Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Πρέπει να εξομολογηθώ μια αλήθεια… Του Κώστα Ακρίβου

Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013
Κώστας Ακρίβος
“Αν ψάξω να βρω ποια είναι η αφορμή που με ώθησε να γράψω το βιβλίο, πρέπει να εξομολογηθώ μια αλήθεια: η πρώτη σκηνή από το μυθιστόρημα είναι απολύτως αληθινή ΄ ένας έλληνας συγγραφέας δέχεται (ή έτσι νομίζει) μια προσβολή από έναν Τούρκο για τη χώρα του και απο κεί κι έπειτα αποφασίζει να αποδείξει πως η Ελλάδα, παρά τα όσα άσχημα βιώνει σήμερα, θα καταφέρει να επιβιώσει…” ο συγγραφέας και φιλόλογος Κώστας Ακρίβος, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του τελευταίου του βιβλίου Αλλάζει πουκάμισο το φίδι, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ήταν ένα επεισόδιο που το έζησα όταν πήγα για μια ομιλία στο πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης (Edirne) πριν από μερικά χρόνια΄ ένας μικροπωλητής με ειρωνεύτηκε (ή έτσι νόμισα), πως δηλαδή η Ελλάδα πηγαίνει φούντο για χρεοκοπία και θα κάνει πολλά χρόνια να σηκώσει κεφάλι, ίσως να εξαφανιστεί σαν χώρα. 

Στεναχωρήθηκα είναι η αλήθεια, μπορεί και να θύμωσα. Στη συνέχεια κατάλαβα πως αυτό το επεισόδιο θα μπορούσε να γίνει η αρχή μιας μυθιστορηματικής αναζήτησης γύρω από τα ερωτήματα που με βασάνιζαν εκείνον τον καιρό σχετικά με την κρίση. Όπως και έγινε.
                Θέμα του βιβλίου είναι η αγωνία ενός Έλληνα να αυτοπροσδιοριστεί μες στο σημερινό ιστορικό πλαίσιο. Από την αρχή ως το τέλος ο αφηγητής, το alter ego του συγγραφέα, δεν κάνει άλλο από το να ψάχνει την ταυτότητά του. Όχι όμως την εθνική, όσο την πολιτισμική του ταυτότητα. Εννοώ τα στοιχεία εκείνα (γλώσσα, παράδοση, άνθρωποι με αξίες κ.ά.), χάρη στα οποία ο ελληνισμός καταφέρνει κάθε φορά, ιδίως στις δύσκολες περιστάσεις, να επιβιώνει και να κάνει μια επανεκκίνηση της ιστορίας του. Ανακαλύπτει λοιπόν πως δεν είναι το νταηλίκι και η σωματική δύναμη που γεννάει τη γενναιότητά μας, αλλά η αγάπη και ο σεβασμός σε βασικές έννοιες, όπως ο άνθρωπος, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια.
                Βέβαια, κάποιος θα έλεγε ότι είναι παρακινδυνευμένο για τη λογοτεχνία να ασχολείται με ένα τόσο επίκαιρο θέμα, όπως είναι η τρέχουσα κρίση. Από τη μεριά μου θα πω πως σε κάθε γενιά αναλογεί και ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός : εμφύλιοι ή παγκόσμιοι πόλεμοι, δολοφονίες αρχηγών και βασιλιάδων, βίαιες ανατροπές καθεστώτων, εξεγέρσεις, δικτατορίες… Στην Ελλάδα οι συγγραφικές γενιές που ανδρώθηκαν λογοτεχνικά τον προηγούμενο αιώνα είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν για τα μεγάλα τραύματα που τους έτυχαν, καθώς από το χυμένο αίμα άντλησαν το καλύτερο μελάνι τους. 

Για τη δική μου γενιά, που από τα γεγονότα του 20ου αιώνα έχουμε βιώσει μόνο τον απόηχό τους, ούτε καν το Πολυτεχνείο δεν προλάβαμε να ζήσουμε από πρώτο χέρι, η κρίση είναι το λαχείο που μας κλήρωσε. Είναι το δικό μας 1922, τα Δεκεμβριανά μας, ο “παρθενώνας” της Μακρονήσου, ο Πέτρουλας, το 1967, ο “Αττίλας”. Είμαι της γνώμης ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να μένει αδιάφορη με ό,τι συμβαίνει γύρω μας, οι οικονομικές δυσκολίες και μαζί η μπόχα από τη σήψη κάθε είδους διαφθορά είναι καθημερινό μαρτύριο.
Αλλάζει πουκάμισο το φίδιΤην ίδια όμως στιγμή, όσο κι αν αυτό ακούγεται κυνικό ή αντιουμανιστικό, η κατάσταση αυτή είναι μια πρώτης τάξεως δεξαμενή για θέματα και ιδέες προς λογοτεχνική επεξεργασία. Έχει τόσα προσωπεία και τόσες εκδοχές η κρίση, που αποκλείεται να αφήσει αδιάφορο όποιον θελήσει να ασχοληθεί συγγραφικά μαζί της. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να ανατραπεί ένα ταμπού χρόνων : εκείνο που θέλει τον συγγραφέα να κρατάει απόσταση από τα γεγονότα.
Αυτό ίσχυε για συμβάντα που για τη λογοτεχνική τους ανάπλαση χρειαζόταν η απομάκρυνση από κάθε είδους φανατισμό ή ιδεολογική μονομέρεια και ταυτόχρονα η αναδίφηση σε ντοκουμέντα και ιστορικές πηγές. Η σημερινή κρίση επιβάλλει την καταγραφή των συμβάντων τώρα που είναι ακόμη νωπά. Αυτό όχι για να αποκτήσει η λογοτεχνία τον ρόλο του κοινωνικού μέντορα, όσο για να αναζητήσει τους λόγους που μας οδήγησαν εδώ και, το δυσκολότερο, για να ψάξει να βρει πρόσωπα και αξίες από τις οποίες θα πιαστούμε ώστε να φτιαχτεί ένα καλύτερο αύριο. 

                Ο αφηγητής του βιβλίου προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του πραγματοποιεί επτά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα.  Σ΄ αυτά τα ταξίδια ανακαλύπτει πράγματα που άλλα τον κάνουν να νιώθει υπερήφανος που είναι Έλληνας και άλλα όχι. Η εντύπωση πως είμαστε ο ομφαλός της γης, άρα όλοι πρέπει να σκύβουν το κεφάλι μπροστά μας και να μας προσκυνούν, είναι κάτι που τον ενοχλεί αφάνταστα. Αντίθετα, όταν συναντάει ανθρώπους που είναι έτοιμοι να μοιραστούν μαζί του την μπουκιά τους, αυτό τον κάνει ευτυχισμένο.  

                Για να αποδώσω αυτά τα ταξίδια χρησιμοποίησα τη μυθοπλασία, επιστράτευσα όμως και αποσπάσματα από βιογραφίες, αναφορές σε άλλα βιβλία, σελίδες ημερολογίου και χρονικών. Ενεργό ρόλο παίζουν και οι φωτογραφίες που υπάρχουν στο βιβλίο, καθώς έρχονται να συνοδεύσουν τα πρόσωπα ή τη δράση τους. Αυτό γίνεται για να τονιστεί η συγκεκριμένη αφηγηματική σκηνή, έτσι ώστε να αποκτήσει περισσότερο “χρώμα” στη φαντασία του αναγνώστη. Αυτό είναι το ένα. Το έκανα όμως και για έναν άλλο λόγο. Πολλές απ΄ αυτές τις φωτογραφίες τις είχα καιρό στο συρτάρι μου και, επειδή μου “μιλάνε” με έναν διαφορετικό τρόπο, θέλησα με βάση αυτές τις φωτογραφίες να στήσω κάποιες μικροϊστορίες που στη συνέχεια τις ενέταξα στο μυθιστόρημα.

                Από τα πρόσωπα που υπάρχουν στο βιβλίο, είτε σημερινά είτε από παλαιότερες εποχές, άλλα είναι υπαρκτά και άλλα φανταστικά. Έτσι ο αναγνώστης θα διαβάσει για πρόσωπα από την Ιστορία, που όμως έχουν μείνει στην αφάνεια, όπως είναι λόγου χάρη η περίπτωση του Χρήστου Μηλιόνη και του Ποταγού, ή για καθημερινούς ανθρώπους που ο αφηγητής τούς συναντάει στα ταξίδια του. Από την άλλη ωστόσο υπάρχουν επινοημένα πρόσωπα, γιατί έτσι το επέβαλαν οι κανόνες της μυθοπλασίας.
                Ο τίτλος έχει μεταφορική σημασία και λειτουργεί σαν αντίστιξη στο μότο του βιβλίου, που είναι παρμένο από τη Σπηλιά του Πρόσπερου του Λόρενς Ντάρελ : “Σε άλλες χώρες μπορεί ν΄ ανακαλύψεις τοπία, παραδόσεις κι έθιμα΄ η Ελλάδα έχει κάτι σκληρότερο να σου προσφέρει – την ανακάλυψη του εαυτού σου”. Εν ολίγοις, τι πρέπει να κάνουμε όλοι μας, έτσι ώστε να διώξουμε τα πολλά κακώς κείμενα και να προχωρήσουμε προς το μέλλον με μια καινούρια νοοτροπία και συμπεριφορά.
Προσωπικά νομίζω ότι πολλά πρέπει να γίνουν. Το κυριότερο όμως είναι πώς θα γίνει να μην μπει ο φασισμός στα σχολεία. Πώς να μην επιτρέψουμε να δηλητηριαστεί η συνείδηση των μαθητών από τις ρατσιστικές, ναζιστικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Αν το κατορθώσουμε αυτό, τότε θα μπορέσουμε να πούμε πως σαν λαός και σαν χώρα έχουμε ελπίδα για ένα πιο υγιές μέλλον.-

-------------------------
Πηγή:afigisizois

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Έντεκα βδομάδες όπου μάθαμε και νιώσαμε πολλά

Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2013
Έντεκα βδομάδες όπου μάθαμε και νιώσαμε πολλά
H απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων
Στην αρχή είπαμε μόνο: τουλάχιστον να μη φύγουμε με σκυμμένο το κεφάλι. Και ξαφνικά, μέσα στη βουβή αγανάκτηση της πρώτης μας συνέλευσης, διαισθανθήκαμε ότι το ζήτημα υπερέβαινε κατά πολύ την προσωπική μας στάση, τύχη ή φόβο. Νιώσαμε τόσο βίαια την επίθεση, που σχεδόν εξαναγκαστήκαμε να δούμε τον κίνδυνο σε όλο του το φάσμα, να καταλάβουμε το περίγραμμα μιας απειλής που δεν στόχευε μόνο τη ζωή του καθενός μας. Αντιληφθήκαμε γρήγορα τον συσχετισμό, μιλήσαμε από τις πρώτες μέρες για τη δουλειά μας προβάλλοντάς τη στο υπόβαθρο του δημόσιου πανεπιστήμιου, και αντιστρόφως, μιλήσαμε για το δημόσιο πανεπιστήμιο με αφορμή το δικαίωμα όλων μας στη δουλειά. Ψηλαφώντας διαρκώς τα όρια και τις αντοχές μας, θέτοντας ξανά και ξανά δύσκολα ερωτήματα, επαναπροσδιορίζοντας τις απαντήσει Έτσι φτάσαμε ως εδώ. Και κάθε μέρα ήταν κερδισμένη.
Σ’ αυτές τις έντεκα εβδομάδες νιώσαμε και μάθαμε πολλά. Χτίσαμε συλλογικότητες πρωτόγνωρες και τρυφερές, όπου ο καθένας βρήκε τη θέση του και όπου υπήρχε θέση για όλους. Ζήσαμε, μετά από πολλά χρόνια, τον χώρο της δουλειάς μας αλλιώς : την ίδια στιγμή που σκεφτόμασταν με φρίκη πώς άραγε είναι όταν μαζεύεις τα πράγματά σου για τελευταία φορά, γυρίσαμε να κατοικήσουμε στ’ αλήθεια μέσα του, καταφύγαμε σ’ αυτόν, τον προστατέψαμε και μας προστάτεψε. Ζήσαμε τον δημόσιο χώρο διαφορετικά: πήγαμε στις συγκεντρώσεις ξέροντας ότι οι φίλοι μας θα είναι εκεί, ακούσαμε μουσικές και στίχους τις ώρες που η πόλη κοιμάται, γεμίσαμε με τη φωνή μας τις λεωφόρους που άλλοτε διασχίζαμε σιωπηλοί, βιαστικοί, απορροφημένοι.  
Η απεργία μάς έκανε να καταλάβουμε ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι σαν κι εμάς, αφύπνισε κρυμμένες ευαισθησίες, μας έμαθε να είμαστε σε εγρήγορση. Εγρήγορση πολιτική, συναισθηματική. Ζήσαμε βαριά το πένθος για εκείνον που δολοφονήθηκε μέσα στη νύχτα, για τον άλλον που βρήκε τον θάνατο μέσα στο αστυνομικό τμήμα ή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Χαρήκαμε την κάθε νίκη, θυμώσαμε στην κάθε επίθεση, πεισμώσαμε στις ήττες όλων μας. Μοιραστήκαμε την ψυχή μας με ανθρώπους που μόλις είχαμε γνωρίσει γιατί το νιώθαμε ότι ήμασταν μαζί, ζήσαμε την αλληλεγγύη, την αληθινή στοργή για την καθημερινότητα των διπλανών μας — και των άλλων, που δεν είναι πια ξένοι. Μάθαμε πώς να αποφασίζουμε όλοι μαζί, όχι στο όνομα μιας κατασκευασμένης ομοφωνίας ή μιας επίπλαστης βεβαιότητας, και σίγουρα όχι χωρίς κόπο. Θυμηθήκαμε την αξία της συμμετοχής — στη μικρή μας κλίμακα πήραμε μιαν ανάσα άμεσης δημοκρατίας, και είναι αυτό τόσο γοητευτικό όσο ακούγεται.
Μας θέλησαν διαθέσιμους, αναλώσιμους, κυνηγημένους, καταργημένους. Αόρατους. Εκτρέφουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, επιζητούν τον εκφασισμό των συνειδήσεων. Αλλά εμείς τώρα ξέρουμε πως έχουμε παντού συντρόφους. Στα σχολεία, στους δρόμους, στη Λάρκο, στους απολυμένους της Sprider, στους απεργούς της Coca Cola, στα νοσοκομεία, στον Σκαραμαγκά, στα πανεπιστήμια. Στον Αλφειό, στις Σκουριές. Στην ΕΡΤ της καρδιάς μας.
Στεκόμαστε όλοι μαζί, απέναντι σ’ εκείνους που επιχειρούν μια καταιγιστική επίθεση σε κάθε δημόσιο αγαθό, που προσπαθούν να καταλύσουν και τα τελευταία ίχνη του κράτους πρόνοιας, που θέλουν να μας επιβάλουν να ξεχάσουμε τι σημαίνει δίκαιο και κοινή λογική, που περιφρονούν απροκάλυπτα θεσμούς και κοινωνικές κατακτήσεις. Θέλησαν να μας συκοφαντήσουν και να μας διασύρουν. Κι εμείς μάθαμε πως είναι εφικτό ν’ αντισταθεί κανείς σε μια εξουσία που τολμάει να στηρίζεται –και στηρίζεται μόνο– σε μια πλασματική συναίνεση. Ακολούθησαν πανομοιότυπα σενάρια αυταρχισμού, εκφοβισμού και βίας, προσπαθώντας να μας διαλύσουν και να μας απομονώσουν. Αντί γι’ αυτό, μας οδήγησαν άθελά τους να βρούμε κοινούς τόπους, να σχεδιάσουμε καινούργιες συμμαχίες,  να αναδείξουμε και να απολαύσουμε τις εκλεκτικές συγγένειες που με τόση περηφάνεια και συγκίνηση ανακαλύπτουμε τον τελευταίο καιρό. Προσπάθησαν να μετατρέψουν τις συλλογικές μας διεκδικήσεις σε προσωπικά διλήμματα από τα πιο σκληρά, θεωρώντας ότι επιτέλους θα προστρέξουμε στην ασφάλεια των ατομικών λύσεων. Απαντάμε ότι η υπακοή, το μούδιασμα, η σιωπή δεν είναι μονόδρομος. Ότι δεν έχουν νεκρωθεί στο μυαλό μας τα όνειρά μας για το μέλλον. Και ότι εμείς, εξ αρχής, δεν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας. Μιλάμε για όλους μας, γιατί όλοι χρειαζόμαστε μία νίκη. Την πρώτη.   
της Ελευθερίας Βαρουχάκη 
(H Eλευθερία Βαρουχάκη ανήκει στο διοικητικό προσωπικό της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ)
--------------------------
Πηγή:enthemata

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Μύθοι και αλήθειες για τη διαθεσιμότητα στα πανεπιστήμια Του Γιάννη Μυλόπουλου

Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2013
Μύθοι και αλήθειες για τη διαθεσιμότητα στα πανεπιστήμια Του Γιάννη Μυλόπουλου
Μύθος 1ος: Τα πανεπιστήμια έχουν πλεονάζον προσωπικό. 

Τα πανεπιστήμια στη χώρα μας είναι γνωστό ότι ποτέ δεν αναπτύχθηκαν ορθολογικά. Ποτέ δηλαδή δεν υπολογίστηκαν με βάση τα πραγματικά δεδομένα οι ανάγκες τους σε διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό. Όπως ποτέ η πολιτεία δεν εισάκουσε τις εισηγήσεις των πανεπιστημίων για τον αριθμό των φοιτητών που το καθένα μπορούσε να εκπαιδεύσει, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους σε υποδομές και προσωπικό. Με αποτέλεσμα χρόνο με το χρόνο οι ανάγκες να αυξάνονται διαρκώς, χωρίς όμως αυτή η αύξηση να ακολουθείται από αντίστοιχη ενίσχυση του προσωπικού και των υποδομών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με την πλήρη παύση νέων διορισμών και την αντίστοιχη αιμοραγία σε προσωπικό που κάθε χρόνο συνταξιοδοτείται, αλλά και την ταυτόχρονη αύξηση, δια της διολισθήσεως, των εισαγόμενων φοιτητών ακόμη και σε εποχή οικονομικής κρίσης, φτάσαμε τα πανεπιστήμια να λειτουργούν με μεγάλα κενά και ελλείψεις. Οι δείκτες είναι σαφείς και αδιάψευστοι: Στα ελληνικά πανεπιστήμια, σε κάθε 100 ενεργούς φοιτητές, αντιστοιχούν 3,5 κατά μέσον όρο διοικητικοί υπάλληλοι, (1,5 για το ΑΠΘ, ένα από τα πιο στερημένα σε προσωπικό ιδρύματα), τη στιγμή που οι αντίστοιχες αναλογίες για τη Βρετανία είναι 10,5 και για τη Γερμανία 11,5 υπάλληλοι ανά 100 φοιτητές αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις ελλείψεις και τα κενά σε υποδομές και προσωπικό και παρά τη μακρόχρονη υποχρηματοδότηση, τα ελληνικά πανεπιστήμια καταφέρνουν και διακρίνονται, καταλαμβάνοντας θέσεις στο 1-2% του συνόλου των ιδρυμάτων, στις διεθνείς κατατάξεις.

Κι ενώ λοιπόν αυτά συμβαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, ξαφνικά αρχίζει μια επικοινωνιακή εκστρατεία προκειμένου η κοινή γνώμη να πεισθεί ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχει πλεονάζον προσωπικό. Προφανώς πλησίαζε η ώρα που και τα πανεπιστήμια θα καλούνταν να πληρώσουν τον βαρύ τους φόρο στις εντολές της τρόικας. Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι διεθνείς δείκτες που είναι εκεί για να υπενθυμίζουν το ψέμα στο οποίο στηρίχθηκε αυτή η άδικη και καταστροφική για την Παιδεία πολιτική.

Μύθος 2ος: Το μέτρο της διαθεσιμότητας στηρίχθηκε σε μελέτες αξιολόγησης

Όχι μόνο δεν υπήρξε μελέτη από πλευράς κυβέρνησης, αλλά αντίθετα, σταμάτησαν και το χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ έργο με την επωνυμία "Πρόσκληση 56", που ήταν ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για να αξιολογηθούν οι διοικητικές δομές στα ελληνικά πανμια και να σχεδιαστεί ο νέος οδικός χάρτης για τη διοίκησή τους. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση αναγγέλει την εφαρμογή πολιτικής διοικητικής μεταρρύθμισης, η οποία σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορική χρειάζεται μελέτες αξιολόγησης για να υποστηριχθεί. Και μάλιστα η μεταφορά των αντίστοιχων κονδυλίων του ΕΣΠΑ συνέβη παρά το γεγονός ότι τα πανμια είχαν υποβάλει, μετά από μακρύ χρόνο προετοιμασίας, τις προτάσεις τους και ανέμεναν την έγκριση της χρηματοδότησής τους στο πλαίσιο του έργου αυτού...

Η συνέχεια έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το υπουργείο προαποφασίζει τον αριθμό των δήθεν πλεοναζόντων υπαλλήλων εντελώς αυθαίρετα και καλεί τα πανεπιστήμια να εφαρμόσουν έναν αλγόριθμο αξιολόγησης, ο οποίος δημιουργήθηκε από το υπουργείο ακριβώς για να αποδειχθεί ο ισχυρισμός του περί πλεονάζοντος προσωπικού. Τα πανεπιστήμια υπερβαίνουν τις προσδοκίες του υπουργείου και συμπληρώνουν πράγματι τον αλγόριθμο, ο οποίος αν και υπερβολικά συντηρητικός, δεν μπορεί παρά να αναδείξει τη μεγάλη αλήθεια. Ότι δηλαδή στα πανμια υπάρχουν περί τις 2,500 κενές θέσεις, που πρέπει άμεσα να καλυφθούν από το μέτρο της διαθέσιμότητας. Το υπουργείο πετά στον κάλαθο των αχρήστων τα μη βολικά για το ίδιο σχέδια αξιολόγησης που τα πανμια εκπόνησαν βασισμένα στον δικό του αλγόριθμο, προχωρώντας αυθαίρετα σε κατανομή του προαποφασισμένου αριθμού πλεονάζοντος προσωπικού σε 8 πανεπιστήμια, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση. Τα πανεπιστήμια, μπροστά στον κίνδυνο υπολειτουργίας και ακαδημαικής υποβάθμισής τους, προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και συγχρόνως ζητούν από το υπουργείο να ανακοινωθεί ο αλγόριθμος στον οποίο στηρίχθηκε η απόφαση για τη διαθεσιμότητα. Το υπουργείο αρνείται επιμόνως και μόνο μετά από ένα σχεδόν μήνα, διαρρέει στον τύπο έναν αλγόριθμο, τα κριτήρια του οποίου είναι κατάπτυστα ως παγκοσμίως πρωτότυπα. Σύμφωνα με αυτά, στα Έλληνικά πανμια πρέπει να υπάρχει ένας υπάλληλος ανά 100 φοιτητές (!) και ένας ανά 100 διδάσκοντες (!), τη στιγμή κατά την οποία η Ευρωπαική πρακτική θέλει 10 και 70 φορές αντίστοιχα μεγαλύτερες αναλογίες! Η Ψωροκώσταινα επανέρχεται σε όλο της το μεγαλείο...

Και μια αλήθεια: Θα χρειαστούν πολλές δεκαετίες για να αποκατασταθεί ό,τι σήμερα διαλύεται

Το μέτρο της διαθεσιμότητας θα είναι μοιραίο για την πορεία των ελληνικών πανεπιστημίων. Τα οποία αν άντεξαν μέχρι σήμερα τη δραματική συρρίκνωση των προϋπολογισμών τους - σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% και έπεται συνέχεια φέτος με άλλο 15% - ήταν γιατί στηρίχθηκαν στον πατριωτισμό του προσωπικού τους. Που με ελάχιστα μέσα, πόρους και υποστήριξη συνέχισαν το υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό τους έργο. Η απώλεια του προσωπικού όμως θα είναι ολέθρια, γιατί χάνοντας τα πανμια τους ανθρώπους τους, κινδυνεύουν να χάσουν τη ψυχή τους. Η κυβέρνηση δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τη βλάβη που προκαλεί στην Παιδεία η πολιτική της και συνεχίζει να δακρύζει για την ενδεχόμενη απώλεια του εξαμήνου στα δύο ιδρύματα της Αθήνας, που λόγω μεγαλύτερων απωλειών, είχαν και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις από το υπό απόλυση προσωπικό. Αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ό,τι χαθεί σήμερα, θα χρειαστούν όχι εξάμηνα, αλλά πολλές δεκαετίες για να επανορθωθεί και να επανέλθει...

-----------------------------------
Πηγή:*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 20 Νοεμβρίου 2013

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Το Πολυτεχνείο Πιο Ανεπίκαιρο Από Ποτέ

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Ας πάρουμε μια ανάσα, ας γίνουμε λογικοί, ας αποφύγουμε τους συναισθηματισμούς, την κινδυνολογία και τον λαϊκισμό, ας μιλήσουμε για νομιμότητα, και ας δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά. Ας δούμε τί έχει συμβεί και τί συμβαίνει.

Το Νοέμβριο του 1973 μια χούφτα φοιτητές -πράκτορες της ΚΥΠ και προβοκάτορες, σύμφωνα με την μεγαλύτερη αριστερή παράταξη της εποχής (ΚΚΕ)- καταλαμβάνουν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με συνθήματα "Κάτω η Χούντα" και "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία".

Οι άπλυτοι μουσάτοι νεαροί και οι κοπέλες με τις αξύριστες μασχάλες, όλοι αυτοί οι ατημέλητοι και αμελείς φοιτήτριες/φοιτητές, αυτοί οι αλήτες, παραβαίνουν σωρεία νόμων: Παραβίαση σφραγίδων. Κατ' εξακολούθηση κατάληψη δημοσίου κτιρίου. Έκθεση σε κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Παράνομη αφισοκόλληση και μοίρασμα φυλλαδίων. Παράνομη αναγραφή συνθημάτων. Φθορά δημόσιας περιουσίας. Δημιουργία και λειτουργία παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού. Διατάραξη κοινής ειρήνης. Παρότρυνση σε διάπραξη παράνομων πράξεων, αδικημάτων και κακουργημάτων, από κοινού και κατά συρροή. Αντίσταση κατά της αρχής. Επίθεση σε όργανα της τάξης. Σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης. Διάδοση ψευδών ειδήσεων με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος.

Είναι ηλίου φαεινότερο πως τα αναρχοκουμούνια, οι καταληψίες,  οι ταραξίες, καταστρατηγούν την νομιμότηταν παντί τω τρόπω. Η κυβέρνησις της χώρας αναθέτει εις τον στρατόν και εις τα άρματα μάχης (τανκς) να επαναφέρουν την νομιμότηταν, με λελογισμένην χρήσην νομίμου βίας, όπερ και εγένετο.

Ουδέν μεμπτόν νομικώς εκ της κυβερνήσεως. Επανήλθε η Ειρήνη, η Τάξις, και η Ασφάλεια.

Εν έτη 2013 (στα σαράντα της επετείου δηλαδή), οι απολυμένοι της παράνομης πια ΕΡΑ, οι πρώην καταληψίες του Ραδιομεγάρου, μπαίνουν παράνομα στο Πολυτεχνείο, στήνουν παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, και εκπέμπουν παρανόμως, διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Αρκετοί φοιτητές ψηφίζουν υπέρ όλων αυτών των παρανομιών, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους το ότι θα χάσουν το εξάμηνό τους και συνεπώς θα καθυστερήσουν να βγουν στην αγορά εργασίας.

Το σύνθημα που φωνάζουν είναι αυτό που ακούγεται ήδη από το 2011: "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, Η Χούντα δεν τελείωσε το '73". Το πιάσατε το υπονοούμενο; Όλοι αυτοί οι "πολίτες" υποστηρίζουν πως υπάρχει έλλειμα σε Ψωμί, σε Παιδεία, σε Ελευθερία, αλλά ακόμα-ακόμα και έλλειμα Δημοκρατίας! Αφού υποστηρίζουν πως η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή μας είναι άκουσων-άκουσων: "Χούντα".

Η απάντηση σε όλα αυτά, έχει δοθεί από πολύ πιο υπεύθυνα χείλη από τα δικά μου. Έχει δοθεί από τον πολυχρονεμένο μας επίτιμο Σουλτάνο –που ο Θεός να μου κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες- τον κύριο Πάγκαλο: Αυτοί που διαμαρτύρονται είναι "οι Φασίστες, οι Κομουνιστές, και οι Μαλάκες". Επίσης έχει δοθεί μεγαλειώδης απάντηση και από δύο Κολοσσούς. Από δύο Ογκόλιθους της πολιτικής σκηνής. Από δύο Φάρους Δημοκρατίας, Ισονομίας και Μετριοπάθειας. Από τον κύριο Μαυρουδή, και από τον κύριο Άδωνι. Ο σερ Βορίδης και ο σερ Γεωργιάδης, απέναντι στην πλημμύρα (άκυρων φυσικά) επιχειρημάτων, απαντάνε με αφοπλιστική απλότητα: "Είσαι ΣΥΡΙΖΑ" ή "Είσαι ΑΝΤΑΡΣΥΑ". Ένα καταλυτικό λογικό επιχείρημα που θα έκανε τον Αριστοτέλη υπερήφανο για τους απογόνους του. Μετά τον Μαυρουδή και τον Άδωνι, έχουμε τον Φαήλο! Αυτόν τον Τιτάνα! Αυτόν τον Υπέρλαμπρο Αστέρα που η έμφυτη σεμνότητά του τον κάνει να λάμπει στο παρασκήνιο. Ο Φαήλος θα κάνει γνωστό στο πανελλήνιο τον όρο "αναρχοφασίστας" (κατά τα σύνθετα "αναρχοκουμούνι", "αναρχομπολσεβίκος" ή "αναρχοάπλυτος" της Χρυσής Αυγής), για να περιγράψει με ακόμα πιο θαυμαστή ακρίβεια (από τους Χρυσαυγίτικους όρους) τον αναρχικό που διαμαρτύρεται.

Για να συνοψίσουμε, η κυβέρνηση χωρίζει, δικαίως, τους αδίκως διαμαρτυρόμενους πολίτες σε τέσσερεις κατηγορίες: 1. Φασίστες (Χρυσή Αυγή), 2. Κομμουνιστές (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αλαβάνος), 3. Αναρχοφασίστες (Ελευθεριακοί, Αντιεξουσιαστές, Αναρχικοί), 4. Μαλάκες (μάλλον εννοώντας τους ανένταχτους αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, αριστεριστές). Βέβαια οι Χρυσαυγίτες αποτελούν μεν μια εγκληματική οργάνωση, είναι δε φορείς μιας πολιτικής ιδεολογίας που δεν είναι σωστό να διώκεται, οπότε οι Χρυσαυγίτες αποτελούν μια ειδική κατηγορία.

Υπάρχει και μια πέμπτη κατηγορία. Το πλειοψηφικό σύνολο των πολιτών εκείνων που δεν διαμαρτύρονται δημόσια, που ο πρωθυπουργός, ο Μάρκος Αντώνιος ο Σαμαράς, το χαρακτήρισε χαϊδευτικά "ο κοσμάκης".

Το λοιπόν, η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Υπάρχουν επιλογές. Ή θα είσαι νομοταγής, πειθήνιος "κοσμάκης", ή φασίστας, ή "κομμουνιστής, μαλάκας, αναρχοφασίστας".

Για να δείτε όμως πόσο μπροστά βρίσκεται η κυβέρνηση, ο Γίγαντας Άδωνις, σε αντίθεση με αυτούς που απλώς διαμαρτύρονται άγονα, προτείνει λύσεις: "Έχετε δικαίωμα να διαμαρτύρεστε, αλλά μόνο από το facebook και το twitter". Για να δείτε επίσης πόσο στιβαρή είναι η σημερινή κυβέρνηση, όταν είχαν ρωτήσει οι ξένοι δημοσιογράφοι, τότε, τον Παττακό, αν γίνονται βασανιστήρια, είπε "Όλ διζ αρ λάισς. Νο πίπολ χαζ ε τατς δέαρ. Νόουαν", δηλαδή απλώς αρνήθηκε ότι υπάρχουν βασανισμοί. Όμως ο σημερινός Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο Αρχιστράτηγος της Νομιμότητας, Δένδιας ο Μεγαλοπρεπής, δεν κωλώνει, και σε αντίστοιχες αιτιάσεις και καταγγελίες ξένων δημοσιογράφων περί βασανισμού αντιφασιστών, όχι απλώς αρνείται την ύπαρξη βασανισμών, αλλά απειλεί με μηνύσεις την Βρετανική εφημερίδα Guardian.

Το σύνθημα "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία" είναι πιο ανεπίκαιρο από ποτέ. Η κυβέρνηση προσφέρει τα πάντα και κυρίως προστασία στους πολίτες:

ΨΩΜΙ
Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από το να εκτεθούν στον υγειονομικό κίνδυνο των "κινημάτων" Χωρίς Μεσάζοντες, καθώς τα προϊόντα δεν είναι ελεγμένα. Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από το να δέχονται δωρεάν φαγητό από λαϊκιστές αγνώστους (και καλά "αλληλέγγυους"), καθώς τα τρόφιμα μπορεί να είναι ακατάλληλα. Τέλος, μαζεύει όλους τους λαθρομετανάστες και τους κλείνει σε στρατόπεδα φιλοξενίας, για να μην τρώνε τα περισσεύματα φαγητών από τους Ελληνικούς κάδους σκουπιδιών. Φαγητό από τους κάδους μόνο για Έλληνες!  

ΠΑΙΔΕΙΑ
Η κυβέρνηση προστατεύει τους μαθητές από τη μιζέρια και την κατάθλιψη και κλείνει τα απομακρυσμένα σχολεία που έχουν λίγους μαθητές. Συγχωνεύει σχολεία για να ενδυναμώσει τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών, μεγαλώνοντας το πλήθος των μαθητών ανά τμήμα. Τρεις μαθητές ανά θρανίο είναι καλύτερα από δύο. Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από τη νωθρότητα: Καθώς τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια δεν έχουν πια καθαρίστριες, φύλακες ή γραμματείς, οι καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι γονείς, και γιατί όχι οι μαθητές και οι φοιτητές, οφείλουν να κάνουν δουλειές γραμματειακής υποστήριξης, κηπουρού, καθαριστή, και ό,τι χρειαστεί, για να συνεισφέρουν με χειρωνακτική εργασία, ώστε να έχουν όλοι, όχι μόνο νου, αλλά και σώμα υγιές.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η κυβέρνηση σου προσφέρει την ελευθερία να αγοράζεις και τις Κυριακές. Σου προσφέρει την ελευθερία να πας πίσω στο πατρικό σου σπίτι στο χωριό, και να καλλιεργείς τον κήπο. Σου προσφέρει την ελευθερία να ψηφίζεις κάθε τέσσερα χρόνια(!), επιλέγοντας ανάμεσα σε έναν γαλαξία πολιτικών κομμάτων, με παντελώς διαφορετικές πολιτικές. Σου προσφέρει την ελευθερία να αντιτίθεσαι σε ό,τι δεν σου αρέσει, μέσω internet, πάντα επώνυμα, κόσμια, και εντός νομιμότητας. Σου προσφέρει την ελευθερία να παρακολουθείς θέατρο και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις μόνο σε ασφαλείς χώρους με ανταγωνιστικό εισιτήριο. Σου προσφέρει την ελευθερία να επιλέξεις ανάμεσα στις προσφορές δεκάδων εταιρειών, ανταγωνιστικά πακέτα, ιδιωτικής ασφάλειας, ιδιωτικής σύνταξης, ιδιωτικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ιδιωτικών σχολείων, ιδιωτικών πανεπιστήμιων, ιδιωτικών νοσοκομείων, ιδιωτικού ρεύματος, ιδιωτικού νερού. Σου δίνει την ελευθερία να γίνεις και να μείνεις για πάντα ιδιώτης.

"Είν' ευχάριστον πράγμα η ιδιωτεία" που έλεγε και ο Κ. Π. Καβάφης


------------------------------

Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου Πήττα

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου Πήττα
Ο χρόνος είναι μία έννοια τεχνητή –συγκλίνουν πια φυσικοί και στοχαστές.Αν κάποιος μπορούσε να σταθεί σε μία γωνιά έξω από το σύμπαν, θα έβλεπε όλες τις φάσεις τις ζωής του σαν σταματημένα στην αιωνιότητα καρέ, χωρίς χθες σήμερα και αύριο. Το διάβαζα τις προάλλες αυτό κάπου, σε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο εκλαϊκευμένης επιστήμης και από τη μια μεριά μου προκαλούσε μέθη για τα πόσα δεν ξέρουμε και δεν καταλαβαίνουμε αλλά, από την άλλη, ταυτόχρονα με έκανε να νιώθω έντονα το συγκεκριμένο σταματημένο καρέ στο οποίο η ζωή μου έχει κάνει pause. Και δεν έχει καθαρή εικόνα αυτό το καρέ.

Είναι γκρίζο με κόκκο διάστικτο και έντονο τόσο, που το αποτυπωμένο στιγμιότυπο είναι θολό και χυμένο.

Σαν κάνω όμως μια ισχυρή  μεγέθυνση θα βρω μέσα στους γκρίζους κόκκους, στα pixels όπως λέμε σήμερα, χρώματα έντονα, χρώματα πυρά και εκτυφλωτικά.

Το βράδυ του Πολυτεχνείου, εκείνο το τελευταίο βράδυ- Παρασκευή ήταν, ακριβώς 40 χρόνια από σήμερα που σημειώνω αυτές τις αράδες ήταν γεμάτο από φώτα αυτοκινήτων σταματημένων, από κίτρινα τρόλεϊ με τις κεραίες κατεβασμένες, από πρόσωπα που έλαμπαν πιο έντονα και από τα φώτα των ασθενοφόρων που  σταματούσαν να μαζέψουν τραυματίες.

Τα φανάρια της τροχαίας στο κόκκινο, όλα με το χρώμα τους να χύνεται ή να αντικατοπτρίζεται στην άσφαλτο για να συναντήσει λίγο μετά, το αίμα.

Ένα πλήθος που κουνιόνταν σε μια φευγαλέα χορογραφία ανάκατοι νέοι και μεσήλικες χαφιέδες και περίεργοι, τραμπούκοι και επίδοξοι αρχηγοί, απορημένοι και συνειδητοί.

Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ και θα με συνοδεύσουν μέχρι το τέλος.
Το ένα, είναι η πορεία του πλήθους που ξεκίνησε αργά το απόγευμα από το Πολυτεχνείο με κατεύθυνση τη Βουλή. Μπορεί τότε να μας φάνηκε μεγάλο το πλήθος, αλλά δεν ήταν, δεν ήταν αυτό που έπρεπε.

Θυμάμαι τους αθηναίους που είχαν βγει σε μπαλκόνια και παράθυρα και χειροκροτούσαν την πορεία, αλλά η πορεία δεν χάρηκε, απάντησε με θυμό, με δικαιολογημένο θυμό με ένα εν χορώ «κατεβείτε κάτω-κατεβείτε κάτω-κατεβείτε κάτω» .

Στο ύψος περίπου του αγάλματος του Κολοκοτρώνη-κατεβείτε κάτω- είχαν παραταχθεί οι αστυνομικές δυνάμεις, ενώ σε ταράτσες ήταν ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές των μυστικών υπηρεσιών-κατεβείτε κάτω- που άρχισαν να πυροβολούν σε πρώτη φάση στον αέρα και με τα μπαμ-μπουμ τα παράθυρα και οι βεράντες σφάλισαν, -κα-τε-βεί-τε κά-τω- κανένας όμως δεν κατέβηκε κάτω, εξαπέλυσαν την επίθεση οι παραταγμένες δυνάμεις της αστυνομίας και η πορεία υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση.

Στα στενά γύρω, σε σκιερά σημεία, πίσω από πόρτες, σε εσοχές, κρυμμένοι διάφοροι παρακρατικοί εξοπλισμένοι με γκλομπς παραμόνευαν το θήραμα τους. Αν κάποιος περνούσε από μπροστά τους, εμφανίζονταν ταυτόχρονα 2-3 από δαύτους , τον τσάκιζαν στο ξύλο, τον άφηναν ξερό και πήγαιναν βρίζοντας και χαχανίζοντας  για τον επόμενο.

Γύρω στις εννιά το βράδυ, οι έξω ήταν πάλι μέσα, στις ρουτίνες της κατάληψης.

Πολύγραφοι, εκπομπές από τον «σταθμό του Πολυτεχνείου», αποθήκευση τροφίμων και φαρμάκων, πληροφόρηση για το τι γίνεται.

Θυμάμαι, σαν σε όνειρο μια ανώμαλη φάτσα να περιφέρεται και να γαβγίζει πως «πρέπει να πάμε να βάλουμε φωτιά στην… Ακρόπολη».

Λες και με χτύπησε ρεύμα, σκέφτηκα: «εγκάθετος».

Βρήκα μπροστά μου έναν ψηλέα του είπα, το και το, και εκείνος έφυγε ταχέως για να τον εντοπίσει υποθέτω. Ο επίδοξος πυρπολητής πάντως δεν ξαναφάνηκε, με τον ψηλό απαντηθήκαμε ξανά λίγο αργότερα και συστηθήκαμε.

Ήταν ο Αντρέας Νεφελούδης -τον οποίο θαρρώ δεν πρέπει να συνάντησα ποτέ ξανά στη ζωή μου μέχρι που ήρθε το… Facebook και τα χρώματα της ζωής μας αποθηκεύονται δια παντός-ακίνητα και άχρονα σε εκατομμύρια pixels.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άρχισαν οι δολοφονίες στους γύρω δρόμους.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άφησε την έσχατη πνοή του ο Διομήδης Κομνηνός φωνάζοντας προς την κάνη που τον σκόπευε «κρατάω τραυματία!».

Στο επόμενο αιώνιο δευτερόλεπτο ίσως να σχεδίασε όλα τα αυτοκίνητα που είχε στο νου του καθώς αυτό ονειρευόταν να γίνει, σχεδιαστής αυτοκινήτων. Θαύμαζε τον  SergioPininfarina.

Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο Γαλαξίδι, απομακρυνθήκαμε από τους γονείς, βρήκαμε ένα σχολείο, το παραβιάσαμε και… γράψαμε σε όλους τους μαυροπίνακες των τάξεων «Κάτω η Χούντα» , ζωγραφίσαμε το σήμα της ειρήνης και μετά ξαναβρήκαμε τους δικούς μας για να φάμε τις μαρίδες μας ευχαριστημένοι που κάναμε «κάτι».

Σταματώ εδώ την αναμνηστική φωτογραφία.

Διάβαζα πριν από λίγες μέρες ένα σημείωμα γνωστής συγγραφέως που περιέγραφε την Αθήνα των παιδικών της χρόνων στη δεκαετία του 60, να είναι γεμάτη χρώματα κι’ αρώματα με όλα τα κακά να έρχονται από το 1974 και μετά.

Ίσως η καλή κυρία να έζησε σε μια Αθήνα ενός παράλληλου σύμπαντος.

Έχω την ίδια ηλικία μαζί της- είμαι για την ακρίβεια, ένα χρόνο μεγαλύτερος της.

Η Αθήνα των δικών μου παιδικών χρόνων, ήταν μία μαύρη γκρίζα πόλη προσδιορισμένη από τις στολές των αμέτρητων μπάτσων που κυκλοφορούσαν έτοιμοι να σε αρπάξουν ακόμα και αν έλεγες απλά "δεν είναι ζωή αυτή".

Η Αθήνα των παιδικών μου χρόνων, είναι γεμάτη από τα καφέ στην απόχρωση του σκατού παντελόνια και σακάκια που φορούσαν χαρακτηριστικά οι πάμπολλοι  χαφιέδες της χούντας που ήταν διάσπαρτοι παντού. Α ναι! Πάντα με επίσης καφέ ψαθωτά υποδήματα.

Ο ήχος των παιδικών μου χρόνων, ήταν γεμάτος από υστερικά κλαρίνα, παπάδες,  στρατό της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών και ιθαγενείς γονυπετείς ή έρποντες κάτω από την εικόνα της μεγαλόχαρης.

Μόνο στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, ενίοτε και σφαλιστά, μπορούσαμε να αφεθούμε στις επιλογές μας.

Με ένα πόπολο στην επαρχία να χορεύει πρόθυμα τα τσάμικα του δικτάτορα και να υποδέχεται τα ανθρωπάκια του καθεστώτος με εμετικά λογύδρια ευγνωμοσύνης.

Με ένα άλλο πόπολο στο κέντρο να σιωπά για να δει που θα πάει το πράγμα.

Η χούντα του 1967 κάθισε υπερβολικά εύκολα στον σβέρκο της ιστορίας.

Και λέω της ιστορίας, γιατί ο σβέρκος του λαού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μάλλον δεν ταλαιπωρήθηκε. Μερικές εκατοντάδες ήταν όλοι κι’ όλοι εκείνοι που στέναξαν στα χέρια των εγκληματιών και σήκωσαν το βάρος της αξιοπρέπειας ενός έθνους.

Οι μόνες  χαραμάδες από όπου μπήκε φως, ήταν κηδείες. Ελληνικό σύμπτωμα;

Ο αποχαιρετισμός του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 68 και ακόμα περισσότερο ο αποχαιρετισμός στον Ποιητή Γιώργο Σεφέρη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972 ήταν οι δύο μοναδικές εκδηλώσεις στις οποίες υπήρξε μαζική συμμετοχή.

Το Πολυτεχνείο ήταν κάτι σαν μια στιγμιαία ανάφλεξη.

Η παλέτα του χρόνου βάφτηκε με αποχρώσεις που έμειναν αψηλάφητες και χάθηκαν.

Μπορεί τα μεγάφωνα –κάθε χρόνο- να στριγγλίζουν εμμονικά και ρουτινιάρικα άσματα ηρωικά, με αντιπαθητικές φωνές να κάνουν μονότονα καλέσματα, αλλά εκείνη την Παρασκευή, εκείνου του Νοέμβρη, γύρω στις 10 και 30 το βράδυ σε μία αίθουσα του Κτιρίου Γκίνη κάποιος έπαιζε τζαζ στο πιάνο, ενώ ένας άλλος σήκωνε από το πάτωμα το κόντρα μπάσο-κι ας είχε σπάσει μια χορδή- και θαυματουργά, το «Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί» κύλησε αβίαστα σε έναν φρενήρη αυτοσχεδιασμό πάνω στο TakeFiveμε σχεδόν όλους όσους ήταν στον χώρο να μετατρέπουν τραπέζια καρέκλες και μεταλλικά καλάθια αχρήστων σε κρουστά.  Αίθουσα 18 νομίζω, όρκο δεν παίρνω.

Το Πολυτεχνείο του 1973 είχε Αλήθεια.

Στις επετείους- δεν πήγα, παρά μόνο μία φορά.

Σουβλάκια καλαμάκια, λουκάνικα, τσίκνα,  σφυροδρέπανα μπρελόκ, φωνακλάδες πωλητές αναψυκτικών, επαγγελματίες πολιτικοί κι αμέτρητα πλήθη, εκείνα τα πλήθη που χειροκροτούσαν το απόγευμα της Παρασκευής- όταν τα ντουβάρια των κτιρίων αντηχούσαν, κα-τε-βεί-τε κά-τω-,κα-τε-βεί-τε κά-τω… όλοι έγιναν «ήμουν κι εγώ εκεί» ενώ στο μεταξύ κάποιοι πού ήταν πράγματι εκεί, εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους με πολιτικά αξιώματα, σκανδαλώδεις διορισμούς και αργομισθίες δεκαετιών.

Τον συμμαθητή μου τον Αντώνη τον Μπαϊρακτάρη τον ξέρει κανείς; Όχι. Εκεί ήταν κι’ αυτός. Τον συνέλαβαν μπροστά στα μάτια μου νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Τώρα περπατούσαμε μαζί, την επόμενη στιγμή μιλούσα στον αέρα. Γύρισα να δω που είναι, και τον έσερναν από τα μαλλιά σε ένα αστυνομικό τμήμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας δίπλα σε ένα ΙΚΑ.

Ο Παύλος, ο Νίκος, η Μαρία, η Ελένη, ο Κώστας, ο Στέλιος, η Παυλίνα, η Στέλλα, ο Γρηγόρης, η Μαριλένα, ο Χριστόφορος.

Αν σταθείς έξω από το σύμπαν θα τους δεις εκεί, ακινητοποιημένους και άχρονους να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να σηκώνουν τη γροθιά, να σιωπούν, να θυμώνουν, να απορούν, να αποσύρονται, κάποιοι να πεθαίνουν.

Κάθε τους κίνηση, κάθε τους πνοή, ένα αιώνιο ακίνητο καρέ στη σύμβαση του χρόνου.
Κανείς τους, κανείς μας δεν φαντάστηκε τίποτα. Ούτε υπήρξε ποτέ κάτι.

Ο χρόνος, είναι μια έννοια τεχνητή. 1973, 3791, 9137, ποιος ξέρει, έτσι μπορεί να βρούμε που κληρώνει το 2013.

40 χρόνια μετά, στην Έρημη Χώρα:

«Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στο πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι 
σου
Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
-  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;» 

ΥΓ: Τα τελευταία λόγια, είναι βεβαίως από την Έρημη Χώρα, το WasteLand του T.S. Elliotστη μετάφραση του Σεφέρη. Για το «Πολυτεχνείο» ούτε έγραψα ποτέ στο παρελθόν, ούτε θα επιχειρήσω να το ξανακάνω. 40 ακριβώς χρόνια μετά, σκεφτόμουν τον Διομήδη και τους παλιούς μου φίλους. Συγχωράτε με.

-----------------------------------
Πηγή: tvxs

Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού
Ο Αδάμ ήταν ένας μέτριος μαθητής που φρόντιζε να μην προκαλεί φασαρίες. Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν γνωστός για τα αστεία του (κι αυτό πολύ πριν διαλέξει για ψευδώνυμο το «Γελωτοποιός»).

Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε τη λογοτεχνία και σε κάποια διαλείμματα καθόταν μόνος σε μια γωνιά του προαυλίου για να διαβάσει Κάφκα, τον οποίο μόλις είχε ανακαλύψει, στην τρίτη λυκείου, και είχε συγκλονιστεί.
Αρχές Νοέμβρη τον πλησίασε η μικρόσωμη καθηγήτρια φιλολογίας και του ζήτησε να απαγγείλει ένα ποίημα στη γιορτή της δεκάτης εβδόμης Νοεμβρίου.
Δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Όχι μόνο γιατί είδε το βλέμμα της απόγνωσης (κανείς μαθητής δεν ήθελε να απαγγέλει βαρετά ποιήματα), αλλά γιατί της το χρωστούσε, αφού εκείνη του είχε δανείσει τη «Δίκη» και τον είχε εισάγει στο καφκικό σύμπαν.
Μια πρώτη ματιά στο ποίημα τον έπεισε ότι ήταν ένα ανιαρό καθήκον: Οι στίχοι δεν του έλεγαν τίποτα.
Το άφησε στην άκρη μέχρι την προηγούμενη της γιορτής. Άλλωστε ήταν ένα πολύ μικρό ποίημα (μόλις οκτώ στίχοι) και μπορούσε να το μάθει σε λίγα λεπτά.
Τη μέρα της γιορτής όλοι οι μαθητές κουβάλησαν τις καρέκλες τους στο γυμναστήριο βαριεστημένα.
Άλλη μια σχολική γιορτή, μερικά ακόμα ποιήματα, το πολύ-πολύ και λίγα κακοπαιγμένα τραγούδια από ένα συμμαθητή που μάθαινε κιθάρα.
Ο Αδάμ καθόταν στο πλάι της σκηνής και περίμενε να έρθει η ώρα του. Ένας-ένας ανέβαιναν στη σκηνή, έλεγαν το ποίημα ή το πεζό που τους είχε δοθεί, το «κοινό» χειροκροτούσε βαριεστημένα και όλα εξελίσσονταν ως συνήθως.
Τα παιδιά φώναζαν, γελούσαν, φλυαρούσαν και κοιτούσαν έξω, περιμένοντας να τελειώσει η γιορτή για να βγουν στον ήλιο.
Αν τους ρωτούσες τι έγινε εκείνη τη μέρα, τη δεκάτη εβδόμη Νοεμβρίου, πριν πολλά χρόνια, θα εισέπραττες χασμουρητά και ειρωνικά βλέμματα.
Ο Αδάμ τους παρατηρούσε ή –μάλλον- απλά τους κοιτούσε, ενώ σκεφτόταν τι θα κάνει το απόγευμα.
Όταν ήρθε η σειρά του, και προτού ανέβει στο ικρίωμα, η φασαρία που έκαναν τα παιδιά είχε ξεπεράσει το όριο που μπορούσε να δεχτεί ο διευθυντής.
Έκανε στην άκρη τον Αδάμ, ανέβηκε τις λίγες σκάλες με δυσκολία –ήταν στρογγυλός σαν βαρέλι- και ξεκίνησε να φωνάζει.
Έδειχνε τα παιδιά με το χοντρό του δάκτυλο, τους απειλούσε με αποβολή, τους αποκαλούσε αναίσθητους, άχρηστους και τους προειδοποιούσε ότι ο επόμενος που θα μιλούσε θα έπαιρνε το δρόμο για το γραφείο.
Μόλις τελείωσε κανείς δε μιλούσε. Ο διευθυντής, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γύρισε προς τον Αδάμ.
«Εσύ είσαι μετά;» τον ρώτησε. Εκείνος δε μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι. «Έλα λοιπόν, τι περιμένεις;» του είπε ο ιδρωμένος διευθυντής.
Ο Αδάμ στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο. Αμίλητος…
Κάτι είχε γίνει μέσα στο μυαλό του, όταν άκουγε εκείνον το «χοντρό» άνθρωπο να φωνάζει.
Κοίταξε το χαρτάκι με το ποίημα του, έπειτα το τσαλάκωσε και το πέταξε πάνω από τον ώμο του.
Τα παιδιά γελάσανε δειλά. Νόμιζαν ότι ήταν ένα ακόμα από τα αστεία του. Αλλά ο Αδάμ δεν αστειευόταν.
Έπιασε το μικρόφωνο με τα δύο του χέρια, έχοντας στο μυαλό του το Μόρισον ή το Σιδηρόπουλο, και μίλησε:
«Σήμερα δε γιορτάζουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου», είπε και όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του.
Ο διευθυντής και η καθηγήτρια φιλολογίας τον κοίταξαν απορημένοι.
«Σήμερα γιορτάζουμε την εξέγερση των νέων… Γιατί αυτός ο κόσμος δεν άλλαξε ποτέ από τους γέρους, μόνο από τη γροθιά των νέων.»
Ο διευθυντής πλησίασε τη καθηγήτρια.
«Τι λέει αυτός;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν του έδωσα εγώ τέτοιο κείμενο», απάντησε η καθηγήτρια και ξεκίνησε πανικόβλητη να ψάχνει τα χαρτιά της.
Πέρα από το θόρυβο των χαρτιών τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στο γυμναστήριο. Τα παιδιά έμοιαζαν να κρατάνε την ανάσα τους.
«Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν», συνέχισε ο Αδάμ με τα μάτια του βουρκωμένα, «σε ΚΑΝΕΝΑΝ, να σας δείχνει με το δάκτυλο και να σας φωνάζει. Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν, να σας αποκαλεί άχρηστους… Δεν πρέπει κανέναν να φοβάστε… Και όταν σας προκαλούν να απαντάτε με το μόνο τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: Με εξέγερση και γροθιά!»
Κι ενώ ο Αδάμ συνέχιζε οι μαθητές που ήταν κρυμμένοι πίσω από το γυμναστήριο για να καπνίσουν άκουσαν την παράξενη ησυχία και μπήκαν κι αυτοί μέσα.
Κάποιοι καθηγητές που έπιναν ήσυχα το καφεδάκι τους στο προαύλιο σταθήκανε στην πόρτα.
Το θέαμα τους τρόμαξε. Ένας μαθητής μιλούσε από τη σκηνή για το δίκαιο της πυγμής και οι υπόλοιποι τον άκουγαν χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από πάνω του.
Ο διευθυντής πήρε τη καθηγήτρια φιλολογίας μαζί του, πήρε και τους τρομαγμένους καθηγητές και οχυρωθήκαν στο γραφείο.
Ο Αδάμ συνέχιζε να αυτοσχεδιάζει για αρκετή ώρα. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, δεν σκεφτόταν, αλλά η προσήλωση των συμμαθητών του από κάτω τον είχε μαγνητίσει.
Τέλειωσε λέγοντας τα εξής:
«Αυτά είχα να σας πω. Το ξέρω ότι θα χειροκροτήσετε, θα σκεφτείτε για λίγο αυτά που ακούσατε, και μετά θα γυρίσετε στο σπίτι σας για να συνεχίσετε τη ζωή σας… Να θυμάστε μόνο κάτι: Κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους νέους όταν σταματήσουν να φοβούνται.»
Και χωρίς να υποκλιθεί ή να κάνει κάτι αστείο γύρισε να φύγει.
Αυτό που συνέβη δεν το περίμενε. Όλα τα παιδιά σηκωθήκαν όρθια και ξεκίνησαν να χειροκροτάνε. Όχι, όμως, όπως το έκαναν πριν, όταν άκουγαν ένα ακόμα ποίημα.
Χειροκροτούσαν με όλη τους τη δύναμη, φώναζαν και κάποιοι χτυπούσαν τις καρέκλες στο δάπεδο.
Δε σήκωσαν τον Αδάμ στους ώμους, αλλά τον χτυπούσαν στην πλάτη και τον ακολούθησαν καθώς εκείνος βγήκε αργά από το γυμναστήριο.
Το προαύλιο γέμισε από αγριεμένα μάτια. Απέναντι τους, κλειδωμένοι μέσα στο γραφείο, ήταν οι καθηγητές, που κοιτούσαν πίσω από τα κάγκελα.
Αρκούσε μια λέξη ακόμα, μια κίνηση, και οι μαθητές θα ορμούσαν. Κάποιοι κράδαιναν τις καρέκλες πάνω από τα κεφάλια τους. Θα τις πετούσαν ευχαρίστως στις τζαμαρίες εκείνου του ιδρύματος που τους είχε μάθει να φοβούνται.
Το μόνο που είπε ο Αδάμ ήταν: «Πάμε να φύγουμε».
Η οργή καταγάλιασε και το προαύλιο σιγά-σιγά άδειασε.
Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του τα νέα είχαν διαδοθεί –και διογκωθεί.
Φίλοι που πήγαιναν σε άλλα σχολεία τον έπαιρναν τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» τον ρωτούσαν.
«Τι μάθατε;» απαντούσε αυτός.
«Ότι ο Βελλερεφόντης, ο γιος του αστυνομικού, τα έκανε όλα λίμπα στη γιορτή και ότι ξεσηκωθήκαν οι μαθητές και κυνήγησαν τους καθηγητές και και και…»
Το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας του Αδάμ και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του, με τη στολή όπως ήταν.
«Με πήρε ο διευθυντής», του είπε, όχι θυμωμένος, αλλά πιο πολύ ξαφνιασμένος. «Είπε ότι παρακινούσες τα παιδιά σε εξέγερση.»
«Δεν άντεξα», είπε ο Αδάμ. «Φώναζε στα παιδιά λες και ήταν ζώα, λες και ήταν δούλοι του.»
«Κι εσύ έπρεπε…»
Δεν ήξερε τι να πει. Μάλλον πολλές φορές θα είχε αναρωτηθεί αν ήταν στ’ αλήθεια δικό του παιδί ο Αδάμ.
Γύρισε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο. Λόγω της ημέρας παντού –έτσι τουλάχιστον του φάνηκε- έπαιζαν επαναστατικά τραγούδια. Ο Αδάμ το δυνάμωσε και τραγουδούσε μαζί με το Μπιθικώτση: «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.»
Ο πατέρας του έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο, ενώ αναρωτιόταν που έκανε λάθος ως γονιός.
Το επόμενο πρωινό όλοι οι μαθητές, λυκείου και γυμνασίου, περίμεναν τον Αδάμ στο προαύλιο.
Ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς τον πλησίασε και του ανακοίνωσε την απόφαση των συμμαθητών του: Άμα αποβάλλανε τον Αδάμ κανείς δε θα έμπαινε στην τάξη του.
Η ατμόσφαιρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, μύριζε μπαρούτι –ή μήπως ήταν βενζίνη; Αρκούσε ένας μικρός σπινθήρας και το σχολείο θα τιναζόταν στον αέρα.
Ο διευθυντής πλησίασε τον Αδάμ και του ζήτησε -τόσο ευγενικά- να τον ακολουθήσει στο γραφείο. Αγνοώντας το κουδούνι όλα τα παιδιά στήθηκαν απέξω και περίμεναν.
Ο διευθυντής έκατσε, έφτιαξε τα μαλλιά που κάλυπταν την καράφλα του, και αναστέναξε.
«Βελλερεφόντη», είπε, «εσύ είσαι καλό παιδί, τι σ’ έπιασε;»
«Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Μα… Με αυτά που είπες ήταν σαν να προτρέπεις τους μαθητές σε εξέγερση.»
«Αυτό δεν είναι το νόημα του Πολυτεχνείου;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Η εξέγερση;»
«Ναι, τι άλλο; Τα ποιηματάκια και τα τραγούδια; Η εξέγερση.»

Ο διευθυντής ξεροκατάπιε και ξεκίνησε να μιλάει για το ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου, και πως προετοιμάζονται οι μαθητές να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο και ότι οι καθηγητές δεν είναι εχθροί των μαθητών, αλλά αρωγοί τους, και πως δεν πρέπει να λέμε και να κάνουμε πράγματα χωρίς σκέψη γιατί μετά μπορεί να μετανιώνουμε για την υπόλοιπη ζωή μας και άλλα πολλά.
Ο Αδάμ έκανε ότι άκουγε, αλλά έβλεπε τα πρόσωπα των συμμαθητών τους απέξω, και τις σηκωμένες γροθιές τους, και ήξερε ότι ένα βήμα τον χώριζε από την ηρωοποίηση.
Αλλά δεν έκανε εκείνο το βήμα.
Ίσως γιατί φοβήθηκε, ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι ήρωας, ίσως –πολύ απλά- γιατί δεν ήταν φτιαγμένος από την πάστα των ηγετών.
Δεν άντεχε την πολύ συνάφεια του κόσμου, ήθελε να μείνει μόνος του πάλι και να συνεχίσει να διαβάζει εκείνο το βιβλίο του Κάφκα που είχε αφήσει στη μέση.
Έτσι όταν τον ρώτησε ο διευθυντής, τελειώνοντας τον ανιαρό του μονόλογο, αν θα προσπαθούσε να ηρεμήσει τους συμμαθητές του, εκείνος απάντησε:
«Δεν έχω σκοπό να ξεκινήσω επανάσταση. Απλά είπα αυτά που σκεφτόμουν.»
Βγήκε από το γραφείο και οι μαθητές κρεμόντουσαν από τα χείλη του.
«Σε απέβαλλαν;» ρώτησε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της αποχής και της κατάληψης.
«Δε μου ‘καναν τίποτα», είπε ο Αδάμ, απογοητεύοντας ‘τους όλους.
Μπήκαν στις τάξεις τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους εξέγερση.
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Οι νέοι μεγάλωσαν χωρίς ποτέ να εξεγερθούν, έχοντας μόνο τις δικές τους μικρές επαναστάσεις.

Περιμένοντας κάποιον, να σταθεί στη σκηνή και να τους μιλήσει χωρίς προσχέδια και σημειώσεις. Να τους δώσει το σύνθημα, να τους κάνει να πιστέψουν.

Περιμένοντας. Έτσι πέρασαν τα χρόνια…

----------------------

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.