρηση ότι κάπου φαίνεται το βιβλίο σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, η απάντηση είναι πως στο καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, φαίνεται και το κοινωνικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση και συνήθως γίνεται μια ανατροπή στο τέλος, και στην προκειμένη περίπτωση (του βιβλίου), ο θύτης (ο Τίγρης) παραμένει ουσιαστικά στο περιθώριο, ατιμώρητος, πράγμα που προβληματίζει τον αναγνώστη. Παρόλα ταύτα, θεωρεί ο Μ.Κ., πως το βιβλίο του δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα.

Το επόμενο θέμα που αναφέρθηκε, ήταν το θέμα της κοινότητας των Εβραίων και στα δεινά που υπέστησαν, πράγμα που αναφέρεται ή καλύτερα το βιβλίο κάνει μια καλή προσπάθεια να αναφερθεί και να αποκαταστήσει τα πράγματα και την αλήθεια -αυτή την συνωμοσία της σιωπής- για τις κακουχίες (πογκρόμ, σκοτώθηκαν 45.000) που υπέστη η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης (συνοικία Κάμπελ) στον μεσοπόλεμο.

Στο τέλος της συζήτησης, μας αποκάλυψε την επιλογή του να ενσωματώσει στο κείμενό του αναφορές στην ομηρική Οδύσσεια αλλά και στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, κάτι που η κριτική στο σύνολό της δεν κατάφερε να αναδείξει.

Φύγαμε καταγοητευμένοι, με την αίσθηση ότι για τρεις σχεδόν ώρες είχαμε τη σπάνια τύχη να "κρυφοκοιτάμε μέσα από την κλειδαρότρυπα" στο εργαστήρι του συγγραφέα.

-----------------------------------

Υστερόγραφο του αρθρογράφου

Στο παραπάνω κείμενο προσπάθησα να μεταφέρω - όσο πιο καλά μπορούσα - την όλη συζήτηση που είχαμε σαν Λέσχη με τον συγγραφέα. Ας μου επιτραπεί εδώ να διατυπώσω την προσωπική μου άποψη για το βιβλίο και τον συγγραφέα:
Πιστεύω κατ' αρχάς πως η ανάγνωση του βιβλίου, οι προβληματισμοί που προκλήθηκαν απ' αυτό, και προπάντων η γνωριμία και η συζήτηση με τον Μ.Κ., ήταν καταλυτική για μένα. Παρ' όλα ταύτα, θεωρώ πως στην προσπάθειά του ο συγγραφέας να καταπιαστεί συγχρόνως με τουλάχιστον τρία θέματα, δηλαδή, με τη πανεπιστημιακή ίντριγκα, με την αστυνομική πλοκή αλλά και με το ιστορικοκοινωνικό υπόβαθρο των εμπλεκομένων, τον οδήγησε στην παγίδα της πολυπραγμοσύνης και της πολυπλοκότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει αφηγηματικό χάσμα μεταξύ των τριών κεφαλαίων του βιβλίου. Αυτό, στα μάτια μου, έχει σαν αποτέλεσμα, ο βασικός - και διακηρυγμένος - στόχος του συγγραφέα, να καταδείξει δηλαδή "την τοιχογραφία της μεταπολίτευσης", να παραμένει ημιτελής. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιο και ειδικά το σημείο που ασχολείται με την αναζήτηση του χαμένου Κώδικα του ψευδο-Διονυσίου κλπ., ήταν για μένα εντελώς παράταιρο.

Για τα λουλούδια στο δέντρο. Μια αυτοκτονία για τη ζωή όχι για το θάνατο. - του Θάνου Ανδρίτσου

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το δένδρο της θυσίας του Δημήτρη Χριστούλια
Τι μπορείς να πεις για μια αυτοκτονία; Η είδηση μιλάει από μόνη της, το αφοπλιστικό γράμμα του αυτόχειρα- κραυγή για μια κοινωνία σε αποσύνθεση- δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, ούτε φλυαρίας. Ένας συνάνθρωπος μας, αδυνατώντας να βρει μια χαραμάδα φωτός μέσα στο βαθύ μνημονιακό σκοτάδι, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τελεία. Καλύτερη εικόνα για να περιγράψει τις καθημερινές αναρίθμητες τραγωδίες, δυστυχώς δεν υπάρχει. Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου όταν έφτασε στα αυτιά μου, η είδηση.

Με αυτές τις σκέψεις κατηφόρισα χθες το μεσημέρι στη γνωστή πλατεία. Ακόμα ο κόσμος λιγοστός, είχε αρκετές ώρες μέχρι τις 6 που γέμισε για άλλη μια φορά. Γύρω από το δέντρο που κάτω από τη σκιά του επέλεξε να φύγει ο  Δημήτρης Χριστούλιας, μαζεμένοι αρκετοί, άλλοι θλιμμένοι, άλλοι εξοργισμένοι, άλλοι σιωπηλοί, άλλοι βγάζοντας κραυγές. Στον κορμό καρφιτσωμένα μερικά χαρτάκια με μηνύματα. Τι μηνύματα; Οργής, αγώνα, συμπαράστασης, τιμής της μνήμης; Πώς να τα περιγράψει κανείς. Και χαμηλά μερικά λουλούδια, τα περισσότερα τριαντάφυλλα. Μαζί μου, ένας φίλος προσπαθεί να αποθανατίσει τη στιγμή, πιο πολύ τα πρόσωπα όσων βρίσκονται εκεί. Τι σκέφτονται; Τι περιμένουν; Βλέπουν τον εαυτό τους σαν τον επόμενο αυτόχειρα, ή σφίγγουν τη γροθιά για να είναι ο τελευταίος; Ποιος ξέρει τι ο καθένας κουβαλά σε αυτή την πόλη;

Σκέφτηκα ότι, τέτοια ώρα, με τέτοιο καιρό, δεν είχα ξαναβρεθεί σε εκείνο το σημείο από πέρυσι το καλοκαίρι. Από αυτά τα ηλιόλουστα μεσημέρια πριν τις συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις που ο κόσμος ήταν διάσπαρτος σε διάφορες γωνίες, πηγαδάκια στήνονταν ή πολλοί ρωτούσαν και εγώ κάπου πήγαινα, σε μια συνάντηση, σε κάποια επιτροπή. Το συγκεκριμένο δέντρο βρίσκεται πίσω από το σημείο που στηνόταν η μικροφωνική. Θυμήθηκα ότι τις περισσότερες μέρες δεν πήγαινα εκεί, ήταν στημένες οι σκηνές, μόνο καμιά φορά για να συζητήσω κάτι ήσυχα ή να ψιλοτσακωθώ για μια διαφωνία σε μια απόφαση της συνέλευσης ή για να καταστρώσουμε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Ήταν καλό σημείο γιατί δεν έφταναν τα μεγάφωνα και μπορούσες να μιλήσεις ήσυχα. Αλλά θυμήθηκα και τις άλλες μέρες, τις μη- κανονικές, τις γεμάτες χημικά. Έτυχε να βρίσκομαι μερικές ώρες κοντά του, όταν έλαχε να κρατήσω λίγες ώρες το μικρόφωνο. Το ζήλευαν πολλοί αυτό το δέντρο, ζήλευαν τη σκιά του όταν καίγονταν στον καυτό ήλιο. Το ζήλευα και εγώ γιατί από κάτω κάθονταν και ξεκουράζονταν αρκετοί, έβαζαν και στον κορμό την πλάτη τους, ενώ εγώ με δυσκολία καμιά καρέκλα με χαλασμένα πόδια μπορούσα να βρω.

Περπάτησα αρκετά χθες, σκεφτόμενος. Πως πέρασε αυτή η χρονιά; Πώς πέρασε ο καιρός από το περσινό καλοκαίρι, όταν η ίδια πλατεία γέμιζε πολλούς με αισιοδοξία, κέρδιζε λίγα αλλά άφηνε παρακαταθήκη για τα πάντα; Οι περίεργες πολιτικοψυχολογικές προσλαμβάνουσες που έχω μου δημιουργούν πάντα κάποια πρώτα συναισθήματα διαφορετικά από τα μετέπειτα. Σκέφτηκα την αντίθεση. Εκεί που άνθιζε η αισιοδοξία, ηγεμόνευσε η απελπισία; Στο δέντρο που δροσίζονταν πριν ξαναπάνε στη μάχη, σταγόνες αίμα. Είναι έτσι; Πολλά στρυφογυρνάνε αλλά κάτι δε μου κολλάει.

Στη μαύρη καταχνιά του μνημονίου πολλοί δεν αντέχουν και χάνονται.

Ήταν ο μόνος; Όχι. Στη γειτονιά μας, στο διπλανό σπίτι, σε μια γέφυρα που κάποτε περάσαμε, στις ράγες ενός τρένου που βρισκόμαστε μέσα, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι δίνουν τέλος στη ζωή τους. Ήταν ο τελευταίος; Όχι. Όπως μας ενημερώνουν, μόνο μερικές δεκαετίες ακόμα χρειάζονται για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Ίσως να μείνει και κάποιος ζωντανός.

Είχε κάτι το διαφορετικό; Ναι. Η τραγική πράξη του δεν έγινε στις κλειστές πόρτες και παράθυρα του σπιτιού του, ούτε σε ένα μακρινό γκρεμό. Έγινε στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το ελληνικό κοινοβούλιο, το κάστρο των οικονομικών δήμιων. Δεν έγινε στα κρυφά, δεν έγινε αθόρυβα χωρίς να τραντάξει την χειμαζόμενη καθημερινότητά μας. Έγινε σαν πράξη που απαίτησε να εκληφθεί σαν δήλωση, τοποθέτηση, πολιτική παρακαταθήκη.

Τι αξίζει να σκεφτείς για τον κυρ Δημήτρη; Μήπως αυτό του αγαπημένου μας ποιητή Βλαδίμηρου, που λέει περίπου ότι σε αυτή τη ζωή το εύκολο δεν είναι το να πεθάνεις, αλλά το να ζήσεις;  Ή μήπως έχουμε τον σύγχρονο, κατάδικό μας «καιόμενο», έναν μάρτυρα με μια αυτοθυσία πιο παλιά από τη 12η Φλεβάρη, πιο παλιά από το καλοκαίρι, πιο παλιά από την 6η Μάη, από το Facebook και το twitter. Περίεργες οι μέρες, περίεργες οι πράξεις, περίεργη και η ποίηση. Πολλά νοήματα και πολλές ερμηνείες ταυτόχρονα.

Και κάποια στιγμή διάβασα το γράμμα. Και κάποια στιγμή αργότερα πήρα και ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστο αριθμό. Ήταν μια συντρόφισσα από τους Αμπελόκηπους. Ήθελε να μου πει κάποιες σκέψεις για μια ανακοίνωση. Τον ξέραμε, λέει. Πήγαινε συχνά στις λαϊκές συνελεύσεις, ερχόταν σε εκδηλώσεις, ένας άνθρωπος μια ζωή μέσα στις μάχες. Πολιτική δήλωση έκανε, να ταρακουνήσει, να δώσει σινιάλο αντίστασης ήθελε, μην ακούτε τι σας λένε τα  κανάλια.

Άρα στο δέντρο που κάθονταν το καλοκαίρι, μπορεί να έκατσε και αυτός. Άρα στο δέντρο αυτό δεν επέλεξε μόνο πεθάνει. Μπορεί να επέλεξε και να ζήσει.

Μα τι άλλο; Υπάρχουν χιλιάδες μέρες, χιλιάδες τρόποι, χιλιάδες μέρη να αυτοκτονήσεις. Αν όμως θες να αυτοκτονήσεις για το θάνατο. Όμως ο Δημήτρης Χριστούλιας δεν ήθελε να φύγει έτσι, δεν ήθελε να παραιτηθεί ούτε να υμνήσει το θάνατο. Για τη ζωή πέθανε, για τη ζωή αυτοκτόνησε. Και είναι χρέος μας να παλέψουμε για να είναι ο τελευταίος. Είναι χρέος μας να καταλάβουμε ότι η πάλη, η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα δεν είναι μόνο ζητήματα βούλησης, αλλά και επιβίωσης, διαφύλαξης της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Δημήτρης Χριστούλιας μίλησε ο ίδιος για τον εαυτό του και την πράξη του. Στο σημείωμα του και σήμερα ξανά μέσα από την κόρη του. Δεν θα ήθελε να κλάψουμε για την προσωπική του τραγωδία, να τον λυπηθούμε για τα δεινά του, αλλά να δώσουμε τέλος στις ατομικές και συλλογικές τραγωδίες που γέμισε πια αυτός ο τόπος. Ίσως για αυτό και χθες τα λουλούδια έκαναν το σημείο να μοσχοβολά τη μυρωδιά της ζωής και όχι τη δυσωδία του θανάτου.

Άλλωστε το μέλλον πάντα στη ζωή ανήκει. Φρόντισε να το θυμίσει και ο ίδιος γιατί φοβήθηκε μήπως έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε. Και οι πιο μισητοί δικτάτορες κάποτε ανατρέπονται. Έτσι κλείνει το σημείωμά του. Έχοντας πρώτα αφήσει κληρονομιά σε αυτούς που θα το κάνουν. Στους νέους χωρίς μέλλον που κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα.

Υ.Γ. Οι στιγμές που βρέθηκα χθες στο Σύνταγμα, βλέποντας τους ανθρώπους γύρω μου και προσπαθώντας να φανταστώ τι σκέφτονται, με έκαναν να καταλάβω μια τεράστια απόσταση. Και όχι αυτή μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των πολιτών για την οποία πάντα και ορθά μιλάμε. Αλλά μια άλλη. Αυτή μεταξύ του πλασματικού κόσμου της εκλογικής ευφορίας, των κυβερνητικών κουστουμιών και των μεγάλων ποσοστών της Αριστεράς και του πραγματικού, των ανείπωτων καθημερινών δραμάτων της κοινωνίας. Και μπορεί και πρέπει οι κάλπες να δώσουν σύγχρονα αντάρτικα μηνύματα, αλλά το σίγουρο είναι ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ».

----------------------------------------

«Εγώ κι ο Καμίνσκι» του Ντανιέλ Κέλμαν

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το «Εγώ κι ο Καμίνσκι» του Ντανιέλ Κέλμαν ήρθε να συμπληρώσει ότι άρχισε το προηγούμενο βιβλίο που διαβάσαμε «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλούμ» του Μπέλ: εκεί είδαμε την ασυδοσία, την ψευτιά, την χειραγώγηση της κοινής γνώμης και την τρομοκρατία που μπορούν ν’ ασκήσουν τα διάφορα ΜΜΕ στον ανώνυμο πολίτη για να πετύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους, ενώ εδώ βλέπουμε πάλι τα ΜΜΕ σε μια τους έκφανση, αλλά κυρίως την εικονική πραγματικότητα του «κόσμου της τέχνης», των δήθεν κουλτουριάρηδων – εικαστικών και των διαφόρων παρατρεχάμενών τους (κριτικών, βιογράφων, ανθρώπων των Γκαλερί , συλλεκτών, χορηγών κ.λπ.) αλλά και των ίδιων των καλλιτεχνών.

Ο Κέλμαν εδώ κατορθώνει αριστουργηματικά, να παρουσιάσει την προσπάθεια ενός κυνικού, εγωμανούς, ξερόλα και ματαιόδοξου κριτικού της τέχνης, στο πρόσωπο του Σεμπάστιαν Τσέλνερ, με σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, που εργάζεται σε μια εφημερίδα, που έβαλε στόχο να πλησιάσει με κάθε μέσο τον γηραλέο τυφλό ζωγράφο Μάνουελ Καμίνσκι για να γράψει την Βιογραφία του, πριν τον προλάβουν οι ανταγωνιστές. Στη προσπάθειά του αυτή ο Σεμπάστιαν – που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας του στο βιβλίο – δείχνει τη κυνικότητα και ανηθικότητα του χαρακτήρα του και γι’ αυτά που σκέπτεται, αλλά και γι’ αυτά που κάνει, με τον, κατ’ αρχάς, δυστυχή ζωγράφο. Από την άλλη και ο ζωγράφος ούτε και τόσο πολύ «τυφλός» είναι, ούτε και τόσο μεγάλος όσο ήθελε να φαίνεται , εξάλλου στον τόπο που ζει είναι παντελώς άγνωστος, μόνο στην «κοινότητα» των δήθεν μυημένων είναι γνωστός κι αυτό για ιδιοτελείς λόγους.

Αυτό το αντάμωμα των δύο προσώπων, σκιαγραφείται με πυκνότητα, χιούμορ, ειρωνεία που φτάνει στα όρια της αυτογελοιοποίησης και περισσή δεξιοτεχνία τόσο στην αφήγηση όσο και στην πλοκή, που πραγματικά σε καθηλώνει μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Οι ήρωές του, παρουσιάζονται με τα ψεγάδια τους, πολύ ανθρώπινοι και φθαρτοί, με τα ελαττώματά τους και τις όποιες αναλαμπές τους - ιδιαίτερα ο Καμίνσκι -όπως άλλωστε είμαστε όλοι μας. Το τελείωμα της ιστορίας είναι εντυπωσιακό: 1)ο ζωγράφος με τις ιδιοτροπίες και τα καμώματά του βασικά αποκαθηλώνεται, όμως παρ’ όλα αυτά παραμένει σαν χαρακτήρας πιο συμπαθής για κάποια ψήγματα σοφίας που του δίδαξε η ηλικία του, 2)ο Σεμπάστιαν δε, όταν παρεμπιπτόντως μαθαίνει πως σαν βιογράφος του έρχεται δεύτερος, τότε αντιλαμβάνεται την ματαιότητα της όλης προσπάθειάς του, συνειδητοποιεί την κενότητα και απαξία όλων αυτών των προσπαθειών που έκανε, εις βάρος της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του ιδίου αλλά και του Καμίνσκι – τον έδιωξε η γυναίκα του η Έλκε, κορόιδεψε την κόρη του ζωγράφου επανειλημμένα – και σε μια έκρηξη αυτογνωσίας ή αυτοκαταστροφικής μανίας, πετάει στην θάλασσα και το μαγνητοφωνάκι του και τις σημειώσεις του, για να κρατήσει ότι ίσως αξίζει περισσότερο στη ζωή, όπως το να ζητήσει συγνώμη από την γυναίκα του που παραμέλησε και από την κόρη του ζωγράφου που πολλές φορές ταλαιπώρησε με τις μηχανορραφίες του.

Συμπερασματικά πιστεύω πως το βιβλίο είναι τόσο συναρπαστικό, όχι τόσο για τη θεματολογία που παρουσιάζει, όσο για τη ανάπτυξη & την διαπλοκή των χαρακτήρων των 2 πρωταγωνιστών, που όσο προχωράει η αφήγηση, η αγωνία μεγαλώνει και εν τέλη στο τέλος σχεδόν τα πάντα ανατρέπονται, τα προσχήματα αυτοκαταργούνται, οι συμπεριφορές εξηγούνται, τίποτα δεν είναι όπως πρώτα, τίποτα το μεγάλο, όλα φαίνονται πλέον απλά και βατά, στο τέλος δε αρχίζεις να τους ψιλοσυμπαθείς κιόλας, "γιατί εν τέλει τους καταλαβαίνουμε, αλλά και γιατί κατά βάθος είχαμε εξαρχής αναγνωρίσει σε αυτούς τα δικά μας ελαττώματα –ή έστω εκείνα των «ανθρώπων που ξέρουμε». Από αυτήν την άποψη, η αφήγηση έχει κάτι από τους πίνακες του Καμίνσκι, που ζωγράφιζε τη θάλασσα χωρίς να την έχει δει ποτέ. Ή μήπως την είχε δει;"*

Περισσότερα για το βιβλίο αλλά και συνέντευξη με τον συγγραφέα διαβάστε εδώ.

*Ηρώ Κουνάδη

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 7/7/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»
ή πως γεννιέται η βία και που μπορεί να οδηγήσει

του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Στή συζήτηση που κάναμε στη λέσχη για το βιβλίο συμφωνήσαμε ότι "το μικρό αυτό αριστούργημα του Χάινριχ Μπελ, περιγράφει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και τρυφερότητα, μια σύγχρονη εκδοχή «ατίμωσης», που όμως δεν γίνεται παθητικά δεκτή, όπως σε άλλες εποχές, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα."*1

Η υπόθεση του βιβλίου: "η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει ν' αποκτήσει διαμερισματάκι και μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν, γίνεται αθελά της «πρόσωπο της ημέρας»: σ' ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται κάποιον καταζητούμενο από την αστυνομία για διάφορα «εγκλήματα». Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο."*1

Υπήρχε διαφωνία μεταξύ μας σε δύο θέματα:
  1. στο άν αυτό το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό έργο ή ένα βιβλίο το οποίο "με χειρουργική ακρίβεια - και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ - περιγράφει ... μεθόδους με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις"*2. Τέθηκε δηλαδή η ερώτηση "τί εννοούμε με το όρο λογοτεχνία" (βλέπε χρήσιμοι σύνδεσμοι παρακάτω γι' αυτό) και απάντηση δεν δόθηκε και
  2. Άν ο καταζητούμενος απο την αστυνομία που ερωτεύτηκε η Κατερίνα ήταν τρομοκράτης ή απλός ποινικός καταζητούμενος. Εδώ η απάντηση είναι ευκολοδιάκριτη και βγαίνει απο το βιβλίο, ήταν το δεύτερο.
"Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1974, στη Γερμανία, πολύ πριν τα ΜΜΕ λάβουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Περιγράφει ένα κόσμο ζοφερό, σκοτεινό, όπου ο ένας εκμηδενίζεται, γίνεται έρμαιο στη βούληση, του συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Δυστυχώς παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο, αλλάζουν τα ονόματα, αλλάζουν οι αφορμές, αλλάζουν τα συστήματα και οι πρακτικές. Το πρόβλημα παραμένει. Ο ένας παραμένει ακόμη απροστάτευτος απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες, νόμιμες ή παράνομες.

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» γράφτηκε το 1974 και το 1975 γυρίστηκε στον κινηματογράφο από τον Volker Schlondorff σε συνεργασία με την Margarhete von Trotta, ενώ γνωστή είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Rainer Werner Fassbinder.


Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία το 1917, από πατέρα γλύπτη. Άρχισε να δουλεύει σ' ένα βιβλιοπωλείο, κι έπειτα υπηρέτησε στο πεζικό σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μετά το 1945 έκανε διάφορες δουλειές, και το 1951 έγινε συγγραφέας. Οι πρώτες του νουβέλες, Το τρένο ήρθε στην ώρα τον και Αδάμ, πού ήσουν; μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το Γνωριμία με τη νύχτα και Το αφύλαχτο σπίτι, μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ Το ψωμί των πρώτων χρόνων απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1972."*1
"Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» - και κατ' εξοχήν του γερμανικού - είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Ολα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.

Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.

Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.

Ο Μπελ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:

«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά… Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα…»."*2

Χρήσιμοι σύνδεσμοι για το τί είναι λογοτεχνία:
*2BHMA - ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ) | Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
 
---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 12/7/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

Η Έπαυλη των ανδρών του Ντενι Γκετζ

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012

Μετά το περίφημο «Θεώρημα του παπαγάλου» που με γοήτευσε πριν 2 χρόνια και το περίφημο «Τα αστέρια της Βερενίκης» που διάβασα πριν κάμποσους μήνες που με ταξίδευσε στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, των επιγόνων του Μεγάλου Αλέξανδρου, όπου γνώρισα τον μεγάλο Ερατοσθένη και πρωτομετρήσαμε μαζί του την περιφέρεια της γης, ήρθε η «Η Έπαυλη των ανδρών» να με συναρπάσει με την τέχνη της παραμυθίας που μόνο ο Ντενι Γκετζ κατέχει τόσο καλά να χειρίζεται και να σε καθηλώνει.




Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σειρά αντιθέτων που συνθέτουν την όλη πλοκή:
  • με τους ΕΞΩ, τους πολεμοκάπηλους του Α’ παγκόσμιου πολέμου, Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Γερμανών που πολεμούν στα χαρακώματα το 1917 και ρίχνουν τόνους μολύβι ο ένας στον άλλο και με τους ΜΕΣΑ, τους τροφίμους της έπαυλης με αριθμό 14 που είναι οι τρελοί αλλά αποδεικνύονται πιο γνωστικοί από τους απ΄ έξω,
  • με τον σοφό πανεπιστημιακό που του έχει εν ζωή στηθεί ανδριάντας στο Πανεπιστήμιο της πόλης όπου δίδαξε, τον Χανς Σίνγκερ (Γκεοργκ Καντορ) και τον απλό Γάλλο μηχανοδηγό Ματτις Ντιτούρ,
  • τον συντηρητικό σοφό και τον αναρχικό επαναστάτη μηχανοδηγό,
  • τον πατρίκιο και τον πληβείο,
  • τον δάσκαλο και τον μαθητή.

Ο Σίνγκερ αφού ανακάλυψε και περίγραψε την περίφημη θεωρία των συνόλων και των απείρων, κάπου σκόνταψε στην απόδειξη κάποιου συνόλου πεπερασμένων ή συνεχών απείρων και ο γιος του τον έφερε στο σανατόριο. Από την άλλη ο Ντιτούρ, Γάλλος πρώην επαναστάτης αναρχικός, ειρηνόφιλος και διεθνιστής που πρόδωσε τον αρχηγό του Ζορές και κατατάχτηκε στο στρατό, έσωσε στην μάχη τον Γερμανό Γκαμπριέλ και έτσι έγινε και προδότης της πατρίδας του και από την τρέλα της μάχης και του μυαλού του κατέληξε και αυτός στο ίδιο σανατόριο και έτυχε μάλιστα και οι δυο να γίνουν συγκάτοικοι στο δωμάτιο με το νούμερο 14. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί σιγά – σιγά φιλία και μια όμορφή σχέση δασκάλου – μαθητή με ορισμένα κενά διαστήματα, αλλά και με κάποιους χρήσιμους μονόλογους, που όλα μαζί περίτεχνα δομημένα από τον μάστορα Γκετζ, θα μας κρατήσουν συντροφιά μέχρι την τελευταία σελίδα. Θα μάθουμε και ολίγα από τα επιτεύγματα του δασκάλου αλλά και τα διάφορα προβλήματα που συνάντησε στον δρόμο του από τους συναδέλφους του (Κρονεκερ) και όχι μόνο, όπως και για τη ζωή και της περιπέτειες του Ντιτούρ. Τέλος ο Γκάμπριελ θα επισκεφτεί με την αδελφή του για να ευχαριστήσει τον Ντιτούρ στην έπαυλη των ανδρών αλλά μετά από λίγο θα αυτοκτονήσει μη μπορώντας να ζήσει άλλο αυτή τη ζωή έτσι. Η αδελφή του σε μια νέα επίσκεψη θα του πει τα νέα και θα καλέσει τον καλέσει να γίνει πλέον αυτός ο νέος αδελφός και σύντροφός της.
Έτσι μέσα από αυτή την σχεδόν στατική διήγηση από πλευράς οροθέτησης, που ταιριάζει πολύ για μια θεατρική παράσταση, ο Γκετζ μας πηγαίνει πάλι νοητικά ταξίδια σε διάφορες κοσμοθεωρίες – πολέμου & ειρήνης, συντήρησης & αναρχισμού, αλλά και μας δίνει - όπως σε όλα τα βιβλία του - ψήγματα σοφίας του μαθηματικού μυαλού του Καντορ και κάποιων συναδέλφων του, αλλά και των διαφόρων μικροπρεπειών που δυστυχώς ταλανίζουν και τους πιο ευφυείς ανθρώπους, ενώ παράλληλα δεν ξεχνά να μας περιγράφει και την αξιόλογη περιπέτεια της ζωής του Ντιτούρ. 

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 4/11/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

Η τριλογία των επαναστάσεων του Τζον Μπάνβιλ

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το παρακάτω κείμενο γραμμένο στις 19/9/09 για προσωπική χρήση, το παραθέτω αυτούσιο γιατί τελικά αντικατοπτρίζει το σύνολο των μελών της Λέσχης:

Παίρνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό περίμενα να διαβάσω τη ζωή και το έργο των 3 αυτών μεγάλων ανδρών, αλλά τελικά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και κουραστικό.
Αντ' αυτού διάβασα 2 βιογραφίες για τον Κοπέρνικο και τον Κέπλερ και όσον αφορά τον Νεύτωνα διάβασα μία μυθιστορηματική επιστολή κάποιου προφανώς σύγχρονου επιστήμονα προς κάποια Κλειώ, στην οποία περιγράφει την προσπάθειά του να γράψει ένα βιβλίο για το έργο του Νεύτωνα, πράγμα στο οποίο αποτυγχάνει, μπλεγμένος στα γρανάζια της καθημερινότητας και εντέλει καταλήγει να είναι μια προσωπική ιστορία αγάπης και έρωτα ...!

Στα μέρη λοιπόν που αφορούν τον Κοπέρνικο και τον Κέπλερ έχουμε να κάνουμε με μυθιστορηματική βιογραφία: εξιστορείται η ζωή των δύο μεγάλων επιστημόνων που ουσιαστικά ήταν από τους πρωτεργάτες της «πραγματικής» επιστήμης, καθώς την απήλλαξαν από τις εικασίες και ανακρίβειες των αρχαιότερων και έθεσαν νέα δεδομένα στην έρευνα. Όμως και εδώ, εξιστορείται αναλυτικά και σε ορισμένα σημεία κουραστικά εξαντλητικά, κυρίως η ζωή και τα προβλήματα που συνάντησαν στο διάβα της οι δύο μεγάλοι άντρες, όμως παραλείπει να αναφερθεί έστω περιληπτικά αλλά συγκροτημένα στο μεγαλοφυές έργο τους. Υπάρχουν βέβαια εδώ κι εκεί παρεμπιπτόντως ορισμένα ψήγματα αναφοράς σ' αυτό, αλλά τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης άμα επιθυμεί να μάθει ολοκληρωμένα τι πρέσβευαν ή τι εφηύραν οι δύο αυτοί άντρες πρέπει να ανατρέξει σε άλλες πηγές. Αυτό θεωρώ ότι είναι το δεύτερο βασικό μειονέκτημα του βιβλίου - το πρώτο είναι η προαναφερθείσα επιστολή προς το Νεύτωνα.

Όσον αφορά λοιπόν τις δύο βιογραφίες έχουμε ο Μπάνβιλ εστιάζει στην ανθρώπινη πλευρά των επιστημόνων, δεν κάνει μια τυπική εξιστόρηση περιστατικών, ιδεών, δυσχερειών και θριάμβων, αλλά περιγράφει - είναι αλήθεια με γλαφυρό τρόπο - ανθρώπους που επιχειρούν να ξεφύγουν με τις ιδέες τους και με τη δράση τους από τα δεδομένα της εποχής τους να πρωτοπορήσουν και να θέσουν νέα θεμέλια. Τόσο ο Κοπέρνικος όσο και ο Κέπλερ έζησαν σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή, που μάλλον εύκολα καλλωπίζουμε σήμερα με τον όρο Αναγέννηση, θεωρώντας τη σαν μια περίοδο γεωμετρικής εξέλιξης του πνεύματος. Εδώ ο Μπάνβιλ μας δίνει αρκετό υλικό για να γνωρίσουμε την ταραγμένη εποχή που έζησαν, μια εποχή απόλυτης θρησκευτικής, πολιτικής. ιδεολογικής αλλά και επιστημονικής σύγχυσης, και εστιάζοντας σ' αυτά, μας δείχνει τα προβλήματα που συνάντησαν ζώντας μια "απλή" οικογενειακή ζωή ο Κέπλερ, μια διαφορετική ιερατική ζωή ο Κοπέρνικος, με τα διάφορα βιοποριστικά προβλήματα που είχαν, τις φοβίες τους εχθρούς και τις δολοπλοκίες που έπρεπε να αντεπεξέλθουν Έτσι μ' αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας θέλει προφανώς να δείξει, πόσο μεγαλύτερο ήταν το εγχείρημά τους, να περισωθούν, να επιζήσουν αλλά και να μεγαλουργήσουν. Πρέπει εδώ επίσης να τονισθεί στα θετικά του βιβλίου και ο ο ευρηματικός τρόπος της αντιπαραθέσεις προσωπικών επιστολών των 2 ανδρών, που έτσι δίνουν οι ίδιοι στον αναγνώστη το προσωπικό τους στίγμα.

Τέλος αν πάρουμε το τρίτο μέρος του βιβλίου - την επιστολή στον Νεύτωνα - σαν κάτι αυτοτελές, πρέπει να πούμε πως διαβάζεται με άνεση (αρκεί να μην σκεπτόμαστε ότι είναι κάτι που αφορά τον Νεύτωνα) έχει πολύ εσωτερικότητα και ενόραση και αρκετές χρήσιμες παρατηρήσεις για το παιχνίδι των συναισθημάτων και της ψυχής.


#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 4/11/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου) 

Logicomix - Του Απόστολου Δοξιάδη

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012

Είναι αλήθεια ότι από μικρός δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με τα κόμικς, σε αντίθεση με άλλους συνομηλίκους μου. Αν δεν είχα διαβάσει τον “θείο Πέτρο…” σίγουρα με δυσκολία αν όχι με άρνηση θα αντιμετώπιζα το νέο βιβλίο του Δοξιάδη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια που διάβαζα το βιβλίο πολλές φορές αναρωτήθηκα αν θα ήυαν καλύτερα να μην ήταν σε μορφή κόμικς. Προς το τέλος του βιβλίου και ιδιαίτερα όταν διάβασα τον επίλογο και το σημειωματάριο και ξαναέφερα στη φαντασία μου τις μορφές των μεγάλων μαθηματικών στους οποίους αναφέρονταν το βιβλίο σαν σε καλοφτιαγμένο φιλμ, μπόρεσα να βρω την ομορφιά, την πρωτοτυπία και την δυσκολία του όλου εγχειρήματος.
Ναι τώρα μπορώ να πω πως ήταν τολμηρό το εγχείρημα, μα άξιζε ο κόπος. Μας έβγαλε απο την πεπατημένη, μας οδήγησε στα μονοπάτια της φωτογραφίας, της εικόνας και του παραμυθιού με φινέτσα, απλότητα και χάρη.

Με λίγα λόγια το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή του μαθηματικού και φιλοσόφου Μπερτραντ Ράσελ, ο οποίος 3 μέρες μετά την έναρξη του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, ευρισκόμενος στην Αμερική σε ένα πανεπιστήμιο για να κάνει μια ομιλία του, πολιορκήθηκε από πλήθος “απομονωτιστές” Αμερικανούς που ήταν ενάντιοι στο να συμμετάσχει η Αμερική στον πόλεμο για να βοηθήσουν του Ευρωπαίους φίλους τους. Έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει την ομιλία του για να τους μεταπείσει ή καλύτερα να τους προβληματίσει, αναφερόμενος στο ρόλο που έπαιξε στη ζωή του η Λογική, τα Μαθηματικά και οι κανόνες που ακολούθησε στη ζωή του. Έτσι μαθαίνουμε απλά και παραστατικά την πολυτάραχη ζωή του, τον αγώνα του για την κανονικοποίηση των Μαθηματικών και έτσι γνωρίσαμε όλη την αφρόκρεμα των επιφανών Μαθηματικών του 19ου και των αρχών του 20 αιώνα. Κυρίαρχη άποψη των συγγραφέων είναι ότι όσο πιο μεγαλοφυής είσαι τόσο πιο κοντά είσαι στην τρέλα την δικιά σου ή παιδιών σου. 

Η ανάγνωση είναι πολύ ευχάριστη και αποδοτική, επειδή γνωρίζεις σαν σε παραμύθι επιφανείς Μαθηματικούς όπως τον Φρέγκε, τον Καντορ, τον Ουάiντχεντ, το Γκέντελ, τον Βιτγκεσταιν και τόσους άλλους, μαθαίνει για το “παράδοξο του Ρασελ” και την περίφημη θεωρία της μη πληρότητας του Γκέντελ, που τάραξε το έως τότε οικοδόμημα των μαθηματικών και ανάγκασε τον περίφημο Φρέγκε να πάρει πίσω το υπο έκδοση βιβλίο του. Επίσης μαθαίνουμε τον κοπιαστικό δρόμο της Λογικής και των Μαθηματικών τόσων επιφανών επιστημόνων, που για πολλούς το τέλος τους περίμενε η τρέλα ή η μελαγχολία. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι τα πράγματα όχι μόνο στη ζωή και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά ακόμα και στις επιστήμες όπως τα Μαθηματικά. δεν είναι απλά όπως το 1+1=2, αλλά όπως η περίφημη θεωρία της μη πληρότητας απέδειξε, πιο πολύπλοκα έως μη αποδείξιμα. 

Η πλοκή του όλου εγχειρήματος διανθίζεται από τους διάλογους των συγγραφέων – δημιουργών, που και οι ίδιοι φαίνεται να αναρωτιούνται για το ρίσκο του εγχειρήματος με τα κόμικς. Επίσης είναι εντυπωσιακό το κλείσιμο του έργου με την τριλογία του Αισχύλου την Ορέστεια, η οποία προφανώς επιλέχθηκε επειδή ταιριάζει γάντι στο όλο περίεργο – πολύπλοκο – τρελό εγχείρημα των Μαθηματικών και της Λογικής όπως εξελίχθηκε έως σήμερα, παρά τις τόσες νίκες που επιτεύχθηκαν.
Τελειώνοντας νομίζω ότι σύντομα θα ξαναδιαβάσω τα κόμικς του βιβλίου, και ήδη άρχισα να ενδιαφέρομαι να μάθω περισσότερα για τον Γκέντελ, τον Φρέγκε κ.α.

Απο το ΒΗΜΑ 19/12/2008 (συνέντευξη του Α. Δοξιάδη):

Στο «Logicomix» του Απόστολου Δοξιάδη ήρωες είναι οι διασημότεροι μαθηματικοί και φιλόσοφοι της ιστορίας, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέληξαν σε ψυχιατρεία, αυτοκτόνησαν ή πέθαναν υπό μυστηριώδεις συνθήκες Οταν τα μαθηματικά γίνονται κόμικ GRAPHIC NOVEL ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ | Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008
Στα 15 του εισήχθη στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, στο δεύτερο έτος των Μαθηματικών. Μετά το Μεταπτυχιακό στην Ecole des Hautes Etudes στο Παρίσι (αποφοίτησε σε ηλικία 20 ετών) γύρισε στην Ελλάδα και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Με το διάσημο βιβλίο του Ο θείος Πέτρος και η θεωρία του Γκόλντμπαχ ο Απόστολος Δοξιάδης κατοχύρωσε νέο λογοτεχνικό είδος: το μαθηματικό μυθιστόρημα. Σκηνοθέτησε δύο αξιόλογες ταινίες. Μετέφρασε Σαίξπηρ και Ο' Νιλ, έγραψε και σκηνοθέτησε θεατρικά έργα.
Μία από τις σημερινές ασχολίες του είναι η διερεύνηση της σχέσης μαθηματικών και αφήγησης ως μορφών νοητικής λειτουργίας - μια διερεύνηση «στα όρια της γνώσης». Αυτή πραγματοποιείται από την ομάδα «Θαλής και Φίλοι» (www.thalesandfriends.org) που διοργανώνει διεθνή συνέδρια με συμμετέχοντες γνωστούς μαθηματικούς, φιλοσόφους, αφηγηματολόγους και ιστορικούς της επιστήμης. Ο Δοξιάδης σε συνεργασία με τον Μπάρι Μαζούρ (καθηγητής στο Harvard, μείζων μαθηματικός) θα επιμεληθούν τον τόμο (Cambridge University Press) με τα πορίσματα των συνεδρίων. Είναι αναντίρρητα ένα ανεξερεύνητο πεδίο και ο Δοξιάδης πάλι καινοτομεί.
Το ευρύ κοινό ωστόσο θα γοητευθεί περισσότερο από το νέο έργο του, ένα «γραφιστικό μυθιστόρημα» («graphic novels» αποκαλούνται τα μυθιστορήματα σε μορφή κόμικ) με τίτλο «Logicomix», το οποίο σύντομα θα εκδοθεί από τον οίκο Bloomsbury. Προ καιρού η εφημερίδα «International Herald Tri-bune» σημείωσε: «Ο Βlοomsbury, τώρα χωρίς τον “Χάρι Πότερ” ως ναυαρχίδα, εκδίδει το “Logicomix”, ένα βιβλίο που ο “Independent” θεώρησε συνέχεια του “Κόσμου της Σοφίας”».
Το βιβλίο αφηγείται μια ιστορία ανθρώπινη, γοητευτική και τραγική: την ανάπτυξη της σύγχρονης μαθηματικής λογικής αλλά και της αναλυτικής φιλοσοφίας. Είναι ουσιαστικά η ιστορία των ανθρώπων της. Κύρια ονόματα σε αυτή την πορεία είναι οι Γκέτλομπ Φρέγκε, Μπέρτραντ Ράσελ, Αλφρεντ Γουάιτχεντ, Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Ντάβιντ Χίλμπερτ, Κουρτ Γκέντελ και Αλαν Τιούρινγκ. Επειδή είναι μυθιστόρημα, ο Ράσελ γίνεται κεντρικός αφηγητής.
Παρά το θέμα του, το βιβλίο απευθύνεται στον μέσο αναγνώστη, ενώ οι εικόνες μεταφέρουν την αίσθηση και την ατμόσφαιρα της εποχής. Τα κόμικς δημιουργούν ο Αλέκος Παπαδάτος και η Αννί Ντι Ντονά. Γράφεται σε συνεργασία με τον Χρίστο Παπαδημητρίου από το Berkeley, έναν από τους κορυφαίους θεωρητικούς των ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Το βασικό παράδοξο που διηγείται το “Logicomix” είναι ότι μια καθαρά φιλοσοφική αναζήτηση γύρω από τη φύση της αλήθειας που καταλήγει σε προσωπικές τραγωδίες έχει ως επίλογο την πιο πρακτική εφεύρεση του 20ού αιώνα, τον ηλεκτρονικό υπολογιστή» εξηγεί ο Απόστολος Δοξιάδης.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο βιεννέζος μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ, ο «νέος Αριστοτέλης», όπως ονομάζεται. Ηταν ο άνθρωπος που ψάχνοντας να αποδείξει την πληρότητα εφηύρε το θεώρημα της μη πληρότητας, που κατοχύρωσε τα όρια της λογικής: ακόμη και στο πιο λογικό σύστημα, στα μαθηματικά (την κορωνίδα των επιστημών), θα υπάρχουν πάντα κομμάτια που θα ξεφεύγουν από τα εργαλεία της λογικής. Η λογική δεν είναι ποτέ πλήρης. Το θεώρημα της μη πληρότητας - που επηρέασε τα μαθηματικά λιγότερο απ' όσο την ιστορία της επιστήμης - ήταν τόσο ριζοσπαστικό όσο οι θεωρίες του Δαρβίνου, του Μαρξ, του Φρόιντ, του Αϊνστάιν… Στο υπόβαθρό του ανιχνεύεται ένα επίμαχο ερώτημα: Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με τη Μαθηματική Λογική κατέληξαν σε ψυχιατρεία, αυτοκτόνησαν ή πέθαναν σε ασύλληπτα μυστήριες συνθήκες; Τις απαντήσεις στα ερωτήματα δίνει ο συγγραφέας στη συνέντευξη που ακολουθεί. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ «Οταν γράφω ξεχνάω τις θεωρίες»
Ο Απόστολος Δοξιάδης εξηγεί πώς γίνονται τέχνη τα μαθηματικά, πώς ένα κόμικ μπορεί να μοιάζει με τραγωδία.
- Θα αποδεχόσασταν τον χαρακτηρισμό homo universalis;
«Φοβάμαι πως ό,τι κερδίζει κανείς σε πλάτος το χάνει σε βάθος. Με έχει ταλαιπωρήσει χρόνια αυτός ο διχασμός - μαθηματικά, κινηματογράφος, λογοτεχνία. Τελικά όμως νομίζω ότι συμβαίνει διότι μονίμως ψάχνω κάτι κοινό σε όλα. Αρχίζω να νιώθω ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ότι όλα είναι διερευνήσεις ενός τρόπου να αντιμετωπίζει κανείς την πραγματικότητα. Με ενδιαφέρει η επικάλυψη όλων αυτών των πραγμάτων παρά η διαφοροποίησή τους, εξ ου και η διερεύνηση της σχέσης μαθηματικών και αφήγησης».
- Η τέχνη όμως δεν προσεγγίζεται μόνο εγκεφαλικά. Εννοείται πρώτα σε συναισθηματικό επίπεδο.
«Το συναίσθημα είναι το υπέδαφος επάνω στο οποίο λειτουργώ. Οταν γράφω ξεχνάω τις θεωρίες. Τις θυμάμαι ξανά όταν προσπαθώ να βάλω σε τάξη τα πράγματα που έχω γράψει, όταν μια πιο συστηματική μεθοδολογία μετράει. Αλίμονο όμως σε εκείνον που πάει να γράψει με κανόνες. Δεν μπορεί να γίνει ούτε στη μουσική. Η φούγκα, που είναι ίσως η πιο μαθηματικά περιγράψιμη μορφή μουσικής, έχει το παράδοξο ότι ο Μπαχ που κατάλαβε καλύτερα από όλους θεωρητικά την αυστηρή φόρμα της φούγκας είναι και ο μόνος που έγραψε πραγματικά μεγάλες φούγκες. Οι άλλοι κατάφεραν να μιμηθούν τέλεια τα μαθηματικά της αλλά καθόλου την έμπνευσή της. Ακριβώς το ίδιο ισχύει στα μαθηματικά. Το να καταλάβει κανείς λογικά τα μαθηματικά δεν σημαίνει ότι γίνεται μεγάλος μαθηματικός. Οι μεγάλες ανακαλύψεις και ανατροπές γίνονται με τα άλματα της έμπνευσης και της φαντασίας».
- Αυτό όμως δεν αντιφάσκει με τη βασική ιδέα του «Logicomix», ότι υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχασθένειας και Μαθηματικής λογικής, σαν να γίνεται ένα πάντρεμα λογικού και παραλόγου;
«Λέω ότι στην ιστορία των μαθηματικών δεν υπάρχει ψύχωση, εκτός από αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα. Η μαθηματική λογική είναι ένας μικρός κλάδος των μαθηματικών. Στα πρώτα 50 χρόνια η κύρια ιστορία του κλάδου αυτού γράφτηκε από δέκα ανθρώπους. Οι πέντε από αυτούς νοσηλεύτηκαν σε ψυχιατρικά ιδρύματα και οι άλλοι δύο είχαν έντονο ψυχιατρικό ιστορικό. Και σε κάνει να αναρωτηθείς: Γιατί δεν υπάρχει τρέλα στα μαθηματικά και υπάρχει ειδικά εκεί; Η σκέψη που αναπτύσσω είναι ότι ορισμένες προσωπικότητες με έντονα σημάδια ψυχοπαθολογίας προσελκύστηκαν από τον συγκεκριμένο τομέα γιατί εκείνη την εποχή προσέφερε κάποια στοιχεία βεβαιότητας που λειτούργησαν ψυχοθεραπευτικά επάνω τους. Ετσι ο λόγος που φτιάχτηκε η Μαθηματική Λογική ήταν από τις νευρώσεις των δημιουργών της. Αρα, αν θέλετε, με κάποια έμμεση έννοια - σχεδόν δαρβινική - το υποκειμενικό στοιχείο μπαίνει και στα μαθηματικά. Δαρβινική, διότι διαλέγονται από τη νεύρωσή τους».
- Με τον Κουρτ Γκέντελ έχετε σταθερή σχέση: γράψατε ένα θεατρικό («Δέκατη έβδομη νύχτα») με αυτόν ως κεντρικό πρωταγωνιστή αλλά κάνει και ένα πέρασμα από τον «Θείο Πέτρο». Τώρα είναι βασικός χαρακτήρας στο «Logicomix».
«Αυτό είναι ένα παράξενο κλείσιμο του λογαριασμού μου μαζί του. Είναι το τέλος μιας τριλογίας. Πέθανε το 1978 στα 72 του χρόνια από ασιτία. Είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο για ασήμαντο πρόβλημα και πέθανε 17 ημέρες αργότερα διότι αρνιόταν να φάει πιστεύοντας ότι οι γιατροί ήθελαν να τον δηλητηριάσουν. Δηλαδή, δεν τρως επειδή φοβάσαι μη σε δηλητηριάσουν και άρα πεθαίνεις από ασιτία. Αυτό δεν είναι απλώς παράλογο, ειδικά όταν μιλάμε για τον “νέο Αριστοτέλη”».
- Το θεώρημα της μη πληρότητας μας οδηγεί στη μεταφυσική;
«Τείνω να πω ναι με την έννοια ότι ερωτήματα αβεβαιότητας και αμφιβολίας συναντάμε παντού στη ζωή μας. Η ζωή μας είναι γεμάτη από πράγματα που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ ούτε θα αποδείξουμε. Ισως είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν θα τα γνωρίσουμε και δεν θα τα αποδείξουμε ποτέ. Το θεώρημα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στον Θεό ή σε υπαρξιακή κρίση… Με αυτή την έννοια αποκαλώ το “Logicomix” τραγωδία: για κάποιους ανθρώπους η περιπέτεια της αναζήτησης της πληρότητας ήταν και η περιπέτεια της αναζήτησης του νοήματος της ζωής που τελικά τελείωσε τραγικά». 

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 5/11/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

«ΓΕΝΙΑ XNET» του Κόρι Ντοκτορόου, Εκδ. Πατάκη (11/2009)

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
«ΓΕΝΙΑ XNET» του Κόρι Ντοκτορόου.
Μετάφραση: Ισιδώρα Γενούζου.
Εκδ. «Πατάκη», σελ. 480, € 19.

Το βιβλίο το διάβασα τον Νοέμβρη του 2009 που λόγω και της ειδικότητάς μου αποτέλεσε για μένα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Αποτελεί μια σύγχρονη έκδοση του «1984» του Οργουελ. Ο συγγραφέας το έγραψε με αφορμή την 11η Σεπτεμβρίου και το πογκρόμ που ακολούθησε η τότε Αμερικανική κυβέρνηση στο όνομα της δήθεν καταπολέμησης των τρομοκρατών.
Μια έκρηξη βόμβας στην γέφυρα Μπέι του Σαν Φραντσίσκο με χιλιάδες νεκρούς αποτελεί την απαρχή της περιπέτειας για εκατοντάδες κατοίκους που κυνηγιούνται αμείλικτα από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, στον όνομα δήθεν της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.  Κάπου εκεί αρχίζει η περιπέτεια του 17χρονου Μάρκους Γιάλου και των φίλων του, οι οποίοι κατά την διάρκεια της αναμπουμπούλας και του πανικού, ενώ ψάχνουν για ασθενοφόρο για τον τραυματισμένο από το πλήθος φίλο τους, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο δικό τους Γκουντάναμο σε ένα νησί κοντά στην πόλη. Όταν μετά από λίγες μέρες απελευθερώνεται, ενώ οι γονείς του τον θεωρούν νεκρό, διαπιστώνει πως η πόλη του δεν είναι πια η ίδια: άνθρωποι του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας είναι παντού, παρακολουθούν τους πάντες και τα πάντα, κάμερες παντού, ακόμη και στις αίθουσες των σχολείων, τα πάντα ελέγχονται στο όνομα της ασφάλειας των πολιτών.
Ο Μάρκους όμως δεν είναι διατεθειμένος να απεμπολήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα και ελευθερίες, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Σαν φανατικός χρήστης της τεχνολογίας των υπολογιστών, ξεκινάει τον δικό του ηλεκτρονικό ανταρτοπόλεμο, με βάση την τεχνολογία που γνωρίζει πολύ καλά: δημιουργεί με βάση μια παιχνιδομηχανή την XBOX, της οποίας την ασφάλεια είχε «σπάσει» κάποιος τελειόφοιτος το ΜΙΤ και ένα κλώνο του Linux το ParanoidLinux, ένα ελεύθερο δίκτυο υπολογιστών, μη ανιχνεύσιμο από την ασφάλεια. Δημιουργεί επιπλέον ένα μπλογκ που το ονομάζει Ανοικτή Εξέγερση, έρχεται διαμέσου αυτών σε επαφή με πολλούς νέους της ηλικίας του και μαζί προσπαθούν σαν συνωμοτική ομάδα, να παραπλανήσουν τους διώκτες τους και να δείξουν έτσι, ότι όσα ακόμα πιο ανόητα, σκληρά και καταπιεστικά μέτρα και αν πάρουν τα διάφορα Υπουργεία Ασφάλειας ή Υπουργεία Προστασίας Πολιτών κατά το ελληνικότερο, τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μα κυρίως με τον αγώνα ακόμα και μιας έστω μειοψηφίας φωτισμένων  πολιτών, στο προκείμενο, με τον αγώνα μιας ομάδας νέων ανθρώπων, η ελευθερία και τα συνταγματικά δικαιώματα θα υπερισχύσουν και θα νικήσουν.
Η πλοκή του βιβλίου σε καθηλώνει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι απλή και κατανοητή. Χρησιμοποιεί ελάχιστους τεχνικούς όρους. Οι μυημένοι στην πληροφορικοί βεβαίως καταλαβαίνουν περισσότερα, μα προπάντων διαπιστώνουν, ότι συγγραφέας βασίζεται σε υπαρκτές δυνατότητες της τεχνολογίας και της πληροφορικής. Υπ’ αυτή την έννοια αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα εγχειρίδιο εναλλακτικής δικτυακής τεχνολογίας, ένα πρακτικό οδηγό ηλεκτρονικού αντάρτικου, που ίσως ήδη σήμερα μπορούν να χρησιμοποιήσουν ευφυείς χάκερ.
Όμως δεν είναι αυτός ο στόχος. Θέλει να δείξει όπως λέει, την αυταπάτη της ασφάλειας: «Φαντάσου ότι έχεις στην κατοχή σου κάτι πολύτιμο», εξηγεί ο Κόρι, «και ότι το κλείνεις σε ένα ατσάλινο χρηματοκιβώτιο. Όμως αρχίζεις να πιστεύεις ότι το χρηματοκιβώτιο δεν είναι αρκετό. Έτσι βάζεις και μια πρόσθετη κλειδαριά ασφάλειας. Και μετά ακόμα μια. Τελικά αντί να αισθάνεσαι ασφάλεια, εξοργίζεται καθώς οι κλειδαριές σε εμποδίζουν να πάρεις το αντικείμενο, τη στιγμή που το χρειάζεσαι. Αυτή είναι η μεγάλη αυταπάτη σε ό,τι αφορά την ασφάλεια. Το κράτος σού προσφέρει ασφάλεια, όταν είσαι τρομοκρατημένος. Εσύ δέχεσαι όλους τους περιορισμούς μπροστά στον φόβο μιας νέας επίθεσης. Και ύστερα παλεύεις από την αρχή να προασπίσεις τα δικαιώματα που επέτρεψες να σου καταπατήσουν».
Το βιβλίο σε καθηλώνει, δεν μπορείς να το αποχωριστείς μέχρι να φθάσεις στο τέλος. Αποτελεί ύμνο στην ελευθερία και στα δικαιώματα του πολίτη, σου δείχνει ότι το σκότος θα το διαδεχθεί πάντα το φώς, αρκεί να μη το βάλεις κάτω και καθίσεις παθητικός στον καναπέ σου. Απευθύνεται ιδιαίτερα στους νέους εκκολαπτόμενους πολίτες, αλλά αποτελεί και για τους υπόλοιπους ερεθιστικό και συνάμα χρήσιμο ανάγνωσμα.


Κόρυ Ντοκτορόου (από Πηγή)

O Κόρυ Ντοκτορόου gεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά, και ανατράφηκε σε ένα σπιτικό με εβραίους ακτιβιστές, που εργαζόταν στο κίνημα ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, και συμμετείχε σε καμπάνιες της GREENPEACE σαν παιδί. Το 1999 βρέθηκε σε μια εταιρεία software. Το 2006 μετακόμισε στο Λος Άντζελες Born από το Λονδίνο, όπου εργαζόταν σαν συντονιστής για την Ευρώπη βοηθώντας να δημιουργηθεί το Open Rights Group, πριν παραιτηθεί το 2006 και αρχίσει να ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή. Τις ακαδημαϊκές χρονιές 2006-7, δίδαξε σαν επισκέπτης καθηγητής στο University of Southern California στο Τορόντο. Μετά γύρισε στο Λονδίνο. Είναι αρχισυντάκτης στο διάσημο blog Boing Boing. Γράφει τακτικά στα περιοδικά Popular Science και Make και σε άλλα γνωστά περιοδικά και εφημερίδες και είναι συχνά ομιλητής για τα πνευματικά δικαιώματα.

Το πρώτο του μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 2003, και ήταν το πρώτο που κυκλοφόρησε έντυπα και ταυτόχρονα και σε ηλεκτρονική μορφή με μια ειδική άδεια (Creative Commons licenses) που επέτρεπε στους αναγνώστες του να το διαβάζουν ή/και να αν το διακινούν χωρίς να πληρώνουν δικαιώματα αρκεί να μην το χρησιμοποιούσαν για κέρδος.

Κέρδισε το βραβείο Campbell για τον καλύτερο νέο συγγραφέα το 2000, και το βραβείο Locus για το πρώτο καλύτερο μυθιστόρημα, και άλλα λιγότερα γνωστά βραβεία. Βρίσκεται στη λίστα του περιοδικού "Forbes" ανάμεσα στους είκοσι πέντε ανθρώπους του διαδικτύου με τη μεγαλύτερη επιρροή, ενώ το World Economic Forum τον συμπεριέλαβε στους Νέους Παγκόσμιους Ηγέτες. Κυκλοφόρησε το βιβλίο Little Brother το 2008 (ΓΕΝΙΑ Χnet) με το οποίο και κέρδισε άλλα δυο βραβεία.

Εργογραφία :

    * (2000) The Complete Idiot's Guide to Publishing Science Fiction
    * (2003) Down and Out in the Magic Kingdom
    * (2003) Truncat 2003
    * (2008) Little Brother

Στα ελληνικά κυκλοφορούν :

    * (2009) Γενιά Xnet, Πατάκη

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 14/7/10 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.