Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολυτεχνείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολυτεχνείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Οικοδόμος γράφει στη σέξι ΟΝΝΕΔίτισσα για το Πολυτεχνείο: Είσαι ανιστόρητη, αγράμματη και επιπόλαια

Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2014
Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της Χούντας Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973, από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.(βλέπε φωτο δίπλα από wikipedia)

 ~~~§§§~~~

Ο Ανδρέας Μαλεφάκης, ένας Χανιώτης οικοδόμος που ήταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, απαντά με επιστολή του στην Έλλη Παπαγγελή, μέλος της ΟΝΝΕΔ και μοντέλο στο επάγγελμα, για τους ισχυρισμούς της πως εκείνο το βράδυ δεν υπήρξαν νεκροί. Τη χαρακτηρίζει, μάλιστα, ανιστόρητη, αγράμματη και επιπόλαια.

«Δεσποινίς Έλλη Παπαγγελή.

Διαβάζοντας αυτά που γράψατε για τους αγωνιστές του πολυτεχνείου σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο που λέμε στην Κρήτη.

Λοιπόν κοπελιά,το ονομα μου είναι Ανδρέας Μαλεφάκης και τα παιδιά μου είναι στην ηλικία σου.

Επομένως, αυτά που έγραψες από κάπου τα διάβασες η κάποιοι σου τα υπαγόρευσαν.

Εγώ δεν ξέρω τα γράμματα που ξέρεις αλλά κρίμας αυτά που έμαθες γιατί πήγανε χαμένα.

Έχω να σου πω τούτο, ότι είσαι και απολίτικη ,ανιστόρητη, αγράμματη: Επιπόλαια.

Λοιπόν, άκου για να μαθαίνεις γιατί είσαι πολύ μικρή ακόμη και έχεις πολλά να μάθεις.

Ήμουν εργάτης στην οικοδομή στην Αθήνα, σε ηλικία δέκα επτά χρόνων, διότι κοπελιά μου έπρεπε να δουλέψω για να βοηθήσω την οικογένεια μου και τον εαυτό μου να επιβιώσουμε.

Για σχολειό δεν υπήρχε χρόνος .Το σχολειό μας ήταν το πεζοδρόμιο και η καθημερινή βιοπάλη. Δεν τα βρήκα όλα έτοιμα σαν και την πάρτη σου.

Οι οικοδόμοι ήταν ένας από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που βρεθήκαμε διπλά στους φοιτητές.

Από εκείνη τη μέρα έχουν περάσει σαράντα ένα χρόνια, ποτέ άλλοτε στην ζωή μου δεν τα έχω διηγηθεί η παινευτεί.

Αν τα λέω τώρα, κοπελιά, είναι γιατί αυτοί που υπηρετείς είναι οι καινούργιοι Δικτάτορες της Ελλάδος. Ξανά χούντα.

Οι περισσότεροι που ήμασταν μέσα στο πολυτεχνείο, ήμασταν χωρίς κομματικές ταυτότητες.

Πιστεύαμε, μόνο στην ιδεα της ελευθερίας και τίποτα άλλο. Για ένα καλύτερο αύριο.

Εγώ, μαζί άλλους μπήκαμε μέσα στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη.

Μέσα και έξω ήταν γεμάτο από φοιτητές, οικοδόμους, απλούς πολίτες που όλοι είχαμε ένα στόχο.

Την ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ. ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.

Ο κόσμος απ’ εξω ήταν αλληλέγγυος προς εμάς.

Τα βράδυ μας έφερναν τρόφιμα και φάρμακα. Οι αστυνομικοί που ήταν ακροβολισμένοι στα γύρω τετράγωνα τους πυροβολούσαν στο ψαχνό.

Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τον κόσμο να έλθει..

Έξω γινόταν μάχες, άκουγες πυροβολισμούς συνέχεια μα ειδικά τοις απογευματινές ώρες όπου ανέβαινε πολύς κόσμος.

Παρόλα αυτά ο κόσμος όλο και αυξανόταν.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Πέμπτη το βραδύ ένα άτομο να πέφτει από πυροβολισμούς στο απέναντι τετράγωνο, έξω από την είσοδο του πολυτεχνείου.

Ποτέ δεν μάθαμε αν επέζησε η πέθανε.

Εικόνες φρίκης, αλλά και αγώνα όπου δεν περιγράφονται…

Σαράντα ένα χρόνια, τα κράτησα σαν ιερό κειμήλιο,μέσα μου.

(Που να το φανταστώ οτι θα ξανά ζήσω χούντα και κατοχή)

Φτάσαμε το βραδύ της Παρασκευής όπου, αργά είδαμε το άρμα, να έρχεται και καταλάβαμε ότι θα γινόταν εισβολή.

Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα.

Από νωρίς είχαμε τοποθετήσει μπροστά από την καγκελόπορτα τρία αμάξια πλευρικά, το ένα διπλά στο άλλο.

Δεν μας φόβιζε τίποτα. Το αίμα μας χόχλαζε. Φωνάζαμε να γνωστά συνθήματα: “Ψωμί, παιδεία, ελευθερία”.

Μιλούσαμε απευθείας στα αδέλφια μας τους φαντάρους.

Προσπαθούσαμε να τους πείσουμε να μην εκτελέσουν την διαταγή.

Τραγουδούσαμε τον εθνικό ύμνο.

(Ακούτε κοπέλια δεν είμαστε φασίστες ,είμαστε αγωνιστές, σαν και σας τώρα αλλά τραγουδούσαμε τον εθνικό μας ύμνο.)

Τελικά τα ξημερώματα πριν φέξει μπήκε το άρμα. Όλοι τραβηχτήκαμε πίσω. Παντού χαμός, πανδαιμόνιο.Τραυματίες, αίματα παντού.

Τα καπνογόνα μας έπνιγαν.

(Σαν και τώρα τους ΜΑΤΑΤΣΙΔΕΣ που πνίγουν κάθε μέρα τα παιδιά στους δρόμους το ιδιο αδίστακτοι, βασανιστές είσαστε σαν και αυτούς, τότε )

Τρέχαμε να σωθούμε από τους αφηνιασμένους αστυνομικούς

Μπήκαμε σε μια αίθουσα διδασκαλίας όπου κοπέλες έκλαιγαν σοκαρισμένες.

Σπάσαμε ένα τζάμι και τις βοηθήσαμε να φύγουν από τα πλαϊνά παράθυρα και μετά πηδήξαμε και εμείς.

Πλέον το πολυτεχνείο ήταν γεμάτο αστυνομικούς, πράκτορες. Ολα τα καλά τα παιδιά,ήταν μέσα.

Στούς δρόμους οι αστυνομικοί, έριχναν φωτοβολίδες και οποίον έβλεπαν να κινείται τον πυροβολούσαν, αμέσως .

Μπροστά μας έπεσε ένα παλικάρι, στο απέναντι τετράγωνο.

Αστυνομικοί με πολιτικά ή με στολές ήταν παντού. Χτυπούσαν αλύπητα και χωρίς εξαίρεση .

Ήταν χειρότεροι από τα Γερμανικά SS.

Τρέχαμε όλοι να σωθούμε

Βρεθήκαμε σε μια πολυκατοικία, όπου περίπου σαράντα άτομα, ανεβήκαμε την σκάλα και ζητούσαμε βοήθεια από τους πολίτες.

Οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι δε μας άνοιγαν.

Ανεβήκαμε στο κλιμακοστάσιο.

Σε λίγο μια χαραμάδα φωτός βγαίνει από μια πόρτα. Eμφανίστηκε ένας μεσήλικας άνδρας και μας κάλεσε μέσα.

Μας ταΐσε ότι είχε, έστρωσε χάμω στα πατώματα κουβέρτες, χαλιά, για να ξαπλώσουμε .

Σε λίγο χτύπησε η πόρτα όπου την άνοιξε ο κύριος (Δεν θυμάμαι το όνομα του μετά από τόσα χρόνια.

Ας είναι καλά αν είναι ακόμα εν ζωή ) Είχε βάλει της πιτζάμες του και έκανε τον κοιμισμένο .

Για καλή μας τύχη έπιασαν οι εκκλήσεις του να μην ξυπνήσουν τα μωρά του. Έφυγαν αφού τους διαβεβαίωσε ότι δεν έπεσε στην αντίληψη του σπείρα αναρχικών”.

Το ξημέρωμα ένας – ένας , με την βοήθεια και την κάλυψη του ΚΥΡΙΟΥ αυτού , φύγαμε από την πολυκατοικία.

Στην πλατεία Κάνιγκος, μετά από λίγη ώρα, με συνέλαβαν τρεις άνδρες με πολιτικά. Με ανέκριναν. Μετά με οδήγησαν στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας όπου είχε μετατραπεί σε κελί βασανιστηρίων. Με κάθισαν σε μια καρέκλα με καρφιά, με μαστίγωναν μ’ ένα αυτοσχέδιο γκλομπ όπου ήταν γεμάτο άμμο.

Για πολλές ώρες προσπαθούσαν να μου αποσπάσουν ονόματα παιδιών που ήμασταν μέσα.

Σαν απελπίστηκαν για να με ξεφτιλίσουν και να με ταπεινώσουν μου κούρεψαν το μισό μου κεφάλι με ξιφολόγχη…

Κοπελιά, άκου.

Οι απλοί αγωνιστές ποτέ δεν καπηλευτήκαμε τον αγώνα που δώσαμε για λευτεριά και Δημοκρατία.

Συνεχίσαμε τον αγώνα της επιβίωσης χωρίς ποτέ να ζητήσουμε ανταλλάγματα, η αναγνωρισιμότητα.

Ποτε δεν πήγαμε στα κομματικά τους μαγαζιά, να ζητήσουμε το ελάχιστο. Γιατί μάθαμε με την δική μας δύναμη να προσχωρούμε μπροστά, στην ζωη.

Ναι, κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν.

Δαμανάκη, Παπουτσής (Ποιος; Ο Παπουτσής! Που με εντολή του το 2011 επνιξε χιλιάδες διαδηλωτές στην Αθήνα με χημικά και ξύλο… Τρομάρα του, του αγωνιστή…), Λαλιώτης, Τζουμακας και τόσοι άλλοι που μετά ξέχασαν τα οραματα του αγώνα και το μόνο που ξέρανε και ξέρουν είναι να γεμίζουν τοις τσέπες τους με κλεμμένα χρήματα από τον κόπο και τον ιδρώτα του απλού λαού.

Τώρα, οι άλλοτε άσπονδοι φιλοι είναι συνεταιρακια, στην μίζα, στην λαμογιά, στην προδοσία.

Μαζί υπογράφουν το ξεπούλημα μιας περήφανης και πάμπλουτης χώρας, μόνο και μόνο για να αρπάξουν περισσότερα και να γλυτώσουν τα τομάρια τους.

Και εμείς, οι απλοί πολίτες κοιμόμαστε ακόμη και σήμερα είμαστε χωρισμένοι σε χίλια κομμάτια.

Κοπελιά,

Αυτοί που υπηρετείς μαζί με τους συνεταίρους τους τα Πασοκια μας προδώσαν και μας ξεπούλησαν.

Ξυπνάτε! Σταματήστε να σπέρνετε διχόνοια και μίσος! Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες!

Τελειώνοντας, για να μην σου στερώ τον πολύτιμο χρόνο σου, γιατί θα θες να πας να ποστάρεις την κάλπικη ομορφιά σου, να μαζέψεις μερικά like να κολακεύσεις την ματαιοδοξία σου θα σου πω μόνο τούτο:

«Οι υψηλές θέσεις είναι σαν τα ψηλά βουνά που σε αυτά ανεβαίνουν οι αετοί και τα ερπετά»

Εσύ, από ότι κατάλαβα έχεις επιλέξει να ανεβαίνεις έρποντας και γλύφοντας..

“Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία η Χούντα δεν τέλειωσε το ’73»

Ανδρέας Μαλεφάκης

(H Eλλη Παπαγγελή, γνωστό μοντέλο από την καμπάνια για το πόσιμο κολλαγόνο, υπήρξε υποψήφια περιφερειακή σύμβουλος του Γιώργου Κουμουτσάκου, ο οποίος αποδοκίμασε έντονα τις δηλώσεις της.)

---------------
[Πηγή]

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Πολυτεχνείο ΄73: Θα είχε γίνει η εξέγερση αν δεν υπήρχαν κάποιοι που τους έλεγαν αλήτες;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014
Πολυτεχνείο ΄73: Θα είχε γίνει η εξέγερση αν δεν υπήρχαν κάποιοι που τους έλεγαν αλήτες;
Έως τώρα, δεν μίλησα ποτέ δημοσίως για την εμπειρία μου αυτή, παρά το γεγονός ότι είχα πολλά να πω, όχι για τα προσωπικά μου βιώματα, αλλά κυρίως για το πώς "μια σπίθα μπορεί να ανάψει φωτιά σ' έναν κάμπο", αλλά και για τον καταλυτικό ρόλο κάποιων ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τις ανάγκες της συγκυρίας και ανάβουν τη "σπίθα" την κατάλληλη στιγμή.

Είμαι βέβαιος, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν το πώς και από ποιους ξεκίνησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Παρακολουθούσα τις συζητήσεις για το Πολυτεχνείο σε κάθε επέτειο και διαπίστωνα κάθε φορά, ότι σε αυτό το πολύ κρίσιμο θέμα, όλοι οι συνομιλητές αποσιωπούσαν κάποια σημαντικά γεγονότα, ενώ τα είχαν ζήσει.

Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου στα κινήματα που επρόκειτο να επακολουθήσουν για τη δικαίωση των ανεκπλήρωτων στόχων του είναι ακριβώς αυτή: Το πώς ένα κίνημα που φαίνεται μειοψηφικό θα βρει την στιγμή και τον τρόπο να πάρει μαζί του και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης.

Την αφορμή για να γράψω για πρώτη φορά αυτές τις σκέψεις μου, την πήρα από την αποστροφή του Πρωθυπουργού να χαρακτηρίσει "θρασίμια" (κυριολεκτικά "ψοφίμια" και μεταφορικά "θρασύδειλοι" ή "αναιδείς") τους φοιτητές του ΕΚΠΑ που αντέδρασαν στον αυταρχισμό του Πρύτανη Φορτσάκη. Δεν υπαινίσσομαι βεβαίως καμία αναλογία με το Πολυτεχνείο του '73. Μόνον για αφορμή μιλάω.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έχει πλέον μια παλλαϊκή αποδοχή. Πολλοί νομίζουν ότι η ίδια ή ανάλογη αποδοχή υπήρχε και τότε. Μύθος! Μπορεί στην φοιτητική κοινότητα να κυριαρχούσε η αντιχουντική άποψη και δραστηριότητα, αλλά παραέξω, στην κοινή γνώμη, επικρατούσαν άλλες αντιλήψεις, αν εξαιρέσουμε λίγους ανθρώπους που είχαν έμπρακτη αντιδικτατορική δράση και κάποιους ακόμη που "τολμούσαν" να τους στηρίζουν ψιθυριστά. Για τους υπόλοιπους, τους "νοικοκυραίους" και όλους αυτούς που "κοιτούσαν τη δουλειά τους", όσοι αγωνίζονταν κατά της χούντας ήταν "αλήτες", "αναρχοκομμουνιστές", κ.λπ. Στην καλύτερη περίπτωση είτε δεν έπαιρναν θέση είτε προτιμούσαν την απόλυτη σιωπή. Σημασία, λοιπόν, έχει να δούμε το πώς το Πολυτεχνείο ανέτρεψε την κατάσταση αυτή και οδήγησε ή ανάγκασε την κοινή γνώμη σε αυτή την εντυπωσιακή μεταστροφή, έστω και μετά την πτώση της χούντας. Θα χρειαστεί γι' αυτό να  χρησιμοποιήσω τα όσα έζησα την πρώτη μέρα της κατάληψης.

Είναι Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973 και έχουν προγραμματιστεί Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών σε όλες τις σχολές του Πολυτεχνείου, με μοναδικό θέμα την πρόταση για κατάληψη του Ιδρύματος, το οποίο εθεωρείτο καταλληλότερος χώρος από τη Νομική, στην οποία είχε προηγηθεί κατάληψη το Μάρτιο '73, η οποία είχε λήξει με αιματηρό τρόπο, μετά την εισβολή ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων, που "προσκάλεσε" ο τότε Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Κ. Τούντας.
Στο Πολυτεχνείο, εκείνη την περίοδο, κυρίαρχο ρόλο ανάμεσα στους οργανωμένους αντιδικτατορικούς φοιτητές, διαδραματίζουν δύο οργανώσεις της τότε παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.), η αντιΕΦΕΕ - ΚΝΕ και ο "Ρήγας Φεραίος". Το κλίμα στην μεγάλη πλειονότητα των φοιτητών είναι υπέρ της κατάληψης.

Ξεκινάει η δική μας συνέλευση πανηγυρικά, γιατί στη ανάμεσά μας παρευρίσκονται και κάποιοι συμφοιτητές μας που έχουν "αποστρατευθεί", αφού προηγουμένως τους είχε εξαναγκάσει η χούντα να υπηρετήσουν πολύμηνη στρατιωτική θητεία, λόγω της αντιδικτατορικής τους δράσης. Προσωπικότητες "θρυλικές" τότε, για μας τους πρωτοετείς.

Ενώ, όλοι περιμένουμε μια απόφαση για κατάληψη, σύμφωνη με το κλίμα που υπήρχε, ακούμε με έκπληξη τους εκπροσώπους της ΚΝΕ και του Ρήγα να μας εξηγούν "γιατί οι συνθήκες δεν είναι ώριμες σήμερα για κατάληψη" αλλά και γιατί  "δεν πρέπει, στη φάση αυτή, να προβάλλουμε αιτήματα πτώσης της χούντας, αλλά μόνον φοιτητικά". Τις απόψεις αυτές ενισχύουν και οι συνάδελφοι που είχαν επιστρέψει από φαντάροι και που είχαν τον απόλυτο σεβασμό μας, όπως ήταν φυσικό.

Στη διάρκεια της συνέλευσης, επεμβαίνει ένας Κνίτης και καταγγέλλει, ότι στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου έχουν εισβάλει 350 αναρχικοί και προβοκάτορες που κατέφθασαν από τη Φυσικομαθηματική σχολή, οι οποίοι πετούν σε αστυνομικούς "νεράντζια με ξυραφάκια". Επεμβαίνουν ακόμα δύο συναδέλφισσες από τις σχολές Χημικών και Μεταλλειολόγων και μας ανακοινώνουν ότι η Συνέλευσή τους αποφάσισε να μην γίνει η κατάληψη και μας καλούν να πάρουμε την ίδια απόφαση.

Δεν θυμάμαι αν κάναμε ψηφοφορία. Ίσως δεν χρειάστηκε, γιατί η απόφαση φαινόταν ότι θα είχε συντριπτική πλειοψηφία. Αν έγινε, πάντως, είμαι βέβαιος ότι και εγώ ο ίδιος θα ψήφισα κατά της κατάληψης, επηρεασμένος από αυτούς που θεωρούσα  "ιερά τέρατα" ως πρωτοετής και παρά τις αρχικές μου διαθέσεις. Η συνέλευσή μας προχώρησε ακόμα περισσότερο. Αποφασίζει να βγούμε από την αίθουσα της συνέλευσης συγκροτημένοι σε αλυσίδες, ώστε να σπάσουμε πιο εύκολα τον κλοιό των "350" και να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Βγαίνοντας, μαθαίνουμε ότι οι πέντε από τις έξι σχολές του Πολυτεχνείου έχουν ψηφίσει κατά της κατάληψης (εξαίρεση η Αρχιτεκτονική). Πλησιάζοντας την μπροστινή πύλη, βλέπουμε ότι οι 350 "προβοκάτορες" είναι συμφοιτητές μας από τη Φυσικομαθηματική και δεν υπάρχουν ούτε νεράντζια, ούτε ξυραφάκια, ούτε πλέον αστυνομία. Οι "350" μας καλούν να παραμείνουμε στην κατάληψη.  Ως δια μαγείας οι αλυσίδες μας σπάνε και μένουμε μέσα όλοι, εκτός από τους τότε ηγέτες της ΚΝΕ και του "Ρήγα" που βγαίνουν και στέκονται αμήχανοι στο πεζοδρόμιο. Η κατάληψη, ώρα με την ώρα μαζικοποιείται με γρήγορο ρυθμό. Οι ηγέτες της ΚΝΕ και του Ρήγα αποχωρούν και επιστρέφουν λίγες ώρες μετά, έχοντας αποφασίσει να συμμετέχουν στην κατάληψη. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατόρθωσε να απονομιμοποιήσει τον ψευδεπίγραφο "εκδημοκρατισμό" του Μαρκεζίνη, ανάγκασε την κοινή γνώμη της χώρας να δει το απεχθές πρόσωπο της δικτατορίας και να πάρει θέση και ήταν ο καταλύτης της μεταγενέστερης πτώσης της χούντας. Έπρεπε να γίνει και έπρεπε να γίνει εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό δεν οφείλεται στις "φωνές της λογικής" αλλά σε κάποιους που τους έλεγαν "αλήτες", "προβοκάτορες", ίσως και "θρασίμια".

Μερικές φορές, όμως, ο ρους της Ιστορίας αλλάζει από αυτούς. Και αυτή είναι μια από τις παρακαταθήκες που μας αφήνει το Πολυτεχνείο. Δεν φθάνουν πάντα οι πολιτικές αναλύσεις για να αλλάξεις οτιδήποτε στην κοινωνία. Πρέπει να βρίσκεις και το σωστό χρόνο που θα τολμήσεις ένα ποιοτικό άλμα. Και σήμερα, που οι υπόλοιποι, πλην της πτώσης της χούντας, στόχοι της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (ψωμί, παιδεία, ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη) παραμένουν χωρίς δικαίωση, η παρακαταθήκη αυτή είναι πιο επίκαιρη και χρήσιμη από ποτέ.
Η δική μου σημερινή μαρτυρία, είναι μια οφειλόμενη -41 χρόνια τώρα- τιμή σε κάποιους που τους είπαν "αλήτες", "προβοκάτορες" ή "θρασίμια". Τους το όφειλα, όσο κι αν συνήθως διαφωνώ μαζί τους, όπως "διαφώνησα" και τότε.

του Νίκου Μιχαλίτση

-------------------
[Πηγή]

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Το Πολυτεχνείο Πιο Ανεπίκαιρο Από Ποτέ

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Ας πάρουμε μια ανάσα, ας γίνουμε λογικοί, ας αποφύγουμε τους συναισθηματισμούς, την κινδυνολογία και τον λαϊκισμό, ας μιλήσουμε για νομιμότητα, και ας δούμε τα πράγματα ρεαλιστικά. Ας δούμε τί έχει συμβεί και τί συμβαίνει.

Το Νοέμβριο του 1973 μια χούφτα φοιτητές -πράκτορες της ΚΥΠ και προβοκάτορες, σύμφωνα με την μεγαλύτερη αριστερή παράταξη της εποχής (ΚΚΕ)- καταλαμβάνουν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με συνθήματα "Κάτω η Χούντα" και "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία".

Οι άπλυτοι μουσάτοι νεαροί και οι κοπέλες με τις αξύριστες μασχάλες, όλοι αυτοί οι ατημέλητοι και αμελείς φοιτήτριες/φοιτητές, αυτοί οι αλήτες, παραβαίνουν σωρεία νόμων: Παραβίαση σφραγίδων. Κατ' εξακολούθηση κατάληψη δημοσίου κτιρίου. Έκθεση σε κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Παράνομη αφισοκόλληση και μοίρασμα φυλλαδίων. Παράνομη αναγραφή συνθημάτων. Φθορά δημόσιας περιουσίας. Δημιουργία και λειτουργία παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού. Διατάραξη κοινής ειρήνης. Παρότρυνση σε διάπραξη παράνομων πράξεων, αδικημάτων και κακουργημάτων, από κοινού και κατά συρροή. Αντίσταση κατά της αρχής. Επίθεση σε όργανα της τάξης. Σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης. Διάδοση ψευδών ειδήσεων με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος.

Είναι ηλίου φαεινότερο πως τα αναρχοκουμούνια, οι καταληψίες,  οι ταραξίες, καταστρατηγούν την νομιμότηταν παντί τω τρόπω. Η κυβέρνησις της χώρας αναθέτει εις τον στρατόν και εις τα άρματα μάχης (τανκς) να επαναφέρουν την νομιμότηταν, με λελογισμένην χρήσην νομίμου βίας, όπερ και εγένετο.

Ουδέν μεμπτόν νομικώς εκ της κυβερνήσεως. Επανήλθε η Ειρήνη, η Τάξις, και η Ασφάλεια.

Εν έτη 2013 (στα σαράντα της επετείου δηλαδή), οι απολυμένοι της παράνομης πια ΕΡΑ, οι πρώην καταληψίες του Ραδιομεγάρου, μπαίνουν παράνομα στο Πολυτεχνείο, στήνουν παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό, και εκπέμπουν παρανόμως, διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις με σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Αρκετοί φοιτητές ψηφίζουν υπέρ όλων αυτών των παρανομιών, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους το ότι θα χάσουν το εξάμηνό τους και συνεπώς θα καθυστερήσουν να βγουν στην αγορά εργασίας.

Το σύνθημα που φωνάζουν είναι αυτό που ακούγεται ήδη από το 2011: "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, Η Χούντα δεν τελείωσε το '73". Το πιάσατε το υπονοούμενο; Όλοι αυτοί οι "πολίτες" υποστηρίζουν πως υπάρχει έλλειμα σε Ψωμί, σε Παιδεία, σε Ελευθερία, αλλά ακόμα-ακόμα και έλλειμα Δημοκρατίας! Αφού υποστηρίζουν πως η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή μας είναι άκουσων-άκουσων: "Χούντα".

Η απάντηση σε όλα αυτά, έχει δοθεί από πολύ πιο υπεύθυνα χείλη από τα δικά μου. Έχει δοθεί από τον πολυχρονεμένο μας επίτιμο Σουλτάνο –που ο Θεός να μου κόβει χρόνια και να του δίνει μέρες- τον κύριο Πάγκαλο: Αυτοί που διαμαρτύρονται είναι "οι Φασίστες, οι Κομουνιστές, και οι Μαλάκες". Επίσης έχει δοθεί μεγαλειώδης απάντηση και από δύο Κολοσσούς. Από δύο Ογκόλιθους της πολιτικής σκηνής. Από δύο Φάρους Δημοκρατίας, Ισονομίας και Μετριοπάθειας. Από τον κύριο Μαυρουδή, και από τον κύριο Άδωνι. Ο σερ Βορίδης και ο σερ Γεωργιάδης, απέναντι στην πλημμύρα (άκυρων φυσικά) επιχειρημάτων, απαντάνε με αφοπλιστική απλότητα: "Είσαι ΣΥΡΙΖΑ" ή "Είσαι ΑΝΤΑΡΣΥΑ". Ένα καταλυτικό λογικό επιχείρημα που θα έκανε τον Αριστοτέλη υπερήφανο για τους απογόνους του. Μετά τον Μαυρουδή και τον Άδωνι, έχουμε τον Φαήλο! Αυτόν τον Τιτάνα! Αυτόν τον Υπέρλαμπρο Αστέρα που η έμφυτη σεμνότητά του τον κάνει να λάμπει στο παρασκήνιο. Ο Φαήλος θα κάνει γνωστό στο πανελλήνιο τον όρο "αναρχοφασίστας" (κατά τα σύνθετα "αναρχοκουμούνι", "αναρχομπολσεβίκος" ή "αναρχοάπλυτος" της Χρυσής Αυγής), για να περιγράψει με ακόμα πιο θαυμαστή ακρίβεια (από τους Χρυσαυγίτικους όρους) τον αναρχικό που διαμαρτύρεται.

Για να συνοψίσουμε, η κυβέρνηση χωρίζει, δικαίως, τους αδίκως διαμαρτυρόμενους πολίτες σε τέσσερεις κατηγορίες: 1. Φασίστες (Χρυσή Αυγή), 2. Κομμουνιστές (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αλαβάνος), 3. Αναρχοφασίστες (Ελευθεριακοί, Αντιεξουσιαστές, Αναρχικοί), 4. Μαλάκες (μάλλον εννοώντας τους ανένταχτους αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, αριστεριστές). Βέβαια οι Χρυσαυγίτες αποτελούν μεν μια εγκληματική οργάνωση, είναι δε φορείς μιας πολιτικής ιδεολογίας που δεν είναι σωστό να διώκεται, οπότε οι Χρυσαυγίτες αποτελούν μια ειδική κατηγορία.

Υπάρχει και μια πέμπτη κατηγορία. Το πλειοψηφικό σύνολο των πολιτών εκείνων που δεν διαμαρτύρονται δημόσια, που ο πρωθυπουργός, ο Μάρκος Αντώνιος ο Σαμαράς, το χαρακτήρισε χαϊδευτικά "ο κοσμάκης".

Το λοιπόν, η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Υπάρχουν επιλογές. Ή θα είσαι νομοταγής, πειθήνιος "κοσμάκης", ή φασίστας, ή "κομμουνιστής, μαλάκας, αναρχοφασίστας".

Για να δείτε όμως πόσο μπροστά βρίσκεται η κυβέρνηση, ο Γίγαντας Άδωνις, σε αντίθεση με αυτούς που απλώς διαμαρτύρονται άγονα, προτείνει λύσεις: "Έχετε δικαίωμα να διαμαρτύρεστε, αλλά μόνο από το facebook και το twitter". Για να δείτε επίσης πόσο στιβαρή είναι η σημερινή κυβέρνηση, όταν είχαν ρωτήσει οι ξένοι δημοσιογράφοι, τότε, τον Παττακό, αν γίνονται βασανιστήρια, είπε "Όλ διζ αρ λάισς. Νο πίπολ χαζ ε τατς δέαρ. Νόουαν", δηλαδή απλώς αρνήθηκε ότι υπάρχουν βασανισμοί. Όμως ο σημερινός Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο Αρχιστράτηγος της Νομιμότητας, Δένδιας ο Μεγαλοπρεπής, δεν κωλώνει, και σε αντίστοιχες αιτιάσεις και καταγγελίες ξένων δημοσιογράφων περί βασανισμού αντιφασιστών, όχι απλώς αρνείται την ύπαρξη βασανισμών, αλλά απειλεί με μηνύσεις την Βρετανική εφημερίδα Guardian.

Το σύνθημα "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία" είναι πιο ανεπίκαιρο από ποτέ. Η κυβέρνηση προσφέρει τα πάντα και κυρίως προστασία στους πολίτες:

ΨΩΜΙ
Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από το να εκτεθούν στον υγειονομικό κίνδυνο των "κινημάτων" Χωρίς Μεσάζοντες, καθώς τα προϊόντα δεν είναι ελεγμένα. Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από το να δέχονται δωρεάν φαγητό από λαϊκιστές αγνώστους (και καλά "αλληλέγγυους"), καθώς τα τρόφιμα μπορεί να είναι ακατάλληλα. Τέλος, μαζεύει όλους τους λαθρομετανάστες και τους κλείνει σε στρατόπεδα φιλοξενίας, για να μην τρώνε τα περισσεύματα φαγητών από τους Ελληνικούς κάδους σκουπιδιών. Φαγητό από τους κάδους μόνο για Έλληνες!  

ΠΑΙΔΕΙΑ
Η κυβέρνηση προστατεύει τους μαθητές από τη μιζέρια και την κατάθλιψη και κλείνει τα απομακρυσμένα σχολεία που έχουν λίγους μαθητές. Συγχωνεύει σχολεία για να ενδυναμώσει τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών, μεγαλώνοντας το πλήθος των μαθητών ανά τμήμα. Τρεις μαθητές ανά θρανίο είναι καλύτερα από δύο. Η κυβέρνηση προστατεύει τους πολίτες από τη νωθρότητα: Καθώς τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια δεν έχουν πια καθαρίστριες, φύλακες ή γραμματείς, οι καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι γονείς, και γιατί όχι οι μαθητές και οι φοιτητές, οφείλουν να κάνουν δουλειές γραμματειακής υποστήριξης, κηπουρού, καθαριστή, και ό,τι χρειαστεί, για να συνεισφέρουν με χειρωνακτική εργασία, ώστε να έχουν όλοι, όχι μόνο νου, αλλά και σώμα υγιές.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η κυβέρνηση σου προσφέρει την ελευθερία να αγοράζεις και τις Κυριακές. Σου προσφέρει την ελευθερία να πας πίσω στο πατρικό σου σπίτι στο χωριό, και να καλλιεργείς τον κήπο. Σου προσφέρει την ελευθερία να ψηφίζεις κάθε τέσσερα χρόνια(!), επιλέγοντας ανάμεσα σε έναν γαλαξία πολιτικών κομμάτων, με παντελώς διαφορετικές πολιτικές. Σου προσφέρει την ελευθερία να αντιτίθεσαι σε ό,τι δεν σου αρέσει, μέσω internet, πάντα επώνυμα, κόσμια, και εντός νομιμότητας. Σου προσφέρει την ελευθερία να παρακολουθείς θέατρο και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις μόνο σε ασφαλείς χώρους με ανταγωνιστικό εισιτήριο. Σου προσφέρει την ελευθερία να επιλέξεις ανάμεσα στις προσφορές δεκάδων εταιρειών, ανταγωνιστικά πακέτα, ιδιωτικής ασφάλειας, ιδιωτικής σύνταξης, ιδιωτικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ιδιωτικών σχολείων, ιδιωτικών πανεπιστήμιων, ιδιωτικών νοσοκομείων, ιδιωτικού ρεύματος, ιδιωτικού νερού. Σου δίνει την ελευθερία να γίνεις και να μείνεις για πάντα ιδιώτης.

"Είν' ευχάριστον πράγμα η ιδιωτεία" που έλεγε και ο Κ. Π. Καβάφης


------------------------------

Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου Πήττα

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Ο Νοέμβριος του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα Τρία. Ο Νοέμβριος του… Του Γιώργου Πήττα
Ο χρόνος είναι μία έννοια τεχνητή –συγκλίνουν πια φυσικοί και στοχαστές.Αν κάποιος μπορούσε να σταθεί σε μία γωνιά έξω από το σύμπαν, θα έβλεπε όλες τις φάσεις τις ζωής του σαν σταματημένα στην αιωνιότητα καρέ, χωρίς χθες σήμερα και αύριο. Το διάβαζα τις προάλλες αυτό κάπου, σε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο εκλαϊκευμένης επιστήμης και από τη μια μεριά μου προκαλούσε μέθη για τα πόσα δεν ξέρουμε και δεν καταλαβαίνουμε αλλά, από την άλλη, ταυτόχρονα με έκανε να νιώθω έντονα το συγκεκριμένο σταματημένο καρέ στο οποίο η ζωή μου έχει κάνει pause. Και δεν έχει καθαρή εικόνα αυτό το καρέ.

Είναι γκρίζο με κόκκο διάστικτο και έντονο τόσο, που το αποτυπωμένο στιγμιότυπο είναι θολό και χυμένο.

Σαν κάνω όμως μια ισχυρή  μεγέθυνση θα βρω μέσα στους γκρίζους κόκκους, στα pixels όπως λέμε σήμερα, χρώματα έντονα, χρώματα πυρά και εκτυφλωτικά.

Το βράδυ του Πολυτεχνείου, εκείνο το τελευταίο βράδυ- Παρασκευή ήταν, ακριβώς 40 χρόνια από σήμερα που σημειώνω αυτές τις αράδες ήταν γεμάτο από φώτα αυτοκινήτων σταματημένων, από κίτρινα τρόλεϊ με τις κεραίες κατεβασμένες, από πρόσωπα που έλαμπαν πιο έντονα και από τα φώτα των ασθενοφόρων που  σταματούσαν να μαζέψουν τραυματίες.

Τα φανάρια της τροχαίας στο κόκκινο, όλα με το χρώμα τους να χύνεται ή να αντικατοπτρίζεται στην άσφαλτο για να συναντήσει λίγο μετά, το αίμα.

Ένα πλήθος που κουνιόνταν σε μια φευγαλέα χορογραφία ανάκατοι νέοι και μεσήλικες χαφιέδες και περίεργοι, τραμπούκοι και επίδοξοι αρχηγοί, απορημένοι και συνειδητοί.

Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ και θα με συνοδεύσουν μέχρι το τέλος.
Το ένα, είναι η πορεία του πλήθους που ξεκίνησε αργά το απόγευμα από το Πολυτεχνείο με κατεύθυνση τη Βουλή. Μπορεί τότε να μας φάνηκε μεγάλο το πλήθος, αλλά δεν ήταν, δεν ήταν αυτό που έπρεπε.

Θυμάμαι τους αθηναίους που είχαν βγει σε μπαλκόνια και παράθυρα και χειροκροτούσαν την πορεία, αλλά η πορεία δεν χάρηκε, απάντησε με θυμό, με δικαιολογημένο θυμό με ένα εν χορώ «κατεβείτε κάτω-κατεβείτε κάτω-κατεβείτε κάτω» .

Στο ύψος περίπου του αγάλματος του Κολοκοτρώνη-κατεβείτε κάτω- είχαν παραταχθεί οι αστυνομικές δυνάμεις, ενώ σε ταράτσες ήταν ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές των μυστικών υπηρεσιών-κατεβείτε κάτω- που άρχισαν να πυροβολούν σε πρώτη φάση στον αέρα και με τα μπαμ-μπουμ τα παράθυρα και οι βεράντες σφάλισαν, -κα-τε-βεί-τε κά-τω- κανένας όμως δεν κατέβηκε κάτω, εξαπέλυσαν την επίθεση οι παραταγμένες δυνάμεις της αστυνομίας και η πορεία υποχρεώθηκε σε άτακτη υποχώρηση.

Στα στενά γύρω, σε σκιερά σημεία, πίσω από πόρτες, σε εσοχές, κρυμμένοι διάφοροι παρακρατικοί εξοπλισμένοι με γκλομπς παραμόνευαν το θήραμα τους. Αν κάποιος περνούσε από μπροστά τους, εμφανίζονταν ταυτόχρονα 2-3 από δαύτους , τον τσάκιζαν στο ξύλο, τον άφηναν ξερό και πήγαιναν βρίζοντας και χαχανίζοντας  για τον επόμενο.

Γύρω στις εννιά το βράδυ, οι έξω ήταν πάλι μέσα, στις ρουτίνες της κατάληψης.

Πολύγραφοι, εκπομπές από τον «σταθμό του Πολυτεχνείου», αποθήκευση τροφίμων και φαρμάκων, πληροφόρηση για το τι γίνεται.

Θυμάμαι, σαν σε όνειρο μια ανώμαλη φάτσα να περιφέρεται και να γαβγίζει πως «πρέπει να πάμε να βάλουμε φωτιά στην… Ακρόπολη».

Λες και με χτύπησε ρεύμα, σκέφτηκα: «εγκάθετος».

Βρήκα μπροστά μου έναν ψηλέα του είπα, το και το, και εκείνος έφυγε ταχέως για να τον εντοπίσει υποθέτω. Ο επίδοξος πυρπολητής πάντως δεν ξαναφάνηκε, με τον ψηλό απαντηθήκαμε ξανά λίγο αργότερα και συστηθήκαμε.

Ήταν ο Αντρέας Νεφελούδης -τον οποίο θαρρώ δεν πρέπει να συνάντησα ποτέ ξανά στη ζωή μου μέχρι που ήρθε το… Facebook και τα χρώματα της ζωής μας αποθηκεύονται δια παντός-ακίνητα και άχρονα σε εκατομμύρια pixels.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άρχισαν οι δολοφονίες στους γύρω δρόμους.

Κάπου εκείνες τις ώρες πρέπει να άφησε την έσχατη πνοή του ο Διομήδης Κομνηνός φωνάζοντας προς την κάνη που τον σκόπευε «κρατάω τραυματία!».

Στο επόμενο αιώνιο δευτερόλεπτο ίσως να σχεδίασε όλα τα αυτοκίνητα που είχε στο νου του καθώς αυτό ονειρευόταν να γίνει, σχεδιαστής αυτοκινήτων. Θαύμαζε τον  SergioPininfarina.

Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο Γαλαξίδι, απομακρυνθήκαμε από τους γονείς, βρήκαμε ένα σχολείο, το παραβιάσαμε και… γράψαμε σε όλους τους μαυροπίνακες των τάξεων «Κάτω η Χούντα» , ζωγραφίσαμε το σήμα της ειρήνης και μετά ξαναβρήκαμε τους δικούς μας για να φάμε τις μαρίδες μας ευχαριστημένοι που κάναμε «κάτι».

Σταματώ εδώ την αναμνηστική φωτογραφία.

Διάβαζα πριν από λίγες μέρες ένα σημείωμα γνωστής συγγραφέως που περιέγραφε την Αθήνα των παιδικών της χρόνων στη δεκαετία του 60, να είναι γεμάτη χρώματα κι’ αρώματα με όλα τα κακά να έρχονται από το 1974 και μετά.

Ίσως η καλή κυρία να έζησε σε μια Αθήνα ενός παράλληλου σύμπαντος.

Έχω την ίδια ηλικία μαζί της- είμαι για την ακρίβεια, ένα χρόνο μεγαλύτερος της.

Η Αθήνα των δικών μου παιδικών χρόνων, ήταν μία μαύρη γκρίζα πόλη προσδιορισμένη από τις στολές των αμέτρητων μπάτσων που κυκλοφορούσαν έτοιμοι να σε αρπάξουν ακόμα και αν έλεγες απλά "δεν είναι ζωή αυτή".

Η Αθήνα των παιδικών μου χρόνων, είναι γεμάτη από τα καφέ στην απόχρωση του σκατού παντελόνια και σακάκια που φορούσαν χαρακτηριστικά οι πάμπολλοι  χαφιέδες της χούντας που ήταν διάσπαρτοι παντού. Α ναι! Πάντα με επίσης καφέ ψαθωτά υποδήματα.

Ο ήχος των παιδικών μου χρόνων, ήταν γεμάτος από υστερικά κλαρίνα, παπάδες,  στρατό της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών και ιθαγενείς γονυπετείς ή έρποντες κάτω από την εικόνα της μεγαλόχαρης.

Μόνο στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, ενίοτε και σφαλιστά, μπορούσαμε να αφεθούμε στις επιλογές μας.

Με ένα πόπολο στην επαρχία να χορεύει πρόθυμα τα τσάμικα του δικτάτορα και να υποδέχεται τα ανθρωπάκια του καθεστώτος με εμετικά λογύδρια ευγνωμοσύνης.

Με ένα άλλο πόπολο στο κέντρο να σιωπά για να δει που θα πάει το πράγμα.

Η χούντα του 1967 κάθισε υπερβολικά εύκολα στον σβέρκο της ιστορίας.

Και λέω της ιστορίας, γιατί ο σβέρκος του λαού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μάλλον δεν ταλαιπωρήθηκε. Μερικές εκατοντάδες ήταν όλοι κι’ όλοι εκείνοι που στέναξαν στα χέρια των εγκληματιών και σήκωσαν το βάρος της αξιοπρέπειας ενός έθνους.

Οι μόνες  χαραμάδες από όπου μπήκε φως, ήταν κηδείες. Ελληνικό σύμπτωμα;

Ο αποχαιρετισμός του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 68 και ακόμα περισσότερο ο αποχαιρετισμός στον Ποιητή Γιώργο Σεφέρη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972 ήταν οι δύο μοναδικές εκδηλώσεις στις οποίες υπήρξε μαζική συμμετοχή.

Το Πολυτεχνείο ήταν κάτι σαν μια στιγμιαία ανάφλεξη.

Η παλέτα του χρόνου βάφτηκε με αποχρώσεις που έμειναν αψηλάφητες και χάθηκαν.

Μπορεί τα μεγάφωνα –κάθε χρόνο- να στριγγλίζουν εμμονικά και ρουτινιάρικα άσματα ηρωικά, με αντιπαθητικές φωνές να κάνουν μονότονα καλέσματα, αλλά εκείνη την Παρασκευή, εκείνου του Νοέμβρη, γύρω στις 10 και 30 το βράδυ σε μία αίθουσα του Κτιρίου Γκίνη κάποιος έπαιζε τζαζ στο πιάνο, ενώ ένας άλλος σήκωνε από το πάτωμα το κόντρα μπάσο-κι ας είχε σπάσει μια χορδή- και θαυματουργά, το «Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί» κύλησε αβίαστα σε έναν φρενήρη αυτοσχεδιασμό πάνω στο TakeFiveμε σχεδόν όλους όσους ήταν στον χώρο να μετατρέπουν τραπέζια καρέκλες και μεταλλικά καλάθια αχρήστων σε κρουστά.  Αίθουσα 18 νομίζω, όρκο δεν παίρνω.

Το Πολυτεχνείο του 1973 είχε Αλήθεια.

Στις επετείους- δεν πήγα, παρά μόνο μία φορά.

Σουβλάκια καλαμάκια, λουκάνικα, τσίκνα,  σφυροδρέπανα μπρελόκ, φωνακλάδες πωλητές αναψυκτικών, επαγγελματίες πολιτικοί κι αμέτρητα πλήθη, εκείνα τα πλήθη που χειροκροτούσαν το απόγευμα της Παρασκευής- όταν τα ντουβάρια των κτιρίων αντηχούσαν, κα-τε-βεί-τε κά-τω-,κα-τε-βεί-τε κά-τω… όλοι έγιναν «ήμουν κι εγώ εκεί» ενώ στο μεταξύ κάποιοι πού ήταν πράγματι εκεί, εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους με πολιτικά αξιώματα, σκανδαλώδεις διορισμούς και αργομισθίες δεκαετιών.

Τον συμμαθητή μου τον Αντώνη τον Μπαϊρακτάρη τον ξέρει κανείς; Όχι. Εκεί ήταν κι’ αυτός. Τον συνέλαβαν μπροστά στα μάτια μου νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Τώρα περπατούσαμε μαζί, την επόμενη στιγμή μιλούσα στον αέρα. Γύρισα να δω που είναι, και τον έσερναν από τα μαλλιά σε ένα αστυνομικό τμήμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας δίπλα σε ένα ΙΚΑ.

Ο Παύλος, ο Νίκος, η Μαρία, η Ελένη, ο Κώστας, ο Στέλιος, η Παυλίνα, η Στέλλα, ο Γρηγόρης, η Μαριλένα, ο Χριστόφορος.

Αν σταθείς έξω από το σύμπαν θα τους δεις εκεί, ακινητοποιημένους και άχρονους να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να σηκώνουν τη γροθιά, να σιωπούν, να θυμώνουν, να απορούν, να αποσύρονται, κάποιοι να πεθαίνουν.

Κάθε τους κίνηση, κάθε τους πνοή, ένα αιώνιο ακίνητο καρέ στη σύμβαση του χρόνου.
Κανείς τους, κανείς μας δεν φαντάστηκε τίποτα. Ούτε υπήρξε ποτέ κάτι.

Ο χρόνος, είναι μια έννοια τεχνητή. 1973, 3791, 9137, ποιος ξέρει, έτσι μπορεί να βρούμε που κληρώνει το 2013.

40 χρόνια μετά, στην Έρημη Χώρα:

«Ποιός είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στο πλάι σου;
Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και εσύ και συ μαζί μου
Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο
Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι 
σου
Γλιστρώντας  τυλιγμένος σε καστανό μανδύα,
κουκουλωμένος
Αν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το ξέρω
-  Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;» 

ΥΓ: Τα τελευταία λόγια, είναι βεβαίως από την Έρημη Χώρα, το WasteLand του T.S. Elliotστη μετάφραση του Σεφέρη. Για το «Πολυτεχνείο» ούτε έγραψα ποτέ στο παρελθόν, ούτε θα επιχειρήσω να το ξανακάνω. 40 ακριβώς χρόνια μετά, σκεφτόμουν τον Διομήδη και τους παλιούς μου φίλους. Συγχωράτε με.

-----------------------------------
Πηγή: tvxs

Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού
Ο Αδάμ ήταν ένας μέτριος μαθητής που φρόντιζε να μην προκαλεί φασαρίες. Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν γνωστός για τα αστεία του (κι αυτό πολύ πριν διαλέξει για ψευδώνυμο το «Γελωτοποιός»).

Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε τη λογοτεχνία και σε κάποια διαλείμματα καθόταν μόνος σε μια γωνιά του προαυλίου για να διαβάσει Κάφκα, τον οποίο μόλις είχε ανακαλύψει, στην τρίτη λυκείου, και είχε συγκλονιστεί.
Αρχές Νοέμβρη τον πλησίασε η μικρόσωμη καθηγήτρια φιλολογίας και του ζήτησε να απαγγείλει ένα ποίημα στη γιορτή της δεκάτης εβδόμης Νοεμβρίου.
Δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Όχι μόνο γιατί είδε το βλέμμα της απόγνωσης (κανείς μαθητής δεν ήθελε να απαγγέλει βαρετά ποιήματα), αλλά γιατί της το χρωστούσε, αφού εκείνη του είχε δανείσει τη «Δίκη» και τον είχε εισάγει στο καφκικό σύμπαν.
Μια πρώτη ματιά στο ποίημα τον έπεισε ότι ήταν ένα ανιαρό καθήκον: Οι στίχοι δεν του έλεγαν τίποτα.
Το άφησε στην άκρη μέχρι την προηγούμενη της γιορτής. Άλλωστε ήταν ένα πολύ μικρό ποίημα (μόλις οκτώ στίχοι) και μπορούσε να το μάθει σε λίγα λεπτά.
Τη μέρα της γιορτής όλοι οι μαθητές κουβάλησαν τις καρέκλες τους στο γυμναστήριο βαριεστημένα.
Άλλη μια σχολική γιορτή, μερικά ακόμα ποιήματα, το πολύ-πολύ και λίγα κακοπαιγμένα τραγούδια από ένα συμμαθητή που μάθαινε κιθάρα.
Ο Αδάμ καθόταν στο πλάι της σκηνής και περίμενε να έρθει η ώρα του. Ένας-ένας ανέβαιναν στη σκηνή, έλεγαν το ποίημα ή το πεζό που τους είχε δοθεί, το «κοινό» χειροκροτούσε βαριεστημένα και όλα εξελίσσονταν ως συνήθως.
Τα παιδιά φώναζαν, γελούσαν, φλυαρούσαν και κοιτούσαν έξω, περιμένοντας να τελειώσει η γιορτή για να βγουν στον ήλιο.
Αν τους ρωτούσες τι έγινε εκείνη τη μέρα, τη δεκάτη εβδόμη Νοεμβρίου, πριν πολλά χρόνια, θα εισέπραττες χασμουρητά και ειρωνικά βλέμματα.
Ο Αδάμ τους παρατηρούσε ή –μάλλον- απλά τους κοιτούσε, ενώ σκεφτόταν τι θα κάνει το απόγευμα.
Όταν ήρθε η σειρά του, και προτού ανέβει στο ικρίωμα, η φασαρία που έκαναν τα παιδιά είχε ξεπεράσει το όριο που μπορούσε να δεχτεί ο διευθυντής.
Έκανε στην άκρη τον Αδάμ, ανέβηκε τις λίγες σκάλες με δυσκολία –ήταν στρογγυλός σαν βαρέλι- και ξεκίνησε να φωνάζει.
Έδειχνε τα παιδιά με το χοντρό του δάκτυλο, τους απειλούσε με αποβολή, τους αποκαλούσε αναίσθητους, άχρηστους και τους προειδοποιούσε ότι ο επόμενος που θα μιλούσε θα έπαιρνε το δρόμο για το γραφείο.
Μόλις τελείωσε κανείς δε μιλούσε. Ο διευθυντής, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γύρισε προς τον Αδάμ.
«Εσύ είσαι μετά;» τον ρώτησε. Εκείνος δε μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι. «Έλα λοιπόν, τι περιμένεις;» του είπε ο ιδρωμένος διευθυντής.
Ο Αδάμ στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο. Αμίλητος…
Κάτι είχε γίνει μέσα στο μυαλό του, όταν άκουγε εκείνον το «χοντρό» άνθρωπο να φωνάζει.
Κοίταξε το χαρτάκι με το ποίημα του, έπειτα το τσαλάκωσε και το πέταξε πάνω από τον ώμο του.
Τα παιδιά γελάσανε δειλά. Νόμιζαν ότι ήταν ένα ακόμα από τα αστεία του. Αλλά ο Αδάμ δεν αστειευόταν.
Έπιασε το μικρόφωνο με τα δύο του χέρια, έχοντας στο μυαλό του το Μόρισον ή το Σιδηρόπουλο, και μίλησε:
«Σήμερα δε γιορτάζουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου», είπε και όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του.
Ο διευθυντής και η καθηγήτρια φιλολογίας τον κοίταξαν απορημένοι.
«Σήμερα γιορτάζουμε την εξέγερση των νέων… Γιατί αυτός ο κόσμος δεν άλλαξε ποτέ από τους γέρους, μόνο από τη γροθιά των νέων.»
Ο διευθυντής πλησίασε τη καθηγήτρια.
«Τι λέει αυτός;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν του έδωσα εγώ τέτοιο κείμενο», απάντησε η καθηγήτρια και ξεκίνησε πανικόβλητη να ψάχνει τα χαρτιά της.
Πέρα από το θόρυβο των χαρτιών τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στο γυμναστήριο. Τα παιδιά έμοιαζαν να κρατάνε την ανάσα τους.
«Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν», συνέχισε ο Αδάμ με τα μάτια του βουρκωμένα, «σε ΚΑΝΕΝΑΝ, να σας δείχνει με το δάκτυλο και να σας φωνάζει. Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν, να σας αποκαλεί άχρηστους… Δεν πρέπει κανέναν να φοβάστε… Και όταν σας προκαλούν να απαντάτε με το μόνο τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: Με εξέγερση και γροθιά!»
Κι ενώ ο Αδάμ συνέχιζε οι μαθητές που ήταν κρυμμένοι πίσω από το γυμναστήριο για να καπνίσουν άκουσαν την παράξενη ησυχία και μπήκαν κι αυτοί μέσα.
Κάποιοι καθηγητές που έπιναν ήσυχα το καφεδάκι τους στο προαύλιο σταθήκανε στην πόρτα.
Το θέαμα τους τρόμαξε. Ένας μαθητής μιλούσε από τη σκηνή για το δίκαιο της πυγμής και οι υπόλοιποι τον άκουγαν χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από πάνω του.
Ο διευθυντής πήρε τη καθηγήτρια φιλολογίας μαζί του, πήρε και τους τρομαγμένους καθηγητές και οχυρωθήκαν στο γραφείο.
Ο Αδάμ συνέχιζε να αυτοσχεδιάζει για αρκετή ώρα. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, δεν σκεφτόταν, αλλά η προσήλωση των συμμαθητών του από κάτω τον είχε μαγνητίσει.
Τέλειωσε λέγοντας τα εξής:
«Αυτά είχα να σας πω. Το ξέρω ότι θα χειροκροτήσετε, θα σκεφτείτε για λίγο αυτά που ακούσατε, και μετά θα γυρίσετε στο σπίτι σας για να συνεχίσετε τη ζωή σας… Να θυμάστε μόνο κάτι: Κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους νέους όταν σταματήσουν να φοβούνται.»
Και χωρίς να υποκλιθεί ή να κάνει κάτι αστείο γύρισε να φύγει.
Αυτό που συνέβη δεν το περίμενε. Όλα τα παιδιά σηκωθήκαν όρθια και ξεκίνησαν να χειροκροτάνε. Όχι, όμως, όπως το έκαναν πριν, όταν άκουγαν ένα ακόμα ποίημα.
Χειροκροτούσαν με όλη τους τη δύναμη, φώναζαν και κάποιοι χτυπούσαν τις καρέκλες στο δάπεδο.
Δε σήκωσαν τον Αδάμ στους ώμους, αλλά τον χτυπούσαν στην πλάτη και τον ακολούθησαν καθώς εκείνος βγήκε αργά από το γυμναστήριο.
Το προαύλιο γέμισε από αγριεμένα μάτια. Απέναντι τους, κλειδωμένοι μέσα στο γραφείο, ήταν οι καθηγητές, που κοιτούσαν πίσω από τα κάγκελα.
Αρκούσε μια λέξη ακόμα, μια κίνηση, και οι μαθητές θα ορμούσαν. Κάποιοι κράδαιναν τις καρέκλες πάνω από τα κεφάλια τους. Θα τις πετούσαν ευχαρίστως στις τζαμαρίες εκείνου του ιδρύματος που τους είχε μάθει να φοβούνται.
Το μόνο που είπε ο Αδάμ ήταν: «Πάμε να φύγουμε».
Η οργή καταγάλιασε και το προαύλιο σιγά-σιγά άδειασε.
Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του τα νέα είχαν διαδοθεί –και διογκωθεί.
Φίλοι που πήγαιναν σε άλλα σχολεία τον έπαιρναν τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» τον ρωτούσαν.
«Τι μάθατε;» απαντούσε αυτός.
«Ότι ο Βελλερεφόντης, ο γιος του αστυνομικού, τα έκανε όλα λίμπα στη γιορτή και ότι ξεσηκωθήκαν οι μαθητές και κυνήγησαν τους καθηγητές και και και…»
Το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας του Αδάμ και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του, με τη στολή όπως ήταν.
«Με πήρε ο διευθυντής», του είπε, όχι θυμωμένος, αλλά πιο πολύ ξαφνιασμένος. «Είπε ότι παρακινούσες τα παιδιά σε εξέγερση.»
«Δεν άντεξα», είπε ο Αδάμ. «Φώναζε στα παιδιά λες και ήταν ζώα, λες και ήταν δούλοι του.»
«Κι εσύ έπρεπε…»
Δεν ήξερε τι να πει. Μάλλον πολλές φορές θα είχε αναρωτηθεί αν ήταν στ’ αλήθεια δικό του παιδί ο Αδάμ.
Γύρισε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο. Λόγω της ημέρας παντού –έτσι τουλάχιστον του φάνηκε- έπαιζαν επαναστατικά τραγούδια. Ο Αδάμ το δυνάμωσε και τραγουδούσε μαζί με το Μπιθικώτση: «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.»
Ο πατέρας του έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο, ενώ αναρωτιόταν που έκανε λάθος ως γονιός.
Το επόμενο πρωινό όλοι οι μαθητές, λυκείου και γυμνασίου, περίμεναν τον Αδάμ στο προαύλιο.
Ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς τον πλησίασε και του ανακοίνωσε την απόφαση των συμμαθητών του: Άμα αποβάλλανε τον Αδάμ κανείς δε θα έμπαινε στην τάξη του.
Η ατμόσφαιρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, μύριζε μπαρούτι –ή μήπως ήταν βενζίνη; Αρκούσε ένας μικρός σπινθήρας και το σχολείο θα τιναζόταν στον αέρα.
Ο διευθυντής πλησίασε τον Αδάμ και του ζήτησε -τόσο ευγενικά- να τον ακολουθήσει στο γραφείο. Αγνοώντας το κουδούνι όλα τα παιδιά στήθηκαν απέξω και περίμεναν.
Ο διευθυντής έκατσε, έφτιαξε τα μαλλιά που κάλυπταν την καράφλα του, και αναστέναξε.
«Βελλερεφόντη», είπε, «εσύ είσαι καλό παιδί, τι σ’ έπιασε;»
«Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Μα… Με αυτά που είπες ήταν σαν να προτρέπεις τους μαθητές σε εξέγερση.»
«Αυτό δεν είναι το νόημα του Πολυτεχνείου;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Η εξέγερση;»
«Ναι, τι άλλο; Τα ποιηματάκια και τα τραγούδια; Η εξέγερση.»

Ο διευθυντής ξεροκατάπιε και ξεκίνησε να μιλάει για το ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου, και πως προετοιμάζονται οι μαθητές να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο και ότι οι καθηγητές δεν είναι εχθροί των μαθητών, αλλά αρωγοί τους, και πως δεν πρέπει να λέμε και να κάνουμε πράγματα χωρίς σκέψη γιατί μετά μπορεί να μετανιώνουμε για την υπόλοιπη ζωή μας και άλλα πολλά.
Ο Αδάμ έκανε ότι άκουγε, αλλά έβλεπε τα πρόσωπα των συμμαθητών τους απέξω, και τις σηκωμένες γροθιές τους, και ήξερε ότι ένα βήμα τον χώριζε από την ηρωοποίηση.
Αλλά δεν έκανε εκείνο το βήμα.
Ίσως γιατί φοβήθηκε, ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι ήρωας, ίσως –πολύ απλά- γιατί δεν ήταν φτιαγμένος από την πάστα των ηγετών.
Δεν άντεχε την πολύ συνάφεια του κόσμου, ήθελε να μείνει μόνος του πάλι και να συνεχίσει να διαβάζει εκείνο το βιβλίο του Κάφκα που είχε αφήσει στη μέση.
Έτσι όταν τον ρώτησε ο διευθυντής, τελειώνοντας τον ανιαρό του μονόλογο, αν θα προσπαθούσε να ηρεμήσει τους συμμαθητές του, εκείνος απάντησε:
«Δεν έχω σκοπό να ξεκινήσω επανάσταση. Απλά είπα αυτά που σκεφτόμουν.»
Βγήκε από το γραφείο και οι μαθητές κρεμόντουσαν από τα χείλη του.
«Σε απέβαλλαν;» ρώτησε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της αποχής και της κατάληψης.
«Δε μου ‘καναν τίποτα», είπε ο Αδάμ, απογοητεύοντας ‘τους όλους.
Μπήκαν στις τάξεις τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους εξέγερση.
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Οι νέοι μεγάλωσαν χωρίς ποτέ να εξεγερθούν, έχοντας μόνο τις δικές τους μικρές επαναστάσεις.

Περιμένοντας κάποιον, να σταθεί στη σκηνή και να τους μιλήσει χωρίς προσχέδια και σημειώσεις. Να τους δώσει το σύνθημα, να τους κάνει να πιστέψουν.

Περιμένοντας. Έτσι πέρασαν τα χρόνια…

----------------------

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ανοιχτή επιστολή εργαζομένων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 17, 2013
Ανοιχτή επιστολή εργαζομένων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Εμείς, το διοικητικό προσωπικό της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, βρισκόμαστε σε διαδικασία κινητοποιήσεων εδώ και περίπου δύο εβδομάδες. Θέλουμε να εξηγήσουμε γιατί.

Τα στοιχεία που έχουμε μιλούν για διαθεσιμότητα των δύο τρίτων περίπου των διοικητικών υπαλλήλων του ιδρύματος. Αποσοβήθηκε προς το παρόν, έχει όμως προαναγγελθεί και είναι ζήτημα μηνών η διαθεσιμότητα σχεδόν των μισών εκλεγμένων διδασκόντων. Γνωρίζουμε τους ακριβείς αριθμούς, και οι αριθμοί αυτοί είναι αμείλικτοι.

Θα ακουστεί ίσως κοινότοπο –άλλωστε η κοινωνία έχει σκόπιμα και μεθοδικά εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους δηλώσεις με καχυποψία– αλλά δεν πρόκειται για ένα στενόμυαλο, συντεχνιακό αίτημα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων. Υπερασπιζόμαστε, προφανώς, το δικαίωμα του καθενός μας στη δουλειά. Ταυτόχρονα, όμως ο νους και η καρδιά μας βρίσκεται μαζί με όλους εκείνους που έχουν ήδη βιώσει την ανεργία, με όλους εκείνους για τους οποίους προμηνύεται το ίδιο. Και είναι –θα είμαστε– πολλοί.

Θέλουμε τη ζωή μας πίσω

Δεν περισσεύει κανείς, δεν θα δεχτούμε την απόλυση ούτε ενός, δεν διαγκωνιζόμαστε τη στιγμή αυτή για να περισώσουμε ο καθένας τον εαυτό του. Είναι δραματικό να χάνει κανείς τη δουλειά του, να ανατρέπεται η ζωή του σε μια νύχτα. Δεν το αγνοούμε: η ανεργία, η αγωνία, έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα των οικογενειών και των φίλων μας. Δεν υποτιμούμε τον κίνδυνο ούτε για μια στιγμή. Θέλουμε τη ζωή μας πίσω -αλλά δεν υπερασπιζόμαστε μόνο τη δική μας καθημερινότητα. Υπερασπιζόμαστε την καθημερινότητα της Σχολής, από εδώ και πέρα με τον αγώνα μας, όπως το κάναμε μέχρι τώρα με τη δουλειά μας.

Δεν καθόμαστε, δεν βαριόμαστε, δεν τα πιάνουμε, δεν κλέβουμε. Εργαζόμαστε με εξαθλιωμένους μισθούς, αντέχοντας σε καθεστώς ανασφάλειας εδώ και πολύ καιρό, με κόπο πολύ και χρόνο -όχι από αυτόν που έχουμε, αλλά από το περίσσευμα ψυχής και αξιοπρέπειας του κάθε ενός από εμάς. Μαζί με τους δασκάλους και τους σπουδαστές μας προσπαθούμε και εμείς να κρατήσουμε τη Σχολή όρθια. Σε πείσμα των καιρών.

Ο,τι διακυβεύεται αυτή την ώρα δεν είναι μόνο η μοίρα του καθενός μας, αλλά κάτι απείρως ευρύτερο, που ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αφορά πολλούς, πολύ περισσότερους από εμάς τους ίδιους: είναι το τι σημαίνει να υπάρχει και τι προσφέρει -στο σύνολο και όχι σε μία ή σε λίγες ομάδες- ένα καλό δημόσιο πανεπιστήμιο. Τι θα πει να συνεχίσει να λειτουργεί, πώς μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα, τι συμβαίνει όταν υποβαθμίζεται η σπουδή και το πτυχίο, τι σημαίνει να λοιδορείται και να εξευτελίζεται με κάθε τρόπο ο θεσμός. Σε τι τελικά αποσκοπεί και πού θέλει να καταλήξει η καταιγιστική επίθεση που ζούμε σε βάρος του δημόσιου πανεπιστήμιου. Οχι γιατί είναι η πρώτη φορά, αλλά γιατί αυτή τη φορά, στην πολλοστή απόπειρα διάλυσης της δημόσιας παιδείας, δεν υπάρχουν ούτε επιφυλάξεις ούτε προσχήματα. Η επίθεση είναι σχεδιασμένη, αδίστακτη, αναίσχυντη.

Το να κλείνει ένα σχολείο, μια σχολή, ένα πανεπιστήμιο, δεν σημαίνει ότι κάποιο πρωί θα βρεις ένα λουκέτο στην πόρτα. Σημαίνει να χτυπήσεις σταδιακά, συστηματικά, ένα ένα, τα συστατικά του στοιχεία, εκείνα που είναι αυτονόητα για την ύπαρξή του – και μετά να το αφήσεις να καταρρεύσει, να σβήσει σιωπηλά. Δεν υπάρχει σχολείο χωρίς υποδομές και εγκαταστάσεις, κυρίως όμως δεν υπάρχει σχολείο χωρίς ανθρώπους.

Είναι συστατικό στοιχείο της Σχολής μας οι σπουδαστές της. Αλλά και οι δάσκαλοί της. Αλλά και οι άνθρωποι που δουλεύουμε, κάθε μέρα και για κάθε τι που συμβαίνει εδώ, πίσω από την οθόνη, πίσω από το γραφείο, μέσα στο εργαστήριο. Οπως είναι συστατικό στοιχείο της Σχολής μας η ενασχόληση με τον χώρο, η θέση της στο κέντρο, η σχέση της με τη γειτονιά που την περιβάλλει. Το ρίσκο που παίρνει –ή, αλλιώς, η δυνατότητα που διεκδικεί– να ακούει και να αποκρίνεται, κάθε μέρα, στον σφυγμό μιας πόλης που δοκιμάζεται. Και αποκρίνεται με πολλούς τρόπους. Δυσφημιζόμενη. Κάποτε απειλούμενη. Καμιά φορά με κίνδυνο. Ισως με απώλειες. Και, χρόνια τώρα, με μια διαρκή ευαισθησία.

Δεν… ξεχνάμε

Ζούμε –ζήσαμε ώς τώρα– σ’ έναν χώρο που είναι εγγεγραμμένος στο συλλογικό υποσυνείδητο του λαού μας μέσα από δρόμους που δεν ξεχνιούνται. Η ματωμένη καγκελόπορτα που συνέθλιψε το τανκ μαζί με τα σώματα των φοιτητών και φοιτητριών στις 17 Νοέμβρη του ’73 είναι ακόμα στο προαύλιό μας, εδώ στην οδό Πατησίων. Αυτή η πόρτα φυλάχτηκε από γενιές φοιτητών, εργαζομένων και δασκάλων εκεί που έπεσε, για να μην επιτρέψει να ξεχαστεί ποτέ αυτό που σήμερα μας επιβάλλουν να ξεχάσουμε: το Πολυτεχνείο. Εμείς, δεν τη βλέπουμε μόνο στις επετείους –τη βλέπουμε κάθε μέρα, ερχόμενοι και φεύγοντας από τη δουλειά μας. Αυτήν τη δουλειά που δεν ξέρουμε αν θα έχουμε αύριο.

Ζούμε –είχαμε την τύχη να ζήσουμε ώς τώρα– σ’ έναν χώρο με μνήμες συγκλονιστικές, με ιστορία περήφανη. Το Πολυτεχνείο υπάρχει από το 1836 – δεν θέλουμε να αφήσουμε να το κλείσουν τώρα, έτσι. Εξακολουθεί να αντανακλά, σ’ αυτούς τους καιρούς τους δυσοίωνους, συμβολισμούς, μνήμες, ίχνη – ψήγματα αλλοτινών, καλύτερων στιγμών. Συνεχίζει να παράγει και να εκπέμπει. Διατηρεί μια ολοζώντανη, δημιουργική, δροσερή, γλυκιά καθημερινότητα. Το Πολυτεχνείο δεν είναι κέντρο ανομίας, και στην Αρχιτεκτονική θα έχουμε γιορτή. Σας καλούμε να είστε όλοι εκεί.

Εργαζόμενοι Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 2013.

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.