Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΑΡΑΠΗΣ - της Λίνας Φυτιλή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013
Ο ΑΡΑΠΗΣ - της Λίνας Φυτιλή
Είχαμε εφτά σκυλιά, είχαμε και τον Αράπη. Ένα σκυλί γεροδεμένο, ολόμαυρο, κατράμι. Εποχή κατοχής  κι η φτώχεια θέριζε. Αλλά τον Αράπη τον αγαπούσα. Έπαιρνα βούτυρο, το έριχνα κρυφά στον τραχανά και μ΄ αυτό τον τάιζα. Μετά τον έπαιρνα μαζί μου στη βόλτα. Βγαίναμε έξω από την πόλη, ως το κτήμα του παππού. Ένα κομμάτι μπλε ουρανού μας ακολουθούσε παντού. Ο κάμπος έτρεχε στα πόδια μας. Λίγο διάφανο φως, φρέσκο απαλό αεράκι και το σύννεφο του φόβου απομακρυνόταν προσωρινά.  Ο ήλιος ψηλά έλαμπε.

      Λίγες μέρες πριν μπουν οι Ιταλοί στην πόλη, ο Αράπης ούρλιαζε συνέχεια. Τρία ολόκληρα μερόνυχτα ουρλιαχτού. Άσχημα μαντάτα θα έρχονταν. Ο πατέρας μου δεν άντεχε το αλύχτισμα.

«Κακοσήμαδο» είπε.

  Μια μέρα, δυο μέρες, την τρίτη ήταν έξαλλος από θυμό. Κάθισε σκεφτικός δίπλα στο πιστό σκυλί, μετά το πήρε μαζί του. Το πήγε σ΄ ένα χωράφι με το κάρο και του έριξε μια με το όπλο, για να το σκοτώσει.

    Όταν γύρισε στο σπίτι το μεσημέρι, μας είπε κακόκεφα ότι τον σκότωσε τον Αράπη. Έκλαιγα, δεν μπορούσα να το πιστέψω.

  «Γιατί; Τι σου έκανε;»

Έτρεχαν τα δάκρυά μου, λίμνη από αναφιλητά.

 «Το ουρλιαχτό του δεν ήταν καλό για το σπίτι μας…»

Αυτό είπε μόνο και βγήκε από το δωμάτιο.

Απαρηγόρητη πήγα να ξαπλώσω. Το γεγονός ήταν  τετελεσμένο.

       Πέρασαν μερικές μέρες και πήγαμε στο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς με το κάρο, εγώ, ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Μόλις φτάσαμε στον Αι-Γιώργη, στο σημείο κοντά στις βρύσες, είδαμε εκατοντάδες αντάρτες παραταγμένους.  Περίμεναν τους Ιταλούς. Θα γινόταν επίθεση το πρωί. Κρύος ιδρώτας μας έλουσε. Η μάνα μου πάγωσε.

 «Πάμε να φύγουμε» είπε.

  Βιαστήκαμε μέχρι που φτάσαμε στο Κοελίτσι, εκεί που βρίσκεται σήμερα το αεροδρόμιο. Ο ουρανός αγέρωχος κι η θάλασσα κάτω από το νευραλγικό φως, κυμάτιζε στο βάθος ψεύτικα. Σ’ εκείνα τα κυματάκια ταλαντεύονταν λίγες λαθραίες εικόνες ηρεμίας. Ώρες κράτησε το ταξίδι μες τη νύχτα με το κάρο. Κρυφτήκαμε σ’ ένα μικροσκοπικό σπίτι, σπιρτόκουτο, δυο δωμάτια όλο κι όλο. Ανάμεσα στους φουντωτούς θάμνους δεν ξεχώριζε.

    Την άλλη μέρα μάθαμε ότι το πρώτο σπίτι που κάηκε στον Αλμυρό, ήταν το δικό μας. Εμείς τότε, τα υπάρχοντά μας τα είχαμε στοιβάξει σε μια αποθηκούλα, ώστε αν μας έκαιγαν το σπίτι, να είχαμε κάπως να ζήσουμε. Η μάνα μου ήταν προνοητικός άνθρωπος. Αλλά η πρώτη βόμβα έπεσε ακριβώς εκεί και κάηκε η αποθήκη. Όλο εκείνο το καλοκαίρι δεν είχα παπούτσια. Κυκλοφορούσα μ’ ένα ζευγάρι πάνινες παντόφλες, που είχαν στο κάτω μέρος τους δυο κόκκινα κορδόνια και τα έδενα στον αστράγαλο.

     Εμένα οι Ιταλοί με αγαπούσαν. Με φώναζαν dolce Αντιγόνη κι άλλα παρατσούκλια και μου έφερναν κάλτσες, μακαρόνια και χάπια, ιδίως όταν είχα πάθει ελονοσία.

     Μια μέρα, η γιαγιά μου είχε πάει στο στάβλο γιατί αρρώστησε η κατσίκα μας, η Μάρμω. Φώναζε η μάνα μου «Μην πας εκεί μέσα», η γριά κέρατο, δεν άκουγε, έκανε του κεφαλιού της. Όταν γύρισε στο σπίτι, τα πόδια της ήταν μαύρα από τους ψύλλους κι η φανέλα της, στο ίδιο κακό χάλι.

«Πώς έγινες έτσι, γριά. Θα σου πιουν το αίμα, θα σου τρυπήσουν τις φλέβες...»

  Πήρε τα ρούχα της η μάνα μου, τα ζεμάτισε σε καυτό νερό. Δε θέλω να θυμάμαι το θέαμα. Δεν τολμούσα να μπω στο στάβλο ούτε γι΄ αστείο.

    Στο σπίτι μας είχαμε στήσει πια αντίσκηνο και κάπως τα βολεύαμε. Ένα βράδυ η μάνα μου ζήτησε άδεια από τον Κομεντάτε, το διοικητή των Ιταλών, για να πάμε στο Κοελίτσι. Αυτός της επέτρεψε αλλά μόνο για εικοσιτέσσερις ώρες.

    Ξεκινήσαμε πάλι με το κάρο, η γιαγιά, η μάνα μου κι εγώ. Τη στιγμή που φτάσαμε εκεί, έγινε η δεύτερη επίθεση των Ιταλών στον Αλμυρό. Τα μεσάνυχτα, λέγεται, ότι οι Ιταλοί «πέρασαν» όποια γυναίκα βρήκαν μπροστά τους. Από σπόντα γλιτώσαμε.

   Όταν το άλλο πρωί γυρίζαμε, ακούγαμε τους πυροβολισμούς. Τα αεροπλάνα ακόμη βομβάρδιζαν πάνω από τα κεφάλια μας. Μόλις πλησίαζαν τα βουητά τους, κρυβόμασταν στους θάμνους. Μετά συνεχίζαμε πάλι. Αυτό έγινε άπειρες φορές, μέχρι να φτάσουμε. Πέφταμε κάτω, γινόμασταν ένα με τη γη και το χώμα. Η καρδιά μου πήγαινε κι ερχόταν. Τρομερή διαδρομή.

    Φτάνοντας στο σπίτι, το είδαμε ξανά βομβαρδισμένο. Η βόμβα είχε πέσει σε τέτοιο σημείο, που δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Αρχίσαμε να κλαίμε, η γιαγιά τράβαγε τα μαλλιά της. Μόνο η μάνα μου στάθηκε ψύχραιμη μπροστά στα ερείπια.

«Ντουβάρια. Ξαναγίνονται» είπε.

     Τίποτα δεν μου προκαλούσε πια έκπληξη. Ίσως γιατί στη διαδρομή μας, είχα μια αναπάντεχη συνάντηση. Όπως περπατούσα εκεί γύρω από το σπιτάκι, ανάμεσα στα σπαρμένα χωράφια με τα χτικιάρικα δέντρα είδα μπροστά μου τον Αράπη, το σκύλο μας. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Στην αρχή λέω, άλλο σκυλί είναι και του μοιάζει.

Αλλά όχι, ήταν ο Αράπης.

   «Μάνα» φώναξα «ο Αράπης…Κοίτα τον» και μετά άρχισα να τον φωνάζω, πολλή ώρα. «Αράπη, Αράπη…»

    Δε γύρισε. Έτρεχε ακανόνιστα προς το βουνό. Η σφαίρα προφανώς είχε διαταράξει το μυαλό του, δεν πάταγε καλά, χασεμένο σκυλί ήταν πια. Μάλλον δεν του είχε απομείνει πολλή ζωή ακόμη. Επιστρέφοντας, το είπα στον πατέρα μου.

«Πατέρα, ο Αράπης ζει…Τον είδα»

«Αποκλείεται. Τον σκότωσα»

«Ο Αράπης ζει. Τον είδαμε. Ρώτα και τη μάνα μου…»

Ο πατέρας μου έβαλε τα κλάματα. Ένα κλάμα βαθύ, ένοχο, μες από τα στήθη.  Αγριεμένος και ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο κι όμως, έκλαιγε. «Όλα τα προαισθανόταν αυτό το σκυλί. Καημένε Αράπη…»

    Τις νύχτες παρά τα χρόνια που πέρασαν, ονειρεύομαι συχνά το ίδιο πράγμα. Τα μαλλιά μου τυλίγονται στις φλόγες και  ξυπνάω απότομα ουρλιάζοντας. Από μακριά ο Αράπης  στέκεται στα πίσω  πόδια και  με κοιτάζει θλιμμένα με τα μεγάλα του μάτια. Δίπλα, μια παγωμένη λίμνη και τρέχω βιαστικά να βουτήξω, για να σβήσω τις φλόγες.

   Στα όνειρα όλα επιτρέπονται.

Είχαμε κι εμείς όνειρα κάποτε, τραγούδια που αγαπούσαμε και τα ψιθυρίζαμε κλεφτά. Επιθυμίες, που τις κατάπιαν οι εποχές.

    Είχαμε εφτά σκυλιά, είχαμε και τον Αράπη.


***************
Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα, ζει στον Αλμυρό Βόλου κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το 1997 δημοσιεύτηκε το βιβλίο της Οι Νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, Καστανιώτης. Το 2004 εκδόθηκε η εργασία της η Ευέλικτη Ζώνη στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς και μαθητές από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο- Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Το 2011 εκδόθηκε το μυθιστόρημά της Τώρα είναι αργά, εκδόσεις Απόπειρα. Γράφει στο press.gr και στο περιοδικό τέχνης ΝΤΟΥέΝΤΕ.
--------------------------------------------------------
Αναδημοσίευση από : Λογοτεχνικό Μπιστρό

----------------------------------------------------------------

Στο Εργαστήρι Λογοτεχνίας για Ενήλικες (από τους «Πολίτες Εν Γνώσει»  την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου στις 7.30 μμ στη Σοφίτα του Πολυχώρου Τέχνης Φουντούλη), έγινε η πρώτη συνάντηση με την συγγραφέα κα Λίνα Φυτιλή, όπου σπουδαστές και συνδαιτυμόνες (όπως εγώ), είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουν μαζί της για το έργο της και για την τέχνη της γραφής.  
Έχω διαβάσει (μόνο) 2 διηγήματα της Λίνας Φυτιλή, τον "Αράπη" και την "Παρείσακτη" και μου άρεσαν και τα δύο. Βιβλία της δεν έχω διαβάσει ακόμη. Η συνάντηση που είχα(-με) μαζί της, η απλότητά της, η αύρα που εξέπεμπε με τον λόγο και την παρουσία της, μας ενθουσίασαν.
Την επόμενη Παρασκευή 1 Μαρτίου οι σπουδαστές από το
Εργαστήρι Λογοτεχνίας για Ενήλικες, θα διοργανώσουν την παρουσίαση του βιβλίου της με τίτλο «Τώρα είναι αργά» στις 7 μμ στο Public του Βόλου με ανοιχτή είσοδο για το κοινό.  
 

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ -Του Γιάννη Τσίγκρα

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2013
Ο λόφος των Αγ. Θεοδώρων και το γήπεδο του Μαγνησιακού
ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΤΑΝΑΓΙΑ
Ή
Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


(……με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τότε στη θέση των αυτοκινήτων έτρεχαν οι ίσκιοι των εαρινών νεφών ή ,σαν τους ιπτάμενους δερβίσηδες, χόρευαν στρόβιλοι από άχυρα. Σούστες και ποδήλατα περνούσαν μπροστά από ηχηρά πεταλωτήρια και εδωδιμοπωλεία βελούδινης σιωπής. Η οδός Αλμυρού, η χαράσσουσα διαγωνίως το τουρκικό νεκροταφείο, μπροστά από το σταματημένο εργοστάσιο του «Φωταερίου», το κυκλοτερές ερείπιο, έστριβε προς τη συνοικία των Παλαιών. Χωματόδρομος που διασχίζαμε ξεκινώντας από το 9ο Δημοτικό Σχολείο και πηγαίνοντας στα καθησυχαστικά σπίτια μας.

(……. οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Το Σχολείο, καλοσχεδιασμένο με τον τρόπο του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο - ξύστε πρώτα καλά τα μολύβια σας-, λειτούργησε ώς το 1955, καιρό του μεγάλου σεισμού στο Βόλο, δυο- τρία χρόνια αργότερα από τότε που πετροχελίδονα, σαν τις εναπομείνασες στιγμές μας μαύρα, τινάζονταν από τα χάσματα και διόρθωναν τις χωρίστρες των μαλλιών μας. Εμείς υμνούσαμε με τον κύριο Ηλία Κώτση, τον βιολιστή, ως χοράρχη, την ‘‘πανώρια πολιτεία, νεράιδα του γιαλού, νυφούλα ζηλεμένη, του Παγασητικού’’. Πάνω βάραιναν μελανίτες πασπαλισμένοι με την αλευρόσκονη των σιλό του λιμανιού. Στα διαλείμματα παρηγορούσαμε τους πενθούντες συμμαθητές, κατοίκους του τσιγκομαχαλά - κάθε δεύτερη μέρα έπαιρναν από το μάθημα κάποιον κλαμένοι συγγενείς. Οι ταλαιπωρημένοι μικρασιάτες γονείς τους έφευγαν ένας- ένας αφού, μετά τον μαύρο ουρανό της Σμύρνης, τις υγρές πέτρινες κάμαρες με τη βαριά μυρουδιά του καπνού και τα τσαντίρια πλάι στα αβαθή υπήνεμα, έζησαν τη χαρά ενός δικού τους σπιτιού , έστω φτιαγμένου από λαμαρίνες και κόντρα πλακέ.

(….. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι περνούσαμε επίτηδες, μεγαλώνοντας την απόσταση, μπροστά από το φασουλάδικο του Τανάγια. Ένα παλιό χάνι με άχρηστους χαλκάδες ν’ ακουμπούν πάνω στον κόκκινο τοίχο. Περνούσαμε επίτηδες για να μιαν οσφραντική εμπειρία , να ζήσουμε μία προεισαγωγή στο αχνιστό πιάτο που μας περίμενε στο σπίτι. Σαλιγκάρια τηγανιτά που μάζεψε η κυρα Λένη απ’ την μαγούλα με τα θυμάρια και τις φραγκοσυκιές, χόρτα από τα χωράφια του Τζαχρή που μάζεψε η μητέρα και αντέδωκε (σκεπασμένο πιάτο μη ζηλέψουν οι γειτόνισσες), όσπρια με μαύρο ψωμί. Καπνισμένα από το πετρέλαιο γκαζιέρας ΚΟΡΜΠΑ. Και το μισόκιλο, στην άκρη του τραπεζιού, του πατέρα σφραγισμένη ρετσίνα. «Αχ, το κρασί ξεχάσαμε» έλεγαν καθημερινά κι ο πατέρας «θα φτύσω και έφτασες…». Περίμεναν και τη ρέγκα που είχε επίσης ξεχαστεί. Αλλά στις γωνιές μας σταματούσαν οι μάγκες και μας καλόπιαναν –είχαμε χορτάσει άλλωστε με τη μυρουδιά στου Τανάγια- και μας ζητούσαν ν’ αγοράσουμε, στα δέκα μας τόσο αθώοι, ‘‘ ένα πενηνταράκι σηκοβάρα’’.

(… και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…. στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


-Η με το σαγόνι ενωμένο με τη μύτη κι ένα χνουδωτό ημιμύστακα, γριά Άννα η κατσικού, έδενε τον τράγο της σ’ έναν από τους κρίκους στο χάνι του Τανάγια. Στο διπλανό κρίκο κοιτούσε ηλίθια η ξένη γίδα . Άφηνε το σχοινί λίγο- λίγο ως τη συντέλεση του γεγονότος που της απέφερε ένα δίφραγκο. Η ταρίφα για ένα ζευγάρωμα. Η Άννα, που και μάγισσα τη φωνάζαμε, εννοώντας το, ιδιαίτερα όταν μας κυνηγούσε, έμενε στο ερειπωμένο «Φωταέριο».

(…… Πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο:…στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)

-Τρέξαμε στη θάλασσα με κομμένες κουβέντες. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) με τις μακριές κοτσίδες μου έλεγε για το δάσκαλο και τα παιδιά. Θα’ χαν ανακαλύψει τη φυγή μας. Στα ρουθούνια μας πένθιμη μπουκαδούρα. Περάσαμε πλάι στη θολή, χωρίς ναυτίλους, θάλασσα. Μέσα από την παραγκούπολη, σπρώχνοντας απλωμένα εσώρουχα, ακουμπώντας σε καρότσια γεμάτα χαρτόκουτα, φτάσαμε στο «Φωταέριο». Την ροτόντα που κάποτε δούλεψε για τον φωτισμό της πόλης με γκαζοφάναρα.. Μπροστά στο έρημο κτίσμα στέκονταν η Άννα και ένας γέρος. Πιο πέρα ο τράγος τέντωνε το σχοινί βελάζοντας προς ένα αδιάφορο κατσικάκι. ‘‘Παντρευτήκαμε χτες’’ δικαιολογήθηκε η μάγισσα. Ξαφνικά ο τράγος έσπασε τα δεσμά του. Η Βάσω ( ή Διοτίμα) μου έσφιξε το χέρι .

(……Ένα ερείπιο το χάνι του Τανάγια. Αντί για φασολάδα μυρίζει πλέον υγρασία και φόβο. Τα φαντάσματα αρχαίων αλογοκεφαλών αναβοσβήνουν στα παράθυρα. Στην ξύλινη πόρτα υπάρχει κρεμασμένη μια ταμπέλα: « Βρίσκομαι απέναντι». Εκείνος πλησιάζει και συμπληρώνει με μαρκαδόρο: ….στο οικόπεδο με τους ανθισμένους ασφοδέλους.)


----------------------------------------------------------------------------------
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα του συμμαθητή και φίλου μου Γιάννη Τσίγκρα

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.