Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

H Google τιμά την 77η επέτειο γέννησης του Θεόδωρου Αγγελόπουλου

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2012
Σήμερα συμπληρώνονται 77 χρόνια από τη γέννηση του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και η Google τιμά τον μεγάλο Έλληνα Σκηνοθέτη αφιερώνοντας του το σημερινό της doodle (=Museum of Google logos commemorating holidays and events).

Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε ένας από τους αναμφισβήτητα, μεγαλύτερους Έλληνες δημιουργούς ταινιών, με διεθνή απήχηση την τελευταία τριακονταετία.

Ο σκηνοθέτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1935 και σήμερα θα γιόρταζε τα γενέθλια του. Ο πρόσφατος τραγικός του θάνατος, στις 4 Ιανουαρίου του 2012, σε ένα μοιραίο τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας, συγκλόνισε την κοινή γνώμη και άφησε ένα τεράστιο κενό στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας.

Το σημερινό doodle αναπαριστά την οικεία εικόνα τον κινηματογραφιστή με την χαρακτηριστική τραγιάσκα - σήμα Κατατεθέν του Αγγελόπουλου ενώ το λογότυπο της Google είναι σε γαλάζιο χρώμα και το e της λέξης google έχει αντικατασταθεί από το Ελληνικό «ε», ενώ πατώντας στο doodle ο επισκέπτης μεταφέρεται αυτόματα σε σελίδες σχετικές μα τη ζωή και το έργο του μεγάλου Έλληνα δημιουργού.

Σημείωση: Για να δείτε το  doodle της google σε φυσικό μέγεθος δώστε https://www.google.com/ σκέτο χωρίς κάποιο λήμμα αναζήτησης και μετά πατήστε πάνω στη φωτογραφία.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Ο Πηνειός «σκοτώνει» τη λίμνη Κάρλα (Σύμφωνα με επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2012
Λίμνη Κάρλα
Βακτήρια και μικροοργανισμοί που ευθύνονται για τον θάνατο ψαριών και πουλιών εντοπίζονται στα ύδατα της λίμνης Κάρλα. Στην κακή ποιότητα των νερών του Πηνειού, από τον οποίο εφοδιάζεται, αποδίδεται η υποβάθμιση του οικοσυστήματος.

Μετ' εμποδίων φαίνεται ότι εξελίσσεται το μεγαλόπνοο σχέδιο για την επαναγέννηση της λίμνης Κάρλας στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με επιστημονική μελέτη, που πραγματοποίησε ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλίας, της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, τα νερά της λίμνης που αποξηράνθηκε πριν από 50 χρόνια και σήμερα αναδημιουργείται αποδεικνύονται πολύ χαμηλής ποιότητας.

Τοξικά βακτήρια και μικροοργανισμοί που ευθύνονται για τον θάνατο ψαριών και πουλιών εντοπίζονται στα ύδατά της, τα οποία παράλληλα χαρακτηρίζονται από υψηλή αλατότητα.
Εξαιτίας των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνταν στην περιοχή επί δεκαετίες, οι ποσότητες αλατιού σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν έως και το 25% της τιμής που περιέχεται στη θάλασσα.
Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί ενώ, όπως εξηγεί ο συντονιστής της μελέτης, κ. Κωνσταντίνος Κορμάς, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, «στη λίμνη Κάρλα εντοπίστηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως η συνύπαρξη δύο πολύ τοξικών μικροοργανισμών, του Pfiesteria, το οποίο ευθύνεται για τους μαζικούς θανάτους ψαριών κυρίως στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, και του Prymnesium, το οποίο είναι γνωστός ύποπτος για μαζικούς θανάτους ψαριών και πουλιών σε αρκετές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη λίμνη Κορώνεια».

Η χαμηλή ποιότητα των νερών και η υποβάθμιση του οικοσυστήματος της λίμνης αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην κακή ποιότητα των νερών του Πηνειού από τον οποίο εφοδιάζεται η λίμνη. Το φαινόμενο προκαλεί απογοήτευση, ενώ παράλληλα εμποδίζει την οικολογική αποκατάσταση της περιοχής και την αξιοποίηση της λίμνης από την τοπική κοινωνία.
Οι επιστήμονες εξηγούν πως η περίπτωση της Κάρλας είναι μοναδική. Μπορεί η εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης μιας λίμνης να θεωρείται συνηθισμένο γεγονός, όμως η μελέτη της οικοσυστημικής της εξέλιξης από τη στιγμή που αυτή γεννιέται είναι μια ευκαιρία που σπανίως δίνεται στους επιστήμονες.

«Η Κάρλα είναι ένα μωρό του οποίου την υγεία θέλουμε να παρακολουθήσουμε αλλά δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θα γίνει όταν μεγαλώσει» εξηγεί ο κ. Κορμάς, προσθέτοντας ότι οι έρευνες συνεχίζονται προκειμένου να ελεγχθούν η ποιότητα των υπόγειων νερών και τα ιζήματά της λίμνης.

Δραματικές οι συνέπειες από την αποξήρανση

Η αναδημιουργία της λίμνης ξεκίνησε το 2010 και η αποκατάστασή της, εφόσον ολοκληρωθεί με επιτυχία, αναμένεται να παράσχει σημαντικά οφέλη σε κατοίκους και περιβάλλον.

Μια σοβαρή οικολογική καταστροφή ήταν η αποξήρανση της λίμνης Κάρλας που πραγματοποιήθηκε το 1962, ενώ μέχρι τότε η περιοχή χαρακτηριζόταν παραδεισένια. Υπολογίζεται ότι στην ευρύτερη περιοχή της διαβιούσαν περίπου 1 εκατομμύριο πουλιά, ο μεγαλύτερος αριθμός υδρόβιων πουλιών σε ελληνικό υγρότοπο. Παρά τη σημαντική μείωση του πληθυσμού, στη λίμνη ζουν 55 προστατευόμενα είδη, γεγονός που ενισχύει τη σημασία της αναδημιουργίας της.

Επιπρόσθετα, η αποξήρανση μετέβαλε το κλίμα της Θεσσαλίας, προκάλεσε πτώση του υδροφόρου ορίζοντα και είχε ως συνέπεια την απώλεια της παραλίμνιας χλωρίδας και πανίδας. Οι κάτοικοι των χωριών της Κάρλας ασχολούνταν αποκλειστικά με την αλιεία.

Δίπλα στα πουλιά, ολόκληρες γενιές ζούσαν εννιά μήνες του έτους σε καλύβες που βρίσκονταν στην αγκαλιά της λίμνης και ζούσαν από το ψάρεμα. Επέστρεφαν στα χωριά τους την Κυριακή των Βαΐων και γύριζαν στη λίμνη τον Δεκαπενταύγουστο, χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναπτυσσόταν ο γόνος των ψαριών. Μετά την επαναγέννησή της σχεδιάζεται να προκύψει μια λίμνη 38.000 στρεμμάτων.

Η αναδημιουργία της ξεκίνησε το 2010 και η αποκατάστασή της, εφόσον ολοκληρωθεί με επιτυχία, αναμένεται να παράσχει σημαντικές υπηρεσίες: αντιπλημμυρική προστασία, αποκατάσταση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, σημαντική ενίσχυση της ύδρευσης του Βόλου, άρδευση μεγάλων εκτάσεων γης.

Εκδήλωση για τις μελέτες

Η έρευνα για την επαναγέννηση της λίμνης Κάρλας υλοποιήθηκε με πόρους που διέθεσε το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση στο πλαίσιο της χρηματοδότησης επιστημονικών μελετών, ενός θεσμού που έχει καθιερώσει το Ιδρυμα τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι μελέτες που χρηματοδοτήθηκαν το 2011 παρουσιάστηκαν σε ειδική εκδήλωση, κατά τη διάρκεια της οποίας προβλήθηκε σχετικό ντοκιμαντέρ, ενώ ακολούθησε συζήτηση με θέμα την έρευνα στην Ελλάδα.
Το 2011 υποβλήθηκαν για χρηματοδότηση 988 προτάσεις από τις οποίες ειδική επιτροπή αξιολόγησης επέλεξε 19 μελέτες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων.

---------------
(Πηγή: Έθνος)

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

"Ανώνυμοι Χρεοκοπημένοι" του Χριστόφορου Κάσδαγλη Εκδόσεις Καστανιώτη

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012
Ανώνυμοι Χρεοκοπημένοι
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Χριστόφορος Κάσδαγλης μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή τους «Ανώνυμους Χρεωκοπημένους»…

"Aνώνυμοι Χρεωκοπημένοι" λέγεται το νέο βιβλίο σου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η λέξη "χρεωκοπημένοι", μπορεί να θυμίσει στον αναγνώστη όλη την Ελλάδα... Η λέξη "ανώνυμοι" όμως;
"Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι". Όπως λέμε "Ανώνυμοι αλκοολικοί" ή "Ανώνυμοι ναρκομανείς". Θύματα μιας πολύ κακής αρρώστιας, ψυχοσωματικής, μιας συμφοράς, ενός εθισμού από τον οποίο μοιάζει ότι δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ! Είναι ένα χρονικό της κρίσης γραμμένο αλλιώς, με χιούμορ (ναι υπάρχει ένας οριακός τρόπος να κάνεις χιούμορ με όλη αυτή την καταστροφή - σε προλαβαίνω), με έντονη κριτική διάθεση, με θυμό, με έντονα βιωματικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία και με τα εργαλεία της λογοτεχνικής γραφής.

Δηλαδή, πώς εμπνεύστηκες να γράψεις αυτό το βιβλίο, και πώς το αποφάσισες τελικά;

Σκεφτόμουν να μεταναστεύσω, αλλά επειδή η δουλειά μου είχε να κάνει πάντα με τη γλώσσα και δεν μπορώ να πάω να εργαστώ αλλού, σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο με αποδέκτη το διεθνές κοινό, που εμείς αισθανόμασταν ότι διψούσε για ελληνικό αίμα αλλά ενδέχεται να διψούσε επίσης και για πληροφόρηση γύρω από το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ κάτω. Έβλεπα ξένους δημοσιογράφους να πηγαινόρχονται στην Ελλάδα, αλλά να αδυνατούν να δώσουν στους αναγνώστες τους την αληθινή εικόνα, εγκλωβισμένοι όπως είναι στα στερεότυπά τους για μας. Είπα να παίξω μ' αυτά τα στερεότυπα, μονάχα που στην πορεία βρέθηκα αντιμέτωπος με τα δικά μας στερεότυπα για τους ξένους, αλλά και για τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι, το βιβλίο αυτονομήθηκε και πήρε άλλη πορεία.

Και τι πορεία πήρε;

Παραληρηματική! Έμπλεξε το προσωπικό στοιχείο με το συλλογικό, το εθνικό με το παγκόσμιο. Ένιωσα τον εαυτό μου διχασμένο: Από τη μια τον είδα ως Ευρωπαίο νοικοκύρη που κουνάει το δάχτυλο στους νότιους τεμπελχανάδες, κι από την άλλη ως Έλληνα-πειραματόζωο, που εγκαλεί τους Ευρωπαίους για προτεσταντικό κομφορμισμό.
Έπρεπε να συμφιλιώσω επειγόντως τους δύο εαυτούς μου! Κι ακόμα, ξαναδιάβασα την ιστορία της χώρας μέσα από μια αλληλουχία δανείων που έλαβε κατά καιρούς η οικογένειά μου, κολύμπησα μέσα στις ενοχές, αντέγραψα αποσπάσματα από το Ημερολόγιο ενός ανέργου, κάθισα και σκάρωσα έναν αντιτουριστικό οδηγό μήπως έτσι μπορέσουμε να ξανακερδίσουμε την Ελλάδα και να επανατοποθετήσουμε τη διεθνή εικόνα της.
Να μην τα πολυλογώ, ελπίζω ότι έφτιαξα ένα αφήγημα που απεικονίζει όλη τη σύγχυση που μας διακατέχει σ' αυτό το σταυροδρόμι του βίου μας - που ίσως όμως δίνει και κάποιες απαντήσεις κι αφήνει να φανεί μια αχτίδα αισιοδοξίας στον ορίζοντα. Ή, τουλάχιστον, ένα χαμόγελο, λίγο γέλιο - έστω και μέσα από τον αυτοσαρκασμό.

Και τελικά; Ποιοι είναι οι ανώνυμοι χρεωκοπημένοι και τι θέλεις να πεις μέσω αυτών στις σελίδες αυτού του βιβλίου;

Θα πω μονάχα ότι καθώς έγραφα έχοντας στο μυαλό μου έναν υποθετικό ξένο αναγνώστη, λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο ο νόμος της φυσικής επιλογής: Απέρριψα ως ασήμαντα κάποια δεδομένα που συχνά τα μεγεθύνουμε υπό το κράτος της οργής, και επέμεινα σε κάποια άλλα που έχουμε συχνά την τάση να τα υποτιμάμε.
Συνειδητοποίησα επίσης μερικά άλλα, που είχαν διαφύγει της προσοχής μου. Για παράδειγμα ότι οι αρχαίοι Έλληνες πρέπει όντως να ήταν πολύ σπουδαίος λαός, αφού κατόρθωναν να οργανώνουν κάθε τέσσερα χρόνια Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς να καταρρέουν! Εμείς, πάλι, μονάχα δυο φορές δοκιμάσαμε μέσα σε 108 χρόνια και καταστραφήκαμε και τις δύο. Μια φορά το 1897 κι άλλη μία το 2009.
Το κυριότερο όμως είναι ότι βρήκα πολλές φορές την ευκαιρία να γελάσω, άλλοτε με τα χάλια μας και άλλοτε με τα κολλήματα των ξένων φίλων μας και με τα χούγια των διεθνών αγορών και, το κυριότερο, εξασφάλισα δωρεάν ψυχανάλυση - που φαίνεται πως την είχα μεγάλη ανάγκη.
Μερικοί θα πουν ότι κατά κάποιον τρόπο, εκδίδοντας το βιβλίο, ξέφυγα από την ανωνυμία. Αλλά καλύτερα είναι να μην ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή, ότι το θέμα δεν είναι να ξεφύγουμε απ' την ανωνυμία - το θέμα είναι να ξεφύγουμε απ' τη... χρεοκοπία!

Υπάρχει κάτι γραμμένο, μέσα στο βιβλίο, για το πώς να… ξεφύγουμε;

Χμμμ, δεν πρόκειται για βιβλίο με συνταγές σωτηρίας - και δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει μία συνταγή. Κάτι τέτοια υπόσχονται τα περισσότερα κόμματα, γι' αυτό κινδυνεύουν να χάσουν τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας που τους έχουν απομείνει.
Υπάρχουν όμως μικρά μικρά κομματάκια ενός παζλ, που αν τα συνδέσεις με πείσμα, με αγωνιστικότητα και με φαντασία, μπορεί να προκύψει η εικόνα μιας αυριανής Ελλάδας απαλλαγμένης από αρκετές παθογένειες της χθεσινής.
Με τη μόνη διαφορά ότι πρόκειται για ένα παζλ εναλλακτικό: Μόνος του κανείς δεν μπορεί να το φτιάξει, όσο ταλαντούχος κι αν είναι.
Μονάχα όλοι μαζί μπορούμε να το ολοκληρώσουμε αυτό το παζλ - βελτιώνοντάς το μάλιστα καθ΄ οδόν. Συλλογικά.

***

Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1958. Δεν λογάριαζε να ανακατευθεί με τα βιβλία ούτε με τη δημοσιογραφία. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική και δούλεψε μια δεκαετία στην Εθνική Τράπεζα. Η όψιμη εμπλοκή του στους μηχανισμούς της στρατιωτικής θητείας, το 1986, αλλάζει ριζικά τους προσανατολισμούς του. Με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς εκδίδει το οδοιπορικό της θητείας του με τον τίτλο "Απολύομαι και τρελαίνομαι" και αλλάζει επάγγελμα. Έχει γράψει τα βιβλία "Απολύομαι και τρελαίνομαι" (1988), "Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία" (1991), "Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος: Το γαμώτο ενός αριστερού" (2009), "Σπλιτ!" (2009) και "Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού" (2010). Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ. Ιδρυτικό μέλος της δημοσιογραφικής κολεκτίβας blogal.gr. Σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Ζει στην Αθήνα, δραπετεύει στα Τρίκαλα Κορινθίας και ονειρεύεται τα Κύθηρα και τα Απαλάχια Όρη.

----------------------
(Πηγή: tvxs.gr)

«Περί τυφλότητος» του Ζοζέ Σαραμάγκου - Εκδ. Καστανιώτης

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012

του Ζοζέ Σαραμάγκου

"Περί τυφλότητος"  ή "Η Σπιναλόγκα των τυφλών"

Η πρώτη σκηνή του βιβλίου είναι η εξής: σε μια πόλη (μάλλον) της Πορτογαλίας, σ ένα φανάρι του δρόμου ένας οδηγός ξαφνικά χάνει το φως των ματιών του, γίνεται τυφλός. Προκαλείται κυκλοφοριακό πρόβλημα. Όσοι περιμένουν από πίσω βεβαίως και ανυπομονούν και μετά το πρώτο ξάφνιασμα ο παθών οδηγείται στο σπίτι του από κάποιον άγνωστο, που τελικά δεν χάνει την ευκαιρία να του κλέψει το αυτοκίνητο!… Σιγά - σιγά τυφλώνεται ο ένας μετά τον άλλον, κι έτσι βρισκόμαστε στην αρχή μιας επιδημίας τύφλωσης, που εξαπλώνεται ραγδαία σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα εγκλεισμού - εκτοπισμού των τυφλών σε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο ψυχιατρείο. Έτσι δημιουργείται μια Σπιναλόγκα των τυφλών, στην οποία κυριολεκτικά στοιβιάζονται μέρα με την ημέρα όλοι οι άνθρωποι που τυφλώνονται, μεταξύ των οποίων από τους πρώτους είναι και ο οφθαλμίατρος που επισκέφτηκε ο πρώτος τυφλός και τυφλώθηκε και ο ίδιος, τον οποίον όμως συνοδεύει προσποιούμενη την τυφλή η γυναίκα του, η οποία και θα παραμείνει μέχρι το τέλος η μόνη που βλέπει!.

Η πλοκή της αφήγησης του βιβλίου ανεβαίνει κατακόρυφα από τη στιγμή που οι τυφλοί βρίσκονται έγκλειστοι στο ψυχιατρείο - φρούριο: - το κτίριο φρουρείται από ένοπλους στρατιώτες, οι οποίοι έχουν εντολή να πυροβολούν στο ψαχνό με την παραμικρή αιτία, - οι έγκλειστοι πρέπει με κάποιο τρόπο να αυτοοργανωθούν: που θα κοιμούνται, πως θα παίρνουν και θα μοιράζουν τις προμήθειες σε φαγώσιμα που τους πετάει μια φορά την ημέρα στο προαύλιο ο στρατός, πως θα αφοδεύουν… Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απελπιστική.Όλο και περισσότεροι τυφλοί μεταφέρονται με λεωφορεία. Η επιδημία είναι μεταδοτική: οι οδηγοί των λεωφορείων τυφλώνονται και αυτοί. Οι στρατιώτες που τους φρουρούν επίσης. Στο εσωτερικό του κτιρίου δημιουργείται ένα πανδαιμόνιο. Συγκρινόμενη η κατάσταση αυτή των έγκλειστων τυφλών με την δική μας Σπιαναλόγκα των λεπρών, πρέπει να πούμε πως η κατάσταση εκεί είναι τρισχειρότερη: χωρίς την αίσθηση της όρασης, δεν μπορούν να μετακινηθούν, η αφόδευση γίνεται ένα τρομερό πρόβλημα, το μοίρασμα του φαγητού επίσης, σιγά - σιγά τα ζωώδη ένστικτα της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης επικρατούν της ηθικής, της αλληλεγγύης εν γένει της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μας ξεχωρίζει από τα ζώα. Την κατάσταση αυτή έρχεται να απαλύνει κάπως η γυναίκα του ιατρού που όπως είπαμε είναι η μόνη έγκλειστη που βλέπει. Εντωμεταξύ υπάρχουν νεκροί από πυροβολισμούς των στρατιωτών που πρέπει οι ίδιοι οι τυφλοί να θάψουν στο προαύλιο. Αργότερα νέα φουρνιά εγκληματιών τυφλών παίρνει με τη βία την κατάσταση στα χέρια της: τα τρόφιμα μοιράζονται έναντι τιμήματος, χρημάτων ή τιμαλφών στην αρχή, κατόπιν έναντι σεξουαλικής αναγκαστικής “υπηρεσίας” των τυφλών γυναικών κάθε θαλάμου.Μιλάμε για έναν πραγματικό εφιάλτη.

Όλα αυτά περιγράφονται μεν αναλυτικά, αλλά χωρίς υπερβολές - θα έλεγα με λιτό τρόπο (για τόσο ακραίες καταστάσεις) - χωρίς σχολιασμό ή ηθική αποτύπωση και αφήνεται ο αναγνώστης μόνος του να φανταστεί την κατάσταση, να την βιώσει αυτούσια χωρίς φτιασίδια. Είναι συνάμα ένα ψυχολογικό θρίλερ συνυφασμένο με φιλοσοφική αναζήτηση για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ακραίες καταστάσεις. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι διφορούμενο: κυριαρχεί περισσότερο η απαισιοδοξία για την δήθεν ανωτερότητα του ανθρώπινου είδους, από τη άλλη αχνοφαίνεται και μια αχτίδα ελπίδας ότι ακόμα και σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις αν συνασπισθούν μερικά άτομα με βάση ένα κοινό στόχο, μπορούν να επιβιώσουν χωρίς ακρότητες, οδηγούμενοι από δυνατές προσωπικότητες (αυτό φαίνεται στην ομάδα του γιατρού και της γυναίκας του που βλέπει).

Αλήθεια θα μπορούσε κανείς να φανταστεί την κοινωνία των ανθρώπων χωρίς την αίσθηση της όρασης; Η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους θα ήταν μηδαμινή: δεν θα υπήρχε πολιτισμός, τεχνολογία, οργάνωση σε έθνη - κράτη, μέσα μεταφοράς, επιστήμες, νοσοκομεία… Σίγουρα ο Σαραμάγκου θέλει διαμέσου αυτής της αλληγορίας να μας ταρακουνήσει και να μας βάλει να σκεφτούμε, να φιλοσοφήσουμε λίγο παραπάνω για το παρών και το μέλλον του είδους μας. Παρόλα ταύτα ενώ λέμε ότι έχουμε 5 αισθήσεις οι οποίες όλες είναι πολύ σημαντικές, εντούτοις τελειώνοντας αυτό το βιβλίο διαπιστώνουμε πως η όραση είναι συγκρινόμενη με τις άλλες, τεράστιας σημασίας.

Το «Περί τυφλότητας» είναι πραγματικά ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την ανθρώπινη φύση, αλλά και τη λανθασμένη σημασία που αποδίδουν συνήθως οι άνθρωποι στα πράγματα και τις καταστάσεις. Η μετάφραση της Αθηνάς Ψυλλιά, είναι πολύ καλή. Προτείνεται ανεπιφύλακτα.

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Το τέλος της παντοδυναμίας των ΜΜΕ

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012
Τα παπαγαλάκια των καναλιών των νταβατζήδων της διαπλοκής –αφού εξύμνησαν για πολλά χρόνια την εκάστοτε κυβέρνηση- διαπιστώνουν τώρα «έκπληκτα» την πτώση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Επειδή είναι ακόμα στην καρακοσμάρα τους, τους διαφεύγει κάτι εξίσου σημαντικό.
Σε αυτές τις εκλογές, δεν ζούμε μόνο την πτώση του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Ζούμε, επίσης, την απόλυτη πτώση των καθεστωτικών ΜΜΕ.
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία βάδισαν επί χρόνια χέρι-χέρι με τα ιδιωτικά ΜΜΕ και τους ιδιοκτήτες τους. Κράτα με να σε κρατώ. Μαζί τα φάγανε.
Το γεγονός ότι τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση αποδεικνύει και την διάλυση των ιδιωτικών καναλιών.
Τα ΜΜΕ των νταβατζήδων της διαπλοκής στηρίζουν ακόμα με όλες τους τις δυνάμεις το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία αλλά αδυνατούν πια να πείσουν τους πολίτες να τα ψηφίσουν.
Αυτό που κάποτε έμοιαζε πολύ εύκολο και απλό, τώρα μοιάζει αδύνατο.
Δεν μπορεί ο Πρετεντέρης να «ξεπλύνει» τον Βενιζέλο, γιατί στα μάτια των πολιτών είναι εξίσου βρομερός με τον Βενιζέλο.
ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΜΜΕ και τηλεδημοσιογράφοι αντιμετωπίζονται πια σαν μια συμμορία. Πάντα ήταν μια συμμορία.
Ο Μπόμπολας, ο Ψυχάρης, ο Αλαφούζος –και τα άλλα παιδιά- βλέπουν τα κανάλια τους να έχουν πάρει την κάτω βόλτα και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ωραία.
Βέβαια, χρειάζεται λίγη προσοχή γιατί βλέπω διάφορα λαμόγια των καθεστωτικών ΜΜΕ –δημοσιογράφους και «πνευματικούς ανθρώπους»- να «φυτεύονται» σε διάφορα κόμματα.
Κάτι παλικάρια του ΔΟΛ και κάτι άλλοι σαχλαμάρες εμφανίζονται ξαφνικά υποψήφιοι σε κόμματα που υπόσχονται ανατροπές.
Δεν χρειάζεται να τους κατονομάσω. Θα τους δείτε τις επόμενες ημέρες σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές. Οι «συνάδελφοί» τους θα τους στηρίξουν. Με εντολή του καναλάρχη – νταβατζή. Που θέλει τους ανθρώπους του παντού.
Όλοι αυτοί θα πρέπει να φάνε το μαύρισμα που τους αξίζει και να πάνε στα χωριά τους να μαζεύουν ελιές.
Να θυμάστε πως όσοι εμφανίζονται συχνά στα κανάλια των νταβατζήδων της διαπλοκής είναι βρομερά υποκείμενα χωρίς αξιοπρέπεια.

----------------------
(Πηγή: Pitsirikos 21/4/2012)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αντίο Δημήτρη Μητροπάνο, μας λείπεις ήδη πολύ...

Τετάρτη, Απριλίου 18, 2012
Δημήτρης Μητροπάνος
Δεν μπορώ ακόμα να το αποδεχθώ, ότι ο Δημήτρης Μητροπάνος μας άφησε έτσι απρόσμενα ορφανούς. Ορφανούς από την απέριττη παρουσία του, την μεγαλειώδη φωνή του, την μελαγχολική ματιά του, την ντομπροσύνη του, την ταπεινοφροσύνη του, το ζεϊμπέκικό του... Σπάνια ένας θνητός και μάλιστα καλλιτέχνης μεγάλης κοπής, συγκεντρώνει τόσα θετικά χαρίσματα. Για τον επίσης τεράστιο Καζαντζίδη, μπορούσες σχετικά εύκολα να βρεις και κάτι αρνητικό για τον χαρακτήρα του. Για τον Δημήτρη Μητροπάνο, νομίζω, είναι μάταιος ο κόπος: ήταν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, καλλιτέχνης και καθημερινός άνθρωπος μαζί, γήινος και ταπεινός, μάγκας χωρίς φανφάρες και φκιασιδώματα, με ψυχή και τεράστιο χάρισμα στο τραγούδι, κοντά στο παλμό και στα ντέρτια του κόσμου, πάντα αριστερός, με την γνησιότητα που αυτός μόνο ήξερε, χωρίς ίχνος πολυπραγμοσύνη και υπεροψία - όπως μερικοί ομότεχνοί του...! 
Ανήκε στην κατηγορία των ερμηνευτών που μετέτρεπε τις νότες σε συναίσθημα, τα ρεφρέν σε συγκίνηση. Είχε τη δύναμη να ενεργοποιήσει το σύμπαν σαν τον άκουγες, μαρτυρικά, να ερμηνεύει:
“...Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες, μια ζωή με παρανόμους και ξενύχτες, μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε, έχω βαρεθεί τον κόσμο, κι όλα μου φταίνε...” 

Μαζί με τον Δανίκα του Βήματος αναφωνώ:
Πολλά από τα τραγούδια του έχουν στοιχειώσει το Είναι μου. Ενα απ’ αυτά γραμμένο από τον Τάκη Μοτσαφίρη με τίτλο «Αγάπη μου μια άλλη φορά» το βάζω τώρα και τον αποχαιρετώ με δάκρυα, ευγνωμοσύνη και με χαρά. Γιατί με ευλόγησε με αντίδωρα πολλά:
«Μπήκαμε σε τρένα που ποτέ δε φύγανε/ Πήραμε καράβια που δεν πήγαν πουθενά/ Ολα μας τα όνειρα χαμένα πήγανε/ Κι ο καιρός περνάει για να περνά/
Κι αν ρωτάς για ζωή/ Κι αν ρωτάς για χαρά/ Αγάπη μου μια άλλη φορά
Βλέπαμε τα φώτα που ποτέ δεν φτάσαμε/Οσα ονειρευτήκαμε θα γίνουν προσεχώς/ Να’ χαμε τα χρόνια που στο δρόμο χάσαμε/ Και δεν θα το βρούμε δυστυχώς».
Αντίο Δημήτρη Μητροπάνο, άν και δεν φοβόσουνα τον χάρο, αυτός δεν σε ξέχασε, μας λείπεις ήδη πολύ...

Αλίευσα από το διαδίκτυο μια τελευταία του συνέντευξη που την παραθέτω αυτούσια παρακάτω, ενώ σήμερα το πρωί, τον είδα στην ΝΕΤ σε μια από τις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις στο πρωινό με τον Κ.Αρβανίτη και αναρίγησα.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος, σε μία απο τις τελευταίες του συνεντεύξεις τον περασμένο… Δεκέμβριο για το περιοδικό DOWΝ TOWN, μίλησε στην Κάλλια Καστάνη για τα πέτρινα χρόνια, το τραγούδι, την πολιτική και το θάνατο…
“Δεν έμαθα ποτέ μουσική…”
Το τραγούδι, λέει ο Μητροπάνος, δεν του το ΄μαθε κανένας. Το ΄μαθε μόνος του από τις καντάδες, στις γειτονιές. Κι από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε Τσιτσάνη, Μάρκο και Καζαντζίδη. «Δεν έμαθα ποτέ μουσική, δεν ξέρω μουσική. Δεν ξέρω που γράφεται το ντο, δεν ξέρω κανένα όργανο, δεν ξέρω τίποτα. Μια φορά αποφάσισα να μάθω λίγη κιθάρα, και πήγα στον Γεράσιμο τον Μηλιαρέση, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες. Αυτός όμως το ΄δε να με κάνει Σεγκόβια !«Είναι κρίμα», μου’ λεγε «έχεις καταπληκτικά χέρια, έχεις ταλέντο». Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Δεν το ‘χα σκοπό να μάθω, ούτε διάθεση – είχα το σχολείο μου, είχα τόσα πράγματα δεν ήθελα να βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου. Βέβαια, τόσα χρόνια που δουλεύω, με τόσους κιθαρίστες, κάτι θα μπορούσα να ΄χω πιάσει. Ε, τεμπελάκος ήμουνα, τ’ άφησα και πέρασε έτσι το πράγμα….»
 ”Είμαι χορτάτος…”
Για τον εαυτό του δεν φοβάται; «Για μένα ; Όχι. Τι να φοβηθώ ; Χορτάτος είμαι. Στη ζωή μου και καλά πέρασα και άσχημα πέρασα και «πέρα» πήγα και γύρισα. Όλα τα ΄κανα»
 ”Ο θάνατος κάποτε μοιραία θα έρθει”
Δηλώνει «πάντα αριστερός και ΚΚΕ». Θρήσκος δεν είναι, ομολογεί όμως πως είδε το «χέρι του Θεού», στη ζωή του. Που ; «Στο θέμα της υγείας μου κατ’αρχήν. ΄Οταν πήγε ο σταφυλόκκοκος στο αίμα και πειράχτηκε το νεφρό μου, όλοι με είχαν για ξεγραμμένο. Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να μου πουν πως η μεταμόσχευση ήταν μια υπόθεση ρουτίνας…Είναι όμως κάποιες εξήντα μέρες, στο νοσοκομείο – εκεί στην πρώτη νοσηλεία μου, πριν την επέμβαση – που οποίες δεν υπάρχουν καν στο μυαλό μου. Δεν ήμουν σε κώμα, αλλά δεν γνώριζα, δεν επικοινωνούσα με κανένα, έλεγα περίεργα πράγματα, είχα παραισθήσεις. Είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ αυτές τις μέρες – μου τις διηγηθήκανε μετά. Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου ; Δεν ξέρω, δεν κουβέντιασα ποτέ με τον εαυτό μου τέτοια πράγματα, ούτε με απασχόλησαν ποτέ. Ένα γεγονός της ζωής είναι και ο θάνατος. Κάποτε, μοιραία, θα έρθει. Την ανημπόρια δεν θέλω εγώ. Αυτό, φοβάμαι περισσότερο απ’όλα. Αυτό, μόνο».
” Μια ζωή απλή…”
Λίγο αμήχανα, σαν να απολογείται, μου λέει πως ζει μια «απλή ζωή» – διαβάζει, βλέπει φίλους, κουβεντιάζει με τις κόρες του – την 17χρονη Αναστασία και τη 14χρονη Μυρσίνη, τις «αδυναμίες» του. Γήπεδο και μπάλα, που και που, λίγη τηλεόραση – ειδήσεις κυρίως και ταινίες. Reality και talent shows δε βλέπει. «Αυτά γίνονται για να τα βλέπει ο κόσμος και να γελάει. Πάνε κάτι άσχετοι και κρίνουνε το φόρεμα της τραγουδίστριας, και πως δεν πρέπει να είναι ο τραγουδιστής κοντός, ή χοντρός ή φαλακρός γιατί είναι λέει αντιαισθητικό. Οπα ! Εν αρχή ην η φωνή και μετά πάμε για τα υπόλοιπα. Δεν κατάλαβα δηλαδή πρέπει να είμαστε όλοι Ρουβάδες ; Εντάξει ο Ρουβάς έτυχε να είναι αυτός που είναι και μπράβο του. Πέρα από κει τι γίνεται ;»
“Το λαϊκό τραγούδι θέλει ψυχή…”
Λαϊκό τραγούδι ; Γίνεται ; «Όχι. Το τραγούδι είναι μια σύνθετη υπόθεση, Θέλει παρέα. Αυτή η απομόνωση τώρα, που όλα τα παιδιά έχουν στο σπίτι τους, κομπιούτερ και ηχοσύστημα δεν θα φτιάξει ποτέ λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κλασική μουσική, θέλει ψυχή, πόνο και μοίρασμα. Αμα διαβάσεις ιστορίες το πως γράφανε οι παλιοί, θα καταλάβεις. Μαζευόντουσαν π.χ. πέντε – έξι, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιθικώτσης και λέγανε «σήμερα, θα πάμε στου Τσιτσάνη». Και πηγαίνανε, κάθονταν, τρώγανε, πίνανε, πιάναν τα μπουζούκια τους και σκαρώνανε μελωδίες και στιχάκια. Τώρα ο καθένας ζει μόνος του. Πώς να γίνει το τραγούδι ;»
” Μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ…”
Σαρανταπέντε χρόνια τραγουδάει. Το συνήθισε ή ακόμα; «Όχι. Και τρακ έχω πριν βγω στην πίστα– δε φεύγει αυτό. Ποτέ. Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει στο κέντρο ο Μπιθικώτσης να με δει και έκατσε πρώτο τραπέζι φάτσα κάρτα. Τρέμανε τα πόδια μου εμένα – και ήμουνα και πενήντα χρονών, δεν ήμουνα κανά παιδάκι. Αλλά εντάξει…Ηταν ο Μπιθικώτσης! Να, τέτοια τρακ έχω. Αν μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ ; Βεβαίως ! Πάντα έλεγα «σε πέντε χρόνια θα σταματήσω το τραγούδι»….»
” Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής…”
Ενας «μεγάλος λαϊκός», που δεν ξέρει να διαβάζει νότες ; Κι όμως υπάρχει. Και είναι ο ο ίδιος που – ειρωνεία !- ομολογεί πως «Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής – αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη, ξεκίνησα το τραγούδι. ΄Επρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς μου ήταν απαγορευμένο. Εννιά δέκα χρονών, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ‘παν «Κοίτα, βρες καμιά τέχνη γιατί για να σπουδάσεις, ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής, ο θείος σου κομμουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων, δεν θα πάρεις…». Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα. Σκέφτηκα μόνο «εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω…». Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα, και πέρναγα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα «αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή ρε!».
Ο Ζαμπέτας, ο Στέλιος και ο Μίκης…
Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Εντάξει, από μικρός που ΄μουνα μου ‘λεγαν «τραγουδάς καλά». Μου άρεσε το τραγούδι αλλά για επάγγελμα δεν το ‘θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά μου ; Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μην σου πω και δέκα χρόνια! ΄Ημουνα όμως και τυχερός στη δισκογραφία μου. Σκέψου, πρώτος δίσκος με τον Ζαμπέτα. Δουλέψαμε τρία χρόνια μαζί, τρία πολύ σημαντικά χρόνια. Ο Ζαμπέτας μου στάθηκε σαν πατέρας. Εκείνος με δίδαξε – πέρα από το τραγούδι- και τη συμπεριφορά απέναντι στο τραγούδι : πώς να αντιμετωπίζω τους συναδέλφους μου, το πάλκο, τα πάντα – πράγματα ουσίας για ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών. Σκέψου, όταν πρωτοπήγα να δουλέψω, στα «Ξημερώματα» πήγαινα σχολείο ακόμα. Κάθε βράδυ στις 11.30 μου ‘λεγε «μικρέ τράβα φύγε, κοιμήσου, για να πας το πρωί στο σχολείο». Αν καυγαδίσαμε ποτέ ; Όχι. Το μόνο που μου ‘λεγε ήταν «Πες μου τώρα με τα πολιτικά τι γίνεται – αλλά όχι κουμμουνιστικά ε ; Κανονικά!».
” Ο Καζαντζίδης…το ειδωλό του”
Αν ο Ζαμπέτας ήταν «ο πατέρας», ο Καζαντζίδης ήταν το είδωλό του. Λέει πως πήγε ένα βράδυ να τον δει στην «Τριάνα» του Χειλά, κι έκατσε όλη νύχτα να τον ακούει. ΄Ορθιος. Για να βλέπει καλά. «΄Ετυχε να τον γνωρίσω κιόλας. Ενας φίλος του θείου μου, ήταν φίλος του και συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στην Κνωσσού, που έμενε με τη Μαρινέλλα. Αν του τραγούδησα ; Τι να τραγουδήσω! Για να μου δώσει θάρρος ξεκίνησε να τραγουδάει αυτός – χαζός ήμουνα εγώ να τραγουδήσω μετά; Καθόμουνα και τον άκουγα!».
” Καταλάβαινα τότε…τι σήμαινε Μίκης;” 
Θυμάται γελώντας πως στα 18 του, που γύριζε την Ελλάδα, για συναυλίες με τον Θεοδωράκη, σταματούσαν στις ταβέρνες να φάνε κι εκείνος έτρεχε κι έβαζε στα τζουκ μποξ ν’ ακούσει Καζαντζίδη – «μα καταλάβαινα εγώ, τότε, τι σήμαινε Μίκης ;» Μερικές φορές, η Ιστορία, γράφεται με κενά, ψιλά γράμματα και ημερομηνίες – υστερόγραφα.
«Χειμώνας του ’71. Φαντάρος ήμουνα τότε, στην Αλεξανδρούπολη. Για να μπω στο στούντιο, ζήτησα και πήρα μια τετραήμερη άδεια. Σκέψου πως από τον Άγιο Φεβρουάριο εγώ δεν άκουσα τίποτα. ΄Ηρθα, τραγούδησα, έφυγα και γύρισα άρον άρον στο στρατόπεδα. Κι έτσι βγήκε αυτός ο δίσκος του Μούτση που εγώ θεωρώ πως – μαζί με το «Στου αιώνα την παράγκα» – είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην καριέρα μου….»
” Έκανα αλητείες! Και πολλές μάλιστα!”
Η επιτυχία, η καθιέρωση θα ‘ρχόταν μετά, με τα «ερωτικά» λαϊκά του, με τις υπογραφές του Μουσαφίρη, του Παπαβασιλείου. Και μαζί, τα λεφτά, η δόξα, οι γυναίκες. «Αν έκανα αλητείες ; Και βέβαια έκανα ! Και πολλές μάλιστα! ΄Επινα πολύ, ξενύχταγα πολύ – στα πρωινά «μαγαζιά», με τα μπουζούκια ήμουνα ο καλύτερος πελάτης. Τέσσερις το πρωί τέλειωνα τη δουλειά και συνέχιζα – δώδεκα το μεσημέρι πήγαινα για ύπνο. Ναι, έκανα αλητείες, εντάξει. Αλλά τις έκανα για μένα, γιατί το ευχαριστιόμουνα εγώ. Και γυναίκες κυνήγησα και για γυναίκες πόνεσα – δεν νομίζω να υπάρχει κανένας που δεν το ‘κανε. Δεν ξέρω αν μετρούσε το ότι ήμουνα τραγουδιστής, εμένα μια φορά δεν με αφορούσε. Κάποιες φορές το εκμεταλλεύτηκα – μη λέμε και ψέματα – δεν ήταν όμως στόχος μου αυτός. Πιο πολύ με ενδιέφερε ας πούμε, ο Ολυμπιακός, από κάποια άλλα πράγματα…»
” Η Βένια είναι ο άνθρωπός μου…”
Παντρεύτηκε, χώρισε, γύρισε. Ξαναπαντρεύτηκε. Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, τα τραγούδια του τα ερωτικά, σε κείνη τα αφιερώνει. «Η Βένια, είναι ο άνθρωπός μου – ο άνθρωπος που μοιράζομαι τη ζωή μου. Την αγαπάω πολύ, με αγαπάει κι εκείνη και ας πέρασε τα πάνδεινα από μένα. Αυτό».
#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Το όνειρο του Οδυσσέα - του Μάκη Καραγιάννη - εκδόσεις Μεταίχμιο σελ. 336 (συζήτηση με τον ίδιο τον συγγραφέα)

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Την Κυριακή, 29 Ιανουαρίου, συζητήσαμε στη λέσχη μας (Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου), το μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη Το όνειρο του Οδυσσέα. Είχαμε τη χαρά και την τιμή, να έχουμε στη συνάντησή μας, τον ίδιο τον συγγραφέα, που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη ειδικά για εμάς.

Η συζήτηση - η οποία διήρκεσε πάνω από 2 ώρες - εξελίχθηκε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον Μ. Κ. και τα μέλη της λέσχης (παρόντα ήταν 12 μέλη). Πολλοί επισήμαναν τη ρέουσα γλώσσα του βιβλίου, τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των ηρώων - θετικών κι αρνητικών - αλλά και το ιστορικό βάθος που δίνεται στις συγκρούσεις του μυθιστορήματος

Ο συγγραφέας - στο πρώτο μέρος της συζήτησης, το οποίο και βιντεοσκοπήθηκε - όχι μόνο εξήγησε την πρόθεσή του να γράψει μια τοιχογραφία της μεταπολίτευσης, αλλά και ανέλυσε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο δούλεψε το υλικό του στηριγμένος σε κάποια πραγματικά περιστατικά τα οποία ανέπτυξε μυθοπλαστικά.

Καραγιάννης_Μάκης_20120129 από apomor

Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης, μίλησε επίσης για τη λογοτεχνία γενικότερα και το πώς μας βοηθάει να γνωρίσουμε την πραγματικότητα. Επεκτάθηκε στη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την κριτική (ο ίδιος έχει εκτός από την ιδιότητα του συγγραφέα και αυτή του κριτικού) μιλώντας διεξοδικά για τον ρόλο της δεύτερης σήμερα. Αναφέρθηκε και σε ορισμένα αρνητικά φαινόμενα που υπάρχουν.στον κόσμο των κριτικών της λογοτεχνίας, τεκμηριώνοντας τη θέση του και με παραδείγματα. Είναι κρίμα που δεν μπορέσαμε - για τεχνικούς λόγους - να βιντεοσκοπήσουμε και αυτό, το δεύτερο, πιο γενικότερο μέρος της συζήτησής μας με τον συγγραφέα.

Η υπόθεση του βιβλίου

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην κατάπτωση της γενιάς της Μεταπολίτευσης, της γενιάς του Πολυτεχνείου. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της κατάπτωσης είναι ο πανεπιστημιακός καθηγητής Στέφανος Δενδρινός (θυμίζει την πραγματική περίπτωση του Πρύτανη, Αιμίλιου Μεταξόπουλου, που πέθανε στην φυλακή, για τα γνωστά σκάνδαλα στην Πάντειο), και μοχλός της διερεύνησης και της κατάδειξης της κατάπτωσης, ο αφηγητής, δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη:
  • Στο πρώτο κεφάλαιο, αναφέρεται στον πανεπιστημιακό καθηγητή Στέφανο Δενδρινό, έναν εκπρόσωπο της γενιάς του Πολυτεχνείου, με ταπεινή καταγωγή και αριστερές καταβολές όπου η όποια συμμετοχή του στην αντιδικτατορική αντίσταση οφείλεται μάλλον στον νεανικό ενθουσιασμό, υποδαυλισμένο από έναν πρώτο έρωτα. 
  • Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναδεικνύεται η αντιπαλότητα του ήρωα με έναν συνάδελφό του, που ενώ, αρχικά, περιορίζεται στον ερωτικό και επαγγελματικό τομέα, αποκαλύπτεται ότι έχει και ιδεολογικές καταβολές. Αυτό αποτελεί το έναυσμα για τον συγγραφέα να ανατρέξει στις εμφύλιες συγκρούσεις των παππούδων τους, στον Μάη του '36 και τις μεγάλες απεργίες των καπνεργατών, στις οργανώσεις, που δρούσαν κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Και έτσι καθώς όλα αυτά συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη, στις παράπλευρες ιστορίες αναμειγνύονται - και πολύ ορθά - οι Εβραίοι της πόλης και οι κακουχίες που υπέστησαν και από τους ξένους και από τους ντόπιους.
  • Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας εστιάζει σε μία επιπλέον πλευρά της διαφθοράς, στην αρχαιοκαπηλία των θησαυρών που φυλάσσονται στις παλαιές βιβλιοθήκες κλπ.
Έτσι δομημένη η υπόθεση του βιβλίου, φαίνεται αρχικά να μοιάζει με πανεπιστηµιακό µυθιστόρηµα - αποκαλύπτοντας τη διάβρωση και τα παιχνίδια συναλλαγής στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων, - στη διαδρομή όμως γίνεται περισσότερο ιστορικό µυθιστόρηµα - µε την διεξοδική περιπλάνησή του στους εργατικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της προπολεµικής Θεσσαλονίκης (με ιδιαίτερη αναφορά στις κακουχίες που υπέστη η εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης), αλλά και σε ό,τι συνέβη στην πόλη µετά το ξέσπασµα του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου - και τέλος καταλήγει περισσότερο σε αστυνομικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, με την περιγραφή του υπόκοσμου που περιτριγύριζε (από κάποιο σημείο και μετά) τον πρωταγωνιστή, που έφτασε ως την δολοφονία του. (Για περισσότερες πληροφορίες για την υπόθεση κλπ., μπορεί να ανατρέξει κανείς στις πολλές (θετικές) κριτικές του βιβλίου, που δημοσιεύτηκαν σε πολλά έντυπα και μπορεί να τα βρει κανείς συγκεντρωμένα στο ιστολόγιο του Μ.Κ.).


Από τη συζήτηση με τον συγγραφέα 

Όπως μας διηγήθηκε, το βιβλίο άρχισε να το γράφει το 2005, με στόχο να αναφερθεί στη γενιά της μεταπολίτευσης, στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε ασχοληθεί μ' αυτό τόσο διεξοδικά. Τότε βέβαια, μετά τους Ολυμπιακούς, την υποτιθέμενη οικονομική ευμάρεια κλπ., το θέμα αυτό ήταν εντελώς ανεπίκαιρο. Όπως αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο, όλοι ασχολούμασταν με την προσωπική, οικονομική και κοινωνική μας άνοδο και λιγότερο με τις αξίες. "Μέχρις εδώ ήταν η εύκολη δουλειά. Το δύσκολο ήταν άλλο. Το ανακάλυψα όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Έπρεπε να δώσω φωνή στον Στέφανο και στα πρόσωπα της ιστορίας. Να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Να είμαι δίκαιος με όλους. Έπρεπε να καταλάβω τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Τους βαθείς αναστεναγμούς που δημιουργούν τις ρυτίδες των ανθρώπων. Γι’ αυτό έψαξα. Μπήκα στη θέση των άλλων [...] Εκείνο που αξίζει όμως είναι η επική προσπάθεια του ανθρώπου να βρει την αλήθεια. Από την ατέρμονη αυτή διαδικασία, από τον χαμένο παράδεισο, μένει μια σημαντική λέξη. Γ ι α τ ί." (απόσπασμα συνέντευξης του Μ.Κ. στον Δημήτρης Κόκορη)

Το κύριο ερώτημα που θέλει να θέσει το βιβλίο, είναι  το τι έφταιξε, και γιατί μετά από 35 χρόνια δημοκρατικής περιόδου, ελευθερίας κλπ., φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση, την οικονομική και πολιτική κρίση και όχι μόνο. Το βιβλίο προσπαθεί να καταδείξει ότι αυτή η κρίση, είναι κυρίως κρίση αξιών και ηθικής. Υπάρχει, μια ελληνική ιδιαιτερότητα, στην οποία αναφέρθηκαν κατά καιρούς ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Παναγιώτης Κονδύλης και σήμερα ο Στέλιος Ράμφος: πρέπει να στοχασθούμε και να αναστοχασθούμε για το πως φθάσαμε ως εδώ, για να μπορέσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα, τέτοια, που να μας βοηθήσουν να την ξεπεράσουμε.

Μετά αναφέρθηκε, στο γιατί διάλεξε την Θεσσαλονίκη, σαν την πόλη στην οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου: θεωρεί ότι εκεί φαίνονται πιο ανάγλυφα τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται το βιβλίο (η διαφθορά, τα κυκλώματα, η διαπλοκή κλπ., βλέπε και τις τελευταίες αποκαλύψεις και συλλήψεις που έγιναν στην Θεσσαλονίκη).

Μετά είναι γι' αυτόν, βασικό το δίπολο, ο διχασμός, μεταξύ Ανατολής - Δύσης, που υπάρχει στην Ελλάδα, από την επανάσταση του 21 ως τις μέρες μας. Έτσι στο βιβλίο ο Στέφανος εκπροσωπεί την Δύση, ενώ ο Δαπόντε την Ανατολή. Επίσης η περιγραφή της διαμάχης για την Ροτόντα στην Θεσσαλονίκη καταδεικνύει ξεκάθαρα την διαμάχη(το ίδιο δίπολο) μεταξύ της Θρησκείας και των άλλων που ήθελαν να την χρησιμοποιήσουν για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Για τον ίδιο λόγο εμπλέκει την περίοδο του μεσοπολέμου στην υπόθεση, (το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται σ' αυτό), και το κάνει για να δείξει τον διχασμό μεταξύ των 2 κόσμων, που ο ένας αντιμάχεται τον άλλον, ("του εμείς - και οι άλλοι", "το φως και το σκοτάδι"), όπως έγινε και το 47 και την δεκαετία του 30 (το 36 αλλά και στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο) αλλά και σήμερα. Υπάρχει δηλαδή συνέχεια στην ελληνική κοινωνία, στην πολιτική ρητορική, το ίδιο δίπολο, από την μια η συντήρηση και και από την άλλη η πρόοδος, κάτι σαν ένας εμφύλιος διχασμός.

Συνέχισε ο Μ.Κ. λέγοντας, ότι είτε η τύχη, είτε οι περιστάσεις, μας έδωσαν την δυνατότητα στην μεταπολίτευση, να έχουμε μια οικονομική ευμάρεια, να έχουμε και 2 αυτοκίνητα, το εξοχικό μας, κλπ. αλλά κανείς δεν σκέφτηκε την περίπτωση να αναποδογυρίσουν τα πράγματα, να πάει κάτι στραβά, ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή κάποιο πρόβλημα!. Διότι ο άνθρωπος και οι κοινωνίες κρίνονται στις δύσκολες περιστάσεις, όχι όταν όλα είναι ρόδινα.

Επιμένει ο Μ.Κ. ότι ενώ έχουμε προοδεύσει πάρα πολύ τεχνολογικά, στο τομέα της ηθικής, των αξιών και της οικολογικής ευαισθησίας, έχουμε μείνει πάρα πολύ στάσιμοι. Αυτό που επεχείρησα, είπε, να διηγηθώ, δεν ήταν να περιγράψω μόνο τον ήρωα Στέφανο Δενδρινό, ήθελα περισσότερο να κάνω μια τοιχογραφία, μια ανατομία μιας εποχής, και όχι να γράψω απλά μια ερωτική ιστορία. Γιατί άλλη σημασία έχει να κάνει μια παρανομία ένας απλός άνθρωπος και άλλη όταν αυτό το κάνει ένας αγωνιστής του Πολυτεχνείου, ένας Πανεπιστημιακός Καθηγητής ή ένας κληρικός.

Κάποιος παρατήρησε πως επιτέλους, κάποιος συγγραφέας, ασχολείται με τα προβλήματα τις κακοδιαχείρισης στα Πανεπιστήμια και ιδιαίτερα στις Επιτροπές Ερευνών, και ότι αυτό ήταν πολύ χρήσιμο να αποτυπωθεί και να καταδειχθεί, όπως γίνεται στο βιβλίο.

Επίσης τέθηκε ο προβληματισμός για  την ανάμειξη της θρησκείας (προς το τέλος του βιβλίου) με την συνολική στόχευση και πλοκή του βιβλίου (η περίπτωση του Δαπόντε) η οποία φάνηκε σαν να μην ταιριάζει στην συνολική εικόνα του βιβλίου, όμως ο Μ.Κ. την εντάσσει στο ίδιο δίπολο που αναφέραμε προηγουμένως.


Στην παρατήρηση ότι κάπου φαίνεται το βιβλίο σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, η απάντηση είναι πως στο καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, φαίνεται και το κοινωνικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση και συνήθως γίνεται μια ανατροπή στο τέλος, και στην προκειμένη περίπτωση (του βιβλίου), ο θύτης (ο Τίγρης) παραμένει ουσιαστικά στο περιθώριο, ατιμώρητος, πράγμα που προβληματίζει τον αναγνώστη. Παρόλα ταύτα, θεωρεί ο Μ.Κ., πως το βιβλίο του δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα.

Το επόμενο θέμα που αναφέρθηκε, ήταν το θέμα της κοινότητας των Εβραίων και στα δεινά που υπέστησαν, πράγμα που αναφέρεται ή καλύτερα το βιβλίο κάνει μια καλή προσπάθεια να αναφερθεί και να αποκαταστήσει τα πράγματα και την αλήθεια -αυτή την συνωμοσία της σιωπής- για τις κακουχίες (πογκρόμ, σκοτώθηκαν 45.000) που υπέστη η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης (συνοικία Κάμπελ) στον μεσοπόλεμο.

Στο τέλος της συζήτησης, μας αποκάλυψε την επιλογή του να ενσωματώσει στο κείμενό του αναφορές στην ομηρική Οδύσσεια αλλά και στον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, κάτι που η κριτική στο σύνολό της δεν κατάφερε να αναδείξει.

Φύγαμε καταγοητευμένοι, με την αίσθηση ότι για τρεις σχεδόν ώρες είχαμε τη σπάνια τύχη να "κρυφοκοιτάμε μέσα από την κλειδαρότρυπα" στο εργαστήρι του συγγραφέα.

-----------------------------------

Υστερόγραφο του αρθρογράφου

Στο παραπάνω κείμενο προσπάθησα να μεταφέρω - όσο πιο καλά μπορούσα - την όλη συζήτηση που είχαμε σαν Λέσχη με τον συγγραφέα. Ας μου επιτραπεί εδώ να διατυπώσω την προσωπική μου άποψη για το βιβλίο και τον συγγραφέα:
Πιστεύω κατ' αρχάς πως η ανάγνωση του βιβλίου, οι προβληματισμοί που προκλήθηκαν απ' αυτό, και προπάντων η γνωριμία και η συζήτηση με τον Μ.Κ., ήταν καταλυτική για μένα. Παρ' όλα ταύτα, θεωρώ πως στην προσπάθειά του ο συγγραφέας να καταπιαστεί συγχρόνως με τουλάχιστον τρία θέματα, δηλαδή, με τη πανεπιστημιακή ίντριγκα, με την αστυνομική πλοκή αλλά και με το ιστορικοκοινωνικό υπόβαθρο των εμπλεκομένων, τον οδήγησε στην παγίδα της πολυπραγμοσύνης και της πολυπλοκότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει αφηγηματικό χάσμα μεταξύ των τριών κεφαλαίων του βιβλίου. Αυτό, στα μάτια μου, έχει σαν αποτέλεσμα, ο βασικός - και διακηρυγμένος - στόχος του συγγραφέα, να καταδείξει δηλαδή "την τοιχογραφία της μεταπολίτευσης", να παραμένει ημιτελής. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιο και ειδικά το σημείο που ασχολείται με την αναζήτηση του χαμένου Κώδικα του ψευδο-Διονυσίου κλπ., ήταν για μένα εντελώς παράταιρο.

Για τα λουλούδια στο δέντρο. Μια αυτοκτονία για τη ζωή όχι για το θάνατο. - του Θάνου Ανδρίτσου

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το δένδρο της θυσίας του Δημήτρη Χριστούλια
Τι μπορείς να πεις για μια αυτοκτονία; Η είδηση μιλάει από μόνη της, το αφοπλιστικό γράμμα του αυτόχειρα- κραυγή για μια κοινωνία σε αποσύνθεση- δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, ούτε φλυαρίας. Ένας συνάνθρωπος μας, αδυνατώντας να βρει μια χαραμάδα φωτός μέσα στο βαθύ μνημονιακό σκοτάδι, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τελεία. Καλύτερη εικόνα για να περιγράψει τις καθημερινές αναρίθμητες τραγωδίες, δυστυχώς δεν υπάρχει. Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου όταν έφτασε στα αυτιά μου, η είδηση.

Με αυτές τις σκέψεις κατηφόρισα χθες το μεσημέρι στη γνωστή πλατεία. Ακόμα ο κόσμος λιγοστός, είχε αρκετές ώρες μέχρι τις 6 που γέμισε για άλλη μια φορά. Γύρω από το δέντρο που κάτω από τη σκιά του επέλεξε να φύγει ο  Δημήτρης Χριστούλιας, μαζεμένοι αρκετοί, άλλοι θλιμμένοι, άλλοι εξοργισμένοι, άλλοι σιωπηλοί, άλλοι βγάζοντας κραυγές. Στον κορμό καρφιτσωμένα μερικά χαρτάκια με μηνύματα. Τι μηνύματα; Οργής, αγώνα, συμπαράστασης, τιμής της μνήμης; Πώς να τα περιγράψει κανείς. Και χαμηλά μερικά λουλούδια, τα περισσότερα τριαντάφυλλα. Μαζί μου, ένας φίλος προσπαθεί να αποθανατίσει τη στιγμή, πιο πολύ τα πρόσωπα όσων βρίσκονται εκεί. Τι σκέφτονται; Τι περιμένουν; Βλέπουν τον εαυτό τους σαν τον επόμενο αυτόχειρα, ή σφίγγουν τη γροθιά για να είναι ο τελευταίος; Ποιος ξέρει τι ο καθένας κουβαλά σε αυτή την πόλη;

Σκέφτηκα ότι, τέτοια ώρα, με τέτοιο καιρό, δεν είχα ξαναβρεθεί σε εκείνο το σημείο από πέρυσι το καλοκαίρι. Από αυτά τα ηλιόλουστα μεσημέρια πριν τις συγκεντρώσεις και τις συνελεύσεις που ο κόσμος ήταν διάσπαρτος σε διάφορες γωνίες, πηγαδάκια στήνονταν ή πολλοί ρωτούσαν και εγώ κάπου πήγαινα, σε μια συνάντηση, σε κάποια επιτροπή. Το συγκεκριμένο δέντρο βρίσκεται πίσω από το σημείο που στηνόταν η μικροφωνική. Θυμήθηκα ότι τις περισσότερες μέρες δεν πήγαινα εκεί, ήταν στημένες οι σκηνές, μόνο καμιά φορά για να συζητήσω κάτι ήσυχα ή να ψιλοτσακωθώ για μια διαφωνία σε μια απόφαση της συνέλευσης ή για να καταστρώσουμε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Ήταν καλό σημείο γιατί δεν έφταναν τα μεγάφωνα και μπορούσες να μιλήσεις ήσυχα. Αλλά θυμήθηκα και τις άλλες μέρες, τις μη- κανονικές, τις γεμάτες χημικά. Έτυχε να βρίσκομαι μερικές ώρες κοντά του, όταν έλαχε να κρατήσω λίγες ώρες το μικρόφωνο. Το ζήλευαν πολλοί αυτό το δέντρο, ζήλευαν τη σκιά του όταν καίγονταν στον καυτό ήλιο. Το ζήλευα και εγώ γιατί από κάτω κάθονταν και ξεκουράζονταν αρκετοί, έβαζαν και στον κορμό την πλάτη τους, ενώ εγώ με δυσκολία καμιά καρέκλα με χαλασμένα πόδια μπορούσα να βρω.

Περπάτησα αρκετά χθες, σκεφτόμενος. Πως πέρασε αυτή η χρονιά; Πώς πέρασε ο καιρός από το περσινό καλοκαίρι, όταν η ίδια πλατεία γέμιζε πολλούς με αισιοδοξία, κέρδιζε λίγα αλλά άφηνε παρακαταθήκη για τα πάντα; Οι περίεργες πολιτικοψυχολογικές προσλαμβάνουσες που έχω μου δημιουργούν πάντα κάποια πρώτα συναισθήματα διαφορετικά από τα μετέπειτα. Σκέφτηκα την αντίθεση. Εκεί που άνθιζε η αισιοδοξία, ηγεμόνευσε η απελπισία; Στο δέντρο που δροσίζονταν πριν ξαναπάνε στη μάχη, σταγόνες αίμα. Είναι έτσι; Πολλά στρυφογυρνάνε αλλά κάτι δε μου κολλάει.

Στη μαύρη καταχνιά του μνημονίου πολλοί δεν αντέχουν και χάνονται.

Ήταν ο μόνος; Όχι. Στη γειτονιά μας, στο διπλανό σπίτι, σε μια γέφυρα που κάποτε περάσαμε, στις ράγες ενός τρένου που βρισκόμαστε μέσα, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι δίνουν τέλος στη ζωή τους. Ήταν ο τελευταίος; Όχι. Όπως μας ενημερώνουν, μόνο μερικές δεκαετίες ακόμα χρειάζονται για να ξεπεράσουμε τα προβλήματα. Ίσως να μείνει και κάποιος ζωντανός.

Είχε κάτι το διαφορετικό; Ναι. Η τραγική πράξη του δεν έγινε στις κλειστές πόρτες και παράθυρα του σπιτιού του, ούτε σε ένα μακρινό γκρεμό. Έγινε στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το ελληνικό κοινοβούλιο, το κάστρο των οικονομικών δήμιων. Δεν έγινε στα κρυφά, δεν έγινε αθόρυβα χωρίς να τραντάξει την χειμαζόμενη καθημερινότητά μας. Έγινε σαν πράξη που απαίτησε να εκληφθεί σαν δήλωση, τοποθέτηση, πολιτική παρακαταθήκη.

Τι αξίζει να σκεφτείς για τον κυρ Δημήτρη; Μήπως αυτό του αγαπημένου μας ποιητή Βλαδίμηρου, που λέει περίπου ότι σε αυτή τη ζωή το εύκολο δεν είναι το να πεθάνεις, αλλά το να ζήσεις;  Ή μήπως έχουμε τον σύγχρονο, κατάδικό μας «καιόμενο», έναν μάρτυρα με μια αυτοθυσία πιο παλιά από τη 12η Φλεβάρη, πιο παλιά από το καλοκαίρι, πιο παλιά από την 6η Μάη, από το Facebook και το twitter. Περίεργες οι μέρες, περίεργες οι πράξεις, περίεργη και η ποίηση. Πολλά νοήματα και πολλές ερμηνείες ταυτόχρονα.

Και κάποια στιγμή διάβασα το γράμμα. Και κάποια στιγμή αργότερα πήρα και ένα τηλεφώνημα από έναν άγνωστο αριθμό. Ήταν μια συντρόφισσα από τους Αμπελόκηπους. Ήθελε να μου πει κάποιες σκέψεις για μια ανακοίνωση. Τον ξέραμε, λέει. Πήγαινε συχνά στις λαϊκές συνελεύσεις, ερχόταν σε εκδηλώσεις, ένας άνθρωπος μια ζωή μέσα στις μάχες. Πολιτική δήλωση έκανε, να ταρακουνήσει, να δώσει σινιάλο αντίστασης ήθελε, μην ακούτε τι σας λένε τα  κανάλια.

Άρα στο δέντρο που κάθονταν το καλοκαίρι, μπορεί να έκατσε και αυτός. Άρα στο δέντρο αυτό δεν επέλεξε μόνο πεθάνει. Μπορεί να επέλεξε και να ζήσει.

Μα τι άλλο; Υπάρχουν χιλιάδες μέρες, χιλιάδες τρόποι, χιλιάδες μέρη να αυτοκτονήσεις. Αν όμως θες να αυτοκτονήσεις για το θάνατο. Όμως ο Δημήτρης Χριστούλιας δεν ήθελε να φύγει έτσι, δεν ήθελε να παραιτηθεί ούτε να υμνήσει το θάνατο. Για τη ζωή πέθανε, για τη ζωή αυτοκτόνησε. Και είναι χρέος μας να παλέψουμε για να είναι ο τελευταίος. Είναι χρέος μας να καταλάβουμε ότι η πάλη, η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα δεν είναι μόνο ζητήματα βούλησης, αλλά και επιβίωσης, διαφύλαξης της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Δημήτρης Χριστούλιας μίλησε ο ίδιος για τον εαυτό του και την πράξη του. Στο σημείωμα του και σήμερα ξανά μέσα από την κόρη του. Δεν θα ήθελε να κλάψουμε για την προσωπική του τραγωδία, να τον λυπηθούμε για τα δεινά του, αλλά να δώσουμε τέλος στις ατομικές και συλλογικές τραγωδίες που γέμισε πια αυτός ο τόπος. Ίσως για αυτό και χθες τα λουλούδια έκαναν το σημείο να μοσχοβολά τη μυρωδιά της ζωής και όχι τη δυσωδία του θανάτου.

Άλλωστε το μέλλον πάντα στη ζωή ανήκει. Φρόντισε να το θυμίσει και ο ίδιος γιατί φοβήθηκε μήπως έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε. Και οι πιο μισητοί δικτάτορες κάποτε ανατρέπονται. Έτσι κλείνει το σημείωμά του. Έχοντας πρώτα αφήσει κληρονομιά σε αυτούς που θα το κάνουν. Στους νέους χωρίς μέλλον που κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα.

Υ.Γ. Οι στιγμές που βρέθηκα χθες στο Σύνταγμα, βλέποντας τους ανθρώπους γύρω μου και προσπαθώντας να φανταστώ τι σκέφτονται, με έκαναν να καταλάβω μια τεράστια απόσταση. Και όχι αυτή μεταξύ του πολιτικού συστήματος και των πολιτών για την οποία πάντα και ορθά μιλάμε. Αλλά μια άλλη. Αυτή μεταξύ του πλασματικού κόσμου της εκλογικής ευφορίας, των κυβερνητικών κουστουμιών και των μεγάλων ποσοστών της Αριστεράς και του πραγματικού, των ανείπωτων καθημερινών δραμάτων της κοινωνίας. Και μπορεί και πρέπει οι κάλπες να δώσουν σύγχρονα αντάρτικα μηνύματα, αλλά το σίγουρο είναι ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ».

----------------------------------------

«Εγώ κι ο Καμίνσκι» του Ντανιέλ Κέλμαν

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το «Εγώ κι ο Καμίνσκι» του Ντανιέλ Κέλμαν ήρθε να συμπληρώσει ότι άρχισε το προηγούμενο βιβλίο που διαβάσαμε «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλούμ» του Μπέλ: εκεί είδαμε την ασυδοσία, την ψευτιά, την χειραγώγηση της κοινής γνώμης και την τρομοκρατία που μπορούν ν’ ασκήσουν τα διάφορα ΜΜΕ στον ανώνυμο πολίτη για να πετύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους, ενώ εδώ βλέπουμε πάλι τα ΜΜΕ σε μια τους έκφανση, αλλά κυρίως την εικονική πραγματικότητα του «κόσμου της τέχνης», των δήθεν κουλτουριάρηδων – εικαστικών και των διαφόρων παρατρεχάμενών τους (κριτικών, βιογράφων, ανθρώπων των Γκαλερί , συλλεκτών, χορηγών κ.λπ.) αλλά και των ίδιων των καλλιτεχνών.

Ο Κέλμαν εδώ κατορθώνει αριστουργηματικά, να παρουσιάσει την προσπάθεια ενός κυνικού, εγωμανούς, ξερόλα και ματαιόδοξου κριτικού της τέχνης, στο πρόσωπο του Σεμπάστιαν Τσέλνερ, με σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης, που εργάζεται σε μια εφημερίδα, που έβαλε στόχο να πλησιάσει με κάθε μέσο τον γηραλέο τυφλό ζωγράφο Μάνουελ Καμίνσκι για να γράψει την Βιογραφία του, πριν τον προλάβουν οι ανταγωνιστές. Στη προσπάθειά του αυτή ο Σεμπάστιαν – που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας του στο βιβλίο – δείχνει τη κυνικότητα και ανηθικότητα του χαρακτήρα του και γι’ αυτά που σκέπτεται, αλλά και γι’ αυτά που κάνει, με τον, κατ’ αρχάς, δυστυχή ζωγράφο. Από την άλλη και ο ζωγράφος ούτε και τόσο πολύ «τυφλός» είναι, ούτε και τόσο μεγάλος όσο ήθελε να φαίνεται , εξάλλου στον τόπο που ζει είναι παντελώς άγνωστος, μόνο στην «κοινότητα» των δήθεν μυημένων είναι γνωστός κι αυτό για ιδιοτελείς λόγους.

Αυτό το αντάμωμα των δύο προσώπων, σκιαγραφείται με πυκνότητα, χιούμορ, ειρωνεία που φτάνει στα όρια της αυτογελοιοποίησης και περισσή δεξιοτεχνία τόσο στην αφήγηση όσο και στην πλοκή, που πραγματικά σε καθηλώνει μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Οι ήρωές του, παρουσιάζονται με τα ψεγάδια τους, πολύ ανθρώπινοι και φθαρτοί, με τα ελαττώματά τους και τις όποιες αναλαμπές τους - ιδιαίτερα ο Καμίνσκι -όπως άλλωστε είμαστε όλοι μας. Το τελείωμα της ιστορίας είναι εντυπωσιακό: 1)ο ζωγράφος με τις ιδιοτροπίες και τα καμώματά του βασικά αποκαθηλώνεται, όμως παρ’ όλα αυτά παραμένει σαν χαρακτήρας πιο συμπαθής για κάποια ψήγματα σοφίας που του δίδαξε η ηλικία του, 2)ο Σεμπάστιαν δε, όταν παρεμπιπτόντως μαθαίνει πως σαν βιογράφος του έρχεται δεύτερος, τότε αντιλαμβάνεται την ματαιότητα της όλης προσπάθειάς του, συνειδητοποιεί την κενότητα και απαξία όλων αυτών των προσπαθειών που έκανε, εις βάρος της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του ιδίου αλλά και του Καμίνσκι – τον έδιωξε η γυναίκα του η Έλκε, κορόιδεψε την κόρη του ζωγράφου επανειλημμένα – και σε μια έκρηξη αυτογνωσίας ή αυτοκαταστροφικής μανίας, πετάει στην θάλασσα και το μαγνητοφωνάκι του και τις σημειώσεις του, για να κρατήσει ότι ίσως αξίζει περισσότερο στη ζωή, όπως το να ζητήσει συγνώμη από την γυναίκα του που παραμέλησε και από την κόρη του ζωγράφου που πολλές φορές ταλαιπώρησε με τις μηχανορραφίες του.

Συμπερασματικά πιστεύω πως το βιβλίο είναι τόσο συναρπαστικό, όχι τόσο για τη θεματολογία που παρουσιάζει, όσο για τη ανάπτυξη & την διαπλοκή των χαρακτήρων των 2 πρωταγωνιστών, που όσο προχωράει η αφήγηση, η αγωνία μεγαλώνει και εν τέλη στο τέλος σχεδόν τα πάντα ανατρέπονται, τα προσχήματα αυτοκαταργούνται, οι συμπεριφορές εξηγούνται, τίποτα δεν είναι όπως πρώτα, τίποτα το μεγάλο, όλα φαίνονται πλέον απλά και βατά, στο τέλος δε αρχίζεις να τους ψιλοσυμπαθείς κιόλας, "γιατί εν τέλει τους καταλαβαίνουμε, αλλά και γιατί κατά βάθος είχαμε εξαρχής αναγνωρίσει σε αυτούς τα δικά μας ελαττώματα –ή έστω εκείνα των «ανθρώπων που ξέρουμε». Από αυτήν την άποψη, η αφήγηση έχει κάτι από τους πίνακες του Καμίνσκι, που ζωγράφιζε τη θάλασσα χωρίς να την έχει δει ποτέ. Ή μήπως την είχε δει;"*

Περισσότερα για το βιβλίο αλλά και συνέντευξη με τον συγγραφέα διαβάστε εδώ.

*Ηρώ Κουνάδη

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 7/7/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ»
ή πως γεννιέται η βία και που μπορεί να οδηγήσει

του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Στή συζήτηση που κάναμε στη λέσχη για το βιβλίο συμφωνήσαμε ότι "το μικρό αυτό αριστούργημα του Χάινριχ Μπελ, περιγράφει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και τρυφερότητα, μια σύγχρονη εκδοχή «ατίμωσης», που όμως δεν γίνεται παθητικά δεκτή, όπως σε άλλες εποχές, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα."*1

Η υπόθεση του βιβλίου: "η Κατερίνα Μπλουμ, μια νεαρή και ωραία οικιακή βοηθός, που έπειτα από σκληρή δουλειά έχει καταφέρει ν' αποκτήσει διαμερισματάκι και μεταχειρισμένο Φολκσβάγκεν, γίνεται αθελά της «πρόσωπο της ημέρας»: σ' ένα αποκριάτικο πάρτυ, γνωρίζει και ερωτεύεται κάποιον καταζητούμενο από την αστυνομία για διάφορα «εγκλήματα». Έτσι η Κατερίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ- και απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο."*1

Υπήρχε διαφωνία μεταξύ μας σε δύο θέματα:
  1. στο άν αυτό το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνικό έργο ή ένα βιβλίο το οποίο "με χειρουργική ακρίβεια - και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ - περιγράφει ... μεθόδους με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις"*2. Τέθηκε δηλαδή η ερώτηση "τί εννοούμε με το όρο λογοτεχνία" (βλέπε χρήσιμοι σύνδεσμοι παρακάτω γι' αυτό) και απάντηση δεν δόθηκε και
  2. Άν ο καταζητούμενος απο την αστυνομία που ερωτεύτηκε η Κατερίνα ήταν τρομοκράτης ή απλός ποινικός καταζητούμενος. Εδώ η απάντηση είναι ευκολοδιάκριτη και βγαίνει απο το βιβλίο, ήταν το δεύτερο.
"Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1974, στη Γερμανία, πολύ πριν τα ΜΜΕ λάβουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Περιγράφει ένα κόσμο ζοφερό, σκοτεινό, όπου ο ένας εκμηδενίζεται, γίνεται έρμαιο στη βούληση, του συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Δυστυχώς παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο, αλλάζουν τα ονόματα, αλλάζουν οι αφορμές, αλλάζουν τα συστήματα και οι πρακτικές. Το πρόβλημα παραμένει. Ο ένας παραμένει ακόμη απροστάτευτος απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες, νόμιμες ή παράνομες.

«Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» γράφτηκε το 1974 και το 1975 γυρίστηκε στον κινηματογράφο από τον Volker Schlondorff σε συνεργασία με την Margarhete von Trotta, ενώ γνωστή είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Rainer Werner Fassbinder.


Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boell)

Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία το 1917, από πατέρα γλύπτη. Άρχισε να δουλεύει σ' ένα βιβλιοπωλείο, κι έπειτα υπηρέτησε στο πεζικό σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μετά το 1945 έκανε διάφορες δουλειές, και το 1951 έγινε συγγραφέας. Οι πρώτες του νουβέλες, Το τρένο ήρθε στην ώρα τον και Αδάμ, πού ήσουν; μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το Γνωριμία με τη νύχτα και Το αφύλαχτο σπίτι, μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ Το ψωμί των πρώτων χρόνων απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1972."*1
"Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» - και κατ' εξοχήν του γερμανικού - είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Ολα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.

Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.

Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.

Ο Μπελ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:

«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά… Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα…»."*2

Χρήσιμοι σύνδεσμοι για το τί είναι λογοτεχνία:
*2BHMA - ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ (ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ) | Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
 
---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 12/7/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

Η Έπαυλη των ανδρών του Ντενι Γκετζ

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012

Μετά το περίφημο «Θεώρημα του παπαγάλου» που με γοήτευσε πριν 2 χρόνια και το περίφημο «Τα αστέρια της Βερενίκης» που διάβασα πριν κάμποσους μήνες που με ταξίδευσε στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων, των επιγόνων του Μεγάλου Αλέξανδρου, όπου γνώρισα τον μεγάλο Ερατοσθένη και πρωτομετρήσαμε μαζί του την περιφέρεια της γης, ήρθε η «Η Έπαυλη των ανδρών» να με συναρπάσει με την τέχνη της παραμυθίας που μόνο ο Ντενι Γκετζ κατέχει τόσο καλά να χειρίζεται και να σε καθηλώνει.




Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σειρά αντιθέτων που συνθέτουν την όλη πλοκή:
  • με τους ΕΞΩ, τους πολεμοκάπηλους του Α’ παγκόσμιου πολέμου, Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Γερμανών που πολεμούν στα χαρακώματα το 1917 και ρίχνουν τόνους μολύβι ο ένας στον άλλο και με τους ΜΕΣΑ, τους τροφίμους της έπαυλης με αριθμό 14 που είναι οι τρελοί αλλά αποδεικνύονται πιο γνωστικοί από τους απ΄ έξω,
  • με τον σοφό πανεπιστημιακό που του έχει εν ζωή στηθεί ανδριάντας στο Πανεπιστήμιο της πόλης όπου δίδαξε, τον Χανς Σίνγκερ (Γκεοργκ Καντορ) και τον απλό Γάλλο μηχανοδηγό Ματτις Ντιτούρ,
  • τον συντηρητικό σοφό και τον αναρχικό επαναστάτη μηχανοδηγό,
  • τον πατρίκιο και τον πληβείο,
  • τον δάσκαλο και τον μαθητή.

Ο Σίνγκερ αφού ανακάλυψε και περίγραψε την περίφημη θεωρία των συνόλων και των απείρων, κάπου σκόνταψε στην απόδειξη κάποιου συνόλου πεπερασμένων ή συνεχών απείρων και ο γιος του τον έφερε στο σανατόριο. Από την άλλη ο Ντιτούρ, Γάλλος πρώην επαναστάτης αναρχικός, ειρηνόφιλος και διεθνιστής που πρόδωσε τον αρχηγό του Ζορές και κατατάχτηκε στο στρατό, έσωσε στην μάχη τον Γερμανό Γκαμπριέλ και έτσι έγινε και προδότης της πατρίδας του και από την τρέλα της μάχης και του μυαλού του κατέληξε και αυτός στο ίδιο σανατόριο και έτυχε μάλιστα και οι δυο να γίνουν συγκάτοικοι στο δωμάτιο με το νούμερο 14. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί σιγά – σιγά φιλία και μια όμορφή σχέση δασκάλου – μαθητή με ορισμένα κενά διαστήματα, αλλά και με κάποιους χρήσιμους μονόλογους, που όλα μαζί περίτεχνα δομημένα από τον μάστορα Γκετζ, θα μας κρατήσουν συντροφιά μέχρι την τελευταία σελίδα. Θα μάθουμε και ολίγα από τα επιτεύγματα του δασκάλου αλλά και τα διάφορα προβλήματα που συνάντησε στον δρόμο του από τους συναδέλφους του (Κρονεκερ) και όχι μόνο, όπως και για τη ζωή και της περιπέτειες του Ντιτούρ. Τέλος ο Γκάμπριελ θα επισκεφτεί με την αδελφή του για να ευχαριστήσει τον Ντιτούρ στην έπαυλη των ανδρών αλλά μετά από λίγο θα αυτοκτονήσει μη μπορώντας να ζήσει άλλο αυτή τη ζωή έτσι. Η αδελφή του σε μια νέα επίσκεψη θα του πει τα νέα και θα καλέσει τον καλέσει να γίνει πλέον αυτός ο νέος αδελφός και σύντροφός της.
Έτσι μέσα από αυτή την σχεδόν στατική διήγηση από πλευράς οροθέτησης, που ταιριάζει πολύ για μια θεατρική παράσταση, ο Γκετζ μας πηγαίνει πάλι νοητικά ταξίδια σε διάφορες κοσμοθεωρίες – πολέμου & ειρήνης, συντήρησης & αναρχισμού, αλλά και μας δίνει - όπως σε όλα τα βιβλία του - ψήγματα σοφίας του μαθηματικού μυαλού του Καντορ και κάποιων συναδέλφων του, αλλά και των διαφόρων μικροπρεπειών που δυστυχώς ταλανίζουν και τους πιο ευφυείς ανθρώπους, ενώ παράλληλα δεν ξεχνά να μας περιγράφει και την αξιόλογη περιπέτεια της ζωής του Ντιτούρ. 

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 4/11/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου)  

Η τριλογία των επαναστάσεων του Τζον Μπάνβιλ

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2012
Το παρακάτω κείμενο γραμμένο στις 19/9/09 για προσωπική χρήση, το παραθέτω αυτούσιο γιατί τελικά αντικατοπτρίζει το σύνολο των μελών της Λέσχης:

Παίρνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό περίμενα να διαβάσω τη ζωή και το έργο των 3 αυτών μεγάλων ανδρών, αλλά τελικά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και κουραστικό.
Αντ' αυτού διάβασα 2 βιογραφίες για τον Κοπέρνικο και τον Κέπλερ και όσον αφορά τον Νεύτωνα διάβασα μία μυθιστορηματική επιστολή κάποιου προφανώς σύγχρονου επιστήμονα προς κάποια Κλειώ, στην οποία περιγράφει την προσπάθειά του να γράψει ένα βιβλίο για το έργο του Νεύτωνα, πράγμα στο οποίο αποτυγχάνει, μπλεγμένος στα γρανάζια της καθημερινότητας και εντέλει καταλήγει να είναι μια προσωπική ιστορία αγάπης και έρωτα ...!

Στα μέρη λοιπόν που αφορούν τον Κοπέρνικο και τον Κέπλερ έχουμε να κάνουμε με μυθιστορηματική βιογραφία: εξιστορείται η ζωή των δύο μεγάλων επιστημόνων που ουσιαστικά ήταν από τους πρωτεργάτες της «πραγματικής» επιστήμης, καθώς την απήλλαξαν από τις εικασίες και ανακρίβειες των αρχαιότερων και έθεσαν νέα δεδομένα στην έρευνα. Όμως και εδώ, εξιστορείται αναλυτικά και σε ορισμένα σημεία κουραστικά εξαντλητικά, κυρίως η ζωή και τα προβλήματα που συνάντησαν στο διάβα της οι δύο μεγάλοι άντρες, όμως παραλείπει να αναφερθεί έστω περιληπτικά αλλά συγκροτημένα στο μεγαλοφυές έργο τους. Υπάρχουν βέβαια εδώ κι εκεί παρεμπιπτόντως ορισμένα ψήγματα αναφοράς σ' αυτό, αλλά τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης άμα επιθυμεί να μάθει ολοκληρωμένα τι πρέσβευαν ή τι εφηύραν οι δύο αυτοί άντρες πρέπει να ανατρέξει σε άλλες πηγές. Αυτό θεωρώ ότι είναι το δεύτερο βασικό μειονέκτημα του βιβλίου - το πρώτο είναι η προαναφερθείσα επιστολή προς το Νεύτωνα.

Όσον αφορά λοιπόν τις δύο βιογραφίες έχουμε ο Μπάνβιλ εστιάζει στην ανθρώπινη πλευρά των επιστημόνων, δεν κάνει μια τυπική εξιστόρηση περιστατικών, ιδεών, δυσχερειών και θριάμβων, αλλά περιγράφει - είναι αλήθεια με γλαφυρό τρόπο - ανθρώπους που επιχειρούν να ξεφύγουν με τις ιδέες τους και με τη δράση τους από τα δεδομένα της εποχής τους να πρωτοπορήσουν και να θέσουν νέα θεμέλια. Τόσο ο Κοπέρνικος όσο και ο Κέπλερ έζησαν σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή, που μάλλον εύκολα καλλωπίζουμε σήμερα με τον όρο Αναγέννηση, θεωρώντας τη σαν μια περίοδο γεωμετρικής εξέλιξης του πνεύματος. Εδώ ο Μπάνβιλ μας δίνει αρκετό υλικό για να γνωρίσουμε την ταραγμένη εποχή που έζησαν, μια εποχή απόλυτης θρησκευτικής, πολιτικής. ιδεολογικής αλλά και επιστημονικής σύγχυσης, και εστιάζοντας σ' αυτά, μας δείχνει τα προβλήματα που συνάντησαν ζώντας μια "απλή" οικογενειακή ζωή ο Κέπλερ, μια διαφορετική ιερατική ζωή ο Κοπέρνικος, με τα διάφορα βιοποριστικά προβλήματα που είχαν, τις φοβίες τους εχθρούς και τις δολοπλοκίες που έπρεπε να αντεπεξέλθουν Έτσι μ' αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας θέλει προφανώς να δείξει, πόσο μεγαλύτερο ήταν το εγχείρημά τους, να περισωθούν, να επιζήσουν αλλά και να μεγαλουργήσουν. Πρέπει εδώ επίσης να τονισθεί στα θετικά του βιβλίου και ο ο ευρηματικός τρόπος της αντιπαραθέσεις προσωπικών επιστολών των 2 ανδρών, που έτσι δίνουν οι ίδιοι στον αναγνώστη το προσωπικό τους στίγμα.

Τέλος αν πάρουμε το τρίτο μέρος του βιβλίου - την επιστολή στον Νεύτωνα - σαν κάτι αυτοτελές, πρέπει να πούμε πως διαβάζεται με άνεση (αρκεί να μην σκεπτόμαστε ότι είναι κάτι που αφορά τον Νεύτωνα) έχει πολύ εσωτερικότητα και ενόραση και αρκετές χρήσιμες παρατηρήσεις για το παιχνίδι των συναισθημάτων και της ψυχής.


#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------
(Το πρωτοδημοσίευσα στις 4/11/09 στη Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου) 

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.