Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Αντιπροσώπευση & άμεση δημοκρατία, ταχύτητα & ποιότητα (Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014
(Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)
(Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)
 
Στα πλαίσια της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για το νερό εδραιώθηκε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα της νεότερης πολιτικής συμμαχία μεταξύ θεσμικής αρχής, συσσωματώσεων πολιτών και συνδικαλιζομένων εργαζόμενων. Αυτή η συμμαχία αποτέλεσε το σχήμα το οποίο παρουσιάστηκε ως οργανωτής του δημοψηφίσματος, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτοί που πραγματικά διεκδίκησαν και διεξήγαγαν το δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη ήταν οι πολίτες της ( που χωρίς την συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία το δημοψήφισμα θα ήταν κενό περιεχομένου ), οι εθελοντές που στελέχωσαν τις εφορευτικές επιτροπές και αψήφησαν την ταλαιπωρία και τις απειλές κυβέρνησης και εισαγγελίας και τέλος το ίδιο το κίνημα του νερού που με το πλήθος των συλλογικοτήτων και με την πολυμορφία του ήταν η εγγύηση του χαρακτήρα «από τα κάτω».

Η συμμαχία του ΟΧΙ ως ταυτότητα της έχει τους 11 δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης οι οποίοι όργανο τους έχουν την περιφερειακή ένωση δήμων κεντρικής Μακεδονίας ( ΠΕΔΚΜ ), το σωματείο εργαζομένων στην ΕΥΑΘ το οποίο είναι ένα ανεξάρτητο και ακομμάτιστο σωματείο βάσης και την Κίνηση 136 η οποία αποτελεί την ανοιχτή συνέλευση πολιτών της ένωσης συνεταιρισμών νερού για την κοινωνική διαχείριση της ΕΥΑΘ. Αυτού του είδους η συμμαχία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί κατάκτηση του ίδιου του κινήματος καθώς στο πρόσωπο της βρήκε αξιόλογη βοήθεια και θεσμική δύναμη χωρίς αυτή να αξιοποιείται για κομματικούς ή άλλους ιδιοτελείς σκοπούς. Σίγουρα ο διαχωρισμός για τον οποίο μιλάμε αποτελεί ήδη μια υποχώρηση στον δημοκρατικό έλεγχο των κινήσεων της συμμαχίας από τη βάση του κινήματος και με τον τρόπο αυτό η συμμαχία αναδεικνύεται σε όργανο εξουσίας το οποίο εάν δεν υπαχθεί σε διαδικασίες ελεγμένης αντιπροσώπευσης, αναφοράς και ελέγχου από την βάση κινδυνεύει ακόμα και να αντιμετωπιστεί εχθρικά από το ίδιο το κίνημα.

Αυτή η ιδιαίτερη σχέση κινήματος – θεσμικής αρχής φορτίζεται και από έναν επιπλέον παράγοντα καθώς η τριμελής επιτροπή που αποτελεί το όργανο της συμμαχίας του ΟΧΙ στη Θεσσαλονίκη δεν είναι τόσο αποτέλεσμα υγιών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών όσο αποτέλεσμα των τυχαίων συνδυασμών που προκάλεσε η καθημερινότητα του αγώνα και η ανάγκη του ρεαλισμού.

Ταχύτητα & ποιότητα

Το να οδηγείται μέσα από μια τυφλή πορεία στα γεγονότα ένα κίνημα δίνοντας περισσότερο βάρος στο ακτιβιστικό του κομμάτι και αφήνοντας ή αμελώντας τον πολιτικό και ποιοτικό του χαρακτήρα δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στη περίπτωση του κινήματος του νερού αλλά μάλλον αποτελεί τον γενικό κανόνα και είναι γνώριμο χαρακτηριστικό όλων των κινηματικών διεργασιών που έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και μετά. Αυτού του είδους η αναντιστοιχία μεταξύ ακτιβισμού και ποιότητας αποτελεί μια πρώτου είδους «ανάθεση των από τα κάτω» καθώς είναι σύνηθες τα κινήματα να περιορίζονται μόνο στην ανάδειξη των προβλημάτων που αντιτίθενται και την λύση τους να την μεταθέτουν σε άλλες πολιτικές σφαίρες έξω, ή να λέμε καλύτερα άνωθεν, από αυτά. Το φαινόμενο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύεται και ιδεολογικά από το σκεπτικό ότι «τις λύσεις πρέπει να τις βρίσκουν αυτοί που δημιούργησαν τα προβλήματα και όχι τα ίδια τα κινήματα». Το σκεπτικό αυτό στον πυρήνα του είναι βαθιά αντιδημοκρατικό όμως και πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό από το κίνημα καθώς η «δημοκρατικότητα» ενός αγώνα συνήθως προσδιορίζεται με βάση την μαζικότητα και τη συμμετοχή του κόσμου στον ακτιβισμό παρά στις διαδικασίες και τα προτάγματα του. Η αντίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παγιώνεται μια κουλτούρα η οποία κατά κάποιο τρόπο βολεύει πράγματα και καταστάσεις ειδικά όσο αφορά την αριστερά, η οποία έχοντας ήδη δομημένες τις δικές της προτάσεις και τις δικές της διαμεσολαβήσεις είτε με δια μέσου των οργανώσεων της είτε με την μορφή των κοινοβουλευτικών ή εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να ανατρέψει την οργανική της δομή προκειμένου να είναι ανοιχτή σε μια αμεσοδημοκρατική προοπτική, ή να το πούμε αλλιώς είναι μόνο πρόθυμη να υιοθετήσει μια τέτοιου είδους «άμεση δημοκρατία» αρκεί να μην θίγει το ήδη διαμορφωμένο πολιτικό της πλαίσιο και ιδεολογία. Τότε όμως για τι είδους διαδικασία μιλάμε πραγματικά;

Σίγουρα μια άμεση δημοκρατία με προϋποθέσεις και αστερίσκους είναι περισσότερο μια άμεση δημοκρατία «κατά παραγγελία» παρά το αποτέλεσμα της «γενικής βούλησης» και εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Έτσι φτάνουμε να παρατηρούμε στην πράξη την εξής αντίφαση: Ο «λαός» ή η «κοινωνία» να είναι επιθυμητός ως αφηρημένη έννοια όπου αυξάνονται οι αριθμοί των διαδηλώσεων ή όταν αναφερόμαστε σε αυτόν αλλά καταλήγει να είναι ανεπιθύμητος όπου είναι συγκεκριμένος ως άτομο και αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο να εκφράσει την γνώμη και τη βούληση του. Τότε πολύ συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτά που λέει δεν είναι αρκούντος «αριστερά» ή αρκούντος «αντικαπιταλιστικά» και έρχονται σε σύγκρουση με την αφήγηση που θέλει τις επιθυμίες του «λαού» να είναι εκφρασμένες εκ των προτέρων από τις ιδεολογικές κοινοτυπίες και από όσους κατέχουν την γνώση τους.

Το παράδειγμα από το κίνημα για το νερό

Αυτό που χαρακτήρισε την 18η Μαΐου ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ήταν ένα είδος εκ-στατικού συμβάντος για την πόλη. Για μια στιγμή η Θεσσαλονίκη βγήκε στην κυριολεξία από την στασιμότητα της πόλης κατανάλωσης στην οποία βρισκόταν. Ανατράπηκε όχι μόνο η συνήθης εκλογική διαδικασία αντιπροσώπων με το εμβόλιμο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος αλλά και η ίδια η κανονικότητα της εκλογικής διαδικασίας με τα αυτοσχέδια εκλογικά κέντρα με τις ομπρέλες, τις ουρές και τα πηγαδάκια στο δρόμο και κυρίως με την εξαιρετική συμπεριφορά των χιλιάδων δημοτών που ο αυθορμητισμός τους μετέτρεψε τους χώρους έξω από τα εκλογικά κέντρα σε «αγορές» με την παλιά έννοια, σε πραγματικά δημόσιους χώρους. Αυτή η αναβάθμιση νομοτελειακά σχεδόν θα πρέπει να μας προϊδεάσει ότι οι μέχρι τώρα υφιστάμενες δομές και διαδικασίες θα ήταν ανεπαρκείς για να την εκφράσουν από εδώ και πέρα. Αλλά και πώς να εκφράσεις πραγματικά δημοκρατικά μια διαδικασία στην οποία ενεπλάκησαν 220.000 δημότες και δημότισσες την στιγμή που για τις μερικές εκατοντάδες που αποτελούν το κίνημα οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται ήδη ελλοχεύουν μέσα τους την ανάθεση και τις διαμεσολαβήσεις από άτυπες γραμματείες, βετεράνους του ακτιβισμού, ειδικούς επί των αμφιθεάτρων και περσόνες των ΜΜΕ;

Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν γίνεται μια τέτοιου είδους αναβάθμιση το κέντρο βάρος των πολιτικών εξελίξεων μεταφέρεται από την περιφέρεια στο κέντρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμπειρία των αγανακτισμένων όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες των πλατειών δεν μπόρεσαν να παράξουν κάποιο αυτοργανωμένο θεσμό ή να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς χώρους αυτονομίας και άφησαν σχεδόν μοιραία ελεύθερο το πεδίο στα κόμματα να καθορίζουν το πλαίσιο των διακυβευμένων, και όπου υπήρξαν ανατροπές είχαν ή την μορφή της απόσυρσης των παλαιών αντιπροσωπεύσεων ή την μορφή εμφάνισης νέων στο ίδιο προσκήνιο.

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης έχουμε μια πρωτοεμφανιζόμενη κατάσταση η οποία έχει διττή φυσιογνωμία και την οποία θεωρούμε ταυτόχρονα θετική και αρνητική. Η δημιουργία της συμμαχία του ΟΧΙ είναι ένα φαινόμενο που προηγούμενο και παρόμοιο του δεν μπορούμε να βρούμε. Για πρώτη φορά ο δήμος, εργαζόμενοι και πολίτες συγκροτούν μια ενιαία αρχή η οποία αντλεί την νομιμοποίηση της όχι από το πολιτικό σύστημα αλλά από την ίδια την κινητοποίηση των πολιτών και αποδείχτηκε αρκετά πιο ευέλικτη και αποτελεσματική από οποιαδήποτε άλλου είδους παραδοσιακή φόρμουλα όπως οργανώσεις, κόμματα και συνδικαλισμό. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι νομικές πρωτοβουλίες κατά του ΤΑΙΠΕΔ, οι αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων για διεκδίκηση των περιουσιακών στοιχείων τους στην περίπτωση που η ΕΥΑΘ ιδιωτικοποιηθεί, η ομπρέλα κάλυψης που εξασφάλισε στον κόσμο όποτε χρειάστηκε και οι παρεμβάσεις της στην κυβέρνηση γίνανε μέσα σε ταχύτατους ρυθμούς και τουλάχιστον όσον αφορά το βαθμό των εντυπώσεων με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ο Φόβος που αυτή η αποτελεσματικότητα γεννά είναι ότι αυτή η συμμαχία πολύ πιθανό στο μέλλον να διεκδικήσει να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο του κινήματος του νερού. Αυτού του είδους η εκπροσώπηση αν συμβεί θα αποφέρει τεράστιο πλήγμα στην συνεκτικότητα του κινήματος αλλά και στην συμμετοχή της βάσης του. Και ότι δεν κατάφερε η κυβερνητική προπαγάνδα και οι απειλές της καταστολής θα το κάνουν τελικά οι ίδιες οι επιλογές του κινήματος. Όμως ούτε η αντανακλαστική και ανώριμη αντίδραση να μην αναπτύσσει δικούς του θεσμούς και εκπροσωπήσεις το κίνημα είναι λύση. Η αναζήτηση μιας ιδεολογικής καθαρότητας βρίσκει θαλπωρή μόνο στην στασιμότητα και τελικά πάντα καταλήγει να υπονομεύει τον ίδιο τον αγώνα.

Αυτή τη στιγμή το κίνημα του νερού όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την χώρα έχει ένα πλεονέκτημα. Κανένα κόμμα, καμία πολιτική οργάνωση, κανένας ιδεολογικός χώρος δεν μπόρεσε να το διεκδικήσει ως κτήμα του. Αυτό το γεγονός είναι αρκετά ενθαρρυντικό και απελευθερωτικό από μόνο του. Και η τριμελής επιτροπή της συμμαχίας των δήμων Θεσσαλονίκης, του σωματείου εργαζομένων της ΕΥΑΘ και της κίνησης 136 μπορεί να μετεξελιχθεί μέσα σε μια διαλεκτική σχέση θεσμικής αντιπροσώπευσης και δημοκρατικού ελέγχου. Προϋποθέτει όμως οι διαδικασίες των από τα κάτω να ενεργοποιηθούν και να ζητήσουν τον κυρίαρχο έλεγχο αυτής της συμμαχίας, με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί στο έπακρο ένα θεσμικό όργανο προς όφελος της δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας και όχι προκειμένου να εφευρεθεί μια νέα σχέση διαμεσολάβησης.

Το τι θα γίνει ή το τι δεν θα γίνει από εδώ και πέρα εξαρτάται όπως πάντα από την ίδια την δράση ή την αδράνεια των πολιτών, και αυτό υπό μία πολύ μακρόθυμη έννοια είναι η αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων.

------------------------

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Με μεγάλη επιτυχία έγινε από την ΑΝΩΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΒΟΛΟΥ η Διανομή διαμαρτυρίας στις 14/6/2014

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014
Ο καλός Θεός της ΆΝΩΣΗΣ μας προστάτεψε χθες (Σάββατο 14/6/2014), από το σημερινό αρκετά έντονο μπουρίνι, και με άψογη οργάνωση και ηλιόλουστο καιρό, κάναμε μια ακόμα επιτυχημένη διανομή περίπου 20 τόνων εξαιρετικής ποιότητας πατάτας Αχαΐας, σε πάνω από 600 οικογένειες, σε τιμή 0,385 €, σε συσκευασίες των 13 κιλών προς 5,0 € την κάθε μία.

Η χθεσινή διανομή είχε για μας και το κίνημά μας, μια ιδιαίτερη σημασία. Ήταν η αντίδρασή μας απέναντι στο νέο νόμο που προσπαθεί να περιορίσει την εμπορική δραστηριότητα των Παραγωγών της χώρας μας, να μπλοκάρει τη δράση του Κινήματος «Χωρίς Μεσάζοντες». Ήταν μέρος της πανελλήνιας διαμαρτυρίας από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, με αίτημα την απόσυρση του νόμου που στερεί στους παραγωγούς το δικαίωμα της απευθείας διάθεσης των προϊόντων τους στους συμπολίτες μας. 

Σύμφωνα με το νόμο αυτόν που ψηφίστηκε στις 15 Μαΐου, γίνεται προσπάθεια να μπει φρένο στην εμπορική δραστηριότητα των παραγωγών, εμποδίζοντας τους να πουλήσουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους σε πόλεις πάνω από 3.000 κατοίκους. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα άρθρα σχετικά με την άδεια πλανόδιου υπαίθριου εμπορίου, έχει παραληφθεί επιμελώς η λέξη «παραγωγός». Όλοι οι παραγωγοί εξομοιώνονται με τους πωλητές, δηλαδή με εκείνους που μπορεί να μην παράγουν τίποτα.

Πέρα από τις νέες ρυθμίσεις, ο νέος νόμος καταργεί όλους τους ισχύοντες νόμους για το πλανόδιο υπαίθριο εμπόριο των Παραγωγών. Μεταξύ άλλων καταργείται το άρθρο 6 του Π.Δ. 254/2005, που προέβλεπε έκδοση άδειας άσκησης υπαίθριου εμπορίου αποκλειστικά σε ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ με ισχύ σε όλη την επικράτεια, για την πώληση γεωργικών, αμπελουργικών, κτηνοτροφικών, πτηνοτροφικών και μελισσοκομικών προϊόντων ιδίας παραγωγής.

Κάτω απ' αυτό το κλίμα, η ανταπόκριση του κόσμου μας έδωσε κουράγιο. Πολύ ήρθαν μόνο για να μας πουν λόγια συμπαράστασης, άλλοι για να φέρουν μόνο τηγανέλαιο ή καπάκια και να μας ευχαριστήσουν για το έργο που κάνουμε.

Τους διαβεβαιώνουμε όλους, πως η ΆΝΩΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΒΟΛΟΥ και γενικά το κίνημα «Χωρίς Μεσάζοντες» σε όλη τη χώρα, δεν θα το σταματήσει κανένας νόμος και καμία δύναμη. Θα συνεχίσει απτόητο το έργο του, να βοηθάει τις φτωχές λαϊκές οικογένειες, κόντρα στους μεγαλέμπορους και τους κάθε λογής μεσάζοντες, προσφέροντας φτηνά, ποιοτικά ελληνικά προϊόντα και κάθε βοήθεια όπου αυτό είναι αναγκαίο. Θα συνεχίσουμε επίσης να βοηθάμε τους παραγωγούς, να συνεχίσουν να μπορούν να διαθέτουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους κατευθείαν στον καταναλωτή και να μην γίνονται βορά στους κάθε λογής επιτήδειους μεσάζοντες - μεγαλέμπορους.

Ευχαριστούμε όλους για την συμπαράστασή σας. Θα σας ξαναδούμε στην επόμενη διανομή, το επόμενο μήνα. 

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

To παράδειγμα τους και το χρέος μας

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014
12 Ιούνη 2014. Σε λίγες ώρες συμπυκνώθηκε η στρατηγική του αντιπάλου. 3 εικόνες:

Πρώτη : Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας με τις ψήφους του ΣΕΒ και των κυβερνητικών υπαλλήλων, εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις στην Ελληνική Χαλυβουργία.

Δεύτερη : Ο Άρειος Πάγος, δίχως να δημοσιεύει το σκεπτικό της απόφασης, αναστέλλει την επαναπρόσληψη των απολυμένων καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών.

Τρίτη: Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση της απόφασης, οι καθαρίστριες και οι φωτορεπόρτερ που καλύπτουν τον αγώνα τους δέχονται τραμπούκικη επίθεση από τα ΜΑΤ στο Υπουργείο Οικονομικών.

Τα κανάλια, που δεν βγάζουν άχνα για τις εργατικές κινητοποιήσεις, παίζουν πρώτο θέμα αυτές τις τρείς εικόνες. Πίσω από τα κροκοδείλια δάκρυα για τους απολυμένους, το μήνυμα σαφές: «Κάθε αγώνας είναι μάταιος. Έχουμε τα κανάλια, έχουμε την κυβέρνηση, έχουμε τους μπάτσους, έχουμε τους δικαστές».

Τέρμα πια στις αυταπάτες.

Για πολλά χρόνια, μια παραδοσιακή πρακτική των εργατικών αγώνων είχε ως τελικό όριο τον εξαναγκασμό, δια της νομικής οδού, των αφεντικών να πειθαρχήσουν στα αιτήματα τους. Αυτή η πρακτική έφερε νίκες κυρίως τις περασμένες δεκαετίες, κατά βάση όχι λόγω της ριζοσπαστικότερης φύσης των δικαστών αλλά λόγω της οργανωτικής ετοιμότητας και των αντανακλαστικών του εργατικού κινήματος. Στα χρόνια του μνημονίου, αυτή η πρακτική έχει βρει όριο.
Αντιθέτως, οι αποφάσεις της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης γίνονται πάντα βασικό επιχείρημα για την ένταση της κυβερνητικής επίθεσης. Πόσες απεργίες έχουν κριθεί παράνομες και καταχρηστικές; Πόσοι εφοπλιστές και επιχειρηματίες έχουν βγεί «λάδι»; Eίναι λοιπόν πέρα για πέρα αληθινός ο ισχυρισμός του Άρη Χατζηστεφάνου ότι « ελάχιστες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα έχουν επιδείξει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερη αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, τόση αδιαφορία για το πνεύμα (αν όχι και για το γράμμα) των νόμων και λιγότερο σεβασμό σε έννοιες όπως ελευθερία και δημοκρατία».

Η ανατροπή δεν είναι δουλειά των ειδικών.

Η 12η Ιούνη, δεν είναι μακριά από την 25η Μάη, τη μέρα που η Αριστερά κατάφερε να αναδειχθεί σε πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Κι όμως, η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο ημερομηνίες είναι αντιστρόφως ανάλογη με το πολιτικό τους πρόσημο. Η νίκη της Αριστεράς και η ήττα της συγκυβέρνησης στις τελευταίες εκλογές παράγει δύο δρόμους. Ο ένας είναι ο δρόμος της ανάθεσης, ο κλασσικός τρόπος αντίληψης της πολιτικής για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα οργανώσει την ανατροπή, εμείς θα χαζέψουμε από τις οθόνες μας την κυβέρνηση να πέφτει. Αν αυτό δεν συμβεί τότε θα βρίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, τα συνδικάτα, τους πάντες και τα πάντα για την ανεπάρκεια τους.
Ο δεύτερος δρόμος είναι η δυνατότητα που παρήγαγε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, για μια ώθηση των κοινωνικών αγώνων. Όσο οι αγώνες στο κοινωνικό επίπεδο παραμένουν χαμηλής έντασης, τότε οποιαδήποτε εκλογική ή κοινοβουλευτική επιτυχία έχει κοντά πόδια. Στη μνημονιακή συνθήκη, η οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής αναγκαστικά εμπεριέχει το στοιχείο της σύγκρουσης στο δρόμο.
Ας θυμηθούμε το καλοκαίρι του 2011, που αποτελεί την πραγματική αφετηρία των κοινωνικών αγώνων στη μνημονιακή περίοδο. Η κοινωνική κίνηση, διέλυσε τους υφιστάμενους συσχετισμούς στο πολιτικό επίπεδο. Το ερώτημα της ανατροπής που τέθηκε τότε, μένει ως σήμερα αναπάντητο. Δεν θέλει πολύ φαντασία να σκεφτούμε ποιός είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος για να απαντηθεί σήμερα με απόλυτο και καταφατικό τρόπο.

Σήμερα. Τώρα. Εμείς.

Οι απολυμένες καθαρίστριες δίνουν έναν αγώνα, έχοντας στο πλάι τους μια χούφτα αλληλέγγυων, ηρωικούς φωτορεπόρτερ που καλύπτουν καθημερινά τα γεγονότα και κρατάνε ζωντανή την εικόνα του αγώνα τους. Κράτησαν για πολύ καιρό, σχεδόν μόνες τους, το φάρο της αντίστασης με τρόπο που «έμπειροι» συνδικαλιστές και εργατικά σωματεία δεν είχαν φανταστεί ποτέ. Συγκρούστηκαν σε καθημερινή βάση με την κρατική καταστολή. Κέρδισαν μια δικαστική απόφαση, έχασαν μια άλλη, χαμογέλασαν, έκλαψαν, έφτιαξαν σχέσεις στη βάση της εργατικής και συναδελφικής αλληλεγγύης.
Τώρα είναι η ώρα να δουλέψουμε έτσι ώστε όλος ο κόσμος της δουλειάς να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της στήριξης και του βαθέματος αυτού του αγώνα. Να βρεθεί στο Υπουργείο στην κατάληψη τους, να οργανώσει δράσεις αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα. Είναι η ώρα για όλο τον κόσμο να νιώσει όπως νιώθουν αυτές οι γυναίκες τόσους μήνες τώρα. Να αντιληφθούμε πώς είναι να νικάς την απόγνωση της απόλυσης μέσα από την ομορφιά του αγώνα, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας.
Δεν αξίζει σε αυτές τις αγωνίστριες, άλλη μια ηρωική ήττα. Αυτές καθάρισαν τόσο καιρό για μας. Ας καθαρίσουμε τώρα όλοι οι υπόλοιποι γι’ αυτές.

*Η φωτογραφία είναι του Μάριου Λώλου

---------------------------
Πηγή:barikat

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014
Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)
Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα
και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.
Στη λογοτεχνία, δηλαδή, αυτά που δεν λες δεν τα λες, είτε για να έχεις ηρεμία με τον εαυτό σου είτε για να έχεις ηρεμία με τους άλλους. Για το θέμα αυτό, όμως, θα μιλήσω και στη συνέχεια. Εδώ, απλώς, θα ήθελα να παραθέσω μια εμβόλιμη ιστορία, η οποία, σε ό,τι με αφορά, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ και –αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκα– να καταλάβω ποια σημασία έχουν τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα και πόσο τα μη λεχθέντα, κάποιες φορές, σώζουν, ενώ τα λεχθέντα καταστρέφουν. Ή το αντίθετο. Αλλά, κυρίως, το πρώτο.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

Αυτό το θυμάμαι από τότε. Και όσο το έφερνα στο μυαλό μου τόσο έβλεπα τι επικίνδυνο πράγμα είναι τα λεχθέντα, αυτά τα οποία υπάρχουν μέσα μας και τα λέμε, και τι σωτηρία μπορεί να είναι τα μη λεχθέντα. Από την άλλη μεριά –εδώ δεν έχω να σας πω ένα αφηγηματικό παράδειγμα, αλλά όλοι το ξέρουμε–, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μπορούν να μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες καταστροφές. Το να μην εκφράσεις, κάποτε, για χίλιους δυο αυτολογοκριτικούς ή έξω από εσένα λογοκριτικούς λόγους, τα αισθήματα ή τις σκέψεις σου μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές και στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές καταστάσεις.

Το πρόβλημα των λεχθέντων και μη λεχθέντων, όμως, οδηγεί και κάπου αλλού. Γιατί και τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα, και τα γραφέντα και τα μη γραφέντα, έχουν έναν κοινό χαρακτήρα, έναν διπλό –και εδώ είναι δύο πράγματα– χαρακτήρα. Το ένα είναι η έκφραση του ψυχοπνευματικού κόσμου του υποκειμένου. Το άλλο δεν είναι απλώς η έκφραση του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου αλλά είναι και η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία εκφράζεις είτε λέγοντάς την είτε μη λέγοντάς την. Αλλά και όταν λέμε αναζήτηση της αλήθειας, είναι και αυτό διπλό. Και όσο σκαλίζει κάποιος τα πράγματα τόσο βλέπει ότι όλα είναι διπλά.

Αυτό που λέμε αλήθεια είναι δύο πράγματα και πάλι. Από τη μια πλευρά είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων. Έχουν συμβεί, δηλαδή, κάποια πράγματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και τα αναπαράγεις «αληθώς», δηλαδή πιστά, οπότε λες την αλήθεια, ή τα αναπαράγεις «ψευδώς», οπότε λες ψέματα. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της αλήθειας είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, η αναζήτηση, τελικά, μιας άγνωστης και κρυμμένης έως εκείνη τη στιγμή αιτίας των πραγμάτων, όπως είναι η αναζήτηση της αλήθειας στην επιστήμη, τη φυσική, την αστροφυσική, η αναζήτηση της αλήθειας περί σύμπαντος, περί κοσμογονίας, η αναζήτηση της αλήθειας περί των ψυχικών λειτουργιών, της αλήθειας περί του πού εδρεύει η ψυχή, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, ή περί του αν υπάρχει ψυχή. Όλα αυτά είναι η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και δεν έχουν σχέση με τη «φιλαλήθεια» της καθημερινής ή της κοινωνικής ζωής.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στο εξής: η διπλή συνείδηση και η διαπλοκή λεχθέντων και μη λεχθέντων, ενώ από τη μια μεριά είναι ηθικά καταδικαστέα, από την άλλη μεριά, πολλές φορές, σώζει. Πιστεύω ότι, χωρίς μια επικουρική, δεύτερη, ψευδή –έστω– συνείδηση, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει. Χρειαζόμαστε όλοι μια επικουρική ψευδή συνείδηση των πραγμάτων, ει δυνατόν περιορισμένη και προσωρινή. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα, ίσως και ακόμη χειρότερα, αν είχαμε επίγνωση ότι αυτή η συνείδηση περί των πραγμάτων και περί του εαυτού μας είναι ψευδής.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μάς είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο θα ήταν για τον σεμνό και ταπεινό υπάλληλο τα λεχθέντα που είπε να είχαν μείνει μη λεχθέντα. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην πολιτική ζωή και, βεβαίως, στις ατομικές μας σχέσεις. Η ειλικρίνεια, δηλαδή η πιστή και πλήρης έκφραση όσων κανείς σκέπτεται ή αισθάνεται, θεωρείται πως αποτελεί μια πράξη ηθικής συνέπειας ή ακόμα κι έναν τρόπο εσωτερικής απελευθέρωσης. Όταν όμως λειτουργεί σε βάρος της ελευθερίας και της ισορροπίας του άλλου γίνεται μια μορφή καταπίεσής του, και μαζί ακυρώνει την εσωτερική απελευθέρωση του υποκειμένου της. Τα πράγματα είναι και εδώ διπλά.

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

Επανερχόμενος στη λογοτεχνία, θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για το πώς, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί στο πεδίο αυτό η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων.

Στη λογοτεχνία υπάρχει το πρόβλημα του αν μπορείς να τα πεις όλα. Εδώ συμβαίνει το εξής: όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα πει όλα. Θα δείτε ότι τα γραπτά των νέων έχουν τη φιλοδοξία να τα καλύψουν όλα. Να μην τους ξεφύγει τίποτα. Να αποτυπώσουν τα πάντα και να απαντήσουν για τα πάντα. Όμως, όταν κάποιος μεγαλώνει, βεβαίως και χάνει τον αυθορμητισμό του, βεβαίως και χάνει τη δροσιά του και, βεβαίως, φθείρεται, αλλά, από την άλλη μεριά, εξίσου βεβαίως, συσσωρεύει κάποιες εμπειρίες και βλέπει ότι «όλα» δεν μπορούν να ειπωθούν ποτέ. Και όπου ειπώθηκαν, τελικά, το έργο που τα αποτύπωσε αυτά τα «όλα» κάπου πάσχει. Θα μου πείτε ότι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι, πέντε ή έξι, που το κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, ο Dante, ο Shakespeare. Αυτές, όμως, είναι οι εξαιρέσεις –έστω– που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Στην αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας σου, λοιπόν, θέλεις να τα πεις όλα. Σιγά σιγά, όμως, βλέπεις την αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Αυτά ακριβώς τα αφαιρεθέντα είναι τα μη λεχθέντα. Πολλές φορές, δηλαδή, τα μη λεχθέντα είναι αναγκαία, ώστε να πάρουν δύναμη τα λεγόμενα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα εκφράζουν –και εδώ πάλι είναι κάτι διπλό– την αυτολογοκρισία που κάνουμε. Αφαιρούμε, δηλαδή, πράγματα, όχι γιατί βαραίνουν το κείμενο και το αδυνατίζουν, αλλά γιατί είναι επικίνδυνα είτε για τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είτε για τη σχέση που έχουμε με τους άλλους είτε, ακόμη χειρότερα, για τη θέση που έχουμε μέσα στην κοινωνία.

Από την αυτολογοκρισία, από αυτή, δηλαδή, τη λειτουργία τού εκουσίως μη λεχθέντος, κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να απαλλαγεί πλήρως, ποτέ. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη του λόγου και, κυρίως, ανάμεσα στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημα ειδικότερα, και την ποίηση.

Το μυθιστόρημα, σε σχέση με την ποίηση, μου έχει φανεί σαν ένα ανοιχτό ειλητάριο. Το ειλητάριο είναι το «ρολό». Παλιά, έγραφαν τα έργα χειρόγραφα σε τέτοια ειλητάρια, τα οποία στις παλιές βιβλιοθήκες ήταν τυλιγμένα και έμπαιναν στα ράφια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, μου φαίνεται σαν ένα ανοιγμένο ειλητάριο που είναι μπροστά σου, το διαβάζεις, μετά το συμπτύσσεις και, τέλος, κρατάς κάτι ή και πολλά. Η ποίηση, αντιθέτως, μου φαίνεται σαν ένα κλειστό, τυλιγμένο ειλητάριο που σιγά σιγά το ανοίγεις και μπαίνεις σε αυτό.

Στην ποίηση, επομένως, ανακαλύπτεις ότι τα μη λεχθέντα είναι περισσότερα από τα λεχθέντα, ενώ στο μυθιστόρημα βλέπεις ότι τα λεχθέντα, πολλές φορές, είναι περισσότερα και ότι, τελικά, χρειάζονται και κάποια μη λεχθέντα. Για παράδειγμα, ο μαγικός ρεαλισμός, όπως αυτός της Λατινικής Αμερικής, που, αν και απολαυστικός, πολλές φορές είναι επαναληπτικός. Ένα μυθιστόρημα το οποίο αγαπώ και με έχει συνεπάρει, το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcίa Ma΄rquez, μου έδωσε την εντύπωση ότι το δεύτερο μισό του είναι επανάληψη του πρώτου μισού.

Ένα ακόμη παράδειγμα: πρόσφατα που ήμουν στη Ρώμη, πήγα με φίλους και είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση του Καλιγούλα του Camus. Αν και για το έργο είχα μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου, γιατί, όταν ζούσα στο Παρίσι, το είχα μάλλον διαβάσει, η πρώτη πράξη με συγκλόνισε. Είναι από τα πιο διεισδυτικά έργα. Είναι ένα έργο που, χωρίς να κάνει ρητορεία και πολιτική, κάνει καταγγελία τού τι μπορεί να είναι μια απεριόριστη δικτατορία, μια απεριόριστη τυραννία, η οποία, βεβαίως, δεν είναι πλέον του Καλιγούλα μόνο αλλά και όλων των σύγχρονων δικτατόρων. Ύστερα, όμως, ήλθε η δεύτερη πράξη, που την αισθάνθηκα ως επανάληψη της πρώτης. Εκεί ήταν τα υπερβολικώς λεχθέντα. Ο Camus τα είχε ήδη πει όλα σε μία πρώτη πράξη.

Κάποιες φορές, επομένως, χρειάζονται και στο μυθιστόρημα τα μη λεχθέντα, για να γίνει η λογοτεχνική συμπύκνωση του έργου. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτό το σημαντικό που το έχει ήδη πει ο Αριστοτέλης και εμείς το επαναλαμβάνουμε πιο απλά, θεωρώντας το κάτι τετριμμένο, ενώ είναι η υπέρτατη αρχή της τέχνης: ένα έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Διαφορετικά, δεν υπάρχει. Όπως γνωρίζετε, μάλιστα, όσοι γράφετε, το δυσκολότερο πράγμα είναι το τέλος. Το πώς να τελειώσεις κάτι.
Ένα άλλο σημείο για τα μη λεχθέντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και το εξής: οι συγγραφείς, ενώ στο έργο τους αφαιρούν αυτά που θα ήθελαν να πουν, αυτά που είπε ο ταπεινός υπάλληλος στον διευθυντή, γιατί το «μπλέξιμο» θα ήταν και με τον εαυτό τους και με τους άλλους, όσο ήταν και εκείνου του φουκαρά του υπάλληλου, αυτά τα αφαιρεθέντα δεν τα απορρίπτουν πλήρως. Τα αποτυπώνουν αλλού. Ο Ρίτσος πάντα μου έλεγε: «Απ’ ό,τι γράφεις πρέπει πάντα να αφαιρείς τα μισά. Αλλά να μην τα πετάς. Να τα κρατάς, γιατί αργότερα μπορεί να αντλήσεις κάτι από εκεί».

Τελικώς, τα μη λεχθέντα μπορούν να γίνουν λεχθέντα, αλλά περιθωριακώς λεχθέντα, στα ιδιωτικά κείμενα. Τέτοια κείμενα είναι οι επιστολές, κυρίως, οι οποίες απευθύνονται σε ένα μόνο πρόσωπο. Είναι άλλο θέμα αν ο παραλήπτης τις κοινοποιεί. Όμως αυτός που γράφει μια επιστολή δεν τη γράφει για να κοινοποιηθεί γι’ αυτό και εκεί βάζει μη λεχθέντα της καθημερινότητάς του. Αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει στα προσωπικά ημερολόγια των ανθρώπων, τα οποία είναι γεμάτα από μια μεγάλη σειρά μη λεχθέντων δημόσια.

Η παρουσία των μη λεχθέντων παίζει μεγάλο ρόλο και σε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος –σε μας δεν είναι ανεπτυγμένο, αλλά σε άλλες χώρες είναι–, τις αυτοβιογραφίες. Στις αυτοβιογραφίες εμφανίζεται πληθώρα μη λεχθέντων. Ούτε και εκεί, όμως, μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, διότι τα μη λεχθέντα είναι και αυτά διπλά: είναι τα μη ειπωθέντα και τα μη γραφέντα. Κάποιες φορές, υπάρχουν ειπωθέντα που δεν γράφονται. Αλλά αυτά τα μη γραφέντα είναι ταυτόχρονα και λεχθέντα και μη λεχθέντα. Εδώ, δηλαδή, εμφανίζεται και πάλι το πρόβλημα των πολλαπλών λογοκρισιών. Διότι, όπως είπαμε, είναι πολλές οι λογοκρισίες που υπάρχουν. Είναι η εξωτερική, η εσωτερική, η ψυχολογική, η συνειδητή, η υποσυνείδητη και ούτω καθεξής.

Αλλά και η ελλειπτικότητα στην ποίηση, η οποία, στα έτη του ’30, λόγου χάρη, θεωρήθηκε βασικό στοιχείο του ποιητικού λόγου, πολλές φορές οδηγεί σε μια υπερβολή των μη λεχθέντων, σε μια υπερβολή ανάθεσης της ευθύνης στον αναγνώστη να αναπληρώσει τα μη λεχθέντα. Θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι τα μη λεχθέντα ενός υποκειμένου δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τα άλλα υποκείμενα, γι’ αυτό και, πολλές φορές, δημιουργούνται παρερμηνείες και παρανοήσεις. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, στη διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων από τις διαφορετικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Διότι η συνείδηση, όσο και αν οι άνθρωποι συμπίπτουν ιδεολογικά ή πολιτικά, ευτυχώς, δεν γίνεται ποτέ μονολιθική και ενιαία. Έτσι, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως Α ο άλλος το αντιλαμβάνεται ως Ω, ως το αντίθετό του.

Κατά την άποψή μου, μια τέχνη που μπορεί να συλλάβει τα μη λεχθέντα είναι η ζωγραφική. Σε ορισμένα πορτρέτα ανακαλύπτεις μη λεχθέντα που δεν τα έχει πει ούτε το ίδιο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Στις άλλες τέχνες είναι δύσκολο να γίνει, διότι, στον βαθμό που γίνεται, γίνεται για συμβολικά και όχι για πραγματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, ειδικά στο μυθιστόρημα, βλέπεις ότι κάθε τόσο αποκαλύπτονται από τους ήρωες μη λεχθέντα. Αυτά, όμως, αφορούν τους φανταστικούς ήρωες κάποιου έργου και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Στη ζωγραφική, αντιθέτως, βλέπεις πρόσωπα και διαπιστώνεις πόσα φοβερά μη λεχθέντα είχαν. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει στη μεγάλη ζωγραφική και, κυρίως, στη ζωγραφική της Αναγέννησης. Για παράδειγμα, στον Ticiano, τον El Greco ή τον Velazquez. Όλοι αυτοί οι άγιοι ή οι συγκεκριμένοι πρίγκιπες και καρδινάλιοι τους οποίους ζωγραφίζουν έχουν ατέλειωτα μη λεχθέντα. Από τη μοντέρνα ζωγραφική, πάντως, αυτό το έχω δει πολύ χαρακτηριστικά στον Picasso. Αναφέρω ως παράδειγμα τη σειρά των πορτρέτων που έχει κάνει για την Dora Maar –Η γυναίκα που κλαίει, Η γυναίκα που γελάει–, όπου βλέπεις πάρα πολλά μη λεχθέντα.

Επανερχόμενος στον ποίηση, νομίζω ότι, τελικά, η ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου αντί να οδηγεί σε μια συγκινησιακή συμπύκνωση, πολλές φορές, οδηγεί σε μια ακύρωση του αφηγηματικού –δηλαδή του λεχθέντος– στοιχείου που, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο και στον ποιητικό λόγο. Δεν υπάρχει ποίημα το οποίο μπορεί να επιβιώσει, αν δεν λέει κάτι, και αν αυτό το κάτι δεν γίνει λεχθέν. Αν λόγου χάρη ο Καβάφης επιβιώνει τόσο έντονα, είναι γιατί σε κάθε ποίημά του λέει κάτι.

Η σουρεαλιστική ποίηση, καταργώντας τους φραγμούς και τα φίλτρα, κυρίως διά της αυτόματης γραφής, ήθελε να απελευθερώσει το εγκλεισμένο στο υποσυνείδητο μη λεχθέν, ακόμα και το μη συνειδητοποιηθέν, και να τα κάνει να λεχθούν. Οι σουρεαλιστές διάλεγαν μια τυχαία λέξη από ένα τυχαίο κείμενο –ο όρος ντανταϊσμός από μια τυχαία λέξη φτιάχτηκε– και ξεκινώντας από αυτήν έγραφαν αυτοματικά, χωρίς αυτοέλεγχο και χωρίς να σταματούν σ’ ένα καθορισμένο τέρμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια σειρά από πράγματα, τα οποία λόγω του εγκλεισμού τους στο υποσυνείδητο έμεναν ανείπωτα, γίνονταν –υποτίθεται– ειπωμένα. Εντούτοις ουδείς υπερρεαλιστής ετύπωσε τα ποιήματά του σ’ αυτή την αρχική, ακατέργαστη μορφή. Για να αποκτήσουν ποιητική υπόσταση όλοι τα ξαναδούλευαν. Βεβαίως, μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλές φορές έβγαιναν φοβερές επινοήσεις, φοβερά ευρήματα. Αλλά εάν αυτό το εγχείρημα δεν αποκτούσε αρχή, μέση και τέλος, δεν γινόταν ποίηση.

Όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς μου, έχω περάσει και εγώ από τη γοητεία του σουρεαλισμού. Αυτή την άσκηση, αυτό το πείραμα το έκανα συστηματικά δύο φορές στη ζωή μου. Τη μία, μαζί με άλλους φίλους στην εξορία, στις αρχές των ετών ’50. Βέβαια δεν λέγαμε παραέξω πως κάναμε μια σουρεαλιστική απόπειρα γιατί εκεί ο σουρεαλισμός ήταν και ως όρος ακόμα καταδικασμένος. Την άλλη ήταν στο Παρίσι, στις αρχές του ’60, όπου νόμιζα ακόμη ότι είχα απαλλαγεί από πνευματικούς –κοινωνικοπολιτικής πηγής– καταναγκασμούς. Όμως όλα εκείνα τα γραφτά έγιναν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία και, κυρίως, για μεγαλύτερη μετατροπή των έως τότε μη λεχθέντων σε λεχθέντα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο βλέπω την αναγκαιότητα του πλήρως λεχθέντος. Ταυτόχρονα βλέπω τη λειτουργία τού μη λεχθέντος ως συμπλήρωμα και όχι ως ακύρωση, ως υποβοήθηση και όχι ως μείωση του λεχθέντος.

Η ποίηση, βεβαίως, σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει ένα πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές τυραννιών, δικτατοριών, καταπιέσεων και μεγάλων λογοκρισιών: με τον συμβολικό λόγο της και με τα σχήματά της, κυρίως τη μεταφορά και την αλληγορία, μπορεί να πει έμμεσα περισσότερα πράγματα από ό,τι το μυθιστόρημα, το οποίο είναι αναγκασμένο να τα πει ευθέως, οπότε υπόκειται πολύ περισσότερο στη λογοκρισία. Γι’ αυτό και θα δείτε ότι στις δικτατορίες –όχι ότι χρειαζόμαστε δικτατορίες– περισσότερο ανθεί η ποίηση παρά το μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ποίηση μπορεί να «διαφύγει» περισσότερο. Όταν όμως η λογοκρισία συλλάβει τα μη λεχθέντα που περιέχουν τα λεχθέντα τότε συλλαμβάνονται οι ίδιοι οι ποιητές και κλείνονται σε κάποιο στρατόπεδο για να πεθάνουν, όπως έγινε στην τότε Σοβιετική Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Τα μη λεχθέντα της ποίησης πολλές φορές γίνονται λεχθέντα μέσω της χρησιμοποίησης συμβόλων. Από τη στιγμή που στον λόγο υπάρχει σύμβολο, υπάρχει ταυτόχρονα και λεχθέν, το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις τι συμβολίζει, άρα να βρεις το μη λεχθέν. Γι’ αυτό και το σύμβολο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σε οδηγήσει, όπως είπαμε, σε παρερμηνείες. Αλλά και το σύμβολο είναι κάτι διπλό. Είναι άλλο πράγμα ένα έργο το οποίο καταλήγει να γίνει σύμβολο –ο Οιδίποδας έγινε εκ των υστέρων σύμβολο· δεν τον δημιούργησε ο Σοφοκλής, για να φτιάξει ένα σύμβολο– και άλλο ένα σύμβολο που το παίρνεις εκ των προτέρων, για να το επιβάλεις ως έργο. Και θα δείτε ότι μια πολυάριθμη, αλλά κακή λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα ήταν η λογοτεχνία των συμβόλων και, κυρίως, των πολιτικοκοινωνικών συμβόλων.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο. Και στην ποίηση υπάρχει η δυνατότητα να ακούγεται και «άλλη φωνή», μόνο που τότε η ποίηση τείνει να γίνει επική, ενώ, αν θέλετε, ο νόμιμος απόγονος του έπους είναι το μυθιστόρημα. Στον προηγούμενο αιώνα, πάντως, είχαμε εκτεταμένα ποιήματα, του Ρίτσου, του Neruda και του Hikmet, με ήρωες, με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές φωνές, αλλά παρέμεναν βαθύτατα ποιητικά. Αυτό, όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς. Στην ποίηση, άλλωστε, όλα είναι δύσκολα.

Κλείνοντας το κομμάτι της ποίησης, θα ήθελα να προσθέσω και το εξής: είναι γεγονός ότι, με βάση όσα είπαμε για τις δυσκολίες που εμπεριέχουν τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα του ποιητικού λόγου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι καλό θα ήταν ο ποιητής να μην απευθύνεται προς κάποιο κοινό αλλά να κρατά τα έργα του «στο συρτάρι». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Διότι δεν υπάρχει λογοτεχνικός λόγος, αν ο δημιουργός γράφει μόνο για τον εαυτό του. Για το θέμα αυτό θα σας αναφέρω μια άλλη ιστορία, πραγματική, που παραθέτει ο Claudio Magris στο θαυμάσιο βιβλίο του Δούναβης, όπου αφηγείται την ιστορία των χωρών και των πόλεων που διασχίζει ο Δούναβης, από τη Γερμανία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα όπου καταλήγει.

Σε μια πόλη από όπου περνά ο Δούναβης, λέει ο Magris, μια πόλη της Βαυαρίας, υπήρχε ένα θέατρο ποικιλιών της εποχής. Μιλάμε για το 1700. Κάποια μέρα, παρακολούθησε στο θέατρο αυτό την παράσταση ο βαρόνος Βίλμερ, ο πλουσιότερος τραπεζίτης της Γερμανίας και αυτοκρατορικός σύμβουλος. Εκεί μαγεύτηκε από τη Μαριάννα, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε ετών, το οποίο χόρευε, έκανε ακροβατικά, τραγουδούσε, κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσει ο βαρόνος τη Μαριάννα, πληρώνοντας και τον θιασάρχη και τη μητέρα της –έτσι έπρεπε, για να του τη δώσουν– και την πήρε στο μέγαρό του στη Φρανκφούρτη. Εκεί της έφερε τους καλύτερους δασκάλους της Γερμανίας, τη μόρφωσε, και η Μαριάννα, μεγαλώνοντας, έγινε η ωραιότερη, η πιο μορφωμένη και η πιο έξυπνη γυναίκα όλης της Γερμανίας. Ήξερε τα πάντα –μουσική, λογοτεχνία, φιλοσοφία– ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια καλλονή.

Όταν η Μαριάννα έγινε είκοσι ενός ετών, ο βαρόνος την παντρεύτηκε, και όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήλθε ο Goethe στη Φρανκφούρτη, τη γενέτειρά του, από τη Βαϊμάρη, όπου έμενε. Ο Goethe, γνωστός γυναικοκατακτητής, όπως ξέρετε, ερωτεύθηκε τη Μαριάννα. Ομοίως, και η Μαριάννα ερωτεύθηκε τον Goethe, και ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας παθιασμένος δεσμός –επειδή η κοινωνία τότε ήταν πιο «φιλελεύθερη» από τη σημερινή, ο βαρόνος δεν στενοχωρήθηκε και πολύ–, μέχρι που ο Goethe –ήταν και αυτός σύμβουλος του ηγεμόνα– επέστρεψε στη Βαϊμάρη. Ο έρωτας, όμως, συνεχίστηκε δι’ αλληλογραφίας. Ύστερα από λίγο, ο Goethe εξέδωσε μια λυρική συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Ανατολικό και δυτικό ντιβάνι –τη λέξη ντιβάνι την πήρε από τα περσικά, και σημαίνει ποιητική ανθολογία, διότι εκεί διάβαζαν τα ποιήματα καθισμένοι σε ντιβάνια. Αμέσως χαλάει ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Όλοι λένε: «Ο νέος Goethe, η νέα φάση του Goethe, μετά τον Φάουστ, ο λυρικός, ο ερωτικός Goethe…».

Περνούν και άλλα χρόνια, και κάποτε πεθαίνει ο Goethe. Αργότερα πεθαίνει και η Μαριάννα Βίλμερ, η οποία, όμως, είχε κρατήσει το αρχείο της. Εκατό χρόνια αργότερα, κάποιος Γερμανός φιλόλογος μελέτησε αυτό το αρχείο και ανακάλυψε ότι τα ωραιότερα ποιήματα στη λυρική συλλογή του Goethe ήταν ποιήματα της Μαριάννας τα οποία του έστελνε με τα γράμματά της, και τα οποία πήρε ο Goethe και τα δημοσίευσε ως δικά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει ο Magris, η Μαριάννα δεν έχει καμία θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Διότι, για να έχεις θέση στη λογοτεχνία, πρέπει να δημοσιεύσεις, να εκτεθείς ώστε να ενταχθείς στη λογοτεχνία.

Το φαινόμενο της Μαριάννας Βίλμερ, δηλαδή το ότι έγραψε μερικά πολύ ωραία ποιήματα, έχει μόνο υπαρξιακή σημασία. Διότι αυτά τα ποιήματα δεν εντάχθηκαν με το όνομά της μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνίας. Επομένως, μπορεί κάποιος να γράψει το αριστουργηματικότερο ποίημα, αλλά, αν αυτό μείνει «στο συρτάρι», είναι σαν να μην το έγραψε.

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν και σε μας, περιστατικά που είναι ελάχιστα γνωστά. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μακρής, που πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος από εσάς τον έχει γνωρίσει. Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Εγώ τον είχα δει στο Παρίσι, σε ένα μάθημα του πατέρα, τότε, της κοινωνιολογίας, του Gurvitch, στη Σορβόννη, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή ανέλυε τον Hegel. Κατά τη συζήτηση, πήρε τον λόγο ο Γιώργος Μακρής και είπε: «Κύριε καθηγητά, αυτό που αναφέρατε από τον Hegel δεν είναι στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Είναι στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του δικαίου, στο δεύτερο κεφάλαιο». Και ο Gurvitch έμεινε εμβρόντητος. Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας ωκεανός γνώσεων, σκέψεων, στοχασμών και αδιεξόδων. Αυτός ο άνθρωπος πραγματοποίησε και την πιο «ωραία αυτοκτονία» που έχει γίνει ποτέ. Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, και ο θυρωρός τον ενημέρωσε ότι έχει κάποια αλληλογραφία. Εκείνος απάντησε ότι ανεβαίνει πρώτα στο σπίτι και ότι θα κατέβει αμέσως να την παραλάβει, αλλά σε λίγο ο θυρωρός άκουσε τον γδούπο από την πτώση του.

Όλα αυτά τα περιστατικά σας τα αναφέρω, διότι φίλοι του Γιώργου Μακρή, χρόνια μετά τον θάνατό του, δημοσίευσαν ποιήματά του της περιόδου 1939-1940, τα οποία εξέφραζαν, πρωτοποριακά θα έλεγα, τη σουρεαλιστική αντίληψη για την ποίηση. Εντούτοις, τα ποιήματα αυτά δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λογοτεχνία. Εάν είχαν δημοσιευθεί τότε, εάν τότε είχαν γίνει λεχθέντα, θα έπαιζαν ρόλο. Το ότι δημοσιεύθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα είναι, απλώς, κάτι το συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Μακρή. Εγώ ευχαριστήθηκα που τα είδα, αλλά αυτό αφορούσε εμένα και πέντε ανθρώπους ακόμη που τον θυμούνταν. Για να παίξει ρόλο το παραμικρό, πρέπει να ενταχθεί στις κοινωνικές διαδικασίες και συγκρούσεις. Διαφορετικά, ως μη λεχθέν παραμένει μια εντελώς προσωπική και άνευ γενικότερης σημασίας υπόθεση.

Συγκεφαλαίωση

Κλείνοντας το θέμα των λεχθέντων και μη λεχθέντων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και συγκεφαλαιώνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, θα επαναλάβω ότι, σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση είναι ένα ειλητάριο που ανοίγει, και εκεί βλέπεις ποια είναι τα λεχθέντα και ποια τα μη λεχθέντα.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης είναι η συγκινησιακή αλλά και η νοηματική της συμπύκνωση, ενώ, αντίθετα, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αναλυτικό και αφηγηματικό.

Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση είναι ότι το μυθιστόρημα θέτει τα προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς να θέτει προβλήματα. Από τον Balzac, τον Stendhal και τον Ντοστογιέφσκι, έως δύο εξαιρετικές μυθιστοριογράφους που έχουμε σήμερα στην αίθουσα, τη Ρέα Γαλανάκη και την Άλκη Ζέη, στα μυθιστορήματά τους τίθενται προβλήματα. Η ποίηση, αντιθέτως, αναζητεί απαντήσεις αλλά για προβλήματα και ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.

Ένας μεγάλος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, ο Georg Lukacs, είχε πει ότι η φιλοσοφία δίνει απαντήσεις, ενώ το δοκίμιο θέτει ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, ενώ η ποίηση είναι πιο κοντά στη φιλοσοφία. Αλλά όχι τόσο κοντά, διότι η φιλοσοφία, αντίθετα με την ποίηση, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Οπωσδήποτε, όμως, όταν μιλάμε για τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα στην πεζογραφία και την ποίηση, πρέπει πρωτίστως να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση, τη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό και τον λογοτεχνικό λόγο, διότι είναι δύο σφαίρες που, ενώ είναι διαπλεκόμενες, είναι ταυτόχρονα και χωριστές.

Στον καθημερινό λόγο υπάρχει το πρόβλημα της –καμιά φορά και αναγκαίας– υπερβολής λεχθέντων. Στον λογοτεχνικό λόγο, πολλές φορές, είναι αναγκαία η υπερβολή των μη λεχθέντων. Και αυτό όχι με την έννοια της αυτολογοκρισίας αλλά με την έννοια της αφαίρεσης του περιττού στοιχείου, όπως ακριβώς και στη γλυπτική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ουσία του έργου της τέχνης.


(*)
Ομιλία στο Αιγινήτειο, τη χρονιά 2011-2012 στο πλαίσιο ομιλιών με τίτλο «Ιδιότυποι λόγοι». Το κείμενο του Τίτου Πατρίκιου θα εκδοθεί με άλλα κείμενα- ομιλίες προσεχώς από τις εκδόσεις Συνάψεις  και τη Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών


--------------------------------
Πηγή: oanagnostis

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Το ερώτημα είναι ποια Αριστερά; Του Ευτύχη Μπιτσάκη

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014
Το ερώτημα είναι ποια Αριστερά; Του Ευτύχη Μπιτσάκη
Και τώρα, τι; Αλλά η Αριστερά δεν είναι ακόμα πρώτη δύναμη. Οταν γίνει, θα τεθεί το ερώτημα. Όμως: Ποια Αριστερά; Κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, Αριστερά είναι μόνο το ΚΚΕ. Για κάθε σοβαρό πολίτη, αντίθετα, Αριστερά είναι, παρά τις διαφορές τους, διαφορές κουλτούρας, τακτικής, στρατηγικής, ακόμα και διαφορές κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων, όλες οι οργανώσεις οι οποίες θέτουν ως στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό. Δηλαδή, το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οργανώσεις της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς». (Αλήθεια, αν οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς υπερβούν τις καταγωγικές αγκυλώσεις τους, αυτοδιαλυθούν και ενωθούν, με πιθανότητα τότε να μπουν στη Βουλή και να πάνε και στην Ευρωβουλή, αν λοιπόν μπουν κ.λπ., τότε τι θα γίνει το «έξω».)

Αριστερά, πρώτη δύναμη. Αλλά αν η ηγεσία του ΚΚΕ επιμείνει να θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο εχθρό και αν η «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά επιμείνει στην άρνησή της, τότε το ερώτημα αφορά μόνο το πολύ πιθανό πρώτη δύναμη να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και τότε: Κυβέρνηση «με κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ. Απέναντι: Κεφάλαιο, τράπεζες, Ε.Ε., ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, νεοναζί. Μαζί μ’ αυτούς και το ΚΚΕ;

Θα αντέξει τότε ο ΣΥΡΙΖΑ; Προετοιμάζεται ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για να αντιμετωπίσει δεξιούς και αριστερούς εχθρούς; Δηλαδή ετοιμάζεται για κυβέρνηση και για δύναμη εξουσίας; Δεν ξέρω τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ. Φοβάμαι όμως ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει σε βάθος την ιστορική ευθύνη την οποία αναλαμβάνει σε μια τέτοια περίπτωση. Φοβάμαι ότι κατέχεται από μια νεανική αισιοδοξία.

Ομως: Μη βιαζόμαστε! Το νέο καθεστώς της νέας, ολοκληρωτικής υποτέλειας στηρίζεται ακόμα σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Και προπαντός: Εχει και θα αξιοποιήσει εφεδρείες ώστε και με δεύτερο κόμμα τη Ν.Δ. (ή άλλο δεξιό σχήμα) να σχηματίσει μια πολυκέφαλη Λερναία Υδρα. Αυτό έγινε πρόσφατα, παλαιότερα και προπαντός στην περίοδο του Εμφυλίου.

Ας περιοριστούμε λοιπόν στο μισό αρχικό ερώτημα. (Ας θυμηθούμε το «Τι να κάνουμε» του Λένιν.)

Αρχίζουμε από ένα δεδομένο. Οτι δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση. Οτι η τρόικα, μέσω των εθελόδουλων, εκποιεί τα πάντα. Οτι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα καταλήξει σε μια νέα μορφή γενοκτονίας, βιολογική και πολιτισμική. Συνεπώς: Τι να κάνουμε;

Η σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή απαιτεί τη συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου σωτηρίας, το οποίο θα διεκδικήσει την εξουσία και θα ανακόψει την πορεία προς το βάραθρο. Το μέτωπο θα μπορούσε να συγκροτηθεί στη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος: στάση πληρωμών, ακύρωση των μνημονίων, προσπάθεια ακύρωσης της δανειακής σύμβασης (στόχος μάλλον ανέφικτος, λόγω των δρακόντειων όρων της σύμβασης), εθνικοποίηση τραπεζών, πολιτική οικονομικής ανασυγκρότησης με κύριο στόχο τον παραγωγικό τομέα κ.λπ.

Αλλά θα πει το ΚΚΕ: Εξωραϊσμός του καπιταλισμού! Και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: Δεν αλλάζουν οι σχέσεις παραγωγής. Λοιπόν: Επανάσταση! Ανατροπή κ.λπ. Σύμφωνοι! Κομμουνιστική απελευθέρωση! Δύο φορές σύμφωνοι! Αλλά υπάρχει σήμερα επαναστατική κατάσταση στη χώρα μας; Δείτε τα ποσοστά των αριστερών κομμάτων. Και τι έλεγε ο Λένιν στην εποχή του; Δεν θα ήταν απλώς λάθος. Θα ήταν έγκλημα να ρίξουμε την πρωτοπορία στη μάχη, προτού κερδίσει, αν όχι την υποστήριξη, τουλάχιστον την ευνοϊκή στάση της κοινωνίας. Υπάρχει λοιπόν ευνοϊκή στάση της κοινωνίας μπροστά στο ενδεχόμενο μιας επανάστασης; Η απάντηση είναι, προφανώς, αρνητική. Το γιατί, δεν είναι του παρόντος!

Εστω όμως: Ποιος θα ήταν η πρωτοπορία και ο καθοδηγητής μιας ενδεχόμενης επανάστασης; Το ΚΚΕ που ευαγγελίζεται την επιστροφή στη μορφή σοσιαλισμού που κατέρρευσε; Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά; Πέρα απ’ αυτό: Ποια δύναμη η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως πρωτοπορία, έχει διαμορφωμένη στρατηγική της πορείας προς τον σοσιαλισμό; Το ΚΚΕ; Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ας ηρεμήσουμε. Η πλειοψηφία των αριστερών ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί; Επειδή το πρόγραμμά του αντιστοιχεί στις ανάγκες της ιστορικής στιγμής. Στην ανάγκη σωτηρίας του ελληνικού λαού. Αρχίζουμε συνεπώς από αυτό το αίτημα.

Ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για σοσιαλισμό! Λάθος: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό. Αλλο αν θα θελήσει ή αν θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει. Αλλά υποστηρίζουν ορισμένοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλαχθεί σε νέο ΠΑΣΟΚ. Ας μην κάνουμε προφητείες… Αλλο το πρόγραμμα του ιστορικού (μακριά τη λήξει) ΠΑΣΟΚ και άλλο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλος ο λαός του ΠΑΣΟΚ (αγρότες μικροαστοί, ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα, που δεν ονειρεύονταν σοσιαλισμό) και άλλος ο λαός της Αριστεράς: οι επιζώντες αγωνιστές της γενιάς μου (Αντίσταση, Εμφύλιος), οι αγωνιστές της ΕΔΑ, οι νέοι (τότε) Λαμπράκηδες, οι αγωνιστές εναντίον της χούντας, οι αγωνιστές των μετέπειτα κοινωνικών αγώνων. Ολοι αυτοί θα οδηγηθούν ως πρόβατα επί σφαγήν;

Ας μην κάνουμε προφητείες. Ας μη γινόμαστε μάντεις κακών. Στην Ιστορία, πεδίο δυνατοτήτων, τίποτε δεν προβλέπεται με βεβαιότητα και τίποτα δεν αποκλείεται. Το τυχαίο υπάρχει πάντα, εναντίον της ντετερμινιστικής μοιρολατρικής αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας.

Τι κάνουμε λοιπόν; Αγωνιζόμαστε για τη συγκρότηση του λαϊκού μετώπου σωτηρίας. Ενα ελάχιστο πρόγραμμα μπορεί να αποτελέσει τη βάση του μετώπου που θα διεκδικήσει την εξουσία. Τι θα γίνει όμως με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ; Μέσα ή έξω; Εδώ τίθεται το ερώτημα: Ποια από τις συνιστώσες της Αριστεράς έχει πειστική απάντηση στο ερώτημα «Η Ελλάδα είναι βιώσιμη έξω από την Ε.Ε.;»; Και η διάλυση της Ε.Ε. και η επιστροφή στα έθνη-κράτη είναι ιστορική πρόοδος ή οπισθοδρόμηση; Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, επιστρέφουμε στις «εθνικές» οικονομίες, που θα είναι πηγή νέων αντιθέσεων; Οι απαντήσεις της Αριστεράς είναι απλώς συνθήματα.

Τότε τι κάνουμε; Υποστηρίζω ότι η μόνη στρατηγική διεξόδου από την κρίση είναι η οργάνωση και ο συντονισμός του εργατικού κινήματος και των αριστερών δυνάμεων, πανευρωπαϊκά, με στρατηγικό στόχο τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ευρώπης. Στόχος μακρινός μπροστά στη σημερινή οπισθοδρόμηση, αλλά ίσως ο μόνος μαρξιστικά ορθός.

Στο μεταξύ: Ας αρχίσει ένας δημόσιος διάλογος στην Αριστερά για την Αριστερά, για την Αριστερά και τα κινήματα, για το Μέτωπο, για το πρόβλημα της Ε.Ε., για τον σοσιαλισμό.

Η Αριστερά μας έχει το ταλέντο να κερδίζει μάχες και να χάνει τον πόλεμο. Θα σταθεί σήμερα στο ύψος της ιστορικής στιγμής; Ή θα συνεχίσει τον εμφύλιο, με συνέπεια τον δικό της εκφυλισμό και την καταστροφή της πατρίδας μας;

Χρόνια τώρα ορισμένοι πρόβλεπαν την κρίση και τη διάλυση του ΣΥΝ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ και διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο (στην εποχή μας) πείραμα. Αν στηριχτεί κριτικά από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς και από ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, θα μπορούσε να αντέξει τον ταξικό πόλεμο. Αν αφεθεί μόνος και αν καταρρεύσει, όσοι δεν μπήκαν μαζί του στη μάχη, θα νιώθουν δικαιωμένοι λέγοντας «εμείς τα προβλέψαμε»;

Συνεπώς: Λαϊκό μέτωπο σωτηρίας. Ευρύτερο λαϊκό κίνημα που θα στηρίζει κάθε θετικό μέτρο. Κριτική στήριξη της ενδεχόμενης κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Θα ανταποκριθούν στο «προσκλητήριο των καιρών» οι μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς; Και αντίστοιχα, η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ: Τι κάνει σήμερα ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των φίλων του και την κριτική στήριξη των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς; Θα αγωνιστεί οργανωμένα και αταλάντευτα για να επιτευχθεί σήμερα το ρεαλιστικά εφικτό, δηλαδή το πρώτο βήμα της δύσκολης, επώδυνης και μακράς πορείας προς την κοινωνική απελευθέρωση; Και στη συνέχεια: Δημόσιος διάλογος μεταξύ των τριών συνιστωσών της Αριστεράς, για μια τεκμηριωμένη λύση του προβλήματος ευρώ-Ε.Ε. και για τη διαμόρφωση συγκεκριμένης στρατηγικής της πορείας προς τον σοσιαλισμό.

---------------------------
Πηγή: efsyn

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014
Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
(Έχω διαβάσει πολλές αναλύσεις για τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, για την αριστερά και όχι μόνο. Αυτό το κείμενο του -διόλου γνωστού σε μένα- Νίκου Βγέθη, ξεχωρίζει για την φρεσκάδα, την ευαισθησία, αλλά και για την τόλμη που διαθέτει, γι'αυτό και το αναδημοσιεύω. Απ.Μωρ.)
 
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατά τη γνώμη μου έχει μια αξιοπρόσεκτη παρουσία στην ελληνική κοινωνία κι αξίζει μεγαλύτερου σεβασμού. Θα παρακαλούσα να φροντίσουν, όσοι συμμετέχουν στα καθοδηγητικά της όργανα,  να την αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αντίστοιχο σεβασμό με αυτόν που της δείχνει η χειμαζόμενη κοινωνία μας.
 
Τι άραγε φταίει;

Δεν αντέχω να διαβάζω άλλες αναλύσεις για την πολιτική συμμαχιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 

Είναι κανείς τόσο αφελής που να πιστεύει ότι η αριστερά είναι τόσο κοντά στο ιστορικό θρίαμβο που εξαρτάται η επιτυχία του μονάχα από μερικές ευφυείς κινήσεις τακτικής;
Η επαναστατική αριστερά βιώνει μια βαθύτατη ήττα. Ας το δούμε κατάματα.

1) Πολιτική ήττα. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η μαρξιστική επαναστατική Αριστερά, την οποία λοξοκοίταζαν οι καπιταλιστικές κοινωνίες όταν αναζητούσαν ένα σοσιαλιστικό αύριο, ήταν τα "ορθόδοξα" Κομμουνιστικά Κόμματα που είχαν την έγκριση της Μόσχας. Η υπόλοιπη επαναστατική αριστερά ήταν είτε από πρακτική πολιτική σκοπιά "γκρουπούσκουλα" είτε στο δρόμο της σοσιαλδημοκρατικοποίησης (Ευρωκομμουνισμός). Η διάλυση των "σοσιαλιστικών" χωρών κι η συνακόλουθη εξαφάνιση του ιστορικού πολιτικού ρεύματος, συνιστά την, εκ των πραγμάτων,  εξαφάνιση της επαναστατικής αριστεράς από το πολιτικό προσκήνιο.  τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνει ο κόσμος. Η επαναστατική αριστερά αποτελεί σήμερα πολιτική γραφικότητα που πρέπει να επανακατακτήσει την κοινωνική αποδοχή.

2) Ιδεολογική ήττα. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ έβαλε το μαρξισμό στην κατάψυξη.  Δεν πρέπει να υποτιμάμε τις μεμονωμένες αξιόλογες προσπάθειες που έγιναν με σκοπό την εξέλιξη αυτού του επαναστατικού ιδεολογικού ρεύματος, ακόμα και μέσα στην ΕΣΣΔ.  Όμως ήταν πρακτικά αδύνατο αυτές οι εξαιρέσεις να ανταποκριθούν στο ιστορικό τους έργο. Ο αστισμός είχε και διέθετε κολοσσιαίους πόρους στους μηχανισμούς ιδεολογικής κυριαρχίας κι από την άλλη πλευρά η "αφρόκρεμα" της επαναστατικής διανόησης, είτε -στην πλειοψηφία της- είχε υποταχθεί στη γραφειοκρατικοποιημένη -πλην όμως "επίσημη"- ερμηνεία του μαρξισμού, είτε αναλωνόταν στην διαπάλη με τη γραφειοκρατία αυτή.  Πολύ λίγη ενέργεια κατέληγε στην ουσιαστική ανάπτυξη του μαρξισμού.

Κάποτε οτιδήποτε ριζοσπαστικό στη σκέψη είτε προερχόταν είτε κατέληγε στο μαρξισμό.  Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, οι "επίσημοι πολιτικοί εκφραστές" του μαρξισμού " (π.χ. ΚΚΕ) αντιμετώπιζαν εχθρικά οτιδήποτε το καινούριο. Έτσι ο μαρξισμός έμεινε στάσιμος για έναν ολόκληρο αιώνα.

Αυτός ο κατεψυγμένος μαρξισμός, από κυρίαρχη ιδεολογία έγινε περιθωριακή και , σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας, κυριαρχούν σήμερα ιδεολογήματα ξένα στο μαρξισμό. Όπως το Big-bang κι η κυριαρχία του αγνωστικισμού στις θετικές επιστήμες.

Η παρέμβαση επιστημόνων  και φιλοσόφων με μαρξιστικό προσανατολισμό είναι για πολλές δεκαετίες απλά δον-κιχωτικές (π.χ. Μπιτσάκης).

 3) Έλλειψη Στρατηγικής. Κάποτε οι επαναστάτες πίστευαν ότι είχαν δίκιο κι αυτήν την πεποίθηση τη μοιράζονταν με εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι, οι λαοί μπορούσαν εύκολα να "παραβλέψουν" τα λουτρά αίματος που συνόδευαν πάντα τους "δρόμους προς τον Ουρανό".  Στην υπερβολή που αναπτύχθηκε γύρω από τον "επαναστατικό πυρετό" που προσέβαλε ευρείες μάζες, στοιχημένες πίσω από τις σοσιαλιστικές κι απελευθερωτικές θεωρίες, η βία ξεπέρασε το ρόλο της ως αναγκαίο κακό αλλά έφτασε και στο σημείο να λατρεύεται αυτοτελώς. Το διάσημο πλέον "βία στη βία της εξουσίας", δεν αναφέρεται στη βία ως μέσον.

Σήμερα, όμως,  όλες  οι επαναστάσεις έχουν λίγο έως πολύ χαθεί. Με παρόμοια την αφετηρία και το τέρμα, το μόνο που μένει σταθερό είναι το λουτρό αίματος. 

Δεν βολεύτηκαν -λοιπόν- οι λαοί, ούτε έγιναν όλοι "οπορτουνιστές" κι "αναθεωρητές" κι ότι άλλο παρόμοιο ποταπό.  Απλά έμαθαν  από την εμπειρία τους. Προτιμούν τις εκλογές από τις επαναστάσεις. Μπορεί να μη φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά τουλάχιστον δεν πονάνε τόσο.

Η στρατηγική των επαναστάσεων έχει πλέον ελάχιστους οπαδούς.

4) Οραματική ανεπάρκεια. Ο Μαρξ, συνέλαβε το σοσιαλισμό σαν άρνηση των αντιθέσεων του καπιταλισμού. Δυστυχώς γι εμάς, δεν περιέγραψε τις λεπτομέρειες στην λειτουργία κι οργάνωση του σοσιαλισμού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μόνη της η αρχική διαπίστωση ήταν  κολοσσιαίας σημασίας.

Στην αντιπαράθεση των κομμουνιστών με τον πρώιμο καπιταλισμό των καταθλιπτικών φορντιανών γραμμών παραγωγής, των μαύρων αστικοποιημένων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας και του ανολοκλήρωτου  εκδημοκρατισμού των  αυταρχικών πολιτικών συστημάτων,  η επίκληση της άρσης των αρνητικών του καπιταλισμού ήταν ένα επαρκέστατο κίνητρο. Άλλωστε τότε οι προλετάριοι δεν είχαν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους. Δεν είχαν ούτε pc, ούτε i-phone, ούτε αυτοκίνητο. Η μαρξική θεωρητική διαπίστωση μετασχηματιζόταν αυτόματα σε πολιτικό αίτημα. Απέναντι σε έναν τόσο αποκρουστικό καπιταλισμό, δεν ήταν δα και πολύ δύσκολο να διεκδικήσεις την ηθική υπεροχή.

Σήμερα, οφείλει κανείς να αντιπαρατεθεί με ένα πλουσιότερο ιδεολογικό οπλοστάσιο. Είναι εύκολο να αποκαλείς το σοσιαλισμό εξουσία του λαού. Και το Ariel το συνιστούν 29 κατασκευαστές πλυντηρίων. Δε λέει πλέον σε κανέναν τίποτα. Πώς θα εκφράζεται η λαϊκή εξουσία; Με εκλογές; Ποιό θα είναι το πολιτικό αυτό σύστημα που θα εξασφαλίζει τη λαϊκή εξουσία; Εάν το ξέρουμε  γιατί δεν το λέμε; Εάν δεν το ξέρουμε, τότε τι ζητάμε από το λαό;

Ποιο είναι το οικονομικό σύστημα που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής; Θα υπάρχουν εταιρείες; Θα υπάρχουν διοικήσεις κι ανειδίκευτοι εργάτες; Θα υπάρχουν μέτοχοι και μετοχές ή θα τα έχει όλα το κράτος; Το κράτος ποιος θα το έχει;

Σήμερα στην οικονομική ζωή υπάρχει ένα χαοτικό αλλά υπαρκτό σύστημα λήψης αποφάσεων. Η κάθε οικονομική μονάδα αποφασίζει για την πάρτη της στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Στο σοσιαλισμό, ποιοι και πώς θα παίρνουν αποφάσεις; Είναι δυνατόν να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός σε ένα τόσο πολυδαίδαλο και περίπλοκο σύστημα, όπως είναι η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομική ζωή; Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα "απλουστεύσουμε βίαια" την οικονομική ζωή ή θα φτιάξουμε ένα αποκεντρωμένο σύστημα διεύθυνσης; Τέλος πάντων, ακόμα κι εάν δεν ξέρουμε ακριβώς πως θα είναι, τι ονειρευόμαστε, πως το φανταζόμαστε, ποιο είναι το ιδανικό που θα θέλαμε να υλοποιήσουμε; Εάν δε μπορούμε να το περιγράψουμε, πώς έχουμε την απαίτηση να αποδεχθεί ο λαός την ανωτερότητά του;

5) Το πρότυπο του λαϊκού αγωνιστή
Ναι, το έχουμε χάσει κι αυτό!

Στο μεσοπόλεμο κι ακόμα λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο, οι κομμουνιστές συνιστούσαν  ένα πρότυπο για την κοινωνία. Ήταν μορφωμένοι, ήταν ηθικοί (ότι κι εάν σήμαινε αυτό), ήταν δίκαιοι, δεν ήταν αργυρώνητοι, ίσα-ίσα ήταν υποδείγματα ανιδιοτέλειας, σέβονταν τις γυναίκες και τις αντιμετώπιζαν ισότιμα, υιοθετούσαν τις πρωτοποριακές  αντιλήψεις κοκ

Ο κόσμος τους καταλόγιζε έντονα ουτοπικά στοιχεία στην πολιτική τους πρόταση, αλλά όμως αναγνώριζαν την ανωτερότητά τους. 

Καταδιωκόμενοι μονίμως από το κράτος, δε μπορούσαν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα, άλλωστε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής τους το πέρναγαν στις φυλακές.

Ήταν επαγγελματίες επαναστάτες σε μια ιστορική περίοδο που η διάχυτη αίσθηση της επικείμενης σοσιαλιστικής επανάστασης το δικαιολογούσε.

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η στάση ζωής έχει πολλά προβλήματα.

Η απόσπαση από τον κοινωνικό ιστό των επαγγελματιών επαναστατών είναι πλέον απαράδεκτη. Άλλωστε, καταλαβαίνουμε ότι ένα μικρό σώμα ελίτ επαγγελματιών επαναστατών αποτελεί το συντομότερο δρόμο προς τη γραφειοκρατικοποίηση.

Αφού οι επαναστάτες πρέπει να ενταχθούν στην οικονομική ζωή, αρχίζουν τα πράγματα να είναι περισσότερο περίπλοκα. Πρέπει  να αναλαμβάνουν διοικητικούς ρόλους ή θα πρέπει να παραμένουν "αμόλυντοι" ανειδίκευτοι εργάτες;

Ποια πρέπει να είναι η στάση τους στην οικογένεια; Η συμμετοχή τους στη ζωή του σπιτιού, οι ευθύνη τους για την ανατροφή των παιδιών κοκ.

Ναι, να κάνουμε γελώντας κριτική στην διαγραφή του Παζολίνι για "ηθική ανεπάρκεια". Μπορούμε όμως να περιγράψουμε την ηθική επάρκεια; Μπορούμε να προβάλουμε μια πρότυπη στάση ζωής;  Εάν δεν προβάλουμε αυτά που κατά την άποψή μας "έχουν νόημα", πώς μπορούμε να ισχυριστούμε μια οραματική ανωτερότητα; Ανώτερη ως προς τι; Εάν η σύγχρονη καταναλωτική καπιταλιστική κοινωνία δεν έχει μέλλον, μπορούμε να περιγράψουμε αυτή που θα έχει;

Ας επιστρέψουμε στις εκλογές και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Τι από τα παραπάνω θα επουλώναμε με μια συνεργασία με το "Σχέδιο Β'";

Το πρόβλημα -λοιπόν-  με την αριστερά δεν είναι οι εκλογικές της επιδόσεις. Μεγαλύτερη σημασία έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής επιρροής ενός τέτοιου επαναστατικού μορφώματος.

Δε φτάνει να συνειδητοποιήσουμε το μέτρο της ιστορικής δυσκολίας που αντιμετωπίζουμε.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και την ιστορική πρόκληση που βρίσκεται μπροστά μας.

Η συνεχής "διαπίστωση" περί αντικειμενικής ωριμότητας της ανατροπής του καπιταλισμού τα τελευταία 150 χρόνια μοιάζει με σταματημένο ρολόι. Σε όσους επιμένουμε ότι τέτοια ιστορική φάση δεν έχει ακόμα εμφανιστεί στην ανθρώπινη ιστορία  κάποιος θα κάνει κάποια στιγμή τον έξυπνο και θα μας πει "είδατε που εγώ σας τα 'λεγα". Απλά αρχίζει αυτή η στιγμή να πλησιάζει και θα πρέπει να μας απασχολεί εάν θα υπάρξει κάποια αριστερά που θα μπορέσει να αναβιώσει ένα θελκτικό σοσιαλιστικό όραμα.

Έχουμε λοιπόν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα μετωπικό μόρφωμα αποτελούμενο από διαφορετικά πολιτικά ρεύματα που καταφέρνει να εξασφαλίζει στον καθένα την αυτοτέλειά του, καταφέρνει να συσπειρώνει ανένταχτους χωρίς να τους καπελώνει, εξασφαλίζει την πολιτική διαφωνία και διατηρεί την αντιπαράθεση σε συντροφικά επίπεδα (ε, και κανένα μαχαιρωματάκι καμιά φορά για να μην ξεχνάμε τις ιστορικές μας παραδόσεις),  έχει  πλέον μια ευρεία παρουσία στο συνδικαλιστικό  χώρο εμφανίζοντας μια "ενιαία" μορφή χωρίς να γίνεται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια καταστολής των διαφορετικοτήτων και -ίσως το σημαντικότερο- χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στις διάφορες "αποκλίσεις" που εμφανίζονται σε διαφορετικούς χώρους. Είτε αυτές συνιστούν "ηγεμονικού χαρακτήρα" οργανωμένη παρέκκλιση κάποιας από τις διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις είτε προσωπικές αδυναμίες των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο συγκεκριμένο χώρο. Εφόσον ζούμε στην κοινωνία των ανθρώπων θα αντιμετωπίζουμε με κατανόηση και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πολύ περισσότερο αυτές των συντρόφων μας.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να υπερηφανευτεί γι αυτόν τον ανώτερο πολιτικό πολιτισμό της.
Οι εκλογικές επιδόσεις της σε συνδυασμό με τα ελάχιστα οργανωμένα μέλη και την εμβρυακή οργανωτική δομή, μας βεβαιώνουν  ότι μια επαναστατική αριστερά έρχεται επιτέλους με πολιτικούς όρους σε επαφή με πλατύτερα λαϊκά στρώματα.  Ναι, είναι ενοχλητικό να ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ οι ψήφοι σε διαδοχικές εκλογές:


Όμως ενώ η στατιστική τάση είναι ανοδική (ενοχλητικά μικρή η κλίση αλλά όμως  αυξητική) το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι πάνε κι έρχονται (ναι ξαναέρχονται!) δείχνει μια πολιτική σχέση με κάποια βαθύτερα χαρακτηριστικά κι αυτό το γεγονός αξίζει να το εκτιμήσουμε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε μπορεί ούτε θέλει να περιχαρακώσει την πολιτική της επιρροή. Στις κινητοποιήσεις είναι σε ιδιαίτερα καλή επικοινωνία και συνεργασία με όλες τις πλευρές της αριστεράς. Ακόμα και το ΣΥΡΙΖΑ.

Μικρές πολιτικές οργανώσεις που δε συμμετέχουν κεντρικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεργάζονται στα ΕΑΑΚ ή σε τοπικές δημοτικές κινήσεις ή σε κοινωνικούς φορείς.

Ακόμα και με το ΚΚΕ υπάρχει ισχυρή διάθεση για κοινές δράσεις.

Η σχέση μας με τους "οπαδούς" δεν είναι οργανωτική, δεν είναι προϊόν απολίτικης συναισθηματικής συστράτευσης, και δεν έχει καμία υστεροβουλία (όχι δεν θα γίνουμε κυβέρνηση!).

Είναι μια συνειδητή πολιτική σχέση και μόνο. Εκλογικά εκφράζεται ανάλογα με τις πολιτικές περιστάσεις που μόνο πολιτικά ανάπηροι δε μπορούν να κατανοήσουν…

Όλα αυτά δείχνουν μια ζηλευτή και πρωτόγνωρη υγεία στη σχέση μιας επαναστατικής οργάνωσης της αριστεράς  με την πολιτική της επιρροή.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει επουλώσει τις ανοικτές πληγές της αριστερά. Δε μπορεί άλλωστε. Είναι όμως η πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία της ελληνικής αριστεράς που ζούμε ένα πολιτικό πείραμα που αξίζει τον κόπο.

Ας το περιφρουρήσουμε.

Νίκος Βγέθης



----------------------
Πηγή:aristeroblog 

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.