Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασιλης Καραποστολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασιλης Καραποστολης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Θρύλος από τα παλιά για το φετινό καλοκαίρι Του Βασιλη Καραποστολη

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Θρύλος από τα παλιά για το φετινό καλοκαίρι
Η βελανιδιά, οι σύγχρονοι παραθεριστές, τα φωτοβολταϊκά κάτω από τον ήλιο

Αυτό το καλοκαίρι δεν μπορούμε να ’μαστε απλώς παραθεριστές. Δεν μπορούμε να περάσουμε ξώφαλτσα δίπλα στη Φύση. Είναι ανάγκη να πάρουμε κάποια διδάγματα απ’ ό,τι μας ξεπερνάει και μας αγκαλιάζει ταυτόχρονα. Είμαστε μέρος της Φύσης... Αυτά δεν λένε στους μαθητές τα βιβλία; Ομως τι είδους μέρος του όλου είμαστε, αφού δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μέσα στο όλον;
Η ύπαιθρος μάς γνέφει, μας κάνει πράσινα σινιάλα, αλλά εμείς μαγκωνόμαστε, λες και τα σήματα έρχονται από εξωγήινα πλάσματα. Ο σύγχρονος παραθεριστής οπισθοχωρεί μπροστά σε τέτοια καλέσματα, κι υπάρχουν μάλιστα στιγμές που το θρόισμα των φύλλων, το λίκνισμα του κλωναριού, το πέταγμα ενός πουλιού να του φαίνονται τόσο άσχετα με τις προσωπικές υποθέσεις του, ώστε να κλείνει τα παντζούρια του παραθύρου του για να βουλιάξει στη δική του, την αποκλειστικά ανθρώπινη ησυχία του. Αλλά το να έχεις στις βαλίτσες σου τις υποθέσεις σου και το να θέλεις να βρεις την ησυχία σου, είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους.
Παρ’ όλα αυτά, έξω από το παράθυρο ο άνεμος εξακολουθεί να πνέει, και τα νυχτοπούλια επιμένουν κάτι να λένε. Εάν ο παραθεριστής άκουγε τι διαμηνύουν, εάν ήθελε ν’ ανοίξει τ’ αυτιά του και ν’ ακούσει αυτούς τους ήχους που άνοιγαν πάντα τις πύλες της νύχτας, εάν το μυαλό δεχόταν ν’ αφεθεί σε ό,τι αινιγματικό υπάρχει γύρω του, τότε πραγματικά θα λέγαμε ότι το καλοκαίρι αρχίζει να ρέει στις φλέβες τού ανθρώπου. Υπάρχει λοιπόν εμπλοκή στον εγκέφαλο, εμπλοκή στο νευρικό σύστημα. Ολος ο οργανισμός σφίγγεται πάνω στις συνήθειές του, αρνείται να λυθεί.

Απλώς να υπάρχει


Το πρόβλημα του σύγχρονου παραθεριστή δεν είναι άλλο από μια δυσκολία στην αυτοεγκατάλειψη. Του είναι αδύνατο να παραδώσει τον εαυτό του σε δυνάμεις που δεν τις γνωρίζει καλά. Τι είναι γι’ αυτόν όλα τούτα τα φυτά και τα ζώα τριγύρω; Είναι ένας κόσμος που πιθανόν υπακούει σε νόμους, αλλά ο επισκέπτης της εξοχής έχει μάθει ότι οι νόμοι που διέπουν τη ζωή αυτών των πλασμάτων διαφέρουν από τους νόμους τους οποίους ο ίδιος «κατασκευάζει» για να ρυθμίζουν τις σχέσεις με τους ομοίους του. Ο άνθρωπος είναι για να κατασκευάζει, η Φύση είναι για να υπάρχει. Ετσι είπαν. Αλλά τι γίνεται όταν ο άνθρωπος νιώσει την ανάγκη να υπάρχει, χωρίς να φτιάχνει απολύτως τίποτα; Οταν δεν θέλει πια ο δραστήριος να είναι δραστήριος;
Μια έντονη διάθεση μπορεί τότε να γεννηθεί. Είναι η ώρα του καλοκαιριού. Με όλους τους ιστούς του, με όλες τις ίνες του το κορμί παρακαλάει τον εγκέφαλο να του επιτρέψει να ξαπλώσει καταγής, να κυλιστεί στο χώμα, να μείνει εκεί ακίνητο. Τι λύτρωση! Θα ήταν ευλογία εάν ο καθένας μπορούσε να αφεθεί έτσι, κολλημένος σα σαλιγκάρι πάνω σ’ αυτό τον φλοιό που αποκάτω του τρίβονται πετρώματα, σχηματίζονται κρύσταλλοι, αναμειγνύονται κοχλαστά υγρά. Στο βάθος ο βρασμός, στην επιφάνεια η ηρεμία. Το κορμί του ξαπλωμένου παίρνει μέσα του και τα δύο στοιχεία, κι αυτό είναι τελικά το δώρο της Φύσης. Να μαθαίνει κανείς ότι η τάξη είναι καρπός του αγώνα και ότι κανένας αγώνας δεν έχει τη βιασύνη για σύμβουλο.
Ας μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, με την πλάτη στο χώμα. Το συνηθίζαμε όταν ήμασταν μικροί, ύστερα το θεωρήσαμε παιδιάρισμα. Γυρίζουμε λίγο το κεφάλι. Τι βλέπουμε; Τίποτα δεν ανυπομονεί. Τίποτα δεν λουφάζει. Ολα κινούνται, όλα αναπνέουν, όλα δρουν σύμφωνα με τον εσωτερικό τους ρυθμό. Χορτάρια, ζουζούνια, έντομα. Ο βόμβος τους είναι ένα κουκούλι μέσα στο οποίο μπορείτε, αν θέλετε, να χωθείτε, κλείνοντας τα μάτια. Η παιδική μας μνήμη μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάθουμε τίποτα εάν βυθισθούμε σ’ αυτή την ύπνωση που οδηγεί σε μονοπάτια σκιερά, παράξενα. Κρατήστε τα μάτια κλειστά.
Βρισκόσαστε ανάμεσα στην ονειροπόληση και την αγαλλίαση. Ενα φύλλο πέφτει πάνω στο πρόσωπό σας. Αγγιγμα ανάερο, μια θωπεία στο κουρασμένο μέτωπο. Απαλά, ψιθυριστά όσα βλασταίνουν και όσα φτερουγίζουν εκεί κοντά, σας υποδέχονται, επιτέλους, σαν κάποιο αφοπλισμένο στρατιώτη που δεν βλέπει πια τον λόγο να οχυρώνεται στον εαυτό του, να κρύβεται ολόκληρος μέσα στην κάννη του τουφεκιού του. Μέχρι τώρα οσμιζόταν διαρκώς απειλές. Ομως τώρα, είναι χωρίς όπλα και χωρίς διάθεση να πολεμάει φαντάσματα. Λείπουν τα φαντάσματα όχι όμως και η φαντασία. Γιατί το δώρο που του έκανε η Φύση περιλαμβάνει εκτός από τη βαθιά ανάπαυση και τη διέγερση της φαντασίας του.

Ο Παπαδιαμάντης


Οποιος μένει αδρανής, γερμένος πάνω στο χώμα, διαποτίζεται αργά αργά με τους χυμούς εκείνους που κάνουν τους μύστες να μεθούν, να ξαναβρίσκουν μια διόραση που όσο περπατούσαν και όσο δούλευαν τους ήταν απαγορευμένη. Τώρα όμως βλέπουν διαφορετικά! Βλέπει ο οδοιπόρος που ξεκουράζεται κάτω από ένα δέντρο πως οι ρίζες του δέντρου αποτελούν τα κάτω άκρα ενός σώματος που το πάνω μέρος του είναι ο κορμός, και οι φυλλωσιές στα κλαδιά είναι η κόμη μιας ελκυστικής γυναίκας.
Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα ξαναγράφεται εκείνο το διήγημα του Παπαδιαμάντη με το αγόρι που το μαγνήτιζε μια βελανιδιά. Κάποτε, είδε στον ύπνο του το δέντρο να παίρνει ανθρώπινη μορφή, να αποκτά φωνή και να του αναγγέλλει πως εάν ποτέ θελήσει κανείς να το αφανίσει, θα υποστεί βαριές συνέπειες. Το παιδί μεγάλωσε και ξενιτεύτηκε. Μετά από χρόνια, επιστρέφοντας πέρασε και από το μέρος εκείνο του προσκυνήματός του. Η βελανιδιά είχε χαθεί. Τον πληροφόρησαν πως ένας συγχωριανός του την είχε κόψει και πώς πολύ σύντομα στη συνέχεια βρήκε ο ίδιος άσχημο τέλος...

Πνιγηρή ορθοφροσύνη


Ιδού μια ιστορία από τα παλιά. Μήπως παραμιλάμε μες στο ντάλα μεσημέρι; Μήπως η κρίση μάς χτύπησε κατακέφαλα; Ναι, μπορεί κάποιοι να πουν ειρωνικά ότι υπάρχουν και τέτοια συμπτώματα, πως μετά την αποτυχία της λογικής έρχονται τα παραμύθια, τα πνεύματα και οι παραισθήσεις. Η ορθοφροσύνη μερικών είναι πιο πνιγηρή και από καύσωνα σε βαλτότοπο. Εμείς θα τους αγνοήσουμε και θα προτιμήσουμε να δροσιστούμε ακολουθώντας τον Σκιαθίτη ρεμβαστή.
Στο νου μας, η χώρα μας παίρνει το σχήμα μιας γέρικης βελανιδιάς. Και σκεφτόμαστε, ότι αν το τσεκούρι των αλλαγών την κόψει για να στηθούν ανεξέλεγκτα στη θέση της φωτοβολταϊκά, εάν τον ήλιο τον έχουμε μόνο για να ζεσταίνει μέταλλα, τότε θα έλθει οπωσδήποτε και η εκδίκηση από τη μεριά του δέντρου. Το ξύλο δεν θα πάψει να διεκδικεί τη ζωή απ’ το αλουμίνιο. Και είναι πολύ πιο ανθεκτικό απ’ αυτό, μην το ξεχνάμε. Φαίνεται πως χρειάζονται και οι θρύλοι για να καταλάβουν κάποιοι σήμερα ότι ταυτίστηκαν με αυτό που τους φθείρει, πως έφθασαν να αγαπάνε την ίδια τους τη σκουριά!

-------------------------
* Ο Β. Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: Καθημερινή

Πώς θα μπει η ψυχή στη μηχανή μας; Του Βασιλη Καραποστολη

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Πώς θα μπει η ψυχή στη μηχανή μας;
Η κρίση, η εργασία, ο μύθος της τεμπελιάς και το αγεφύρωτο χάσμα στη φιλοσοφία μεταξύ Βορείων και Νοτίων στην Ευρώπη

Να παράγετε περισσότερα! Να παράγετε ταχύτερα! Η εντολή από τον Βορρά φέρει μέσα της όλη τη βεβαιότητα του εντολέως σχετικά με το τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Δείχνουν, πράγματι, ράθυμοι και φυγόπονοι οι Νότιοι στα μάτια εκείνου που βιάζεται πολύ να έχει οφέλη από την εργασία του. Αλλά τα οφέλη που θέλουν να αποκομίσουν οι Βόρειοι δεν είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που θέλουν οι Νότιοι, κι εκεί είναι το πρόβλημα.
Για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια. Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών. Είναι βαθιές οι διαφορές, αλλά σήμερα που όλα θεωρείται ότι πρέπει επειγόντως να μπουν σε εύχρηστες φόρμουλες, οι διακρίσεις στα ήθη ξεχνιούνται, παραμερίζονται, εγκαταλείπονται για να ασχοληθούν με αυτές οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι - όχι όμως και οι αγέρωχοι μηχανοδηγοί της Ευρώπης. Μέσα στην πρεμούρα της αναδιοργάνωσης οι ιθύνοντες λησμονούν να αναρωτηθούν για τα μέσα τα οποία διαθέτουν. ΄Η μάλλον θεωρούν ότι όλα τα μέσα τους είναι μηχανικά. Να πατήσουν ένα κουμπί και αμέσως να γυρίσει ο τροχός. Να σηκώσουν τον μοχλό και να αρχίσει η πολυπόθητη ανάκαμψη. Ποιος όμως είναι αυτός που θα θελήσει να σηκώσει τον μοχλό;

Δούλοι του ωραρίου


Οι μηχανές περιμένουν, λαδώνονται, γυαλίζονται. Εκείνο το χέρι όμως που θα τις έβαζε μπροστά, κι εκείνο το μυαλό που θα παρακολουθούσε τη λειτουργία τους δείχνουν μουδιασμένα. Οι άνθρωποι του Νότου στέκουν λυπημένοι και δύσπιστοι πλέον μπροστά σ’ αυτά τα κατασκευάσματα τα οποία χρησιμοποίησαν για μερικές δεκαετίες, με μια προθυμία γεννημένη από τις προηγούμενες στερήσεις τους. Ζήτησαν να εργαστούν σύμφωνα με τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που τους έλειπαν. Κοπίασαν, ίδρωσαν, μπήκαν σε μια ορισμένη ρουτίνα. Η αμοιβή τους ήταν: καλύτερη τροφή, καλύτερη κατοικία, καλύτερα ρούχα. Εως εκεί όμως. Δεν θα ’θελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να ανταλλάσσουν την αφθονία των υλικών αγαθών με την όλο και μεγαλύτερη συμπίεση της ανεξαρτησίας τους. Το να είναι δούλος ενός ωραρίου που συνεχώς επεκτείνεται, το να κυριαρχεί ο χρόνος της εργασίας πάνω σ’ ένα χρόνο που θα τον ήθελε «δικό του», αυτό ήταν μια εξέλιξη που ο Νότιος δεν την περίμενε, και τελικά με τον τρόπο του την αρνήθηκε. Φυσικά, η άρνησή του δεν ήταν απολύτως συνειδητή. Πώς θα μπορούσε από τη μια να επιθυμεί να απολαμβάνει, και από την άλλη να μη δέχεται να δουλέψει σκληρά για τις απολαύσεις του; Η λύση την οποία εφηύρε αποτελούσε μια προσπάθεια συμβιβασμού. Ηταν σαν να έλεγε μέσα του: «Να απολαμβάνω, αλλά να μη γίνω υπηρέτης της απόλαυσής μου. Να δουλεύω, αλλά να μην ξεπατώνομαι στη δουλειά».

Ζήτημα ρυθμού


Για τον άτεγκτο θιασώτη της παραγωγικότητας, η στάση αυτή συνδυάζει την πονηριά, την υπεκφυγή και τη φιληδονία. Πάνω απ’ όλα φανερώνει την πανουργία της τεμπελιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι οκνηρία το να μη θέλει κάποιος να ενεργεί με έναν ρυθμό ο οποίος του επιβάλλεται. Είναι, πράγματι, ζήτημα ρυθμού η απόδοση της εργασίας, αλλά ποιος από τους υπουργούς Οικονομικών, τους τραπεζίτες και τους συμβούλους για την περιλάλητη ανάπτυξη σκοτίζεται γι’ αυτό; Λίγο περισσότερο όμως να σκεφτεί κανείς θα μπορέσει να δει τι σαλεύει κάτω από τους αριθμούς, τους δείκτες, τα μεγέθη. Θα δει ότι για κάτι άλλο πασχίζουν κυρίως οι άνθρωποι, για κάτι που δεν είναι προς αγορά ή προς πώληση, που δεν συσκευάζεται, που δεν τυποποιείται.
Φέρτε στον νου σας τις ταινίες του Ζακ Τατί. Ο ήρωας σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω σε μια αλυσίδα συμβάντων και πραγμάτων που γυρίζει ασταμάτητα, κι εκείνος δεν καταφέρνει να βρει τον λόγο που γίνεται αυτό. Γυρίζουν τα γρανάζια του κόσμου συνεχώς, χωρίς διακοπή. Αυτό που πιο πολύ εντυπωσιάζει τον ήρωα είναι ότι οι άλλοι γύρω του βρίσκουν μια παράξενη ευχαρίστηση στο να γίνονται και οι ίδιοι γρανάζια, λες κι αυτό τους γλιτώνει από το να πρέπει να επιλέγουν και να αποφασίζουν. Ο κύριος Υλό γίνεται, έτσι, μάρτυρας της ηθελημένης μηχανοποίησης της ζωής, πράμα ριζικά αφύσικο. Διότι μηχανή ίσον επανάληψη, ενώ ζωή ίσον εναλλαγή, εξέλιξη. Μελαγχολεί ο ήρωας απ’ αυτή την ελάττωση της ορμητικής πλαστικότητας, της ζωικής φοράς, όπως θα ’λεγε ο Μπερξόν, απ’ αυτή την αναπηρία μες στη μονότονη δράση την οποία ο δυτικός άνθρωπος διαλέγει ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Σε άλλα κεφάλια όμως μια τέτοια ησυχία δεν έχει κανένα νόημα.

Το τέμπο της ζωής


Στην παλιά ελληνική κωμωδία ο ήρωας δεν στέκεται όπως ο κύριος Υλό απορημένος και θλιμμένος με όσα συμβαίνουν. Δεν είναι παρατηρητής ο ντόπιος πρωταγωνιστής, βρίσκεται ολόκληρος μέσα στην αναστάτωση που επικρατεί. Ο ρυθμός των κινήσεων του Χατζηχρήστου ή του Βέγγου είναι ο ρυθμός του ανθρώπου που μπαινοβγαίνει στον ρουν των πραγμάτων. Τον βλέπουμε να ανασκουμπώνεται, να πατάει γκάζι στις ενέργειές του, να στριφογυρίζει σαν σβούρα και ξαφνικά η σβούρα να σταματάει. Είναι επειδή το θέλησε αυτός. Δεν ήρθε ένας απόλυτος εξαναγκασμός απ’ έξω για να τον προστάξει. Το παν λοιπόν είναι να διαφοροποιεί κανείς το τέμπο με το οποίο πορεύεται στη ζωή. Όταν το απαιτεί η ανάγκη να ρίχνεται στη δράση, αλλά όταν παύει η ανάγκη να μην έχει γίνει θύμα της κεκτημένης του ταχύτητας. Η παλιά ελληνική συνταγή ήταν: δουλειά και ανάπαυλα, πορεία και στάση, στάση απαραίτητη για να θυμηθούμε τον λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία. Και ακόμη τον σκοπό για τον οποίο αγκομαχάμε. Οι καιροί άλλαξαν βέβαια, το βλέπουμε σήμερα. Αλλά ότι πρέπει να ξέρει ένας λαός τον σκοπό για τον οποίο μοχθεί, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και ίσως κάποτε στις πλατείες υψωθεί το πανό με το νέο αίτημα: «Ούτε παράσιτα θέλουμε να είμαστε, ούτε είλωτες».

-------------------------
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο

Πηγή:Καθημερινή

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.