Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Επίδομα ματωμένου γάμου Του Γιάννη Μακριδάκη

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012
Όταν είσαι θλιβερός πολιτικάντης εγκλωβίζεσαι στις επιλογές σου. Δεν είναι προσωπικό για τον Κουβέλη αυτό που γράφω, εκείνον αν μη τι άλλο τον σέβομαι ως άνθρωπο, αλλά είναι για όλα αυτά τα πολιτικά ρετάλια που συνευρέθηκαν ανά το πανελλήνιο και σχημάτισαν το μόρφωμα ΔΗΜΑΡ

Τι κάνανε και τι μας είπαν δηλαδή όλους αυτούς τους μήνες;

Πως είναι η Αριστερά της ευθύνης και πως βάζουν πάνω απ’ όλα την πολιτική σταθερότητα της χώρας, την διάσωσή της δηλαδή μέσα από τους όρους που εννοεί διάσωση αυτό το άθλιο σύστημα των Αγορών τοκογλύφων και της ισοπεδωτικής ΕΕ. Και συνεργάστηκαν με τους επικίνδυνους, με τους μαστροπούς της χώρας για να υπηρετήσουν αυτούς τους σκοπούς. Και έβαλαν πλάτη στον φασισμό του κάθε Δένδια, στον ρατσισμό του κάθε χρυσαυγίτη, στην εξαθλιωση των πολιτών από τον κάθε Στουρνάρα, στην εκπόρνευση της πατρίδας από το κάθε πολιτικό απόβρασμα που αντί να συντάξει πρόταση ανόρθωσης με όπλο την παραγωγή, διατυμπανίζει πως ο μόνος δρόμος είναι να ξεπουλήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, ακόμα και το μέλλον μας, ακόμα και τη ζωή μας στους δανειστές.

Όταν είσαι θλιβερή πολιτική φιγούρα κι έχεις φτάσει σε ηλικία γάμου με την εξουσία, την έχεις περάσει κιόλας αλλά δεν έχει ευοδωθεί αυτός, αρχίζεις να αγχώνεσαι, να νιώθεις πολιτικό γεροντοπαλίκαρο, αρχίζεις να γελοιοποιείσαι κάνοντας το πολιτικό τζόβενο και συγχρωτίζεσαι με τον κάθε τυχάρπαστο που βρίσκεται μπροστά σου και σου υπόσχεται προξενιό με την ποθητή νύφη, την κυβερνητική καρέκλα.

Η γελοιοποίηση είναι αναπόφευκτη από κει και μετά. Από θλιβερός πολύ εύκολα καταντάς γελοίος. Ιδιαίτερα αν όσο διαρκεί ο γάμος κάνεις πως δεν βλέπεις ότι είναι ματωμένος, μόνο και μόνο για να περνά ο καιρός και να λογίζεσαι παντρεμένος στα μάτια των άλλων, ίσως και στα δικά σου, αναλόγως το πόσο θλιβερός είσαι. Και για να παίρνεις και το επίδομα της παντρειάς.

Στο τέλος όμως, τότε που ξυρίζουν τον γαμπρό δηλαδή, πάντα βγαίνεις ρεντίκολο. Πιάνεσαι απ’ όπου βρεις και γυρεύεις πόρτα να φύγεις. Αλλά η νύφη και οι προξενήτρες σε πιάνουν στο στόμα τους και σε κάνουν να μην ξέρεις πού να κρυφτείς. Πως μόνο το επίδομα γάμου σε ένοιαζε, λένε, γι αυτό έκανες την παντρειά μαζί τους. Πού να καταλάβουν οι άθλιοι το βαθύ σου αίσθημα. Τη γλύκα της ψυχής που νιώθει εταίρα κυβερνητική, που νιώθει πως επιτελεί κορυφαίο έργο. Ας είναι και φασιστικό, ας βγάζει και τη χώρα στην πορνεία.

Πάει κι ο γάμος πάει και το επίδομα θλιβεροί αριστερούληδες της γουολ στριτ. Κι ο πολιτικά ζωντοχήρος, στην πολιτική ηλικία σας, πεθαίνει (πολιτικά) πλέον κατάμονος και μετά από την ελπίδα (του).

------------------------------
Πηγή: Γιάννης Μακριδάκης

H μόνη υπαρκτή διέξοδος, του Άρη Μαραγκόπουλου

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012
Πώς ζούμε σήμερα; Πώς ζούμε εδώ και μερικές δεκαετίες;
Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά.

Ι. Η παγκοσμιοποιημένη Αγορά. Η παγκοσμιοποιημένη Αγορά καθορίζει την παραμικρή επιλογή του σύγχρονου πολίτη· η διεθνής αγορά, η αγορά των συγχωνευμένων υπερεταιριών και ομίλων, η χρηματιστηριακή αγορά. Από την τροφή ως την εκπαίδευση κι από το περιβάλλον έως την διασκέδαση. Όποια μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας δεν έχει αφετηρία και τέλος αυτή την υπερσυγκεντρωτική αγορά καταδικάζεται σε ιστορικό θάνατο.

ΙΙ. Η άυλη ζωή. Στον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς τα πάντα μεταμφιέζονται ταχύτατα σε οικονομικό μέγεθος, σε μετρήσιμο προϊόν, σε ανταλλακτική αξία. Στοιχειώδεις ανθρωπιστικές αξίες και δικαιώματα του πολίτη, καταγράφονται μόνον ως ψηφία στους οικονομικούς και στατιστικούς πίνακες. Με τη σειρά τους αυτά ενσωματώνονται στον αναπτυξιακό δείκτη των κυβερνήσεων, των κρατών, των οργανισμών και αποκτούν βαθμιαία άυλη υπόσταση. Έτσι μεταμορφωμένα παρακάμπτουν τον λαϊκό έλεγχο, «ξεφεύγουν» από τις μαζικές διεκδικήσεις, αποσυνδέονται από τις ιστορικά κατοχυρωμένες κοινωνικές ανάγκες.

ΙΙΙ. Η εικονική πραγματικότητα. Όταν οι πραγματικές ανάγκες μεταμφιέζονται στην άυλη διάστασή τους, τότε η κριτική, η παρέμβαση, η συμμετοχή, η σύγκρουση, ο ανταγωνισμός, η αλήθεια, το ψέμα, το ηθικό, το ανήθικο, το νόμιμο, το παράνομο, ελαχιστοποιούνται στην εικονική τους εκδοχή: εφόσον δίκαιο είναι αποκλειστικά το δίκαιο της τηλεόρασης ή της όποιας μεντιατικής εικόνας, το θεσμικό δίκαιο, σε όποια εκδοχή του άσπρη, μαύρη, ή γκρι, συρρικνώνεται απελπιστικά: υποβιβάζεται σε είδηση, σε εφήμερη γραφή και αναλώσιμο λόγο, σε κάτι ολότελα αλλότριο από τη θεμελιώδη κοινωνική ανάγκη που το γέννησε.

ΙV. Η πολιτιστική «εξίσωση» (american dream). Σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα το μέσο είναι περισσότερο από ποτέ το μήνυμα: το 90% των εικόνων που κυριαρχεί στον πλανήτη (made in U.S.A.) κυβερνά ανεξέλεγκτα τον πλανήτη. Η γλώσσα με τη μεγαλύτερη διάδοση στον πλανήτη (made in U.S.A.) κυβερνά ανεξέλεγκτα τον πλανήτη. Ιστορικές κουλτούρες και κοινωνικές συμπεριφορές ισοπεδώνονται καθημερινά η μία μετά την άλλη. Πεθαίνουν χωρίς οι χρήστες τους να το συνειδητοποιούν. Η πολιτισμική διαφορετικότητα δεν απασχολεί κανέναν. Πολίτες, ή προλετάριοι ή καταναλωτές όλου του κόσμου, παραμένουμε όλοι απελπιστικά ίσοι, δούλοι υπό την κυριαρχία της μίας εικόνας, της μίας γλώσσας και του ενός εικονικού / αγοραίου πολιτισμού.

V. Το όπιο του λαού. Δεν είναι πια η θρησκεία. Το πραγματικό όπιο, η πραγματική θρησκεία είναι, εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, το κέρδος που παράγεται (εύκολα, γρήγορα, ανέξοδα, ανήθικα) έξω από την πραγματική οικονομία. Όλο και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού κερδίζουν πια τη ζωή τους μέσα από πρακτικές που στο παρελθόν θα φαίνονταν απλά εγκληματικές, ανήθικες, εκβιαστικές, ληστρικές, βάρβαρες, κλπ. Και παράλληλα, όλο και πιο μεγάλες ομάδες πληθυσμού έχουν προετοιμαστεί ψυχικά και ηθικά για να (ξε)πουλήσουν τα πάντα: το σώμα τους, το περιβάλλον, τη χώρα, την πολιτιστική κληρονομιά, την ηθική, την αισθητική, τις αξίες, την κόρη τους, τη γνώση, και πριν απ’ όλα, τις ελπίδες για έναν ανθρωπινότερο κόσμο.

Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν στην Ιστορία η ανοχή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στην πολιτική διαφθορά δεν είχε συντηρήσει τόσο εύκολα την πολιτική διαφθορά.
Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν το μυθοποιημένο american dream, δεν είχε κατακτήσει σε τέτοια οικουμενική έκταση τη μορφή πανανθρώπινης αξίας – όσο τις δύο τρεις τελευταίες δεκαετίες, μέσα από την εκφυλισμένη, μεταμοντέρνα εκδοχή του της politically correct συναίνεσης.
Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν η συνείδηση του πολίτη δεν είχε βιώσει τόση μοναξιά απέναντι στην αγριότητα του χρηματιστηριακού / τραπεζικού κέρδους. Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να διεκδικήσει, να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων μαζί σου εναντίον αυτής της αγριότητας. Επειδή κανένα κοινωνικό όραμα, καμία οικουμενική πίστη, καμία κοινωνική προσδοκία δεν σε οπλίζει πειστικά εναντίον του οικουμενικού εχθρού. Που και που ενώνεις τη φωνή σου με τις σποραδικές φωνές ευκαιριακών αγανακτισμένων που γρήγορα πνίγονται στην καταβόθρα του μεντιατικού θεάματος. Αλλά ξέρεις: Φωνή βοώντων.

Οπότε:
Ό,τι κι αν κάνω σήμερα, γνωρίζω πως αυτό: (σύμφωνα με το δεδομένο Ι) πρέπει οπωσδήποτε να είναι «ανταγωνιστικό» στην Αγορά· δεν μπορώ να κάνω πλέον κάτι επειδή με σπρώχνει μια απλή επιθυμία, μια ισχυρή πεποίθηση, μια δυνατή αγάπη, μια συγκλονιστική πίστη – ούτε καν από βιολογική ανάγκη, από απλή ανάγκη για γνώση, αλληλεγγύη, συγκίνηση, απόλαυση, ομορφιά. Αν κάνω κάτι επειδή θέλω να ικανοποιήσω κάποια από τις προηγούμενες ανάγκες, τότε: (σύμφωνα με το ΙΙ) η δραστηριότητά μου δεν θα μπορεί να μετρηθεί, να καταχωρηθεί, να εξυπηρετήσει, να «χρηματοδοτηθεί», να υπάρξει.
Αν τυχόν θελήσω να διαμαρτυρηθώ, τότε (σύμφωνα με το ΙΙΙ) θα γελοιοποιηθώ ή θα εξοντωθώ τάχιστα ως μεντιατικό θέαμα· αντιθέτως, αν θελήσω να παίξω με τους διεθνείς κανόνες του παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού τότε (σύμφωνα με το ΙV) θα ηττηθώ κατά κράτος από τον βομβαρδισμό του 90% της μιας εικόνας και γλώσσας. Κι ωστόσο, για να ζήσω κάπως, οφείλω να δεχθώ τον ύψιστο ρυθμιστικό κανόνα (τον V) συν τα άλλα δεδομένα της δουλείας – άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Συναινώ, άρα υπάρχω.

Τελικά (1):
Ιδού γιατί αυτά τα μυριοσυζητημένα δεδομένα της οικουμενικής ζωής δεσμεύουν τις καθημερινές μου αποφάσεις. Δεν μπορώ να τα αγνοήσω. Δεν μπορώ να υποκριθώ ότι είμαι απλώς απαισιόδοξος. Δεν μπορώ να επαναλάβω ότι τα ξέρω ως πασίγνωστα και άρα να επιστρέψω ήσυχος στις βιοτικές μου έγνοιες…
Υπάρχει άραγε μια πολιτική που βλέπει τον τόπο με τα μάτια αυτών των οικουμενικών δεδομένων; υπάρχει μια πολιτική που μετατρέπει αυτά τα δεδομένα σε στρατηγική της, σε μορφές αυξημένης επαγρύπνησης και διεκδίκησης; Υπάρχει μια πολιτική που μπορεί να ιδεί πιο πέρα από τα μικροπολιτικά συμπλέγματά της; Αν δεν υπάρχει αυτή η πολιτική, τότε δεν υπάρχει καμμία άλλη που να μπορεί να ονομαστεί αριστερή, ριζοσπαστική πολιτική.
Την εποχή της άγριας κερδοθηρίας, το να διεκδικείς περισσότερο χρήμα για συνταξιούχους που παίζουν τη σύνταξή τους στο χρηματιστήριο, περισσότερο χρήμα για αγρότες που ξεπουλάνε ασυνείδητα τα πάντα, περισσότερο χρήμα για εργαζόμενους που μαραίνουν τη ζωή τους σε σαράντα διαφορετικές δουλειές για να βάλουν πλακάκια «πολυτελείας» στο μπάνιο, περισσότερο χρήμα για ανθρώπους που πληρώνουν απίθανους λογαριασμούς στα κινητά, στη μόδα και στα μπουζούκια, είναι καθαρή απάτη.
Ευλογείς με τον παρωχημένο αντίλογό σου τη μικρή θεσούλα που σου εξασφάλισε η χρηματισμένη εποχή στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η αριστερά σήμερα δεν έχει άλλη επιλογή: ή θα αρθεί στο ύψος αυτών των ασφυκτικών δεδομένων, συσπειρώνοντας τους πολίτες στην οικουμενική ουσία των πραγμάτων, ή θα καταποντιστεί στους μικρολογαριασμούς των συντεχνιών και στην ιστορική της αυταρέσκεια.
Τελικά (2):
Ιδού για ποιον λόγο κανείς και πουθενά δεν βλέπει σήμερα διέξοδο, πραγματική διέξοδο, από την κρίση. Ιδού γιατί η κρίση δεν είναι οικονομική αλλά κοινωνική, και δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική. Ιδού γιατί όλοι αισθανόμαστε σήμερα αμήχανοι, απροστάτευτοι, ευνουχισμένοι, ανάπηροι, τραυματισμένοι, θλιμένοι. Και γιατί όλοι μαζί αισθανόμαστε απελπιστικά μόνοι.
Ιδού γιατί κάποιος κόσμος αρχίζει σιγά σιγά να ψελλίζει, όπου μπορεί, όπως μπορεί: Είμαστε όλοι Έλληνες. Αναζητούμε όλοι, παντού στον πλανήτη, μια νέου τύπου Αλληλεγγύη, μια νέα Solidarność που θα μας επιτρέψει να πολεμήσουμε μέχρις εσχάτων, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να αλλάξουν αυτά τα απάνθρωπα δεδομένα της ζωής μας.-

Σε μια πρώτη εκδοχή, αλλά με τα ίδια ΑΚΡΙΒΩΣ δεδομένα, το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή το 2001 και στη συνέχεια ενσωματώθηκε με κάποιες μικροαλλαγές στην επιστολική νουβέλα Τα δεδομένα της ζωής μας (Μάρτιος 2002). Δώδεκα χρόνια μετά ξαναδιαβάζοντάς το προσπαθώ να δω τι άλλαξε από τότε.
Τώρα που το διάβασε και ο αναγνώστης καταλαβαίνει τι άλλαξε. Όλα σήμερα είναι πιο φανερά. Όλα σήμερα είναι πιο διεφθαρμένα στην κοινωνική ζωή. Η αγριότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία.
Ο εκφασισμός της ζωής, φυσιολογικό επακόλουθο αυτών των δεδομένων, τώρα απασχολεί τους πάντες. Θυμάμαι ότι όταν εκδόθηκαν Τα δεδομένα της ζωής μερικοί κριτικοί ενοχλήθηκαν που έκανα τόσο εμφανή λόγο για πολιτική. Επειδή τότε κανείς δεν ήθελε να ακούει για πολιτική.
Μιλούσες για πολιτική πριν δέκα χρόνια και οι περισσότεροι σε κοιτούσαν ως εξωτικό ζώο. Επειδή κανείς δεν ήθελε να χάσει τη γλυκειά ψευδαίσθηση που του παρείχε η γκλαμουριά της τηλεόρασης και της κουλτούρας τύπου ΚΛΙΚ, και της ψευδοπολιτικής, και των Ολυμπιακών κ.λπ. κ.λπ. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική επειδή η πολιτική είχε αναλάβει με λευκή επιταγή να διαχειρίζεται τα πράγματα γι' αυτούς, όπως παλιότερα η 17η Νοέμβρη.
Αυτοί, οι βολεμένοι πολίτες, κάθονταν πάντα στον καναπέ και η εκδίκηση χτυπούσε γι' αυτούς τον επιθυμητό στόχο. Όπως τώρα, οι (ξε)βολεμένοι πολίτες κάθονται αναπαυτικά στον τηλεοπτικό τους καναπέ και οι ναζιστές αναλαμβάνουν πάλι να χτυπήσουν γι' αυτούς τον επιθυμητό στόχο…
Ίσως λοιπόν η πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα να είναι ότι τώρα όλοι σιγά σιγά εμπλέκονται ξανά με την πολιτική, ξανασκέφτονται πολιτικά, καταλαβαίνουν ότι πρέπει να σκεφτούν, κι αυτό συμβαίνει επειδή για πρώτη φορά στη βολεμένη τους ζωή αισθάνονται ότι πρέπει οι ίδιοι να κάνουν κάτι. Το κυριότερο: για πρώτη φορά στη ζωή τους πρέπει να σκεφτούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Μάλλον εδώ υπάρχει μια ελπίδα, η τελευταία ελπίδα εμπρός σ' αυτή την κρίση. Σ' έναν κόσμο που καλόμαθε να μην σκέφτεται για τον διπλανό του, σ' έναν κόσμο που ξέμαθε να διαβάζει, που ξέμαθε να συζητάει με επιχειρήματα, που ξέμαθε να ακούει τον άλλον, σ' έναν κόσμο που ξέμαθε να σκέφτεται για τον εαυτό του, σ' έναν κόσμο που συνήθισε να κρίνει τη ζωή με μοναδικό κριτήριο το κέρδος, το γρήγορο, εύκολο, κομπιναδόρικο κέρδος, σ' έναν κόσμο που δεν ήθελε να αντικρύζει την ανθρώπινη δυστυχία και που εκτόνωνε τις ενοχές του με τηλεμαραθωνίους για παιδάκια και τσουνάμια, σ' έναν κόσμο απαίδευτο, απελέκητο, απελπιστικά βολεμένο στη μικρότερη ή μεγαλύτερη εξάρτησή του από το Δημόσιο, σ' έναν κόσμο απερίσκεπτο στην κυριολεξία όταν έκλεινε δάνεια κι όταν πλήρωνε με πλαστικό χρήμα, σ' έναν τέτοιον αμόρφωτο, αγράμματο, νηπιώδη ως προς την κριτική σκέψη κόσμο, τώρα επιβάλλεται, ως τιμωρία σε αυτή την κοινωνική ύβρη, η ανάγκη να σκεφτεί, να ξανασκεφτεί, να τοποθετηθεί με κάποια μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στα υπαρκτά προβλήματα της ζωής.
Προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν με το δεύτερο αυτοκίνητο και το εξοχικό και το ακριβό σχολείο και τα ακριβά ρούχα και όλον αυτόν τον φτηνό καταναλωτισμό για τον οποίο δεν χρέωσε μόνο τις κάρτες του αλλά την ίδια του τη ζωή, προβλήματα που έχουν να κάνουν με το ποιος είναι και πού πάει.
Και μόνον αν τα αντικρύσει κατάματα αυτά τα προβλήματα ο πρώην βολεμένος πολίτης αυτής της χώρας, μόνον τότε θα φοβηθεί ίσως, θα τρομάξει πιθανότατα, θα στερηθεί πολλά οπωσδήποτε, θα αντιμετωπίσει τη βία επίσης, αλλά θα μπορέσει επιτέλους να ανδρωθεί.
Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει: θα καταλάβει την απλή αλήθεια που λέει ότι δεν ζεις μόνος σου σ' αυτή τη χώρα, βολεμένος στα τετραγωνικά σου και στις «οικονομίες» σου, ότι ζεις ως κοινωνικό ζώο, είτε σου αρέσει είτε όχι, ότι άρα οφείλεις να είσαι ανεκτικός στο διαφορετικό, είτε σου αρέσει είτε όχι, κι ακόμα ότι οφείλεις να είσαι αλληλέγγυος με τους πολλούς που έχουν ανάλογα προβλήματα με σένα.
Μόνο σου τίποτε δεν κάνεις σ' αυτή τη ζωή. Και μόνος σου ποτέ δεν είσαι. Αυτό είναι το κέρδος, αυτό το τίμημα κι αυτή η μόνη υπαρκτή διέξοδος από την ανθρωπιστική (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) κρίση που ζούμε σήμερα.-
---------------------------------------------------------------
Ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος , απαντά στην Κρυσταλία Πατούλη , με βάση το ερώτημα "Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;" συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ο δημαρίτης κι ο χρυσαυγίτης, 2 ακροδεξιά άκρα; (Γ. Μακριδάκης, Βένα Γεωργακοπούλου, Κρυσταλία Πατούλη)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012
Στην σημερινή συγκυρία βρίσκω πολύ σημαντική την δημόσια συζήτηση, κυρίως για την Χρυσή Αυγή, αλλά και για το ρόλο που παίζει η Δημαρ. Παρακολούθησα τον "διάλογο" που ξεκίνησε μετά τη δημοσίευση άρθρου από τον συγγραφέα και πολιτικό ακτιβιστή Γ. Μακριδάκη με τίτλο "Ο δημαρίτης κι ο χρυσαυγίτης ή αλλιώς θεωρία και πράξη", όπου θεωρεί και τα 2 αυτά άκρα, ακροδεξιά. Στο άρθρο του αυτό απάντησε με ιταμό, ειρωνικό, απαξιωτικό και εντέλει φασιστικό τρόπο, η μέχρι τώρα ένθερμη οπαδός του λογοτεχνικού του έργου, η Βένα Γεωργακοπούλου.

Προσωπικά αποδέχομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψη του Μακριδάκη, όμως δεν συμφωνώ πλήρως (κυρίως για τη Δημαρ), γιατί πιστεύω ότι η αλήθεια δεν είναι τόσο απλή όσο μερικές φορές φαίνεται.
Τις απόψεις που διατυπώνει κάποιος, είτε είναι συγγραφέας, είτε οτιδήποτε άλλο, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς, ή όχι μ' αυτές, είναι θεμιτές και άρα σεβαστές. Δεν αλλάζει κανείς την έως τώρα άποψή του για τη λογοτεχνική του αξία, εξαιτίας κάποιων πολιτικών ή όχι απόψεων.
Εκείνο όμως που είναι εντυπωσιακό εδώ, είναι η μεταμόρφωση του ανθρώπου και συγκεκριμένα της Γεωργακοπούλου, η οποία λέει "όταν με ταυτίζουν, όπως έκανε αυτός, με χρυσαυγίτισσα τα παίρνω στο κρανίο" και φθάνει στο σημείο να λέει ότι "με την τελευταία του, πάντως, άθλια επίθεση στον Κουβέλη, ακούω διάφορους να δηλώνουν ότι θα το ξανασκεφτούν να διαβάσουν τα βιβλία του".
Αλλά ας κρίνετε οι ίδιοι τα γραφόμενα όλων:

1) Το άρθρο του Γ. Μακριδάκη:

Ο δημαρίτης κι ο χρυσαυγίτης ή αλλιώς θεωρία και πράξη

Τελικά η ιστορία αυτή με τα δύο άκρα ισχύει. Μόνο που είναι και τα δύο ακροδεξιά. Η θεωρία και η πράξη.
Ο Δημαρίτης φοράει κοστούμι και έχει μπροστάρη τον θλιβερό Κουβέλη να υποστηρίζει την θεωρία της άκρας δεξιάς, κορδιζόμενος κιόλας ο άθλιος πως δίχως την συμμετοχή τους, αυτή η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σταθεί, και ο Χρυσαυγίτης φοράει τις μαύρες μπλούζες και τα άρβυλα, έχει μπροστάρη τον γελοίο Μιχαλολιάκο και κάνει πράξη την θεωρία με στελιάρια και βοθρολύμματα που πηγάζουν από τα έγκατα της ύπαρξής τους.
Όποιος έχει κάποια ένσταση ή αμφιβολία επ’ αυτού ή όποιος το θεωρεί υπερβολική άποψη δεν έχει παρά να σκεφτεί τα εξής:
Η εξαθλίωση μέσω βάρβαρων μέτρων λιτότητας, ο ρατσισμός και το ξεπούλημα των εθνικών πόρων είναι οι τρεις βασικές συνέπειες της εποχής που βιώνουμε.
Ποιος στηρίζει την ακροδεξιά κυβέρνηση Σαμαρά και τους φασίστες με κουκούλα υπουργού, που λέγανε προεκλογικά ότι θα ανακαταλάβουν οι Έλληνες τις πόλεις, ότι οι παιδικοί σταθμοί είναι γεμάτοι παιδιά μεταναστών κι αυτό θα λάβει τέλος και άλλα τέτοια ναζιστικά; Ο Κουβέλης και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος κατόπιν βγαίνει στο δρόμο και χτυπάει μετανάστες, ακόμα και με τα νήπια δεν διστάζει να σχηματίσει λίστα για ρατσιστικές εφόδους; Ο Μιχαλολιάκος και κάθε επώνυμος και ανώνυμος Χρυσαυγίτης
Ποιος στηρίζει τα μέτρα εξαθλίωσης του πληθυσμού, βγαίνοντας πού και πού με θεατρινισμούς αντιστασιακού, οι οποίοι ξεφουσκώνουν σε μερικές ώρες για να επέλθει η συμφωνία; Ο Κουβέλης ο θλιβερός και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος έχει κατονομάσει άχρηστους που χρίζουν ευθανασίας και θα βγει σε λίγο στο κυνήγι τους (για όσους δεν έχει βγει ακόμα), όλους τους άνεργους, άστεγους, ανάπηρους, ομοφυλλόφιλους κ.α. της εξαθλιωμένης κοινωνίας μας; Ο Μιχαλολιάκος ο γελοίος και ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Χρυσαυγίτης.
Ποιος στηρίζει τα αποικιοκρατικά σχέδια των πολυεθνικών, οι οποίες με μεταλλεία, με ΒΑΠΕ, με εξορύξεις και αντλήσεις διάφορες σε στεριά και θάλασσα έρχονται σαν τα κοράκια να πέσουν πάνω στο πτώμα και καταστρέψουν την Ελλάδα αυξάνοντας μονάχα τα κέρδη τους; Ο Κουβέλης και οι “επιστήμονές” του, αλλά κι ο κάθε επώνυμος κι ανώνυμος Δημαρίτης. Ποιος έχει εμφανιστεί ήδη σε κάποιες περιπτώσεις με στελιάρια και σε λίγον καιρό θα εμφανίζεται συνεχώς απέναντι σε κάθε διαμαρτυρία πολιτών που αντιστέκονται στην καταστροφή του τόπου τους, για να πάρει το μέρος των εταιριών που θα ανοίξουν δήθεν θέσεις εργασίας για Έλληνες κλπ μπούρδες; Να μην το ξαναγράφω και σας κουράζω, ξέρετε ποιος.
Δεν υπάρχει καμία φάση και έκφανση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας, κατά την οποία να μην βλέπουμε το δίπολο θεωρία-πράξη να αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στο δίπολο των νεοεισερχόμενων στη Βουλή κομμάτων, της Δημάρ και της Χρυσής Αυγής.
Και ο εκπορνευμένος και ξεπουλημένος συνειδησιακά επιστήμονας και καθώς πρέπει πολίτης, είναι πιο επικίνδυνος από τον κρετίνο που δέρνει και βρίζει.
Ισχύει τελικά η ιστορία αυτή με τα άκρα αλλά είναι τα δυο άκρα του φασισμού που μας κυβερνά. Η υποκρισία της θεωρίας και η ηλιθιότητα της πράξης.
2) Διαβάστε τι δημοσίευεσε στο protagon.gr η κυρία Β. Γεωργακοπούλου:

Ο νεοσσός
της Βένας Γεωργακοπούλου       

Τώρα πάει, πείστηκα. Ο Γιάννης Μακριδάκης κι ας γίνεται όλο και γνωστότερος και πιο εμπορικός ως συγγραφέας (ελπίζω να μη γυρνάει πίσω τα δικαιώματά του στην «Εστία») δεν είναι γιαλαντζί αντιεξουσιαστής. Μπροστά στα πολιτικά του πάθη δεν υπολογίζει καν τους αναγνώστες του, εμένα, ας πούμε, που όταν τον πρωτοανακάλυψα με τα «Ανάμισης ντενεκές» και «Η δεξιά τσέπη του ράσου», μάλλιασε η γλώσσα μου να τον συστήνω. Επισήμως, βέβαια, δεν είμαι Δημαρίτισα. Φίλη, όμως, του Κουβέλη και του πολιτικού του χώρου είμαι και παραείμαι. Κι όταν με ταυτίζουν, όπως έκανε αυτός, με χρυσαυγίτισσα τα παίρνω στο κρανίο.
Πώς το έγραψε στο περίφημο μπλόγκ του, με τη μεγάλη, λέει, επισκεψιμότητα ο Χιώτης οικολόγος και ακτιβιστής του βουνού, του λόγγου και του πελάγου; Ό,τι ,ναι, υπάρχουν, τελικά, τα δύο άκρα. «Μόνο που είναι και τα δυό ακροδεξιά. Ο Δημαρίτης φοράει κοστούμι και έχει μπροστάρη τον θλιβερό Κουβέλη και ο Χρυσαυγίτης φοράει τις μαύρες μπλούζες και τα άρβυλα και έχει μπροστάρη τον γελοίο Μιχαλολιάκο».
Την σύμπτυξα, λίγο, ομολογώ την φράση του, έχει διάφορα κουλτουριάρικα στα ενδιάμεσα περί θεωρίας και πράξης (θεωρία ο Κουβέλης , πράξη ο Μιχαλολιάκος). Σημασία έχει το ζουμί της. Μ’ αυτό θα πορευθούν στο εξής οι νεολαίοι του ΣΎΡΙΖΑ , αφού πρώτα σκίσουν τα πτυχία τους; Διότι τι να σού κάνει πια το μίζερο «Μισθούς και συντάξεις τις κάνατε κουρέλι, άντε και γαμήσου σύντροφε Κουβέλη», πού λάνσαραν; Με λίγη βοήθεια από τον Παπαδιαμάντη της Χίου, πού παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλά του, μπορούν, όμως, να συνθέσουν κανένα πιο προχωρημένο και ιντελεκτουέλ συνθηματάκι για τα δυό πολιτικά άκρα. Χωρίς γαμοσταυρίδια και τέτοια για τους πρώην συντρόφους τους. Δεν θα τα ενέκρινε και ο Μακριδάκης, πού όλο για παπάδες και μοναστήρια έγραφε κάποτε.
Βέβαια, ο αντιμνημονιακός πρωτογονισμός του ούτε πρωτότυπος είναι στη χώρα του Τράγκα, ούτε καινούργιος, έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται εδώ κα καιρό. Με την τελευταία του, πάντως, άθλια επίθεση στον Κουβέλη, ακούω διάφορους να δηλώνουν ότι θα το ξανασκεφτούν να διαβάσουν τα βιβλία του. Τόχει αυτό το κουσούρι η ακροδεξιά ΔΗΜΑΡ. Τα μέλη, οι ψηφοφόροι και οι φίλοι της, συχνάζουν σε βιβλιοπωλεία. Δεν τρέχουν στα γυμναστήρια να φουσκώσουν σαν μπαλόνι, όπως οι άλλοι ακροδεξιοί σύντροφοί τους.
Ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρη πώς θα αντιδράσω ως αναγνώστρια. Έχω ένα βιβλίο του μπροστά μου, πάνω πάνω στο σωρό με τα «απολύτως αναγκαία» . Θα το αφήσω να πιάσει σκόνη; ‘Η θα ακολουθήσω τη συμβολή ,που μού δίνει ο σοφός ήρωας του ωραίου μυθιστορήματος, πού διαβάζω τώρα; «Δεν θέλω να σφίξω το χέρι του Ερζέ, όμως μ’ αρέσει ο Τεντέν».
Τώρα, όμως, που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι οι πολιτικές απόψεις του σε μπλόγκ, συνεντεύξεις και κείμενα σε ξένες εφημερίδες, που απειλούν να συρρικνώσουν το κοινό του. Αν ήταν έτσι, θα είχα κόψει διά παντός τον λατρεμένο μου Μίκη, που έχει πει και γράψει τα τετραπλάσια από τον νεοσσό στην επανάσταση Μακριδάκη. Είναι τα ίδια τα βιβλία του. Ολοένα και συχνότερα μας κουνάνε το δάχτυλο και μας κάνουν μαθήματα κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Ξέρω κι άλλους καλλιτέχνες με ακραίες, ασυνάρτητες απόψεις. Ο αγαπημένος μου, ας πούμε, θεατρικός συγγραφέας είναι θαυμαστής του Κουφοντίνα και εχθρός των μεταναστών! Έχει, όμως τη σοφία όταν κάθεται στο γραφειάκι του, να φιλτράρει την οργή του. Ή μήπως το ταλέντο;

3) Τα σχόλια αναγνωστών και στα 2 άρθρα ήταν πάρα πολλά και σημαντικά.
Δείτε εδώ μερικά σχόλια στο άρθρο της Γεωργακοπούλου.
Ξεχωρίζω την απάντηση-άρθρο της Κρυσταλίας Πατούλη, την οποία και παραθέτω:

Κάθε κακοποίηση είναι φασισμός κυρία Βένα. Της Κρυσταλίας Πατούλη

Κακοποιείτε, λοιπόν, κυρία Βένα Γεωργακοπούλου, στο άρθρο σας “Ο νεοσσός“, το όνομα ενός ερευνητή (με 20ετή έργο), ακτιβιστή, ιστορικού συγγραφέα, πολιτικογράφου, και κορυφαίου λογοτέχνη, και μάλιστα, χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, όπως και με έναν κατάπτυστο τίτλο με εσάνς γελοιοποίησης, που καταδεικνύει στην καλύτερη περίπτωση το θράσος της άγνοιάς σας και στη χειρότερη την κακοήθεια, όπως και την χυδαιότητά σας.
Δεν είμαι… εργολάβος υποστηρικτής κανενός και επίσης δεν με  ενδιαφέρει να υποστηρίξω κανέναν με την ιδιότητα του φόλοουερ.
Είμαι όμως, κατά κάθε είδους φασισμού, με όποιον τρόπο κι αν εκφράζεται και όσο καμουφλάζ κι αν χρησιμοποιεί… με όποια «πολιτισμένη» προβιά κι αν προσπαθεί –μόνο- να καλύπτεται, μια συμπεριφορά, που δυστυχώς είναι ο κανόνας γύρω μας.
Δεν θέλουμε τέτοια Ελλάδα πια.
Αηδιάσαμε, μπουχτίσαμε και ξεράσαμε -εκτός των άλλων- από την υποκρισία, την απαξίωση, την γελοιοποίηση και την διαστρεβλωση:
Τον καμουφλαρισμένο ουσιαστικά φασισμό της μεταπολίτευσης, που σήμερα, μάλιστα, θεριεύει, στο αναγκαστικό κύκνειο άσμα του, μέσα σε μια κρίση που αναγκάζει όλα να επαναπροσδιορίζονται και να αλλάζουν. Και θεριεύει ο κάθε είδους φασισμός, κυρίως από την ανοχή και την αδιαφορία σε φασιστικές συμπεριφορές και εκδηλώσεις κάθε μορφής.
Ο Μακριδάκης έχει δίκιο, λοιπόν, δυστυχώς, σε αυτά που έγραψε: «Ισχύει τελικά η ιστορία αυτή με τα άκρα αλλά είναι τα δυο άκρα του φασισμού που μας κυβερνά. Η υποκρισία της θεωρίας και η ηλιθιότητα της πράξης» , στο άρθρο του «Ο δημαρίτης κι ο χρυσαυγίτης ή αλλιώς θεωρία και πράξη» που δεν κάνετε τον κόπο να το αναπαράγετε.
Όταν δεν έχει δίκιο, κάποιος, και πάντα κατά τη γνώμη μου, έχω το σθένος να το εκφράζω, και το αυτό συνηθίζω και για τον οποιονδήποτε.
Καλώς ή κακώς, πιστεύω όχι το ρητό που λέει “την αλήθεια κι ας πονάει”, αλλά “την αλήθεια για να μην πονάμε”. Κι όποιος το καταλάβει.
Αλήθεια, ξέρετε τι θα πει αλήθεια; Είναι αυτό που θα ‘πρεπε να αισθάνεστε ότι είστε υποχρεωμένη να ψάχνετε και να υποστηρίζετε. Αλλά, ως φαίνεται, το έχετε ξεχασμένο…
Δεν με εκπλήσσει. Ότι καλό, μόνο, εκπλήσσει, σε αυτή την κοινωνία… Κι αυτό, βρίσκεται μόνο σε ειλικρινά έργα και λόγια σαν του κάθε Μακριδάκη.
Όποιος θέλει να μιλά για ελευθερία και δημοκρατία, είναι αναγκαίο επιτέλους να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το τέρας που εκκολάπτεται κυρίως με τη βοήθεια της άγνοιας, της αδιαφορίας, της υποκρισίας, όσο και του φόβου, αλλά και του δήθεν χιούμορ και της δειλής ειρωνείας. Αρχίζοντας από μέσα του.

Κρυσταλία Πατούλη

Υγ. Εντελώς συμπτωματικά και πριν γραφτεί το άρθρο του Μακριδάκη, είχα γράψει ένα άρθρο με ανάλογο προβληματισμό. Όμως, δεν εστίασα μόνο στους Δημαρίτες. Διότι, δυστυχώς η πλειοψηφία γύρω μας, φασίστες είναι. Απλά, οι Δημαρίτες, βρίσκονται στην Κυβέρνηση, κι αυτό τους βαραίνει με πολύ μεγαλύτερη ευθύνη.
*Προς την κυρία Βένα Γεωργακοπούλου και όλους ανεξαιρέτως.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Στις εκλογές που προκηρύχτηκαν θα είμαι απών. Και αν γίνουν ηλεκτρονικά, δεν θα κάνω «like» Του Νικήτα Μυλόπουλου

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012
Νικήτας Μυλόπουλος
Μέσα στην πνιγηρή καταχνιά που μας κατακλύζει, όπου η βολεμένη Καθηγητική πλειοψηφία στο Πανεπιστήμιό μας ΣΙΩΠΑ και ΑΔΙΑΦΟΡΕΙ για τον κοινωνικό και πολιτικό της περίγυρο, και ψελλίζει για δήθεν τήρηση των νόμων και περί "Δημοκρατικών Δικαιωμάτων" για τα Συμβούλια Διοίκησης, και δεν βρίσκει κουβέντα να πει για τον κόσμο που πένεται, για την ανεργία που καλπάζει, για τα εγκληματικά μνημόνια, για τη  κυβερνητική πολιτική γενικά, που σχεδόν καθημερινά παρανομεί με τους "νόμους" της -και μάλιστα με αναδρομική ισχύ- φωνές σαν αυτές της Ρίκας Μπενβενίστε και του Νικήτα Μυλόπουλου, αποτελούν για μας τους απλούς πολίτες και συναδέλφους, όαση στην έρημο και τους αξίζει έπαινος και τιμή.

Για αυτό το λόγο παραθέτω αυτούσιο το το μήνυμα του Καθηγητή
Νικήτα Μυλόπουλου, όπως μας το έστειλε σε όλους στο Πανεπιστήμιο:

 *********************


Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,

η συζήτηση για τη σημερινή κατάσταση του πανεπιστημίου, το μέλλον του, και τον ρόλο του νέου νόμου σε αυτό, φαίνεται ότι για άλλη μία φορά δεν θα γίνει. Θα εξαντληθεί στο γνωστό υβρεολόγιο και τα γνωστά ηθικοπλαστικά περί δικαιωμάτων, δημοκρατίας κλπ. Ας είναι.

Όμως, γιατί όλοι κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε αυτό που συντελείται μπροστά στα μάτια μας; Γιατί κανείς δεν μιλάει για το γεγονός ότι η οικονομική ασφυξία των ιδρυμάτων ξεπερνά, σε μέσους όρους, ακόμη και τις πιο σκληρές απαιτήσεις των μνημονίων; Γιατί ειδικά στα πανεπιστήμια πρέπει οι περικοπές να ξεπεράσουν το 60% στους προϋπολογισμούς και το 50% σε ανθρώπινο δυναμικό; Σε ποιον άλλον τομέα της δημόσιας ζωής έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο; Και μάλιστα χωρίς την παραμικρή αντίδραση; Πού αλλού θα γίνουν «συγχωνεύσεις» με διαδικασία express, σε έναν μήνα, και από φορέα τύπου ΑΔΙΠ; (στο συγκεκριμένο ως και η «φίλη» και σύμμαχός τους, ΠΟΣΔΕΠ, έχει σηκώσει τα χέρια).
Είναι κανείς νοήμων άνθρωπος, που να μην καταλαβαίνει ότι όλο αυτό δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν να γίνεται, ούτε για νοικοκύρεμα, ούτε για απλή εξοικονόμηση; Ακόμη και μέσα στη λογική των μνημονίων; Ο πραγματικός στόχος έχει ομολογηθεί εδώ και καιρό: απ’ το άρθρο 16 και δώθε έχουν βαλθεί, με πρωτοφανή εμμονή, να διαλύσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο και να ανοίξουν στη θέση του, ή απέναντι από τα ερείπιά του, άλλα ευαγή, πλην όμως ιδιωτικά και κερδοφόρα, ιδρύματα. Και  ποιος θα είναι ο ρόλος των νέων διοικητικών σχημάτων που προβλέπει ο νέος νόμος, με τα περιβόητα συμβούλια και τους εξωτερικούς, σε όλο αυτό το πανηγύρι; Θα μπορούσε να προχωρήσει το παραμικρό από αυτά με μία αντιπροσωπευτική και δημοκρατικά εκλεγμένη διοίκηση, με τους κατάλληλους θεσμικούς μηχανισμούς λογοδοσίας;

Όμως, για την ταμπακέρα, τσιμουδιά. Μόνο γενικότητες και αοριστολογίες, περί μεταρρυθμίσεων και νομιμοφροσύνης. Να γίνουν, επιτέλους, οι εκλογές να τελειώνουμε. Να πάμε, λοιπόν, να ψηφίσουμε ως πρόβατα στη σφαγή. Με κομμένο τον μισθό μας στο μισό, με ώρες διδασκαλίας που θα συγκρίνονται με αυτές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με το κεφάλι κάτω απ’ τη χρόνια διαπόμπευση των γνωστών καναλιών, με τις απαιτήσεις τους αυξημένες (πώς θα πιάσουμε τα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού στο άτυπο πρωτάθλημα;), με «ταξινομικές» και «ηλεκτρονικές» ψήφους, και, πάνω απ’ όλα, με τη σιωπή μας.

Δεν θα ακολουθήσω. Στις εκλογές που προκηρύχτηκαν θα είμαι απών. Και αν γίνουν ηλεκτρονικά, δεν θα κάνω «like». Γιατί λέω να διατηρήσω τη φωνή μου, τη νοημοσύνη μου, και την αξιοπρέπειά μου.


Νικήτας Μυλόπουλος
Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών

Προτίθεμαι να απόσχω από τις εκλογές για την ανάδειξη Συμβουλίου Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Της Ρίκας Μπενβενίστε

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2012
Μέσα στην πνιγηρή καταχνιά που μας κατακλύζει, όπου η βολεμένη Καθηγητική πλειοψηφία στο Πανεπιστήμιό μας ΣΙΩΠΑ και ΑΔΙΑΦΟΡΕΙ για τον κοινωνικό και πολιτικό της περίγυρο, και ψελλίζει για δήθεν τήρηση των νόμων και περί "Δημοκρατικών Δικαιωμάτων" για τα Συμβούλια Διοίκησης, και δεν βρίσκει κουβέντα να πει για τον κόσμο που πένεται, για την ανεργία που καλπάζει, για τα εγκληματικά μνημόνια, για τη  κυβερνητική πολιτική γενικά, που σχεδόν καθημερινά παρανομεί με τους "νόμους" της -και μάλιστα με αναδρομική ισχύ- φωνές σαν αυτές της Ρίκας Μπενβενίστε και του Νικήτα Μυλόπουλου, αποτελούν για μας τους απλούς πολίτες και συναδέλφους, όαση στην έρημο και τους αξίζει έπαινος και τιμή.
 
Για αυτό το λόγο παραθέτω αυτούσιο το το μήνυμα της Καθηγήτριας
Ρίκας Μπενβενίστε, όπως μας το έστειλε σε όλους στο Πανεπιστήμιο:

 *********************
 
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητά μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας,

Το μείζον (ηθικά, ιστορικά, πολιτικά) ζήτημα της «ευθύνης» επανέρχεται καθημερινά όταν καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις ή να μετάσχουμε σε διαδικασίες στις οποίες διακυβεύεται -ή έτσι πιστεύουμε- η τύχη  μιας συλλογικότητας ή ενός θεσμού. Αναφορικά με την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη Συμβουλίου Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με αίσθημα ευθύνης, δηλώνω ότι επειδή
δεν μπορώ να επικαλεστώ «άγνοια» για το πού οδηγεί το Δημόσιο Πανεπιστήμιο η «αναμόρφωσή» του με τη συνδρομή του εν λόγω Συμβουλίου, το οποίο θα λειτουργήσει στο πλαίσιο των νόμων 4009 /2011 και 4076/2012,
δεν επιθυμώ να αποκομίσω κανένα προσωπικό όφελος από μια θέση «εξουσίας» ή κοντά  σε αυτήν,
δεν θέλω να υπακούσω σε εντολές τις οποίες θεωρώ βλαπτικές για το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και για την κοινωνία μας,
ΔΕΝ θα είμαι υποψήφια για το Συμβούλιο και προτίθεμαι να απόσχω από τις εκλογές της 23ης, της 25ης  Οκτωβρίου 2012, καθώς και από τη διαδικασία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.

Ρίκα Μπενβενίστε,
Καθηγήτρια του τμήματος Ι.Α.Κ.Α.,
Διευθύντρια του τομέα Ιστορίας,
Μέλος του ΔΣ του Ενιαίου Συλλόγου Διδασκόντων του Π.Θ.

ΥΓ. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι λίγες ώρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία κατάθεσης υποψηφιοτήτων, μονάχα "μη υποψήφιοι" ενημερώνουν την κοινότητα για τους λόγους της ... μη υποψηφιότητάς τους ...

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

6ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Βόλου

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012
6ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Βόλου
Σήμερα άρχισε με μεγάλη επιτυχία το 6ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Βόλου στην παραλία του Βόλου μπροστά από το πανεπιστημιακό συγκρότημα Παπαστράτου. 
Το Φεστιβάλ υποστηρίζουν ο Ενιαίος Σύλλογος Διδασκόντων ΠΘ καθώς και ο Σύλλογος Μελών ΕΤΕΠ ΠΘ. Τα Μουσικά Σύνολα Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας συμμετέχουν στο Αντιρατσιστικo Φεστιβάλ με συναυλία την Παρασκευή βράδυ.

 

Πρόγραμμα του 6ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Βόλου 


Παρασκευή 12 Οκτώβρη 2012
6 μμ: Έναρξη
6 μμ – 8μμ: Παιδότοπος, Χώρος δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με υποστήριξη παιδαγωγών: Φοιτητές και φοιτήτριες των Παιδαγωγικών Τμημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε ποικίλες δραστηριότητες για μικρά παιδιά.
7.00-8.30μμ: Συζήτηση με Θέμα «Μετανάστες-πρόσφυγες: της γης οι κολασμένοι»

Ομιλητές

Γιάννα Κούρτοβικ, δικηγόρος

Μιχάλης Αφολιάνο μετανάστης 2ης γενιάς

Γιαννούς Μοχαμαντί, Αφγανός πρόσφυγας
Συντονιστής
Γρηγόρης Ανδρεάτος
8.45-9.30μμ: Θεατρικό δρώμενο, «40 χρόνια Μποστ» πολιτική σάτιρα, , διάρκεια: 45’,
Παράσταση από τη θεατρική ομάδα ΑμεΑ «Έκφραση», προλογίζει η Αλίκη Κουκουμβρή.
10.00-12.00μμ: Συναυλία
  • Μουσικά Σύνολα Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας με το Σχολείο Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Βόλου, φιλική συμμετοχή: Μαρία Σιμόγλου
  • Μουσικό Συγκρότημα της Κοινότητας Αφγανών Μεταναστών και Προσφύγων στην Ελλάδα
  • Ρεμπέτικη Κομπανία

Σάββατο 13 Οκτώβρη 2012
6 μμ: Έναρξη
6 μμ – 8μμ: Παιδότοπος, Χώρος δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με υποστήριξη παιδαγωγών: Φοιτητές και φοιτήτριες των Παιδαγωγικών Τμημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε ποικίλες δραστηριότητες για μικρά παιδιά.
6.30-8.30μμ: Συζήτηση με Θέμα «Φασισμός και κρίση»
Ομιλητές
Γιώργος Αλεξάτος, συγγραφέας

Σεραφείμ Σεφεριάδης, πανεπιστημιακός

Λούκας Χμιελέβσκι, Πολωνός μαθητής Γ Λυκείου, μέλος της "Πρωτοβουλία Ενάντια στο Φασισμό και τη Ρατσιστική Βία"
Συντονίστρια
Μαριάνθη Κυπρίδου
8.30-9.00μμ: Προβολή ντοκιμαντέρ «Η ιστορία του αγκυλωτού σταυρού»
9.30-12.00πμ: Συναυλία
  • Caracatu (κρουστά)
  • Skaribas (reggae-punk-ska)
  • Renovatio (αλβανικό hip hop)
  • Band Fatale (rock)

Και τις 2 μέρες θα υπάρχουν:
·         κεντρικό περίπτερο του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ
·         θεματικά περίπτερα με φωτογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό
·         βιβλιοπωλείο
·         κουζίνα με γεύσεις από Αλβανία, Αφγανιστάν, Τουρκία και Παλαιστίνη
·         μπαρ με τοπικά αναψυκτικά, κρασιά, μπύρες και τσίπουρα


Συλλογή φαρμάκων για το Κοινωνικό Ιατρείο Βόλου
Συλλογή τροφίμων από τη Λαϊκή Συνέλευση Αγ. Νεκταρίου και την Εθελοντική Ομάδα Διάσωσης Μαγνησίας
  
#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

«Η άλωση της Κωσταντίας», Βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη

Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2012
Η άλωση της Κωσταντίας βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη

Εισαγωγικά

Φέτος το καλοκαίρι, είναι αλήθεια ότι διάβασα αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία νέων Ελλήνων λογοτεχνών, όπως το "Κάτι θα γίνει, θα δεις" του Χρήστου Οικονόμου, το Ο κύριος Επισκοπάκης του Ανδρέα Μήτσου, όμως η αληθινή αποκάλυψη για μένα είναι το "Η δεξιά τσέπη του ράσου", Βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, όπως και το τελευταίο που τελείωσα και παρουσιάζω σήμερα, το βιβλίο «Η άλωση της Κωσταντίας», επίσης του Γιάννη Μακριδάκη
Ο Γιάννης Μακριδάκης αποτελεί κυριολεκτικά την αποκάλυψη για μένα, φέτος, αν και το πρώτο του μυθιστόρημα το έγραψε το ήδη το 2008 (Ανάμισης ντενεκές). Δεν είχα την τύχη να τον διαβάσω νωρίτερα, αν και συμμετέχω σε λέσχη βιβλίου και γενικά είμαι λάτρης του καλού βιβλίου. Στο βιβλίο του "Η δεξιά τσέπη του ράσου", με συνεπήρε η λογοτεχνική περιγραφή της ασκητικής ζωής του μοναχού Βικέντιου, που μ' έκανε σχεδόν να θυμηθώ παπαδιαμάντια μαεστρία. Στο βιβλίο του αυτό με τίτλο «Η άλωση της Κωσταντίας» η γραφή του είναι χείμαρρος, χωρίς κεφάλαια και με ελάχιστες τελείες (και πάρα πολλές άνω τελείες) όπου οι προτάσεις είναι σιδηρόδρομοι -θυμίζουν Σαραμάγκου και κάπου Καρυστιάνη- κι όμως, το διαβάζεις κυριολεκτικά απνευστί. Σε μαγεύει η αμεσότητα της περιγραφής, η μίξη του τρίτου και πρώτου ενικού στην ίδια πρόταση δεν σε κουράζει, αντίθετα, σε απογειώνει, σε μεταφέρει αλλού, στα αληθινά μονοπάτια της λογοτεχνίας, που σπάνια συναντάς στη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία. Αληθινά πιστεύω πως ο Μακριδάκης -αν και είναι μόλις 41 χρονών- αποτελεί ήδη ένα μεγάλο ταλέντο για την ελληνική λογοτεχνία.

Ιδού ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

«η Κωσταντία κουνούσε το κεφάλι της σαν να 'χει απέναντί της έναν τρελό, δε σε το ΄πα εγώ ότι δεν είναι με τα καλά του, ότι τον αρέσουνε οι παλιατσαρίες, τη διάκοψε απότομα, εκείνη τη μέρα μ΄έφερε κάτι αρχαία λυχνάρια θεοβρόμικα, και κάτι κουταλάκια που σιχαινόσουνα να τα διείς όχι να τα πιάσεις και είχε την απαίτηση να τα χρηιμοποιώ κιόλας, παρ' τα ν' ανακατεύεις το τσάι σου να με σκέφτεσαι, με είπε ο αδικιωρισμένος, σιγά όμως μη τα κρατούσα, εγώ στην κόρη μου τα 'δωσα, από δω μέσα να φύγουνε, σιγά μη βάλω μέσα στο σπίτι μου ό,τι άχρηστο πετάνε οι Τούρκοι, μα είμαστε με τα καλά μας, ας τα πάρει η Άννα που πήρε και του λόγου του, και να τονε χαίρεται, σταμάτησε απότομα, κάπως τσαντισμένη. Η Βαγγελία είχε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο στο στόμα της, στέναξε σα να της έλεγε δίκιο έχεις καημένη, έμπλεξες, τί να κάνεις κι εσύ, δε φταίς, η κόρη σου τα φταίει όλα, δεν άρθρωσε όμως λέξη, ξαναγύρισε στα χαρτιά και διάβασε παρακάτω, εκείνη τη μέρα ήτανε που σου πήρα δώρο τα κουταλάκια, Κωσταντία μου, και το λυχναράκι»(σελ. 72-73).

Περιττό να πω, ότι αρχίζει και τελειώνει με άνω τελεία. Όπως προανέφερα, αρχίζει με περιγραφή στον τρίτο ενικό "η Κωσταντία κουνούσε το κεφάλι της..." και στην ίδια πρόταση, βάζει ένα κόμα και συνεχίζει σε πρώτο ενικό "δε σε το ΄πα εγώ ότι δεν είναι με τα καλά του..." κ.ο.κ. Στην παρακάτω πρόταση "Η Βαγγελία είχε...", κάνει αρχικά ακριβώς το ίδιο όπως και πρίν και τελειώνει με το "εκείνη τη μέρα ήτανε που σου πήρα δώρο τα κουταλάκια, Κωσταντία μου, και το λυχναράκι", που πλέον συνεχίζει την αφήγηση του γράμματος! Δηλαδή σε μία πρόταση -που τελειώνει σε άνω τελεία ("στο λυχναράκι")- έχουμε 3 λεκτικά σχήματα μαζί: τρίτο, πρώτο ενικό και αφήγηση (του γράμματος) μαζί..! Καταπληπτικό!. Τέλος χρησιμοποιεί αυθεντική ντοπιολαλιά, που προσδίδει αμεσότητα και προφορική σχεδόν περιγραφή.

Η υπόθεση του βιβλίου όπως την περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας

«Τον Οκτώβριο του 2005 η 60χρονη Κωσταντία, Ρωμιά της Κωνσταντινούπολης, λαμβάνει ένα ογκωδέστατο γράμμα από τη Χίο. Αποστολέας είναι ο Γιάννης, ο γαμπρός της, ο οποίος ζει στο νησί μαζί με τη μοναχοκόρη της την Άννα και με την επιστολή αυτή τής καθιστά γνωστά (για να μην τα μάθει από άλλους) τα όσα έζησε και τα όσα έμαθε σχετικά με τον εαυτό του κατά την πρόσφατη επίσκεψη του ζεύγους στην Πόλη. Ιστορίες και καταστάσεις οι οποίες ξεκίνησαν από ένα τυχαίο περιστατικό και βήμα προς βήμα τού αποκάλυψαν το άγνωστο και σοκαριστικά ανατρεπτικό προσωπικό του παρελθόν. Διότι ο Γιάννης δεν είναι αυτός που νόμιζε ότι ήταν, μέχρι τα 35 χρόνια του. Ο γαμπρός της Κωσταντίας είναι Τούρκος από τη μεριά του πατέρα του αλλά υιοθετήθηκε όταν ήταν βρέφος από ανάδοχη ελληνική και χριστιανική οικογένεια στη Χίο. 

Η Κωσταντία λοιπόν, όπως κάθε Ρωμιά που σέβεται τον εαυτό της και την καταγωγή της, νιώθει τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της καθώς διαβάζει αυτή την πληροφορία, δεν μπορεί να το διανοηθεί, δεν μπορεί να το πιστέψει, η κόρη της πήρε Τούρκο τελικά, πήγε στην Ελλάδα να παντρευτεί αλλά της βγήκε τουρκόσπορος, τρελαίνεται η Κωσταντία και είναι έτοιμη να σκάσει με αυτό το ύπουλο χτύπημα της μοίρας. Μετά το πρώτο σοκ επιστρατεύει όση ψυχραιμία της απέμεινε και ξεκινά, μαζί με την κουτσομπόλα φίλη της τη Βαγγελία να διαβάζουν όλη νύχτα εναλλάξ μεγαλοφώνως το ογκωδέστατο αυτό γράμμα του γαμπρού της, να περιπλανιούνται μαζί του στο Κουρτουλούς, στο Ντολάπντερε, στην Αντιγόνη, στο Μπαλουκλή, να μένουν άφωνες με αυτά που άκουσε ο ίδιος από Τούρκους και Ρωμιούς συγγενείς των πραγματικών του γονιών, να σχολιάζουν άλλοτε σαρκαστικά και άλλοτε με πίκρα τα γραφόμενά του, να ξαναζούν και να αναβιώνουν με διαφορετική ματιά γεγονότα και καταστάσεις που είχαν ζήσει παραλλήλως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πόλη, τέλος δε να απορούν και να βάζει ο νους τους ακόμη πολλά και διάφορα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτήν ακριβώς την ολονυκτία ανάγνωσης και τις αντιδράσεις των δύο φιλενάδων, καθώς ξεδιπλώνεται μπροστά τους λέξη προς λέξη η υπόθεση. 

Η άλωση της Κωσταντίας είναι ένα μυθιστόρημα βασισμένο στην ιδέα του «Αλλου», στο πώς αντιμετωπίζει ο καθένας τον «Αλλον», τον εθνικά και θρησκευτικά διαφορετικό, αλλά και τον «Αλλο του εαυτό» μέσα από τους πολλούς άλλους. Είναι εμπνευσμένο από τον τρόπο με τον οποίον η πλειονότητα των μελών της ελληνικής μειονότητας της Πόλης (αλλά και κάθε μειονότητας) αντιμετωπίζει το μέγα ζήτημα των μικτών γάμων αλλά και από τις ψυχολογικές αναταράξεις που συμβαίνουν σε έναν άνθρωπο όταν βλέπει να καταρρέουν ξαφνικά όλα όσα είχε βέβαια και δεδομένα για την ύπαρξή του τόσα χρόνια, όταν από τη μια στιγμή στην άλλη νιώθει ένας άλλος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. 

Η Κωσταντία αλώθηκε ψυχολογικά από τον πορθητή γαμπρό της, με σύγχρονο δούρειο ίππο έναν ογκωδέστατο φάκελο που έκρυβε εντός του μια ιστορία απίστευτη και γεμάτη εκπλήξεις από την αρχή ώς το τέλος της» (στο Τυπωθείτω της παλαι ποτέ Ελευθεροτυπίας στις 29/4/2011) 

Σχολιασμός πάνω στην υπόθεση του βιβλίου

Το κλειδί της υπόθεσης είναι βέβαια η επιστολή του Γιάννη προς την πεθερά του Κωσταντία. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης ενσωματώνεται στο γράμμα του Γιάννη Γιασάρ Φρατζεσκάκη προς την πεθερά του, το οποίο διαβάζουν φωναχτά η ίδια και η φίλη της Βαγγελία, αναλαμβάνοντας εναλλάξ τον ρόλο της αναγνώστριας και της ακροάτριας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο συγγραφέας πετυχαίνει μια σταθερή αντίστιξη λόγων (ο απολογητικός λόγος του Γιάννη για την τουρκική καταγωγή του και ο εξοργισμένος λόγος των δύο γυναικών για τη συνταρακτική παραδοχή του), που συμπλέκονται με έναν ασθματικό, σχεδόν παραληρηματικό ρυθμό, προσδίδοντας στην αφήγηση μια σπάνια ζωντάνια. 
Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι του συγγραφέα µε την έννοια της αλήθειας,  κι όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, με την ιδέα του «Αλλου», στο πώς αντιμετωπίζει ο καθένας τον «Αλλον», τον εθνικά και θρησκευτικά διαφορετικό, αλλά και τον «Αλλο του εαυτό» μέσα από τους πολλούς άλλους. Διότι άλλη είναι η αλήθεια όταν ο Γιάννης εστιάζει στα γεγονότα ως ερευνητής του οικογενειακού παρελθόντος του και άλλη όταν τα παρακολουθεί ως εν δυνάµει µυθιστοριογράφος. Η αλήθεια είναι λοιπόν θέµα οπτικής γωνίας και ανάλογα µε την οπτική της γωνία µπορεί να τρελάνει ή να λυτρώσει. Έτσι όµως ο Μακριδάκης καταφέρνει και κάτι άλλο: να µιλήσει µε ανάλαφρο και ταυτόχρονα σοβαρό τρόπο για τις εθνικές µας εµµονές, αποφεύγοντας τόσο την ιερή τους εξαΰλωση, που καταργεί κάθε ιστορική αίσθηση της πραγµατικότητας, όσο και τη στεγνή ιδεολογική τους αποµυθοποίηση, που αγνοεί το φορτίο του ιστορικού τους βιώµατος (η Κωσταντία είναι παιδί του πογκρόµ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955). Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ, αν λάβουμε υπόψη τα πογκρόμ κατά των μεταναστών της εγχώριας τρόικα και κυρίως των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Έτσι ανάλαφρα, σαν σε παραμύθι, ο Μακριδάκης σε οδηγεί αριστοτεχνικά εκεί που θέλει, στο να γκρεμίσει δηλαδή τις φυλετικές διακρίσεις αφήνοντας την Κωσταντία να της ξεφύγει:«Ναι μεν Τούρκος, αλλά είναι γιατρός!». Άρα οι εθνικές/θρησκευτικές διαφορές είναι μόνο για τους φτωχούς; Ή μήπως χρειάζεται ένα άλλοθι για να πνεύσει αέρας δημοκρατικότητας και εκσυγχρονισμού; Ο συγγραφέας επικαλείται την ισότητα των ανθρώπων, προσθέτοντας πως πατρίδα του καθενός είναι η παιδική του ηλικία και πως την ταυτότητά του την αποκτά από την κοινωνία στην οποία μεγάλωσε με γεννήτορες αυτούς που τον ανέθρεψαν και όχι απαραίτητα τους φυσικούς του γονείς.

Ο Γιάννης Μακριδάκης με δυναμική και νοσταλγική γραφή κατακτά τον αναγνώστη και ξεκλειδώνει για μια ακόμη φορά το λαογραφικό σεντούκι της Χίου, ελευθερώνοντας τους πόνους και τις ρίζες του κοινωνικού της ιστού. Και όχι μόνο. 

Τέλος, ο από μηχανής θεός δίνει τη λύση. Ένα μυθιστόρημα είναι! Είναι;

«Η άλωση της Κωνσταντίας» θα παίζεται σύντομα και στο θέατρο με την Άννα Βαγενά και την Ελένη Γερασιμίδου, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Βαλαβανίδη.

Τέλος συνιστώ να διαβάσετε οπωσδήποτε και την συνέντευξη του Γιάννη Μακριδάκη για το βιβλίο.

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

---------------------------------------
Αναφορές: 

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Πώς γίνεται κάποιος φασίστας

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2012
Φασίστας
Η μετατροπή ενός ανθρώπου σε φασίστα δεν είναι μια απλή διαδικασία. Συνήθως παίρνει χρόνο. Ακολουθεί σχεδόν πάντα μια πατέντα, μια διαδικασία στην οποία αφού μπουν τα θεμέλια χτίζεις τα πατώματα μέχρι που φτάνεις στην κορυφή. Ορισμένες φορές η διαδικασία είναι τέτοια που δεν την καταλαβαίνει ούτε ο εμπλεκόμενος. Δεν λέει δηλαδή αύριο θα γίνω φασίστας, ούτε έχει μια ημερομηνία σταθμό την οποία γιορτάζει ως τα γενέθλια της φασιστικής του ζωής. Η μετατροπή ενός ανθρωπάκου-κάμπιας σε ναζιστική-πεταλούδα είναι μια σύνθετη διαδικασία την οποία σας παρουσιάζουμε:

Στάδιο πρώτο: Τα θεμέλια

Κάποτε σε μικρή ηλικία, όταν είσαι εντελώς εύπλαστος, διαβάζεις στα βιβλία της ιστορίας του δημοτικού για τις μάχες που έδιναν οι πρόγονοί σου. Λυρικές αναπαραστάσεις του τρόπου με τον οποίο αν και πάντα λιγότεροι κατάφερναν να εξουδετερώνουν όλους τους πανίσχυρους εχθρούς τους, τους Πέρσες, τους Τούρκους, τους Ιταλούς τους Γερμανούς. Ενδιάμεσα σου παραβάλλονται οι ενδείξεις της πολιτισμικής σου ανωτερότητας. Φωτογραφίες από κίονες, ναούς και αμφορείς που επιβεβαιώνουν αυτό που έχεις ακούσει και στο σπίτι σου: «όταν εμείς χτίζαμε παρθενώνες οι άλλοι τρώγαν βελανίδια». Κάπου εκεί αρχίζεις να ερωτοτροπείς με έναν παιδικό εθνικισμό. Βλέπεις τον εαυτό σου σαν τον επόμενο Καραϊσκάκη ή Κολοκοτρώνη, και δηλώνεις περήφανος για την καταγωγή σου και πρόθυμος να θυσιαστείς για την πατρίδα σου. Έχεις μάθει απ’ έξω όλες τις βασικές εκκλησιαστικές προσευχές κι ας μην καταλαβαίνεις τι λένε. Σταυροκοπιέσαι κάθε φορά που περνάς έξω από εκκλησία, ίσως να παρακολουθείς και το κατηχητικό, και για κάποιο λόγο πιστεύεις πως υπάρχει ένας θεός που προστατεύει την Ελλάδα σαν την δική του πατρίδα. Άλλωστε η εκκλησία έπαιζε πάντα καθοριστικό ρόλο στη μόρφωσή σου και ιδιαίτερα στην ιστοριογραφία της χώρας μας, η οποία παρά την ύπαρξη πολλών κατ’ όνομα αριστερών καθηγητών, διανοούμενων και ερευνητών δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τον χαρακτήρα της γεγονοτολογικής παράθεσης πολεμικών συγκρούσεων. Ιδιαίτερα όταν η αριστερή αντίστιξη στην εθνικιστικού τύπου ιστοριογραφία είναι η …Ρεπούση τα πράγματα δυσκολεύουν.

Στάδιο Δεύτερο: Η εφηβεία

Στην εφηβεία έχεις ήδη κατασταλάξει στην ομάδα που υποστηρίζεις με φανατισμό. Θέλεις να βλέπεις κρεμασμένα στα περίπτερα πρωτοσέλιδα που μιλάνε για την οπαδική σου μαγκιά και την ανωτερότητα σου από τους άλλους. Η αυξημένη σου λίμπιντο δεν κατευνάζεται με χειροπρακτικές μεθόδους, χρειάζεσαι κι άλλο. Βρίσκεις εκτόνωση στην βία με τους συμμαθητές σου. Γουστάρεις να ακούς ιστορίες από «πεσίματα» με κράνη, καδρόνια και μαχαίρια απέναντι στους «άλλους». Τα παιδιά από τον Σύνδεσμο είναι καλοί μάγκες, και η παρέα μαζί τους σε κάνει μάγκα κι εσένα. Με την ομάδα και την γκόμενα να σου τρώνε πολύ χρόνο από τη ζωή σου δεν έχεις κουράγιο να ασχοληθείς με τα πολιτικά. Άλλωστε όλοι κλέφτες και ψεύτες είναι, όπως είπε και ο μπαμπάς βλέποντας ειδήσεις χτες το βράδυ.

Στάδιο τρίτο: Η ενηλικίωση

Αφού είδες κι αποείδες να τελειώσεις το σχολείο πρέπει να δεις τι θα κάνεις στη ζωή σου. Ως άτομο διατηρείς ακέραιες τις βάσεις της μαζικής κουλτούρας που συνήθισες να καταναλώνεις. Η τηλεόραση είναι το αγαπημένο σου μέλος της οικογένειας, το διαδίκτυο βοηθάει για όλα τα άλλα και πράγματα όπως οι τέχνες και τα βιβλία δεν είναι για σένα. Γελάς ακόμα με τα ανέκδοτα για τους Αλβανούς που «κλέβουν την παράσταση» και για τους μαύρους που είναι μαύροι και όχι εσύ ρατσιστής. Μπορεί να είπες και στον κολλητό σου που έκατσε πολλές ώρες κάτω από τον ήλιο ότι έγινε σκούρος σαν «Πάκι». Αλλά ρατσιστής δεν είσαι.

Στάδιο τέταρτο: Η εργασία

Πήγες για δουλειά κι εσύ κάποια στιγμή όπως όλοι. Κακοπληρωμένος κι ανασφάλιστος, αλλά δεν πειράζει. Πρέπει να είσαι εργατικός. Έτσι λένε όλοι. Άλλωστε η εργατικότητα είναι ένα παράσημο που πρέπει ο άνδρας να διαθέτει. Είναι πιο σημαντικό κι από την αξιοπρέπεια. Το αφεντικό είναι καλό, αφού σου χτυπάει καμιά φορά την πλάτη φιλικά. Ενδιαφέρεται αυθεντικά για σένα και σου είπε ότι θα σε κάνει κάποια μέρα υπεύθυνο, αρκεί να συνεχίσεις να δουλεύεις σκληρά. Κάποτε είδες έναν περίεργο τύπο, μάλλον συνδικαλιστή, να σου λέει ότι πρέπει να πας στην απεργία. Δεν άφησες την πρόκληση αναπάντητη: «που να πάω στην απεργία; και το μεροκάματο που θα χάσω;» κι ύστερα γύρισες το κεφάλι και συμφώνησες με τον παλιότερο που σου είπε ότι οι συνδικαλιστές είναι ξεπουλημένοι που ζούνε μέσα στη χλιδή. Άλλωστε η Αριστερά πέθανε. Είδαμε τον κομμουνισμό που μόλις έπεσε γέμισαν τα κωλόμπαρα της Ελλάδας μας. Πουτάνες θα τις κάνουν τις μάνες μας;

Στάδιο πέμπτο: Η κρίση

Όλα κυλούν καλά. Συνεχίζεις να ψηφίζεις το κόμμα που σου υπέδειξε αυτός που σε έβαλε στη δουλειά. Συνεχίζεις να αδιαφορείς για την πολιτική και να κοιτάς την πάρτη σου. Όταν κάθεσαι στο μετρό ή στο λεωφορείο παρακαλάς να μην κάτσει στην άδεια θέση δίπλα σου εκείνος ο σκουρόχρωμος που βρωμάει. Κάποια στιγμή παρατηρείς ότι είναι πολλοί. «Πως την κατάντησαν έτσι την Ελλάδα;». Με ξένους δεν κάνεις παρέα. Εντάξει δεν είναι όλοι κλέφτες, υπάρχουν και ορισμένοι νοικοκυραίοι που σέβονται την χώρα μας, αλλά όχι και να σηκώσουν τη σημαία τα αριστούχα παιδιά τους. Άλλωστε το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» που τραγούδησες μεθυσμένος από εθνική υπερηφάνεια το 2004 το πιστεύεις ακόμα.

Έρχεται η κρίση και το αφεντικό σου, γεμάτο αληθινό πόνο, σου ανακοινώνει ότι δεν μπορεί να σε κρατήσει άλλο στη δουλειά γιατί δεν βγαίνει. Τα κέρδη του μειώθηκαν και αν μπορούσε να σε κρατήσει θα το έκανε, όμως τα πράγματα ζόρισαν. Αν αλλάξει κάτι θα σε ειδοποιήσει, όμως τώρα θα προτιμήσει να κρατήσει τους δύο Πακιστανούς που τους έχει να δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, ανασφάλιστους και παράνομους. Του λες ευχαριστώ που σου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψεις και τον αποχαιρετάς.

Κάτι αρχίζει να σαλεύει. Εσύ που τόσα χρόνια εργαζόσουν ακατάπαυστα και ήξερες τη δουλειά να πετιέσαι έξω από δυο ξυπόλητους βρωμιάρηδες; Αυτοί φταίνε. Τι δουλειά έχουν εδώ; Να πάνε στη χώρα τους. Εμείς δεν αντέχουμε άλλους. Αν μπορούσαμε να τους ταϊσουμε θα το κάναμε ευχαρίστως, αλλά όχι τώρα. Πρέπει να φύγουν. Όμως ποιος θα τους διώξει; Ένα γαμάτο blog που διάβασες προχτές έγραφε ότι όλοι οι πολιτικοί είναι προδότες και έχουν ξεπουλήσει με μυστικές συμφωνίες την χώρα. Πείθεσαι ότι αυτοί οι λαθρομετανάστες δεν ήρθαν από μόνοι τους. Τους έφεραν κάτι μεγάλα κεφάλια, που κατά σύμπτωση είναι Εβραίοι, για να καταστρέψουν την χώρα σου. Βλέπεις το κόμπλεξ αυτών που έτρωγαν τα βαλανίδια είναι μεγάλο και γι’ αυτό θέλουν να μας καταστρέψουν.

Κάτι πρέπει να γίνει όμως. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να το κάνουν γιατί είναι όλοι πουλημένοι. Οι λογαριασμοί τρέχουν και από τον ΟΑΕΔ δεν είχες κανένα νέο. Και εκείνος ο δημοτικός σύμβουλος που σου έλεγε ότι θα σε βολέψει κάπου δεν απαντά στα τηλέφωνα. Ο χρόνος πιέζει. Οι ξένοι ηγέτες μας κοροϊδεύουν. Ποιος θα δώσει τη λύση; Τους χρειάζεται ένα μάθημα. Ένα Γουδί. Ένας Παπαδόπουλος. Αυτός τουλάχιστον δεν έκλεβε.

Το βραδάκι κάθεσαι να δεις ειδήσεις. Βρίζεις την Τρέμη και τον Πρετεντέρη όταν σου λένε ότι πρέπει να πληρώσεις το χαράτσι. Όταν σου λένε ότι πρέπει να απελαθούν οι λαθρομετανάστες κατά σύμπτωση συμφωνείς μαζί τους. Δεν θέλεις να ακούσεις τίποτα άλλο. Πρέπει να γίνει κάτι. Τώρα. Δεν σε νοιάζει ποιος και πως θα το κάνει. Αρκεί να γίνει. Να φύγει ο βρωμιάρης που σου πήρε τη δουλειά. Να πάει στον αγύριστο. Κάπου στο youtube πήρε το μάτι σου έναν τύπο με ξυρισμένο κεφάλι να υπόσχεται κρεμάλα στους προδότες και δουλειά στους Έλληνες. Αυτό είναι. Μόνο αυτοί μπορούν να μας σώσουν!
Ναι αλλά αυτοί είναι νοσταλγοί του Χίτλερ που κατέκαψε την Ελλάδα, που βίασε και σκότωσε τους προγόνους σου. Λεπτομέρειες. Τώρα έχουμε κρίση, δεν έχουμε την πολυτέλεια να ασχολούμαστε με την ιστορία. Άλλωστε δεν είδαμε προκοπή από τους δημοκράτες. Γιατί να μη δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό;

Στάδιο έκτο: Το πέρασμα στη δράση

Στις πρώτες εκλογές δειλά-δειλά ψήφισες Χρυσή Αυγή. Μιλώντας με τους φίλους σου επέμενες ότι δεν συμφωνείς μαζί τους, αλλά δεν ήξερες τι άλλο να ψηφίσεις. Η Παπαρήγα είναι βολεμένη, ο Τσίπρας έφερε τους μετανάστες και ο Καμμένος ήταν για χρόνια στην ΝΔ. Σε δημόσιες συζητήσεις αποκύρηττες τη βία, αλλά ήθελες να φάει ένα χαστούκι ο Πάγκαλος. Έκοψες και την καλημέρα που έλεγες με τον για χρόνια Αλβανό γείτονά σου και κρυφοχάρηκες όταν έμαθες ότι απολύθηκε κι αυτός και μάλλον θα πάει Αυστραλία. «Δεν είμαι ρατσιστής. Αυτοί με έκαναν» επαναλαμβάνεις μονότονα, ίσως από τύψεις. Απολάμβανες το χαστούκι του Ηλία στην Κανέλλη. Καλά της έκανε!

Ο Χρυσαυγίτης της γειτονιάς είναι καλό παιδί. Βοηθάει τις γριούλες, φροντίζει για την ασφάλειά μας και μας ενημερώνει για τα πολιτικά πράγματα. Πολύ θα ήθελες κι εσύ να του μοιάζεις. Να μοιράζεσαι κι εσύ τη σοφία του και τις απέραντες γνώσεις του για την Αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο φέρονταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι στους εχθρούς και τους προδότες. Ενδίδεις στις παραινέσεις του να κατέβεις κι εσύ σε μια συγκέντρωση που θα γίνει για λίγους φίλους. Εκεί θα μας μιλήσει ένας συναγωνιστής που ξέρει πολλά γιατί ήταν στους καταδρομείς και είδε από μέσα τι παίζεται. Πηγαίνεις από συγκέντρωση σε συγκέντρωση και ξαφνικά νιώθεις πιο δυνατός. Το πνεύμα σου έχει γαλουχηθεί από τις ιστορίες που ακούς. Ένα δεύτερο σχολείο. Εκεί συναντάς και κάτι παλιόφιλους από το Σύνδεσμο. Τότε που την πέφτατε μαζί σε κάνα πιτσιρίκι για να του πάρετε το κασκόλ της αντίπαλης ομάδας. Νιώθεις το σώμα σου να δυναμώνει κάθε φορά που φοράς το ραμμένο από Πακιστανούς, μαύρο μπλουζάκι που σου χάρισε ο νέος σου φίλος για ενθύμιο. Στις δεύτερες εκλογές είσαι πια σίγουρος για την επιλογή σου. Χρυσή Αυγή και τα μυαλά (;) στα κάγκελα. Να μάθουν αυτοί οι αριστεροί και οι προδότες. Αγαπημένη σου φράση το «αν γουστάρεις τους λαθρομετανάστες να τους πάρεις σπίτι σου».

Ο υπαρχηγός του υπαρχηγού του πυρηνάρχη κρίνει ότι είσαι έτοιμος για το επόμενο στάδιο. Βία αυτοί, βία κι εμείς. Πρέπει όμως να είσαι πειθαρχημένος. Με στρατιωτικό τρόπο. Τον εξοπλισμό σου τον παίρνεις από τους συναγωνιστές. Τώρα το λοστάρι που κρατάς είναι η προέκταση του ανδρισμού σου. Θα τους γαμήσεις όλους. Δεν σε σταματάει τίποτα. Ακούς με προσοχή τους εμπειρότερους και δεν παρεκκλίνεις από τις εντολές τους. Αν πετύχεις όμως κανέναν αλλοδαπό κοντά στη γειτονιά σου μπορεί να πάρεις την πρωτοβουλία να του δώσεις και καμιά κλωτσιά.

Στάδιο έβδομο: Η ολοκλήρωση

Αγαπάς την χώρα σου παθολογικά. Εκνευρίζεσαι όταν βλέπεις να την ξεπουλάνε στους ξένους, μισείς όποιον την επιβουλεύεται. Πιστεύεις ότι είσαι πατριώτης. Εθνικιστής πατριώτης. Γιατί να το κρύψεις άλλωστε. Είσαι εθνικιστής περήφανος και αγέρωχος. Καταβροχθίζεις τα βιβλία που σου έδωσαν να διαβάσεις και αρχίζεις να παίρνεις μέρος ενεργά στις συζητήσεις. Είσαι πια σίγουρος για κάποια πράγματα: Ο Χίτλερ ήταν φιλέλληνας, το ολοκαύτωμα δεν υπήρξε, κι αν ακόμα υπήρξε καλώς έγινε, οι κομμουνιστές είναι εβραίοι και μπολσεβίκοι, οι δημοκράτες πουλημένοι και βολεμένοι και μόνο ο Στρατός μπορεί να δώσει τη λύση. Αν όλα αυτά σε κάνουν φασίστα, τότε ναι είσαι φασίστας. Με κάθε ευκαιρία προσπαθείς να ανοίξεις πολιτική συζήτηση με φίλους, γνωστούς και άγνωστους. Να τους εντυπωσιάσεις με τις αποκαλύψεις που τόσο γρήγορα έμαθες, να τους διαφωτίσεις για το τι ήταν πραγματικά τα SS, ποιος ήταν ο Γκέμπελς και πόσο φιλέλλην ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Δεν δέχεσαι αντιρρήσεις. Αν κάποιος πάει να σου πει κάτι περνάς αμέσως στην αντεπίθεση: «Ερχόμαστε και θα σας λιώσουμε». Σκέφτεσαι σοβαρά να ξυρίσεις το κεφάλι σου. Στη γυναίκα σου θα πεις ότι το κάνεις για λόγους οικονομίας, το σαμπουάν ακρίβυνε και ο κουρέας χρεώνει 10 ευρώ το απλό κούρεμα. Μόλις μαζέψεις λίγα χρήματα θα πας να κάνεις δύο τατουάζ. Το ένα θα γράφει οπωσδήποτε «Η ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ» κι ας μη θυμάσαι τι ακριβώς σημαίνει. Το άλλο θα είναι ένα τέλειο σχέδιο που ζωγράφισε ένας συναγωνιστής. Θα βγαίνουν κάτι φλόγες μέσα από ένα φοίνικα και γύρω-γύρω θα έχει κάτι «αρχαιοελληνικά» σχέδια.

Η ολοκλήρωση έρχεται όταν πείθεις έναν φίλο σου να βρει κι αυτός τη λύτρωση. Να βαφτιστεί μέσα στα άγια νερά της λευκής αδελφότητας, να μεταμορφωθεί σε ακούραστο πολεμιστή της πατρίδας και του έθνους. Να ακολουθήσει την δική σου εξέλιξη.
Και κάπως έτσι γίνεται ο άνθρωπος φασίστας…

---------------------------------------------
Πηγή: tvxs.gr/node/107505

Κατερίνα Γώγου: Η οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2012
«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα Κροκανθρώπους αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είν` ο στόχος, το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»... Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1940. Έπειτα από περίπου 53 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.

«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε... άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος...» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Ν. Κούνδουρος. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το & βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.

Η μεγάλη της αγάπη, όμως, ήταν η ποίηση. «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής" Μην κλειστό στο δωμάτιο ν' αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.

Από το γλυκό κοριτσάκι των ελληνικών ταινιών της Φίνος Φιλμς, η Κατερίνα Γώγου μετατρέπεται στην επαναστατική ποιήτρια που αρχίζει να γράφει «για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι' αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια σε παλιότερη συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».

Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων». Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.

Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη, χωρίς να έχει αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς. «Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.

--------------------------------
Πηγή: tvxs.gr/node/44918

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.