Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014
Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)
Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα
και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.
Στη λογοτεχνία, δηλαδή, αυτά που δεν λες δεν τα λες, είτε για να έχεις ηρεμία με τον εαυτό σου είτε για να έχεις ηρεμία με τους άλλους. Για το θέμα αυτό, όμως, θα μιλήσω και στη συνέχεια. Εδώ, απλώς, θα ήθελα να παραθέσω μια εμβόλιμη ιστορία, η οποία, σε ό,τι με αφορά, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ και –αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκα– να καταλάβω ποια σημασία έχουν τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα και πόσο τα μη λεχθέντα, κάποιες φορές, σώζουν, ενώ τα λεχθέντα καταστρέφουν. Ή το αντίθετο. Αλλά, κυρίως, το πρώτο.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

Αυτό το θυμάμαι από τότε. Και όσο το έφερνα στο μυαλό μου τόσο έβλεπα τι επικίνδυνο πράγμα είναι τα λεχθέντα, αυτά τα οποία υπάρχουν μέσα μας και τα λέμε, και τι σωτηρία μπορεί να είναι τα μη λεχθέντα. Από την άλλη μεριά –εδώ δεν έχω να σας πω ένα αφηγηματικό παράδειγμα, αλλά όλοι το ξέρουμε–, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μπορούν να μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες καταστροφές. Το να μην εκφράσεις, κάποτε, για χίλιους δυο αυτολογοκριτικούς ή έξω από εσένα λογοκριτικούς λόγους, τα αισθήματα ή τις σκέψεις σου μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές και στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές καταστάσεις.

Το πρόβλημα των λεχθέντων και μη λεχθέντων, όμως, οδηγεί και κάπου αλλού. Γιατί και τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα, και τα γραφέντα και τα μη γραφέντα, έχουν έναν κοινό χαρακτήρα, έναν διπλό –και εδώ είναι δύο πράγματα– χαρακτήρα. Το ένα είναι η έκφραση του ψυχοπνευματικού κόσμου του υποκειμένου. Το άλλο δεν είναι απλώς η έκφραση του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου αλλά είναι και η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία εκφράζεις είτε λέγοντάς την είτε μη λέγοντάς την. Αλλά και όταν λέμε αναζήτηση της αλήθειας, είναι και αυτό διπλό. Και όσο σκαλίζει κάποιος τα πράγματα τόσο βλέπει ότι όλα είναι διπλά.

Αυτό που λέμε αλήθεια είναι δύο πράγματα και πάλι. Από τη μια πλευρά είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων. Έχουν συμβεί, δηλαδή, κάποια πράγματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και τα αναπαράγεις «αληθώς», δηλαδή πιστά, οπότε λες την αλήθεια, ή τα αναπαράγεις «ψευδώς», οπότε λες ψέματα. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της αλήθειας είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, η αναζήτηση, τελικά, μιας άγνωστης και κρυμμένης έως εκείνη τη στιγμή αιτίας των πραγμάτων, όπως είναι η αναζήτηση της αλήθειας στην επιστήμη, τη φυσική, την αστροφυσική, η αναζήτηση της αλήθειας περί σύμπαντος, περί κοσμογονίας, η αναζήτηση της αλήθειας περί των ψυχικών λειτουργιών, της αλήθειας περί του πού εδρεύει η ψυχή, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, ή περί του αν υπάρχει ψυχή. Όλα αυτά είναι η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και δεν έχουν σχέση με τη «φιλαλήθεια» της καθημερινής ή της κοινωνικής ζωής.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στο εξής: η διπλή συνείδηση και η διαπλοκή λεχθέντων και μη λεχθέντων, ενώ από τη μια μεριά είναι ηθικά καταδικαστέα, από την άλλη μεριά, πολλές φορές, σώζει. Πιστεύω ότι, χωρίς μια επικουρική, δεύτερη, ψευδή –έστω– συνείδηση, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει. Χρειαζόμαστε όλοι μια επικουρική ψευδή συνείδηση των πραγμάτων, ει δυνατόν περιορισμένη και προσωρινή. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα, ίσως και ακόμη χειρότερα, αν είχαμε επίγνωση ότι αυτή η συνείδηση περί των πραγμάτων και περί του εαυτού μας είναι ψευδής.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μάς είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο θα ήταν για τον σεμνό και ταπεινό υπάλληλο τα λεχθέντα που είπε να είχαν μείνει μη λεχθέντα. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην πολιτική ζωή και, βεβαίως, στις ατομικές μας σχέσεις. Η ειλικρίνεια, δηλαδή η πιστή και πλήρης έκφραση όσων κανείς σκέπτεται ή αισθάνεται, θεωρείται πως αποτελεί μια πράξη ηθικής συνέπειας ή ακόμα κι έναν τρόπο εσωτερικής απελευθέρωσης. Όταν όμως λειτουργεί σε βάρος της ελευθερίας και της ισορροπίας του άλλου γίνεται μια μορφή καταπίεσής του, και μαζί ακυρώνει την εσωτερική απελευθέρωση του υποκειμένου της. Τα πράγματα είναι και εδώ διπλά.

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

Επανερχόμενος στη λογοτεχνία, θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για το πώς, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί στο πεδίο αυτό η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων.

Στη λογοτεχνία υπάρχει το πρόβλημα του αν μπορείς να τα πεις όλα. Εδώ συμβαίνει το εξής: όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα πει όλα. Θα δείτε ότι τα γραπτά των νέων έχουν τη φιλοδοξία να τα καλύψουν όλα. Να μην τους ξεφύγει τίποτα. Να αποτυπώσουν τα πάντα και να απαντήσουν για τα πάντα. Όμως, όταν κάποιος μεγαλώνει, βεβαίως και χάνει τον αυθορμητισμό του, βεβαίως και χάνει τη δροσιά του και, βεβαίως, φθείρεται, αλλά, από την άλλη μεριά, εξίσου βεβαίως, συσσωρεύει κάποιες εμπειρίες και βλέπει ότι «όλα» δεν μπορούν να ειπωθούν ποτέ. Και όπου ειπώθηκαν, τελικά, το έργο που τα αποτύπωσε αυτά τα «όλα» κάπου πάσχει. Θα μου πείτε ότι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι, πέντε ή έξι, που το κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, ο Dante, ο Shakespeare. Αυτές, όμως, είναι οι εξαιρέσεις –έστω– που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Στην αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας σου, λοιπόν, θέλεις να τα πεις όλα. Σιγά σιγά, όμως, βλέπεις την αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Αυτά ακριβώς τα αφαιρεθέντα είναι τα μη λεχθέντα. Πολλές φορές, δηλαδή, τα μη λεχθέντα είναι αναγκαία, ώστε να πάρουν δύναμη τα λεγόμενα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα εκφράζουν –και εδώ πάλι είναι κάτι διπλό– την αυτολογοκρισία που κάνουμε. Αφαιρούμε, δηλαδή, πράγματα, όχι γιατί βαραίνουν το κείμενο και το αδυνατίζουν, αλλά γιατί είναι επικίνδυνα είτε για τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είτε για τη σχέση που έχουμε με τους άλλους είτε, ακόμη χειρότερα, για τη θέση που έχουμε μέσα στην κοινωνία.

Από την αυτολογοκρισία, από αυτή, δηλαδή, τη λειτουργία τού εκουσίως μη λεχθέντος, κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να απαλλαγεί πλήρως, ποτέ. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη του λόγου και, κυρίως, ανάμεσα στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημα ειδικότερα, και την ποίηση.

Το μυθιστόρημα, σε σχέση με την ποίηση, μου έχει φανεί σαν ένα ανοιχτό ειλητάριο. Το ειλητάριο είναι το «ρολό». Παλιά, έγραφαν τα έργα χειρόγραφα σε τέτοια ειλητάρια, τα οποία στις παλιές βιβλιοθήκες ήταν τυλιγμένα και έμπαιναν στα ράφια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, μου φαίνεται σαν ένα ανοιγμένο ειλητάριο που είναι μπροστά σου, το διαβάζεις, μετά το συμπτύσσεις και, τέλος, κρατάς κάτι ή και πολλά. Η ποίηση, αντιθέτως, μου φαίνεται σαν ένα κλειστό, τυλιγμένο ειλητάριο που σιγά σιγά το ανοίγεις και μπαίνεις σε αυτό.

Στην ποίηση, επομένως, ανακαλύπτεις ότι τα μη λεχθέντα είναι περισσότερα από τα λεχθέντα, ενώ στο μυθιστόρημα βλέπεις ότι τα λεχθέντα, πολλές φορές, είναι περισσότερα και ότι, τελικά, χρειάζονται και κάποια μη λεχθέντα. Για παράδειγμα, ο μαγικός ρεαλισμός, όπως αυτός της Λατινικής Αμερικής, που, αν και απολαυστικός, πολλές φορές είναι επαναληπτικός. Ένα μυθιστόρημα το οποίο αγαπώ και με έχει συνεπάρει, το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcίa Ma΄rquez, μου έδωσε την εντύπωση ότι το δεύτερο μισό του είναι επανάληψη του πρώτου μισού.

Ένα ακόμη παράδειγμα: πρόσφατα που ήμουν στη Ρώμη, πήγα με φίλους και είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση του Καλιγούλα του Camus. Αν και για το έργο είχα μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου, γιατί, όταν ζούσα στο Παρίσι, το είχα μάλλον διαβάσει, η πρώτη πράξη με συγκλόνισε. Είναι από τα πιο διεισδυτικά έργα. Είναι ένα έργο που, χωρίς να κάνει ρητορεία και πολιτική, κάνει καταγγελία τού τι μπορεί να είναι μια απεριόριστη δικτατορία, μια απεριόριστη τυραννία, η οποία, βεβαίως, δεν είναι πλέον του Καλιγούλα μόνο αλλά και όλων των σύγχρονων δικτατόρων. Ύστερα, όμως, ήλθε η δεύτερη πράξη, που την αισθάνθηκα ως επανάληψη της πρώτης. Εκεί ήταν τα υπερβολικώς λεχθέντα. Ο Camus τα είχε ήδη πει όλα σε μία πρώτη πράξη.

Κάποιες φορές, επομένως, χρειάζονται και στο μυθιστόρημα τα μη λεχθέντα, για να γίνει η λογοτεχνική συμπύκνωση του έργου. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτό το σημαντικό που το έχει ήδη πει ο Αριστοτέλης και εμείς το επαναλαμβάνουμε πιο απλά, θεωρώντας το κάτι τετριμμένο, ενώ είναι η υπέρτατη αρχή της τέχνης: ένα έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Διαφορετικά, δεν υπάρχει. Όπως γνωρίζετε, μάλιστα, όσοι γράφετε, το δυσκολότερο πράγμα είναι το τέλος. Το πώς να τελειώσεις κάτι.
Ένα άλλο σημείο για τα μη λεχθέντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και το εξής: οι συγγραφείς, ενώ στο έργο τους αφαιρούν αυτά που θα ήθελαν να πουν, αυτά που είπε ο ταπεινός υπάλληλος στον διευθυντή, γιατί το «μπλέξιμο» θα ήταν και με τον εαυτό τους και με τους άλλους, όσο ήταν και εκείνου του φουκαρά του υπάλληλου, αυτά τα αφαιρεθέντα δεν τα απορρίπτουν πλήρως. Τα αποτυπώνουν αλλού. Ο Ρίτσος πάντα μου έλεγε: «Απ’ ό,τι γράφεις πρέπει πάντα να αφαιρείς τα μισά. Αλλά να μην τα πετάς. Να τα κρατάς, γιατί αργότερα μπορεί να αντλήσεις κάτι από εκεί».

Τελικώς, τα μη λεχθέντα μπορούν να γίνουν λεχθέντα, αλλά περιθωριακώς λεχθέντα, στα ιδιωτικά κείμενα. Τέτοια κείμενα είναι οι επιστολές, κυρίως, οι οποίες απευθύνονται σε ένα μόνο πρόσωπο. Είναι άλλο θέμα αν ο παραλήπτης τις κοινοποιεί. Όμως αυτός που γράφει μια επιστολή δεν τη γράφει για να κοινοποιηθεί γι’ αυτό και εκεί βάζει μη λεχθέντα της καθημερινότητάς του. Αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει στα προσωπικά ημερολόγια των ανθρώπων, τα οποία είναι γεμάτα από μια μεγάλη σειρά μη λεχθέντων δημόσια.

Η παρουσία των μη λεχθέντων παίζει μεγάλο ρόλο και σε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος –σε μας δεν είναι ανεπτυγμένο, αλλά σε άλλες χώρες είναι–, τις αυτοβιογραφίες. Στις αυτοβιογραφίες εμφανίζεται πληθώρα μη λεχθέντων. Ούτε και εκεί, όμως, μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, διότι τα μη λεχθέντα είναι και αυτά διπλά: είναι τα μη ειπωθέντα και τα μη γραφέντα. Κάποιες φορές, υπάρχουν ειπωθέντα που δεν γράφονται. Αλλά αυτά τα μη γραφέντα είναι ταυτόχρονα και λεχθέντα και μη λεχθέντα. Εδώ, δηλαδή, εμφανίζεται και πάλι το πρόβλημα των πολλαπλών λογοκρισιών. Διότι, όπως είπαμε, είναι πολλές οι λογοκρισίες που υπάρχουν. Είναι η εξωτερική, η εσωτερική, η ψυχολογική, η συνειδητή, η υποσυνείδητη και ούτω καθεξής.

Αλλά και η ελλειπτικότητα στην ποίηση, η οποία, στα έτη του ’30, λόγου χάρη, θεωρήθηκε βασικό στοιχείο του ποιητικού λόγου, πολλές φορές οδηγεί σε μια υπερβολή των μη λεχθέντων, σε μια υπερβολή ανάθεσης της ευθύνης στον αναγνώστη να αναπληρώσει τα μη λεχθέντα. Θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι τα μη λεχθέντα ενός υποκειμένου δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τα άλλα υποκείμενα, γι’ αυτό και, πολλές φορές, δημιουργούνται παρερμηνείες και παρανοήσεις. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, στη διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων από τις διαφορετικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Διότι η συνείδηση, όσο και αν οι άνθρωποι συμπίπτουν ιδεολογικά ή πολιτικά, ευτυχώς, δεν γίνεται ποτέ μονολιθική και ενιαία. Έτσι, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως Α ο άλλος το αντιλαμβάνεται ως Ω, ως το αντίθετό του.

Κατά την άποψή μου, μια τέχνη που μπορεί να συλλάβει τα μη λεχθέντα είναι η ζωγραφική. Σε ορισμένα πορτρέτα ανακαλύπτεις μη λεχθέντα που δεν τα έχει πει ούτε το ίδιο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Στις άλλες τέχνες είναι δύσκολο να γίνει, διότι, στον βαθμό που γίνεται, γίνεται για συμβολικά και όχι για πραγματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, ειδικά στο μυθιστόρημα, βλέπεις ότι κάθε τόσο αποκαλύπτονται από τους ήρωες μη λεχθέντα. Αυτά, όμως, αφορούν τους φανταστικούς ήρωες κάποιου έργου και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Στη ζωγραφική, αντιθέτως, βλέπεις πρόσωπα και διαπιστώνεις πόσα φοβερά μη λεχθέντα είχαν. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει στη μεγάλη ζωγραφική και, κυρίως, στη ζωγραφική της Αναγέννησης. Για παράδειγμα, στον Ticiano, τον El Greco ή τον Velazquez. Όλοι αυτοί οι άγιοι ή οι συγκεκριμένοι πρίγκιπες και καρδινάλιοι τους οποίους ζωγραφίζουν έχουν ατέλειωτα μη λεχθέντα. Από τη μοντέρνα ζωγραφική, πάντως, αυτό το έχω δει πολύ χαρακτηριστικά στον Picasso. Αναφέρω ως παράδειγμα τη σειρά των πορτρέτων που έχει κάνει για την Dora Maar –Η γυναίκα που κλαίει, Η γυναίκα που γελάει–, όπου βλέπεις πάρα πολλά μη λεχθέντα.

Επανερχόμενος στον ποίηση, νομίζω ότι, τελικά, η ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου αντί να οδηγεί σε μια συγκινησιακή συμπύκνωση, πολλές φορές, οδηγεί σε μια ακύρωση του αφηγηματικού –δηλαδή του λεχθέντος– στοιχείου που, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο και στον ποιητικό λόγο. Δεν υπάρχει ποίημα το οποίο μπορεί να επιβιώσει, αν δεν λέει κάτι, και αν αυτό το κάτι δεν γίνει λεχθέν. Αν λόγου χάρη ο Καβάφης επιβιώνει τόσο έντονα, είναι γιατί σε κάθε ποίημά του λέει κάτι.

Η σουρεαλιστική ποίηση, καταργώντας τους φραγμούς και τα φίλτρα, κυρίως διά της αυτόματης γραφής, ήθελε να απελευθερώσει το εγκλεισμένο στο υποσυνείδητο μη λεχθέν, ακόμα και το μη συνειδητοποιηθέν, και να τα κάνει να λεχθούν. Οι σουρεαλιστές διάλεγαν μια τυχαία λέξη από ένα τυχαίο κείμενο –ο όρος ντανταϊσμός από μια τυχαία λέξη φτιάχτηκε– και ξεκινώντας από αυτήν έγραφαν αυτοματικά, χωρίς αυτοέλεγχο και χωρίς να σταματούν σ’ ένα καθορισμένο τέρμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια σειρά από πράγματα, τα οποία λόγω του εγκλεισμού τους στο υποσυνείδητο έμεναν ανείπωτα, γίνονταν –υποτίθεται– ειπωμένα. Εντούτοις ουδείς υπερρεαλιστής ετύπωσε τα ποιήματά του σ’ αυτή την αρχική, ακατέργαστη μορφή. Για να αποκτήσουν ποιητική υπόσταση όλοι τα ξαναδούλευαν. Βεβαίως, μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλές φορές έβγαιναν φοβερές επινοήσεις, φοβερά ευρήματα. Αλλά εάν αυτό το εγχείρημα δεν αποκτούσε αρχή, μέση και τέλος, δεν γινόταν ποίηση.

Όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς μου, έχω περάσει και εγώ από τη γοητεία του σουρεαλισμού. Αυτή την άσκηση, αυτό το πείραμα το έκανα συστηματικά δύο φορές στη ζωή μου. Τη μία, μαζί με άλλους φίλους στην εξορία, στις αρχές των ετών ’50. Βέβαια δεν λέγαμε παραέξω πως κάναμε μια σουρεαλιστική απόπειρα γιατί εκεί ο σουρεαλισμός ήταν και ως όρος ακόμα καταδικασμένος. Την άλλη ήταν στο Παρίσι, στις αρχές του ’60, όπου νόμιζα ακόμη ότι είχα απαλλαγεί από πνευματικούς –κοινωνικοπολιτικής πηγής– καταναγκασμούς. Όμως όλα εκείνα τα γραφτά έγιναν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία και, κυρίως, για μεγαλύτερη μετατροπή των έως τότε μη λεχθέντων σε λεχθέντα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο βλέπω την αναγκαιότητα του πλήρως λεχθέντος. Ταυτόχρονα βλέπω τη λειτουργία τού μη λεχθέντος ως συμπλήρωμα και όχι ως ακύρωση, ως υποβοήθηση και όχι ως μείωση του λεχθέντος.

Η ποίηση, βεβαίως, σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει ένα πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές τυραννιών, δικτατοριών, καταπιέσεων και μεγάλων λογοκρισιών: με τον συμβολικό λόγο της και με τα σχήματά της, κυρίως τη μεταφορά και την αλληγορία, μπορεί να πει έμμεσα περισσότερα πράγματα από ό,τι το μυθιστόρημα, το οποίο είναι αναγκασμένο να τα πει ευθέως, οπότε υπόκειται πολύ περισσότερο στη λογοκρισία. Γι’ αυτό και θα δείτε ότι στις δικτατορίες –όχι ότι χρειαζόμαστε δικτατορίες– περισσότερο ανθεί η ποίηση παρά το μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ποίηση μπορεί να «διαφύγει» περισσότερο. Όταν όμως η λογοκρισία συλλάβει τα μη λεχθέντα που περιέχουν τα λεχθέντα τότε συλλαμβάνονται οι ίδιοι οι ποιητές και κλείνονται σε κάποιο στρατόπεδο για να πεθάνουν, όπως έγινε στην τότε Σοβιετική Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Τα μη λεχθέντα της ποίησης πολλές φορές γίνονται λεχθέντα μέσω της χρησιμοποίησης συμβόλων. Από τη στιγμή που στον λόγο υπάρχει σύμβολο, υπάρχει ταυτόχρονα και λεχθέν, το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις τι συμβολίζει, άρα να βρεις το μη λεχθέν. Γι’ αυτό και το σύμβολο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σε οδηγήσει, όπως είπαμε, σε παρερμηνείες. Αλλά και το σύμβολο είναι κάτι διπλό. Είναι άλλο πράγμα ένα έργο το οποίο καταλήγει να γίνει σύμβολο –ο Οιδίποδας έγινε εκ των υστέρων σύμβολο· δεν τον δημιούργησε ο Σοφοκλής, για να φτιάξει ένα σύμβολο– και άλλο ένα σύμβολο που το παίρνεις εκ των προτέρων, για να το επιβάλεις ως έργο. Και θα δείτε ότι μια πολυάριθμη, αλλά κακή λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα ήταν η λογοτεχνία των συμβόλων και, κυρίως, των πολιτικοκοινωνικών συμβόλων.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο. Και στην ποίηση υπάρχει η δυνατότητα να ακούγεται και «άλλη φωνή», μόνο που τότε η ποίηση τείνει να γίνει επική, ενώ, αν θέλετε, ο νόμιμος απόγονος του έπους είναι το μυθιστόρημα. Στον προηγούμενο αιώνα, πάντως, είχαμε εκτεταμένα ποιήματα, του Ρίτσου, του Neruda και του Hikmet, με ήρωες, με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές φωνές, αλλά παρέμεναν βαθύτατα ποιητικά. Αυτό, όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς. Στην ποίηση, άλλωστε, όλα είναι δύσκολα.

Κλείνοντας το κομμάτι της ποίησης, θα ήθελα να προσθέσω και το εξής: είναι γεγονός ότι, με βάση όσα είπαμε για τις δυσκολίες που εμπεριέχουν τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα του ποιητικού λόγου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι καλό θα ήταν ο ποιητής να μην απευθύνεται προς κάποιο κοινό αλλά να κρατά τα έργα του «στο συρτάρι». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Διότι δεν υπάρχει λογοτεχνικός λόγος, αν ο δημιουργός γράφει μόνο για τον εαυτό του. Για το θέμα αυτό θα σας αναφέρω μια άλλη ιστορία, πραγματική, που παραθέτει ο Claudio Magris στο θαυμάσιο βιβλίο του Δούναβης, όπου αφηγείται την ιστορία των χωρών και των πόλεων που διασχίζει ο Δούναβης, από τη Γερμανία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα όπου καταλήγει.

Σε μια πόλη από όπου περνά ο Δούναβης, λέει ο Magris, μια πόλη της Βαυαρίας, υπήρχε ένα θέατρο ποικιλιών της εποχής. Μιλάμε για το 1700. Κάποια μέρα, παρακολούθησε στο θέατρο αυτό την παράσταση ο βαρόνος Βίλμερ, ο πλουσιότερος τραπεζίτης της Γερμανίας και αυτοκρατορικός σύμβουλος. Εκεί μαγεύτηκε από τη Μαριάννα, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε ετών, το οποίο χόρευε, έκανε ακροβατικά, τραγουδούσε, κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσει ο βαρόνος τη Μαριάννα, πληρώνοντας και τον θιασάρχη και τη μητέρα της –έτσι έπρεπε, για να του τη δώσουν– και την πήρε στο μέγαρό του στη Φρανκφούρτη. Εκεί της έφερε τους καλύτερους δασκάλους της Γερμανίας, τη μόρφωσε, και η Μαριάννα, μεγαλώνοντας, έγινε η ωραιότερη, η πιο μορφωμένη και η πιο έξυπνη γυναίκα όλης της Γερμανίας. Ήξερε τα πάντα –μουσική, λογοτεχνία, φιλοσοφία– ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια καλλονή.

Όταν η Μαριάννα έγινε είκοσι ενός ετών, ο βαρόνος την παντρεύτηκε, και όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήλθε ο Goethe στη Φρανκφούρτη, τη γενέτειρά του, από τη Βαϊμάρη, όπου έμενε. Ο Goethe, γνωστός γυναικοκατακτητής, όπως ξέρετε, ερωτεύθηκε τη Μαριάννα. Ομοίως, και η Μαριάννα ερωτεύθηκε τον Goethe, και ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας παθιασμένος δεσμός –επειδή η κοινωνία τότε ήταν πιο «φιλελεύθερη» από τη σημερινή, ο βαρόνος δεν στενοχωρήθηκε και πολύ–, μέχρι που ο Goethe –ήταν και αυτός σύμβουλος του ηγεμόνα– επέστρεψε στη Βαϊμάρη. Ο έρωτας, όμως, συνεχίστηκε δι’ αλληλογραφίας. Ύστερα από λίγο, ο Goethe εξέδωσε μια λυρική συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Ανατολικό και δυτικό ντιβάνι –τη λέξη ντιβάνι την πήρε από τα περσικά, και σημαίνει ποιητική ανθολογία, διότι εκεί διάβαζαν τα ποιήματα καθισμένοι σε ντιβάνια. Αμέσως χαλάει ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Όλοι λένε: «Ο νέος Goethe, η νέα φάση του Goethe, μετά τον Φάουστ, ο λυρικός, ο ερωτικός Goethe…».

Περνούν και άλλα χρόνια, και κάποτε πεθαίνει ο Goethe. Αργότερα πεθαίνει και η Μαριάννα Βίλμερ, η οποία, όμως, είχε κρατήσει το αρχείο της. Εκατό χρόνια αργότερα, κάποιος Γερμανός φιλόλογος μελέτησε αυτό το αρχείο και ανακάλυψε ότι τα ωραιότερα ποιήματα στη λυρική συλλογή του Goethe ήταν ποιήματα της Μαριάννας τα οποία του έστελνε με τα γράμματά της, και τα οποία πήρε ο Goethe και τα δημοσίευσε ως δικά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει ο Magris, η Μαριάννα δεν έχει καμία θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Διότι, για να έχεις θέση στη λογοτεχνία, πρέπει να δημοσιεύσεις, να εκτεθείς ώστε να ενταχθείς στη λογοτεχνία.

Το φαινόμενο της Μαριάννας Βίλμερ, δηλαδή το ότι έγραψε μερικά πολύ ωραία ποιήματα, έχει μόνο υπαρξιακή σημασία. Διότι αυτά τα ποιήματα δεν εντάχθηκαν με το όνομά της μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνίας. Επομένως, μπορεί κάποιος να γράψει το αριστουργηματικότερο ποίημα, αλλά, αν αυτό μείνει «στο συρτάρι», είναι σαν να μην το έγραψε.

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν και σε μας, περιστατικά που είναι ελάχιστα γνωστά. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μακρής, που πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος από εσάς τον έχει γνωρίσει. Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Εγώ τον είχα δει στο Παρίσι, σε ένα μάθημα του πατέρα, τότε, της κοινωνιολογίας, του Gurvitch, στη Σορβόννη, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή ανέλυε τον Hegel. Κατά τη συζήτηση, πήρε τον λόγο ο Γιώργος Μακρής και είπε: «Κύριε καθηγητά, αυτό που αναφέρατε από τον Hegel δεν είναι στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Είναι στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του δικαίου, στο δεύτερο κεφάλαιο». Και ο Gurvitch έμεινε εμβρόντητος. Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας ωκεανός γνώσεων, σκέψεων, στοχασμών και αδιεξόδων. Αυτός ο άνθρωπος πραγματοποίησε και την πιο «ωραία αυτοκτονία» που έχει γίνει ποτέ. Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, και ο θυρωρός τον ενημέρωσε ότι έχει κάποια αλληλογραφία. Εκείνος απάντησε ότι ανεβαίνει πρώτα στο σπίτι και ότι θα κατέβει αμέσως να την παραλάβει, αλλά σε λίγο ο θυρωρός άκουσε τον γδούπο από την πτώση του.

Όλα αυτά τα περιστατικά σας τα αναφέρω, διότι φίλοι του Γιώργου Μακρή, χρόνια μετά τον θάνατό του, δημοσίευσαν ποιήματά του της περιόδου 1939-1940, τα οποία εξέφραζαν, πρωτοποριακά θα έλεγα, τη σουρεαλιστική αντίληψη για την ποίηση. Εντούτοις, τα ποιήματα αυτά δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λογοτεχνία. Εάν είχαν δημοσιευθεί τότε, εάν τότε είχαν γίνει λεχθέντα, θα έπαιζαν ρόλο. Το ότι δημοσιεύθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα είναι, απλώς, κάτι το συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Μακρή. Εγώ ευχαριστήθηκα που τα είδα, αλλά αυτό αφορούσε εμένα και πέντε ανθρώπους ακόμη που τον θυμούνταν. Για να παίξει ρόλο το παραμικρό, πρέπει να ενταχθεί στις κοινωνικές διαδικασίες και συγκρούσεις. Διαφορετικά, ως μη λεχθέν παραμένει μια εντελώς προσωπική και άνευ γενικότερης σημασίας υπόθεση.

Συγκεφαλαίωση

Κλείνοντας το θέμα των λεχθέντων και μη λεχθέντων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και συγκεφαλαιώνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, θα επαναλάβω ότι, σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση είναι ένα ειλητάριο που ανοίγει, και εκεί βλέπεις ποια είναι τα λεχθέντα και ποια τα μη λεχθέντα.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης είναι η συγκινησιακή αλλά και η νοηματική της συμπύκνωση, ενώ, αντίθετα, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αναλυτικό και αφηγηματικό.

Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση είναι ότι το μυθιστόρημα θέτει τα προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς να θέτει προβλήματα. Από τον Balzac, τον Stendhal και τον Ντοστογιέφσκι, έως δύο εξαιρετικές μυθιστοριογράφους που έχουμε σήμερα στην αίθουσα, τη Ρέα Γαλανάκη και την Άλκη Ζέη, στα μυθιστορήματά τους τίθενται προβλήματα. Η ποίηση, αντιθέτως, αναζητεί απαντήσεις αλλά για προβλήματα και ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.

Ένας μεγάλος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, ο Georg Lukacs, είχε πει ότι η φιλοσοφία δίνει απαντήσεις, ενώ το δοκίμιο θέτει ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, ενώ η ποίηση είναι πιο κοντά στη φιλοσοφία. Αλλά όχι τόσο κοντά, διότι η φιλοσοφία, αντίθετα με την ποίηση, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Οπωσδήποτε, όμως, όταν μιλάμε για τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα στην πεζογραφία και την ποίηση, πρέπει πρωτίστως να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση, τη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό και τον λογοτεχνικό λόγο, διότι είναι δύο σφαίρες που, ενώ είναι διαπλεκόμενες, είναι ταυτόχρονα και χωριστές.

Στον καθημερινό λόγο υπάρχει το πρόβλημα της –καμιά φορά και αναγκαίας– υπερβολής λεχθέντων. Στον λογοτεχνικό λόγο, πολλές φορές, είναι αναγκαία η υπερβολή των μη λεχθέντων. Και αυτό όχι με την έννοια της αυτολογοκρισίας αλλά με την έννοια της αφαίρεσης του περιττού στοιχείου, όπως ακριβώς και στη γλυπτική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ουσία του έργου της τέχνης.


(*)
Ομιλία στο Αιγινήτειο, τη χρονιά 2011-2012 στο πλαίσιο ομιλιών με τίτλο «Ιδιότυποι λόγοι». Το κείμενο του Τίτου Πατρίκιου θα εκδοθεί με άλλα κείμενα- ομιλίες προσεχώς από τις εκδόσεις Συνάψεις  και τη Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών


--------------------------------
Πηγή: oanagnostis

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Το ερώτημα είναι ποια Αριστερά; Του Ευτύχη Μπιτσάκη

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014
Το ερώτημα είναι ποια Αριστερά; Του Ευτύχη Μπιτσάκη
Και τώρα, τι; Αλλά η Αριστερά δεν είναι ακόμα πρώτη δύναμη. Οταν γίνει, θα τεθεί το ερώτημα. Όμως: Ποια Αριστερά; Κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, Αριστερά είναι μόνο το ΚΚΕ. Για κάθε σοβαρό πολίτη, αντίθετα, Αριστερά είναι, παρά τις διαφορές τους, διαφορές κουλτούρας, τακτικής, στρατηγικής, ακόμα και διαφορές κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων, όλες οι οργανώσεις οι οποίες θέτουν ως στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό. Δηλαδή, το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οργανώσεις της λεγόμενης «εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς». (Αλήθεια, αν οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς υπερβούν τις καταγωγικές αγκυλώσεις τους, αυτοδιαλυθούν και ενωθούν, με πιθανότητα τότε να μπουν στη Βουλή και να πάνε και στην Ευρωβουλή, αν λοιπόν μπουν κ.λπ., τότε τι θα γίνει το «έξω».)

Αριστερά, πρώτη δύναμη. Αλλά αν η ηγεσία του ΚΚΕ επιμείνει να θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο εχθρό και αν η «εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά επιμείνει στην άρνησή της, τότε το ερώτημα αφορά μόνο το πολύ πιθανό πρώτη δύναμη να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και τότε: Κυβέρνηση «με κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ. Απέναντι: Κεφάλαιο, τράπεζες, Ε.Ε., ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους, νεοναζί. Μαζί μ’ αυτούς και το ΚΚΕ;

Θα αντέξει τότε ο ΣΥΡΙΖΑ; Προετοιμάζεται ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά για να αντιμετωπίσει δεξιούς και αριστερούς εχθρούς; Δηλαδή ετοιμάζεται για κυβέρνηση και για δύναμη εξουσίας; Δεν ξέρω τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ. Φοβάμαι όμως ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει σε βάθος την ιστορική ευθύνη την οποία αναλαμβάνει σε μια τέτοια περίπτωση. Φοβάμαι ότι κατέχεται από μια νεανική αισιοδοξία.

Ομως: Μη βιαζόμαστε! Το νέο καθεστώς της νέας, ολοκληρωτικής υποτέλειας στηρίζεται ακόμα σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Και προπαντός: Εχει και θα αξιοποιήσει εφεδρείες ώστε και με δεύτερο κόμμα τη Ν.Δ. (ή άλλο δεξιό σχήμα) να σχηματίσει μια πολυκέφαλη Λερναία Υδρα. Αυτό έγινε πρόσφατα, παλαιότερα και προπαντός στην περίοδο του Εμφυλίου.

Ας περιοριστούμε λοιπόν στο μισό αρχικό ερώτημα. (Ας θυμηθούμε το «Τι να κάνουμε» του Λένιν.)

Αρχίζουμε από ένα δεδομένο. Οτι δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση. Οτι η τρόικα, μέσω των εθελόδουλων, εκποιεί τα πάντα. Οτι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα καταλήξει σε μια νέα μορφή γενοκτονίας, βιολογική και πολιτισμική. Συνεπώς: Τι να κάνουμε;

Η σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή απαιτεί τη συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου σωτηρίας, το οποίο θα διεκδικήσει την εξουσία και θα ανακόψει την πορεία προς το βάραθρο. Το μέτωπο θα μπορούσε να συγκροτηθεί στη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος: στάση πληρωμών, ακύρωση των μνημονίων, προσπάθεια ακύρωσης της δανειακής σύμβασης (στόχος μάλλον ανέφικτος, λόγω των δρακόντειων όρων της σύμβασης), εθνικοποίηση τραπεζών, πολιτική οικονομικής ανασυγκρότησης με κύριο στόχο τον παραγωγικό τομέα κ.λπ.

Αλλά θα πει το ΚΚΕ: Εξωραϊσμός του καπιταλισμού! Και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: Δεν αλλάζουν οι σχέσεις παραγωγής. Λοιπόν: Επανάσταση! Ανατροπή κ.λπ. Σύμφωνοι! Κομμουνιστική απελευθέρωση! Δύο φορές σύμφωνοι! Αλλά υπάρχει σήμερα επαναστατική κατάσταση στη χώρα μας; Δείτε τα ποσοστά των αριστερών κομμάτων. Και τι έλεγε ο Λένιν στην εποχή του; Δεν θα ήταν απλώς λάθος. Θα ήταν έγκλημα να ρίξουμε την πρωτοπορία στη μάχη, προτού κερδίσει, αν όχι την υποστήριξη, τουλάχιστον την ευνοϊκή στάση της κοινωνίας. Υπάρχει λοιπόν ευνοϊκή στάση της κοινωνίας μπροστά στο ενδεχόμενο μιας επανάστασης; Η απάντηση είναι, προφανώς, αρνητική. Το γιατί, δεν είναι του παρόντος!

Εστω όμως: Ποιος θα ήταν η πρωτοπορία και ο καθοδηγητής μιας ενδεχόμενης επανάστασης; Το ΚΚΕ που ευαγγελίζεται την επιστροφή στη μορφή σοσιαλισμού που κατέρρευσε; Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά; Πέρα απ’ αυτό: Ποια δύναμη η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως πρωτοπορία, έχει διαμορφωμένη στρατηγική της πορείας προς τον σοσιαλισμό; Το ΚΚΕ; Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ας ηρεμήσουμε. Η πλειοψηφία των αριστερών ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί; Επειδή το πρόγραμμά του αντιστοιχεί στις ανάγκες της ιστορικής στιγμής. Στην ανάγκη σωτηρίας του ελληνικού λαού. Αρχίζουμε συνεπώς από αυτό το αίτημα.

Ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλάει για σοσιαλισμό! Λάθος: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό. Αλλο αν θα θελήσει ή αν θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει. Αλλά υποστηρίζουν ορισμένοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλαχθεί σε νέο ΠΑΣΟΚ. Ας μην κάνουμε προφητείες… Αλλο το πρόγραμμα του ιστορικού (μακριά τη λήξει) ΠΑΣΟΚ και άλλο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλος ο λαός του ΠΑΣΟΚ (αγρότες μικροαστοί, ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα, που δεν ονειρεύονταν σοσιαλισμό) και άλλος ο λαός της Αριστεράς: οι επιζώντες αγωνιστές της γενιάς μου (Αντίσταση, Εμφύλιος), οι αγωνιστές της ΕΔΑ, οι νέοι (τότε) Λαμπράκηδες, οι αγωνιστές εναντίον της χούντας, οι αγωνιστές των μετέπειτα κοινωνικών αγώνων. Ολοι αυτοί θα οδηγηθούν ως πρόβατα επί σφαγήν;

Ας μην κάνουμε προφητείες. Ας μη γινόμαστε μάντεις κακών. Στην Ιστορία, πεδίο δυνατοτήτων, τίποτε δεν προβλέπεται με βεβαιότητα και τίποτα δεν αποκλείεται. Το τυχαίο υπάρχει πάντα, εναντίον της ντετερμινιστικής μοιρολατρικής αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας.

Τι κάνουμε λοιπόν; Αγωνιζόμαστε για τη συγκρότηση του λαϊκού μετώπου σωτηρίας. Ενα ελάχιστο πρόγραμμα μπορεί να αποτελέσει τη βάση του μετώπου που θα διεκδικήσει την εξουσία. Τι θα γίνει όμως με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ; Μέσα ή έξω; Εδώ τίθεται το ερώτημα: Ποια από τις συνιστώσες της Αριστεράς έχει πειστική απάντηση στο ερώτημα «Η Ελλάδα είναι βιώσιμη έξω από την Ε.Ε.;»; Και η διάλυση της Ε.Ε. και η επιστροφή στα έθνη-κράτη είναι ιστορική πρόοδος ή οπισθοδρόμηση; Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, επιστρέφουμε στις «εθνικές» οικονομίες, που θα είναι πηγή νέων αντιθέσεων; Οι απαντήσεις της Αριστεράς είναι απλώς συνθήματα.

Τότε τι κάνουμε; Υποστηρίζω ότι η μόνη στρατηγική διεξόδου από την κρίση είναι η οργάνωση και ο συντονισμός του εργατικού κινήματος και των αριστερών δυνάμεων, πανευρωπαϊκά, με στρατηγικό στόχο τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ευρώπης. Στόχος μακρινός μπροστά στη σημερινή οπισθοδρόμηση, αλλά ίσως ο μόνος μαρξιστικά ορθός.

Στο μεταξύ: Ας αρχίσει ένας δημόσιος διάλογος στην Αριστερά για την Αριστερά, για την Αριστερά και τα κινήματα, για το Μέτωπο, για το πρόβλημα της Ε.Ε., για τον σοσιαλισμό.

Η Αριστερά μας έχει το ταλέντο να κερδίζει μάχες και να χάνει τον πόλεμο. Θα σταθεί σήμερα στο ύψος της ιστορικής στιγμής; Ή θα συνεχίσει τον εμφύλιο, με συνέπεια τον δικό της εκφυλισμό και την καταστροφή της πατρίδας μας;

Χρόνια τώρα ορισμένοι πρόβλεπαν την κρίση και τη διάλυση του ΣΥΝ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι προβλέψεις δεν επαληθεύτηκαν. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ και διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο (στην εποχή μας) πείραμα. Αν στηριχτεί κριτικά από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς και από ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, θα μπορούσε να αντέξει τον ταξικό πόλεμο. Αν αφεθεί μόνος και αν καταρρεύσει, όσοι δεν μπήκαν μαζί του στη μάχη, θα νιώθουν δικαιωμένοι λέγοντας «εμείς τα προβλέψαμε»;

Συνεπώς: Λαϊκό μέτωπο σωτηρίας. Ευρύτερο λαϊκό κίνημα που θα στηρίζει κάθε θετικό μέτρο. Κριτική στήριξη της ενδεχόμενης κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Θα ανταποκριθούν στο «προσκλητήριο των καιρών» οι μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς; Και αντίστοιχα, η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ: Τι κάνει σήμερα ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των φίλων του και την κριτική στήριξη των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς; Θα αγωνιστεί οργανωμένα και αταλάντευτα για να επιτευχθεί σήμερα το ρεαλιστικά εφικτό, δηλαδή το πρώτο βήμα της δύσκολης, επώδυνης και μακράς πορείας προς την κοινωνική απελευθέρωση; Και στη συνέχεια: Δημόσιος διάλογος μεταξύ των τριών συνιστωσών της Αριστεράς, για μια τεκμηριωμένη λύση του προβλήματος ευρώ-Ε.Ε. και για τη διαμόρφωση συγκεκριμένης στρατηγικής της πορείας προς τον σοσιαλισμό.

---------------------------
Πηγή: efsyn

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014
Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
(Έχω διαβάσει πολλές αναλύσεις για τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, για την αριστερά και όχι μόνο. Αυτό το κείμενο του -διόλου γνωστού σε μένα- Νίκου Βγέθη, ξεχωρίζει για την φρεσκάδα, την ευαισθησία, αλλά και για την τόλμη που διαθέτει, γι'αυτό και το αναδημοσιεύω. Απ.Μωρ.)
 
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατά τη γνώμη μου έχει μια αξιοπρόσεκτη παρουσία στην ελληνική κοινωνία κι αξίζει μεγαλύτερου σεβασμού. Θα παρακαλούσα να φροντίσουν, όσοι συμμετέχουν στα καθοδηγητικά της όργανα,  να την αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με αντίστοιχο σεβασμό με αυτόν που της δείχνει η χειμαζόμενη κοινωνία μας.
 
Τι άραγε φταίει;

Δεν αντέχω να διαβάζω άλλες αναλύσεις για την πολιτική συμμαχιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 

Είναι κανείς τόσο αφελής που να πιστεύει ότι η αριστερά είναι τόσο κοντά στο ιστορικό θρίαμβο που εξαρτάται η επιτυχία του μονάχα από μερικές ευφυείς κινήσεις τακτικής;
Η επαναστατική αριστερά βιώνει μια βαθύτατη ήττα. Ας το δούμε κατάματα.

1) Πολιτική ήττα. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η μαρξιστική επαναστατική Αριστερά, την οποία λοξοκοίταζαν οι καπιταλιστικές κοινωνίες όταν αναζητούσαν ένα σοσιαλιστικό αύριο, ήταν τα "ορθόδοξα" Κομμουνιστικά Κόμματα που είχαν την έγκριση της Μόσχας. Η υπόλοιπη επαναστατική αριστερά ήταν είτε από πρακτική πολιτική σκοπιά "γκρουπούσκουλα" είτε στο δρόμο της σοσιαλδημοκρατικοποίησης (Ευρωκομμουνισμός). Η διάλυση των "σοσιαλιστικών" χωρών κι η συνακόλουθη εξαφάνιση του ιστορικού πολιτικού ρεύματος, συνιστά την, εκ των πραγμάτων,  εξαφάνιση της επαναστατικής αριστεράς από το πολιτικό προσκήνιο.  τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνει ο κόσμος. Η επαναστατική αριστερά αποτελεί σήμερα πολιτική γραφικότητα που πρέπει να επανακατακτήσει την κοινωνική αποδοχή.

2) Ιδεολογική ήττα. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ έβαλε το μαρξισμό στην κατάψυξη.  Δεν πρέπει να υποτιμάμε τις μεμονωμένες αξιόλογες προσπάθειες που έγιναν με σκοπό την εξέλιξη αυτού του επαναστατικού ιδεολογικού ρεύματος, ακόμα και μέσα στην ΕΣΣΔ.  Όμως ήταν πρακτικά αδύνατο αυτές οι εξαιρέσεις να ανταποκριθούν στο ιστορικό τους έργο. Ο αστισμός είχε και διέθετε κολοσσιαίους πόρους στους μηχανισμούς ιδεολογικής κυριαρχίας κι από την άλλη πλευρά η "αφρόκρεμα" της επαναστατικής διανόησης, είτε -στην πλειοψηφία της- είχε υποταχθεί στη γραφειοκρατικοποιημένη -πλην όμως "επίσημη"- ερμηνεία του μαρξισμού, είτε αναλωνόταν στην διαπάλη με τη γραφειοκρατία αυτή.  Πολύ λίγη ενέργεια κατέληγε στην ουσιαστική ανάπτυξη του μαρξισμού.

Κάποτε οτιδήποτε ριζοσπαστικό στη σκέψη είτε προερχόταν είτε κατέληγε στο μαρξισμό.  Εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, οι "επίσημοι πολιτικοί εκφραστές" του μαρξισμού " (π.χ. ΚΚΕ) αντιμετώπιζαν εχθρικά οτιδήποτε το καινούριο. Έτσι ο μαρξισμός έμεινε στάσιμος για έναν ολόκληρο αιώνα.

Αυτός ο κατεψυγμένος μαρξισμός, από κυρίαρχη ιδεολογία έγινε περιθωριακή και , σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας, κυριαρχούν σήμερα ιδεολογήματα ξένα στο μαρξισμό. Όπως το Big-bang κι η κυριαρχία του αγνωστικισμού στις θετικές επιστήμες.

Η παρέμβαση επιστημόνων  και φιλοσόφων με μαρξιστικό προσανατολισμό είναι για πολλές δεκαετίες απλά δον-κιχωτικές (π.χ. Μπιτσάκης).

 3) Έλλειψη Στρατηγικής. Κάποτε οι επαναστάτες πίστευαν ότι είχαν δίκιο κι αυτήν την πεποίθηση τη μοιράζονταν με εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι, οι λαοί μπορούσαν εύκολα να "παραβλέψουν" τα λουτρά αίματος που συνόδευαν πάντα τους "δρόμους προς τον Ουρανό".  Στην υπερβολή που αναπτύχθηκε γύρω από τον "επαναστατικό πυρετό" που προσέβαλε ευρείες μάζες, στοιχημένες πίσω από τις σοσιαλιστικές κι απελευθερωτικές θεωρίες, η βία ξεπέρασε το ρόλο της ως αναγκαίο κακό αλλά έφτασε και στο σημείο να λατρεύεται αυτοτελώς. Το διάσημο πλέον "βία στη βία της εξουσίας", δεν αναφέρεται στη βία ως μέσον.

Σήμερα, όμως,  όλες  οι επαναστάσεις έχουν λίγο έως πολύ χαθεί. Με παρόμοια την αφετηρία και το τέρμα, το μόνο που μένει σταθερό είναι το λουτρό αίματος. 

Δεν βολεύτηκαν -λοιπόν- οι λαοί, ούτε έγιναν όλοι "οπορτουνιστές" κι "αναθεωρητές" κι ότι άλλο παρόμοιο ποταπό.  Απλά έμαθαν  από την εμπειρία τους. Προτιμούν τις εκλογές από τις επαναστάσεις. Μπορεί να μη φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά τουλάχιστον δεν πονάνε τόσο.

Η στρατηγική των επαναστάσεων έχει πλέον ελάχιστους οπαδούς.

4) Οραματική ανεπάρκεια. Ο Μαρξ, συνέλαβε το σοσιαλισμό σαν άρνηση των αντιθέσεων του καπιταλισμού. Δυστυχώς γι εμάς, δεν περιέγραψε τις λεπτομέρειες στην λειτουργία κι οργάνωση του σοσιαλισμού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μόνη της η αρχική διαπίστωση ήταν  κολοσσιαίας σημασίας.

Στην αντιπαράθεση των κομμουνιστών με τον πρώιμο καπιταλισμό των καταθλιπτικών φορντιανών γραμμών παραγωγής, των μαύρων αστικοποιημένων περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας και του ανολοκλήρωτου  εκδημοκρατισμού των  αυταρχικών πολιτικών συστημάτων,  η επίκληση της άρσης των αρνητικών του καπιταλισμού ήταν ένα επαρκέστατο κίνητρο. Άλλωστε τότε οι προλετάριοι δεν είχαν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους. Δεν είχαν ούτε pc, ούτε i-phone, ούτε αυτοκίνητο. Η μαρξική θεωρητική διαπίστωση μετασχηματιζόταν αυτόματα σε πολιτικό αίτημα. Απέναντι σε έναν τόσο αποκρουστικό καπιταλισμό, δεν ήταν δα και πολύ δύσκολο να διεκδικήσεις την ηθική υπεροχή.

Σήμερα, οφείλει κανείς να αντιπαρατεθεί με ένα πλουσιότερο ιδεολογικό οπλοστάσιο. Είναι εύκολο να αποκαλείς το σοσιαλισμό εξουσία του λαού. Και το Ariel το συνιστούν 29 κατασκευαστές πλυντηρίων. Δε λέει πλέον σε κανέναν τίποτα. Πώς θα εκφράζεται η λαϊκή εξουσία; Με εκλογές; Ποιό θα είναι το πολιτικό αυτό σύστημα που θα εξασφαλίζει τη λαϊκή εξουσία; Εάν το ξέρουμε  γιατί δεν το λέμε; Εάν δεν το ξέρουμε, τότε τι ζητάμε από το λαό;

Ποιο είναι το οικονομικό σύστημα που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής; Θα υπάρχουν εταιρείες; Θα υπάρχουν διοικήσεις κι ανειδίκευτοι εργάτες; Θα υπάρχουν μέτοχοι και μετοχές ή θα τα έχει όλα το κράτος; Το κράτος ποιος θα το έχει;

Σήμερα στην οικονομική ζωή υπάρχει ένα χαοτικό αλλά υπαρκτό σύστημα λήψης αποφάσεων. Η κάθε οικονομική μονάδα αποφασίζει για την πάρτη της στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς. Στο σοσιαλισμό, ποιοι και πώς θα παίρνουν αποφάσεις; Είναι δυνατόν να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός σε ένα τόσο πολυδαίδαλο και περίπλοκο σύστημα, όπως είναι η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομική ζωή; Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα "απλουστεύσουμε βίαια" την οικονομική ζωή ή θα φτιάξουμε ένα αποκεντρωμένο σύστημα διεύθυνσης; Τέλος πάντων, ακόμα κι εάν δεν ξέρουμε ακριβώς πως θα είναι, τι ονειρευόμαστε, πως το φανταζόμαστε, ποιο είναι το ιδανικό που θα θέλαμε να υλοποιήσουμε; Εάν δε μπορούμε να το περιγράψουμε, πώς έχουμε την απαίτηση να αποδεχθεί ο λαός την ανωτερότητά του;

5) Το πρότυπο του λαϊκού αγωνιστή
Ναι, το έχουμε χάσει κι αυτό!

Στο μεσοπόλεμο κι ακόμα λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο, οι κομμουνιστές συνιστούσαν  ένα πρότυπο για την κοινωνία. Ήταν μορφωμένοι, ήταν ηθικοί (ότι κι εάν σήμαινε αυτό), ήταν δίκαιοι, δεν ήταν αργυρώνητοι, ίσα-ίσα ήταν υποδείγματα ανιδιοτέλειας, σέβονταν τις γυναίκες και τις αντιμετώπιζαν ισότιμα, υιοθετούσαν τις πρωτοποριακές  αντιλήψεις κοκ

Ο κόσμος τους καταλόγιζε έντονα ουτοπικά στοιχεία στην πολιτική τους πρόταση, αλλά όμως αναγνώριζαν την ανωτερότητά τους. 

Καταδιωκόμενοι μονίμως από το κράτος, δε μπορούσαν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα, άλλωστε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής τους το πέρναγαν στις φυλακές.

Ήταν επαγγελματίες επαναστάτες σε μια ιστορική περίοδο που η διάχυτη αίσθηση της επικείμενης σοσιαλιστικής επανάστασης το δικαιολογούσε.

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η στάση ζωής έχει πολλά προβλήματα.

Η απόσπαση από τον κοινωνικό ιστό των επαγγελματιών επαναστατών είναι πλέον απαράδεκτη. Άλλωστε, καταλαβαίνουμε ότι ένα μικρό σώμα ελίτ επαγγελματιών επαναστατών αποτελεί το συντομότερο δρόμο προς τη γραφειοκρατικοποίηση.

Αφού οι επαναστάτες πρέπει να ενταχθούν στην οικονομική ζωή, αρχίζουν τα πράγματα να είναι περισσότερο περίπλοκα. Πρέπει  να αναλαμβάνουν διοικητικούς ρόλους ή θα πρέπει να παραμένουν "αμόλυντοι" ανειδίκευτοι εργάτες;

Ποια πρέπει να είναι η στάση τους στην οικογένεια; Η συμμετοχή τους στη ζωή του σπιτιού, οι ευθύνη τους για την ανατροφή των παιδιών κοκ.

Ναι, να κάνουμε γελώντας κριτική στην διαγραφή του Παζολίνι για "ηθική ανεπάρκεια". Μπορούμε όμως να περιγράψουμε την ηθική επάρκεια; Μπορούμε να προβάλουμε μια πρότυπη στάση ζωής;  Εάν δεν προβάλουμε αυτά που κατά την άποψή μας "έχουν νόημα", πώς μπορούμε να ισχυριστούμε μια οραματική ανωτερότητα; Ανώτερη ως προς τι; Εάν η σύγχρονη καταναλωτική καπιταλιστική κοινωνία δεν έχει μέλλον, μπορούμε να περιγράψουμε αυτή που θα έχει;

Ας επιστρέψουμε στις εκλογές και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Τι από τα παραπάνω θα επουλώναμε με μια συνεργασία με το "Σχέδιο Β'";

Το πρόβλημα -λοιπόν-  με την αριστερά δεν είναι οι εκλογικές της επιδόσεις. Μεγαλύτερη σημασία έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής επιρροής ενός τέτοιου επαναστατικού μορφώματος.

Δε φτάνει να συνειδητοποιήσουμε το μέτρο της ιστορικής δυσκολίας που αντιμετωπίζουμε.

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και την ιστορική πρόκληση που βρίσκεται μπροστά μας.

Η συνεχής "διαπίστωση" περί αντικειμενικής ωριμότητας της ανατροπής του καπιταλισμού τα τελευταία 150 χρόνια μοιάζει με σταματημένο ρολόι. Σε όσους επιμένουμε ότι τέτοια ιστορική φάση δεν έχει ακόμα εμφανιστεί στην ανθρώπινη ιστορία  κάποιος θα κάνει κάποια στιγμή τον έξυπνο και θα μας πει "είδατε που εγώ σας τα 'λεγα". Απλά αρχίζει αυτή η στιγμή να πλησιάζει και θα πρέπει να μας απασχολεί εάν θα υπάρξει κάποια αριστερά που θα μπορέσει να αναβιώσει ένα θελκτικό σοσιαλιστικό όραμα.

Έχουμε λοιπόν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα μετωπικό μόρφωμα αποτελούμενο από διαφορετικά πολιτικά ρεύματα που καταφέρνει να εξασφαλίζει στον καθένα την αυτοτέλειά του, καταφέρνει να συσπειρώνει ανένταχτους χωρίς να τους καπελώνει, εξασφαλίζει την πολιτική διαφωνία και διατηρεί την αντιπαράθεση σε συντροφικά επίπεδα (ε, και κανένα μαχαιρωματάκι καμιά φορά για να μην ξεχνάμε τις ιστορικές μας παραδόσεις),  έχει  πλέον μια ευρεία παρουσία στο συνδικαλιστικό  χώρο εμφανίζοντας μια "ενιαία" μορφή χωρίς να γίνεται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια καταστολής των διαφορετικοτήτων και -ίσως το σημαντικότερο- χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στις διάφορες "αποκλίσεις" που εμφανίζονται σε διαφορετικούς χώρους. Είτε αυτές συνιστούν "ηγεμονικού χαρακτήρα" οργανωμένη παρέκκλιση κάποιας από τις διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις είτε προσωπικές αδυναμίες των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο συγκεκριμένο χώρο. Εφόσον ζούμε στην κοινωνία των ανθρώπων θα αντιμετωπίζουμε με κατανόηση και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πολύ περισσότερο αυτές των συντρόφων μας.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να υπερηφανευτεί γι αυτόν τον ανώτερο πολιτικό πολιτισμό της.
Οι εκλογικές επιδόσεις της σε συνδυασμό με τα ελάχιστα οργανωμένα μέλη και την εμβρυακή οργανωτική δομή, μας βεβαιώνουν  ότι μια επαναστατική αριστερά έρχεται επιτέλους με πολιτικούς όρους σε επαφή με πλατύτερα λαϊκά στρώματα.  Ναι, είναι ενοχλητικό να ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ οι ψήφοι σε διαδοχικές εκλογές:


Όμως ενώ η στατιστική τάση είναι ανοδική (ενοχλητικά μικρή η κλίση αλλά όμως  αυξητική) το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι πάνε κι έρχονται (ναι ξαναέρχονται!) δείχνει μια πολιτική σχέση με κάποια βαθύτερα χαρακτηριστικά κι αυτό το γεγονός αξίζει να το εκτιμήσουμε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε μπορεί ούτε θέλει να περιχαρακώσει την πολιτική της επιρροή. Στις κινητοποιήσεις είναι σε ιδιαίτερα καλή επικοινωνία και συνεργασία με όλες τις πλευρές της αριστεράς. Ακόμα και το ΣΥΡΙΖΑ.

Μικρές πολιτικές οργανώσεις που δε συμμετέχουν κεντρικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεργάζονται στα ΕΑΑΚ ή σε τοπικές δημοτικές κινήσεις ή σε κοινωνικούς φορείς.

Ακόμα και με το ΚΚΕ υπάρχει ισχυρή διάθεση για κοινές δράσεις.

Η σχέση μας με τους "οπαδούς" δεν είναι οργανωτική, δεν είναι προϊόν απολίτικης συναισθηματικής συστράτευσης, και δεν έχει καμία υστεροβουλία (όχι δεν θα γίνουμε κυβέρνηση!).

Είναι μια συνειδητή πολιτική σχέση και μόνο. Εκλογικά εκφράζεται ανάλογα με τις πολιτικές περιστάσεις που μόνο πολιτικά ανάπηροι δε μπορούν να κατανοήσουν…

Όλα αυτά δείχνουν μια ζηλευτή και πρωτόγνωρη υγεία στη σχέση μιας επαναστατικής οργάνωσης της αριστεράς  με την πολιτική της επιρροή.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει επουλώσει τις ανοικτές πληγές της αριστερά. Δε μπορεί άλλωστε. Είναι όμως η πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία της ελληνικής αριστεράς που ζούμε ένα πολιτικό πείραμα που αξίζει τον κόπο.

Ας το περιφρουρήσουμε.

Νίκος Βγέθης



----------------------
Πηγή:aristeroblog 

12 βιβλία σε eBook για κατέβασμα!

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014
12 βιβλία για το καλοκαίρι σε eBook για κατέβασμα!
Διηγήματα και ποιήματα, παιδικά, δοκίμια και κλασικά αριστουργήματα. Συγκεντρώσαμε βιβλία που αγαπάμε ή που θέλουμε να διαβάσουμε και τα φέρνουμε στις οθόνες μας για ανάγνωση τα τεμπέλικα απογεύματα. Τα πολυσέλιδα μπορείτε να τα διαβάσετε ιδανικά σ’ ένα tablet, τα μικρότερα μπορείτε να τα τυπώσετε.

Άντον Τσέχοφ-Οι Τρεις Αδελφές: Οι τρεις αδερφές ζουν σε μία επαρχιακή περιοχή όπου το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ύπαρξη μίας μονάδας του ρωσικού στρατού. Έρωτες, φιλοδοξίες, ελπίδες και όνειρα που δεν ανθίζουν ποτέ, καθορίζουν την εξέλιξη του έργου. [Κατέβασέ το]
Νικόλας Άσιμος-Αναζητώντας Κροκανθρώπους: …] «Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα ‘μαι πια εγώ. Θα ‘ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο». [...]. [Κατέβασέ το]
Νίκος Καββαδίας-Ανένταχτα: Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πίσω του μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Τα παρακάτω ποιήματα δεν εντάχθηκαν σε κάποια ποιητική συλλογή του, αλλά δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα. [Κατέβασέ το]
Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ-Τα απομνημονεύματα του Σέρλοκ Χολμς: Ο Σέρλοκ Χoλμς, ο πασίγνωστος φανταστικός ντετέκτιβ-σύμβουλος, μαζί με τον βοηθό του δρα. Τζον Η. Γουάτσον εμπλέκονται σε δεκάδες υποθέσεις μυστηρίου. Χαρακτηριστικό του Χολμς είναι οι περίεργες μέθοδοι που χρησιμοποιεί στις εξιχνιάσεις των εγκλημάτων. [Κατέβασέ το]
Φραντς Κάφκα-Η Δίκη: Ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ) είναι ένας άνθρωπος συνηθισμένος, στου οποίου τη ζωή δε συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό. Ξαφνικά η ισορροπία του ανατρέπεται, όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. [Κατέβασέ το]
Φίοντορ Ντοστογιέφσκι-Το υπόγειο: Η φανταστική απολογία και εξομολόγηση ενός ρώσου υπαλλήλου των μέσων του 19ου αιώνα, που αποφασίζει να λειτουργήσει αντικομφορμιστικά και να περάσει από την αδιαμαρτύρητη αποδοχή στην ανώνυμη αντίδραση διά της καθόδου στο «υπόγειο». Ένα υπόγειο-φρούριο, στο οποίο επιλέγει να παραμείνει φυλακισμένος ή μάλλον προστατευμένος από την υπερβολή της αγάπης. [Κατέβασέ το]
Ανδρέας Καρκαβίτσας-Ο αποσπασματάρχης: Με το διήγημα αυτό ο Καρκαβίτσας ασχολείται με το πρόβλημα του κομματισμού και τις μικροπολιτικές δραστηριότητες των κομματαρχών της ελληνικής επαρχίας της εποχής του. Ακολουθεί ένα στρατιωτικό απόσπασμα μέχρι το ορεινό χωριό Σπηλιά του Κισσάβου και μας περιγράφει παραστατικά τη νοοτροπία και τη δουλικότητα των κατοίκων απέναντι στον αποσπασματάρχη, που είναι γι’ αυτούς ο εκπρόσωπος του νόμου στην περιοχή. [Κατέβασέ το]
Πηνελόπη Δέλτα-Ο Μάγκας: Ένας καλοζωισμένος σκύλος μιας πλούσιας ελληνικής οικογένειας που ζει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Μάγκας, προκειμένου να αποφύγει κάποια τιμωρία, το σκάει από το σπίτι και βρίσκεται μπροστά σε κινδύνους που ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει. Ένα αδέσποτο τον βοηθά να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Τελικά αποφασίζει να επιστρέψει κοντά στους δικούς του. Αργότερα, θα συντροφεύσει τον νεαρό κύριό του στην Ελλάδα και μαζί του θα λάβει μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα.  [download /κατέβασέτο
Πηνελόπη Δέλτα-Ο Τρελαντώνης: Ένα καλοκαίρι ο Τρελαντώνης και τα τέσσερα αδέλφιά του φιλοξενούνται για τις διακοπές στον Πειραιά, στο σπίτι των θείων τους. Οι γονείς του Αντώνη ζουν στην Αίγυπτο και εκείνο το καλοκαίρι δε μπόρεσαν να ταξιδέψουν. Έτσι, ο Αντώνης σκαρφίζεται του κόσμου τις σκανταλιές, μπλέκει σ’ αυτές και τ’ αδέλφιά του, παρασύροντάς τα στο τέλος στην τιμωρία της αυστηρής θείας του. Όμως ο Τρελαντώνης, για χάρη της αλήθειας, παραδέχεται κάθε του αταξία.[Κατέβασέ το] [Κατέβασέ το] “Τρελαντώνη” κλικ εδώ,   Παραμύθι Χωρίς Όνομα,    Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου Διαβάστε επίσης: “στο σαλόνι της Πηνελόπης Δέλτα” Δείτε το ντοκιμαντέρ με τη ζωή της Π. Δέλτα
Έρμαν Έσσε-Ο άνθρωπος που θα καλυτέρευε τον κόσμο: Οι δυσκολίες, τα παραστρατήματα, οι ανησυχίες, οι παρορμήσεις των βασανιστικών χρόνων της νιότης. Ο ομώνυμος ήρωας του Εμίλ Κολμπ είναι ένας νέος που αρχίζει την πορεία του προς την ωριμότητα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγει από μια μικροαστική επαρχιακή πραγματικότητα. Ο Έσσε στοχάζεται με τρυφερή ειρωνεία και ιδιαίτερη διεισδυτικότητα το μαρτύριο των αγοριών στην πρώτη τους επαφή με τον κόσμο των ενηλίκων. [Κατέβασέ το]
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι-Ποιήματα: Κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού, ο Μαγιακόφσκι το 1908 έγινε μέλος του ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. [Κατέβασέ το]
Αλμπέρ Καμύ-Ο Μύθος του Σίσυφου: Ένα δοκίμιο του Καμύ πάνω στο παράλογο. Η έννοια του παραλόγου και η σχέση ανάμεσα στο παράλογο και την αυτοκτονία αποτελούν τα θέματα αυτού του δοκιμίου. O αγώνας του Σισύφου που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί το θάνατο γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας. Μπορείτε να το κατεβάσετε [download / κατέβασέτο]
επιλογή: www.doctv.gr (από τη συλλογή του 24grammata.com)

-------------------
Πηγή:alfavita

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Πότε χρησιμοποιούμε ότι και πότε ό,τι

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014
 ότι και πότε ό,τι

"Κάνει ότι θέλει το καλό μας αλλά δεν θα μας κάνει ό,τι θέλει"

Παρά τα φαινόμενα, ο τίτλος δεν αφορά π.χ. την κ. Μέρκελ ή άλλους εταίρους μας, αλλά έχει θέμα καθαρά γλωσσικό, ορθογραφικό μάλιστα. Όπως ξέρουμε υπάρχουν δυο «ότι» στη γλώσσα μας, η αναφορική αόριστη αντωνυμία (ουδέτερο της αρχαίας αντωνυμίας όστις) που σημαίνει «οτιδήποτε» και ο ειδικός σύνδεσμος που σημαίνει «πως».

Για να τα διακρίνουμε, την αντωνυμία (που σημαίνει οτιδήποτε) τη γράφουμε χωρισμένη με ένα σημαδάκι που μοιάζει με κόμμα (αλλά που πιο σωστό είναι να τη λέμε υποδιαστολή).

Λέει ότι θέλει να βοηθήσει αλλά δεν τον πιστεύω (ειδικός σύνδεσμος· λέει πως θέλει να βοηθήσει)
Λέει ό,τι θέλει ο ψεύτης, μην τον πιστεύεις (λέει οτιδήποτε θέλει, κάθε τι που θα του περάσει από το μυαλό).

Κανονικά, δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μπερδέψουμε τα δυο ομόηχα αφού οι σημασίες είναι διαφορετικές (και αφού, στον προφορικό λόγο, το ό,τι τονίζεται πολύ εντονότερα από το ότι). Αν έχουμε αμφιβολία, μεταφράζουμε μέσα μας τη λέξη, κι αν ισοδυναμεί με το «οτιδήποτε» θέλει υποδιαστολή, αν αποδίδεται με το «πως» δεν θέλει. Παράδειγμα:
Είπε oti θα μας βοηθήσει και θα μας δώσει oti του ζητήσουμε. Αυτό αντιστοιχεί στο: είπε πως θα μας βοηθήσει και θα μας δώσει οτιδήποτε του ζητήσουμε. Άρα: Είπε ότι θα μας βοηθήσει και θα μας δώσει ό,τι του ζητήσουμε.

Το ό,τι οι αρχαίοι το γράφανε χωρισμένο (ό τι) ή μάλλον το γράφανε έτσι κι αλλιώς ενωμένο αλλά στις σημερινές εκδόσεις το βρίσκουμε χωρισμένο. Η υποδιαστολή αυτή είναι κληρονομιά από τους βυζαντινούς γραφιάδες, που δεν την χρησιμοποιούσαν μόνο για το ότι αλλά και σε άλλες περιπτώσεις· τα λέει καλά ο Νικ Νίκολας εδώ.

Μερικοί, από υπερβάλλοντα ζήλο, γράφουν και το οτιδήποτε με υποδιαστολή (ο,τιδήποτε) αλλά εδώ είναι περιττή -και, θα έλεγα, λάθος. Στο σύμπλοκο apoti, χρειάζεται η υποδιαστολή: απ’ ό,τι μου είπε (= από όσα, από οτιδήποτε μου είπε), συμφωνεί με την πρότασή σου. Στο σύμπλοκο paroti δεν χρειάζεται, αφού είναι «παρά το γεγονός ότι»: παρ’ ότι διαφώνησε, υπάκουσε στην πλειοψηφία. Το ό,τι να ‘ναι θέλει υποδιαστολή, όπως και (διπλή) το ό,τι κι ό,τι.

Μια αμφισβητούμενη περίπτωση είναι το χρονικό oti (π.χ. ήρθε ό,τι φεύγαμε [= πάνω που φεύγαμε]), που εγώ το γράφω χωρισμένο με υποδιαστολή (ό,τι) το ίδιο και το λεξικό Μπαμπινιώτη, αλλά στο ΛΚΝ, τουλάχιστον στην ηλέκδοση, βλέπω με έκπληξη να γράφεται αχώριστο.

Στον απεριποίητο «οιονεί γραπτό» λόγο των φόρουμ και των ιστολογίων του Διαδικτύου, οι όμορφες διακρίσεις όμορφα καίγονται· ούτε η διάκριση του αναφορικού που από το ερωτηματικό πού τηρείται, ούτε του ότι από το ό,τι.

Εδώ που τα λέμε, η πιθανότητα σύγχυσης δεν είναι και τόσο μεγάλη. Μπορούμε να κατασκευάσουμε φράσεις που να μην είναι σαφές για ποιο oti πρόκειται, αλλά θα είναι ελλειπτικές ή χωρίς συμφραζόμενα, σκέτοι τίτλοι, π.χ. «Κάνει ότι θέλει η ΑΕΚ», τίτλος από κυπριακή αθλητική ιστοσελίδα (δεν πρόκειται για την ΑΕΚ που ξέρουμε, αλλά για μια κυπριακή): έτσι ξερός που είναι ο τίτλος δεν είναι σαφές αν η ΑΕΚ προσποιείται ότι θέλει ή αν κυριαρχεί απόλυτα στο τοπικό πρωτάθλημα, άρα «κάνει ό,τι θέλει». Αν διαβάσουμε το άρθρο, προκύπτει πως η δεύτερη εκδοχή είναι η σωστή. Κι αν γκουγκλίσετε το «κάνει ότι θέλει», οι ανευρέσεις της πρώτης δεκάδας είναι και οι δέκα στραβογραμμένες, θα έπρεπε να είναι «κάνει ό,τι θέλει», π.χ. «Ο ΟΤΕ κάνει ότι θέλει στη Γλυφάδα».

Παρεμπιπτόντως, τον παλιό καιρό, δηλαδή προπολεμικά, το που (το αναφορικό) και το πού (το ερωτηματικό) δεν ξεχώριζαν, και τα δύο γράφονταν ίδια: ποῦ και φυσικά αυτό δεν εμπόδισε τον Καβάφη να γράψει αριστουργήματα και το αναγνωστικό κοινό να τα κατανοήσει. Δεν είναι δηλαδή προς θάνατο η εξαφάνιση της διάκρισης μεταξύ ό,τι και ότι. Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν εμποδίζεται η κατανόηση, είναι τσαπατσουλιά. Βέβαια, για πολλά «ότι» που θα έπρεπε να είναι «ό,τι» ίσως να φταίει ο ορθογράφος του Word, ο οποίος (τουλάχιστον στη δική μου έκδοση) κοκκινίζει το ό,τι λες και είναι λάθος. Πάντως, είναι αφροντισιά και από έναν επαγγελματία γραφιά περιμένεις να κρατάει τη διάκριση, όπως κι από έναν επαγγελματία γιατρό περιμένεις να μην κυκλοφορεί με λιγδιασμένα ρούχα. Αλλά, όπως είπαμε τις προάλλες, εδώ κοτζάμ Μανδραβέλης που μπαίνει και θέμα στις εξετάσεις, και που μας έχει γανώσει τα αυτιά να μιλάει για την ανομία, αλλά τους νόμους της ορθογραφίας δεν τους τηρεί.

Από τη στιγμή που «νόμος» ορίζεται ότι θέλει το κόμμα, γιατί να μην γίνεται «νόμος» ότι αποφασίσει η μικρή ομαδούλα;

Υπάρχουν βέβαια και τα ανάποδα λάθη, όπως εδώ σε κείμενο της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου , όπου το τελευταίο oti έπρεπε να είναι ότι αλλά γράφτηκε ό,τι.

Για μένα, το μεγαλύτερο όφελος που αποκομίζεις απ’ το μουσείο αυτό είναι ότι σε βοηθάει ν’ αντιληφθείς το σημαντικότερο ζήτημα που απασχόλησε και ίσως βασάνισε την αρχαία ελληνική δημιουργία, κι αυτό δεν είναι άλλο από τη διαχείριση του εκτυφλωτικού μεσογειακού φωτός. Είτε το εκλάβεις κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, η διαχείριση του φωτός παραμένει ένα πολύ επίκαιρο ζήτημα και για μένα είναι ο λόγος που επιστρέφω στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ξανά και ξανά. Όχι τόσο για να διδαχτώ το πώς αλλά για να διαπιστώσω κάθε φορά από την αρχή ό,τι γίνεται.

Υποθέτω πως εννοεί «να διαπιστώσω ότι γίνεται η διαχείριση του φωτός», όχι «να διαπιστώσω ό,τι γίνεται στο Μουσείο» -υποψιάζομαι δε ότι το λάθος το έκανε διορθωτής. Πράγμα που θα σήμαινε ότι η (δωρεάν) Lifo πληρώνει ακόμα διορθωτές τη στιγμή που κραταιές (συμβατικές) εφημερίδες έχουν αναθέσει τα διορθωτικά τους στον Σπελ Τσέκερ. Λέτε;

*****

Σε γενικές γραμμές, συμπερασματικά ισχύουν τα εξής:

Γενικά για να το θυμάστε εύκολα, απλά να ξέρετε το εξής:
Πάντα χρησιμοποιούμε το ότι ΕΚΤΟΣ κι αν αυτό που λέμε, υποδηλώνει το "οτιδήποτε".

Αν δηλαδή χρησιμοποιείτε ένα "ότι" σε μία πρότασή σας και το μεταφράζετε νοητά σε "οτιδήποτε", αν ταιριάζει, τότε χρησιμοποιήστε το ό,τι με το κόμμα.

Αυτό είναι όλο!

Με κόμμα = "οτιδήποτε"
Χωρίς κόμμα = όλα τα άλλα

Ας δούμε και λίγα παραδείγματα για να καταλάβετε καλύτερα τη διαφορά του ό,τι με το ότι:


Ότι

» Να του πεις ότι θα αργήσω.
» Αν πας μέσα, τότε θα καταλάβεις ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα φαντάζεσαι.
» Δεν μου έρχεται κάτι άλλο, κόλλησα... ίσως φταίει ότι είναι αργά το βράδυ! :)
Ό,τι

» Πάντα καταλήγω εδώ να πάρει ευχή ό,τι και να κάνω.
» Ό,τι πιεις, κερασμένο από εμένα.
» Αγάπησα πολύ το coolweb και ό,τι αγαπάω... το κάνω... αγκαλίτσες! (ό,τι να ’ναι)

Πιστεύουμε έγινε πλήρως κατανοητή η διαφορά ό,τι με το ότι και πλέον θα είναι εύκολο να το χρησιμοποιείτε σωστά. 


------------------------------
Πηγή:sarantakos.wordpress.com
coolweb.gr 

ΜΠΟΡΟΥΜΕ - PODEMOS: Από τους Αγανακτισμένους στην Πλημμύρα της Ελπίδας:Τι είναι και τι θέλει το «φαινόμενο» Podemos

Τρίτη, Ιουνίου 03, 2014
Τι είναι και τι θέλει το «φαινόμενο» Podemos
Το πολιτικό τοπίο που αφήνουν  πίσω τους τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: Ερείπια! Μοναδική όαση το ελληνοϊσπανικό δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ- PODEMOS + η μικρότερης εμβέλειας αλλά ιστορική επιτυχία της βελγικής πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστεράς που με άξονα το PTB (Βελγικό Κόμμα Εργασίας) εκλέγει βουλευτές και μπαίνει μετά από δεκαετίες στο Κοινοβούλιο. Το συμπέρασμα δεν είναι δύσκολο. Από εδώ και πέρα, οποιαδήποτε πρωτοβουλία και κίνηση είτε για την ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής αριστεράς είτε για τη συντονισμένη κινητοποίηση ενάντια στις πολιτικές λιτότητας ή στο φασισμό πρέπει υποχρεωτικά να εκπορεύεται αλλά και να στηρίζεται σε αυτό τον ελληνοϊσπανικό άξονα ΣΥΡΙΖΑ- PODEMOS…
Ιδού λοιπόν ένας παραπάνω λόγος που πρέπει να μας κάνει να θέλουμε να γνωρίσουμε το Podemos, να μάθουμε τι είναι και τι θέλει αυτό που δίκαια ήδη παρουσιάζεται ως το φαινόμενο και συνάμα η μεγάλη ελπίδα της ισπανικής αλλά και ευρωπαϊκής κινηματικής αριστεράς. 
Πολιτική έκφραση του κινήματος των Αγανακτισμένων -που πρόφτασε γρήγορα να ριζώσει και να γεννήσει τις μεγάλες πλημμυρίδες (Mareas) για την εκπαίδευση (Πράσινη), την Υγεία (Λευκή), τους ανέργους (Κόκκινη), τις Δημόσιες Υπηρεσίες (Πορτοκαλιά), τις γυναίκες (Βιολετιά), κ.α.-, το κίνημα των Podemos αναδείχτηκε στη μεγάλη έκπληξη των ευρωεκλογών και με το 8% των ψήφων είναι τώρα το τέταρτο κόμμα της χώρας (τρίτο στη Μαδρίτη και σε άλλες μεγάλες πόλεις). Έχοντας καταρτίσει το ευρωψηφοδέλτιό του μετά από ανοιχτές ψηφοφορίες στις οποίες ψήφισαν 33.165 ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, το Podemosέκανε μια εντυπωσιακή προεκλογική εκστρατεία (που κόστισε μόλις 130.000 ευρώ) βασιζόμενο στην εθελοντική εργασία των «λεσχών» βάσης του που λειτουργούν ήδη σε πάνω από 400 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του Ισπανικού Κράτους.
Κύριο χαρακτηριστικό των 5 ευρωβουλευτών του Podemos είναι ότι «πιάνει το χέρι» τους, ότι είναι κατ’εικόνα και ομοίωση των κινηματικών αγωνιστών της βάσης του, ότι δεν είναι ηγέτες «του σωλήνα», καθώς υπάρχουν εξαιτίας των κινημάτων και ελέγχονται συνεχώς από αυτά. Ωστόσο, επειδή τίποτα δεν πέφτει από τον ουρανό, για αυτό και η αρχική πρωτοβουλία για τη δημιουργία του Podemos ανήκε από κοινού στην ομάδα της δημοφιλέστατης «αιρετικής» τηλεοπτικής εκπομπής La Tuerka (το παξιμάδι βίδας) γύρω από τον ηγέτη της Pablo Iglesias και στη -νεαρή αλλά με σημαντική επιρροή- οργάνωση Izquierda Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά). 
Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι ο 35χρονος καθηγητής Pablo Iglesias εξελέγη πρώτος μεταξύ των υποψήφιων ευρωβουλευτών του ενώ δεύτερη ήταν η  32χρονη Ανδαλουσιανή ακτιβίστρια της Πράσινης Πλημμυρίδας και μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς Teresa Rodriguez. Ωστόσο, προσοχή: Στο Podemos όχι μόνο αποκλείονται οι επαγγελματίες πολιτικοί αλλά και είναι υποχρέωση των μελών του –και κατά συνέπεια, και των 5 ευρωβουλευτών του- να συνεχίσουν την επαγγελματική τους απασχόληση καθώς και τη συμμετοχή τους στην πολιτική οργάνωση και στο συνδικάτο της αρεσκείας τους.
Δεν κρύβουμε ότι όλα αυτά καθώς και πολλά άλλα χαρακτηριστικά του Pοdemos μπορεί να σοκάρουν μια ελληνική αριστερά και άκρα αριστερά που είναι μαθημένες… αλλιώς. Όπως εξάλλου μπορεί να σοκάρει –ή να μας κάνει να ζηλεύουμε τα ισπανικά αριστερά ήθη- το γεγονός ότι αυτό το καθαρόαιμα ακροαριστερό και πολυφωνικό Podemosόχι μόνο σπεύδει μετεκλογικά να συμφωνήσει με την ισπανική Ενωμένη Αριστερά για την από κοινού δημιουργία ενός «Κοινού Χώρου»  συνεργασίας και σύγκλισης αλλά και ανακοινώνει την ένταξη των ευρωβουλευτών του στην Ευρωομάδα της Αριστεράς (GUE/NGL) λίγο μετά από την τηλεφωνική επικοινωνία του Pablo Iglesiasμε τον Αλέξη Τσίπρα!
Με την ευχή λοιπόν ότι στους πολύ χαλεπούς καιρούς στους οποίους μπήκαμε, είναι πια ζωτικής φύσης η ανάγκη να συσφίξουν τις αγωνιστικές σχέσεις τους όσα από τα αριστερά κόμματα και κοινωνικά κινήματα είναι ακόμα όρθια στην Ευρώπη μας, κλείνουμε αυτό το πρώτο σημείωμα γνωριμίας με το «φαινόμενο» Podemos, με τη παρουσίαση του προγράμματός του στη συμπυκνωμένη μορφή που του έδωσε η αριστερή ισπανική ηλεκτρονική εφημερίδα Publico.

Απασχόληση: Δικαίωμα σε ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους. Πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και πολιτικών για την οικονομική επανεργοποίηση, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και τον αναπροσανατολισμό του οικονομικού μοντέλου προς μια οικονομία βασισμένη στη καινοτομία που συμβάλει στο κοινό καλό. Απαγόρευση των απολύσεων στις κερδοφόρες επιχειρήσεις.

Μετανάστευση: Αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών. Απαγόρευση των CIES  (Κέντρων εγκλεισμού μεταναστών). Ακύρωση των προγραμμάτων FRONTEX και EUROSUR (Ευρωπαϊκό Σύστημα Επιτήρησης των Συνόρων).  Τερματισμός της επονομαζόμενης «Οδηγίας της ντροπής» (πρόκειται για την «Οδηγία Επαναπατρισμού»). Εξάλειψη των συνοριακών φραχτών κατά προσωπικού.  Τερματισμός των εκτοπίσεων με αεροπλάνα ή πλοία. Δίκτυο πλήρους υποδοχής που φροντίζει τα θύματα του εμπορίου ανθρώπων.

Μοντέλο Κράτους: Αναγνώριση του δικαιώματος των διαφόρων λαών της Ευρώπης να συσταθούν ως τέτοιοι και να αποφασίσουν για το μέλλον τους.

Οικονομία: Περιορισμός της εργάσιμης ημέρας στις 35 ώρες εβδομαδιαίως και συνταξιοδότηση στα 60 χρόνια. Κατάργηση των εργασιακών μεταρρυθμίσεων και λογιστικός έλεγχος του χρέους. Δημόσιος έλεγχος των στρατηγικών τομέων.  Φορολογική πολιτική προσανατολισμένη προς την ανακατανομή του πλούτου. Αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου προωθώντας την έρευνα, την ανάπτυξη και τις καινοτομίες μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας.

Εκπαίδευση: Εξασφάλιση του δικαιώματος στη γνώση, στη μόρφωση και στη δημόσια δωρεάν, κοσμική και καθολική εκπαίδευση, στην οποία συμμετέχουν δημοκρατικά όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Παράλυση των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης. Υπεράσπιση ενός ανεξάρτητου και δημόσιου ερευνητικού μοντέλου.

Υγεία: Εξασφάλιση του δικαιώματος στην υγεία και ενός δημόσιου, δωρεάν και δίκαιου συστήματος υγείας καθολικής κάλυψης, που χρηματοδοτείται κατά προτεραιότητα από τον προϋπολογισμό και χωρίς κανένα αποκλεισμό για τους ανθρώπους που ζουν σε οποιαδήποτε χώρα της Ενωμένης Ευρώπης.

Ισότητα και έκτρωση: Σχέδιο δράσης για να εξαλειφθεί η ανισότητα στο εργασιακό  πεδίο.  Εξασφάλιση των σεξουαλικών και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων και του δικαιώματος να αποφασίζουμε για το δικό μας σώμα. Αποποινικοποίηση της έκτρωσης και εγγυημένη καθολική πρόσβαση στη δημόσια υγεία για τις γυναίκες που παίρνουν αυτή την απόφαση.

Δικαιοσύνη:  Πάταξη και αυστηροποίηση των κυρώσεων της φοροδιαφυγής. Δημιουργία μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου και μέτρα κατά της διαφθοράς  επικεντρωμένα στο να υπάρξει διαφάνεια στην κατακύρωση των δημόσιων συμβάσεων, στη χρηματοδότηση των κομμάτων, στις εισφορές, στους γάμους και τα εισοδήματα των αιρετών αρχόντων.

Ενέργεια:  Προώθηση της αναγκαίας αποανάπτυξης στη χρήση των ορυκτών και υλικών ενεργειών. «Εθνικοποίηση σημαίνει να επιβάλεις συνδυασμό μέτρων, να εξασφαλίζεις τη προμήθεια ηλεκτρισμού σε όλους τους πολίτες και, ταυτόχρονα, να υποστηρίζεις με δημόσιες πολιτικές τη δημιουργία και ανάπτυξη συνεταιρισμών ανανεώσιμων και καθαρών ενεργειών».

Ευρώπη: Εκδημοκρατισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Δημόσιου Οργανισμού Αξιολόγησης που θα υποκαταστήσει τους ιδιωτικούς.  Κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου και δημιουργία μιας Επιτροπής Συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Προώθηση των κοινωνικών προϋπολογισμών στην ΕΕ. Προώθηση των κοινωνικών προϋπολογισμών στην ΕΕ και τερματισμός των μνημονίων. 

Του Γιώργου Μητραλιά


------------------------------------
Πηγή:www.contra-xreos.gr

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.