Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Από το “επιχειρηματικό πανεπιστήμιο” στο “πανεπιστήμιο-ΙΕΚ”; του Γ. Π. Τριμπέρη

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013
Πολυτεχνείο 2013
Μέχρι χθες οι αναλύσεις μας επικεντρώνονταν στον μετασχηματισμό του ελληνικού πανεπιστημίου από «αστικό πανεπιστήμιο» σε «πανεπιστήμιο της αγοράς». Ωστόσο, ο ρόλος που επιβάλλεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, στον ευρωπαϊκό καταμερισμό της εργασίας, της παραγωγής και της οικονομίας, οδηγούν σε δραματικές αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλαγές που ίσως πρέπει να μας κάνουν να ξανασκεφτούμε την πορεία αυτής της μετάλλαξης ως προς τον τελικό  της στόχο: Οι αλλαγές αυτές, παράλληλα με εκείνες στη μέση εκπαίδευση, οδηγούν σε ένα «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», ικανό να καλύψει την κερδοφορία μονοπωλιακών και άλλων συμφερόντων, όπως ήταν αρχικά ο στόχος των μετασχηματισμών που επέβαλαν η Λευκή Βίβλος για την Εκπαίδευση στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη; Ή μήπως η σημερινή θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό χάρτη οδηγεί το ελληνικό πανεπιστήμιο να ακολουθήσει την υποβάθμιση όλων των άλλων παραγωγικών τομέων ανάπτυξης, σε μια πορεία μετασχηματισμού του σε ένα «πανεπιστήμιο-ΙΕΚ», με ό,τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός αυτός;
 
Εδώ και χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξυφαίνονται στρατηγικές πλήρους ένταξης της εκπαίδευσης στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, παράλληλα με την εντεινόμενη εμπορευματοποίηση της προσφοράς κατάρτισης. Η εμπορική –και όχι μόνο– εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, ακόμα και στο στάδιο της «παραγωγής της διανοητικής ειδίκευσης», απετέλεσε διαχρονικά στόχο των επιχειρήσεων. Όμως, παράλληλα με την αναδιανομή των παραγωγικών δυνάμεων και αγορών, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, μπήκαν σε εφαρμογή συγκεκριμένα επιχειρησιακά σχέδια σ’ αυτή την κατεύθυνση.
 
Με την απελευθέρωση της αγοράς της εκπαίδευσης, που συγκαταλέγεται πλέον στο εμπόριο υπηρεσιών, άνοιξε ο δρόμος της επισημοποίησης μιας πολιτικής επενδύσεων κεφαλαίου σε χώρες όπου υπάρχει ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο Σιάτλ το 1999, στη σύνοδο του  Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι σύνεδροι τόνισαν ότι αυτή η «βιομηχανία εκπαίδευσης» χρειάζεται διαφάνεια, κινητικότητα, ανταλλαξιμότητα, αμοιβαία αναγνώριση και ελευθερία, απουσία κανονισμών, περιορισμών και φραγμών στον ίδιο βαθμό που ζητάνε οι ΗΠΑ για τις άλλες βιομηχανίες.
 
Τη ίδια χρονιά, οι υπουργοί παιδείας της Ε.Ε. υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Μπολόνια, που αποβλέπει στην καθιέρωση «ενός ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης». Μείζων στόχος της Διακήρυξης είναι να επιβάλει δομές και μεθόδους που έχουν σκοπό τη δυνατότητα σύγκρισης «των διαφορετικών προσφορών εκπαίδευσης», προσκειμένου να εξασφαλιστεί ένας «καλός» συναγωνισμός ανάμεσα σε όλες αυτές τις προσφορές. Η διαδικασία της Μπολόνια εμπεριέχει και άλλους στόχους, όπως ενίσχυση της αυτονομίας των πανεπιστημίων, τους δύο κύκλους σπουδών, το σύστημα πιστωτικών μονάδων και της κινητικότητας.
 
Η επιθυμία για  αυτονομία εκπορεύεται από την εκτίμηση ότι «τα πιο αποκεντρωμένα συστήματα είναι επίσης τα πιο ελαστικά, που προσαρμόζονται πιο γρήγορα και επιτρέπουν να αναπτυχθούν νέα μορφές συνεργασίας».  Η μείωση της διάρκειας των σπουδών  ελαττώνει το κόστος εκπαίδευσης, ενώ ενθαρρύνει τους φοιτητές που θα έχουν  μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη να σταματήσουν στο τέλος των τριών ετών, μπαίνοντας στη αγορά λιγότερο απαιτητικοί και περισσότερο εκμεταλλεύσιμοι. Τέλος, η διάσπαση του προγράμματος σπουδών, η διαμόρφωση ενός αριθμού συστήματος επιμέρους πιστωτικών μονάδων δημιουργεί ένα πρόγραμμα τεμαχισμένο σε μικρά πακέτα που εμπορευματοποιούνται ευκολότερα. Δεν υπάρχει αγορά στον «τέλειο ανταγωνισμό» χωρίς πλήρη κινητικότητα των καταναλωτών, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των «παραγωγών». Με τον τρόπο αυτό διασυνδέεται η εναρμόνιση, η ποιότητα και η κινητικότητα που στοχεύει στην ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς εκπαίδευσης.
 
Σε ένα προπαρασκευαστικό έγγραφο της συνάντησης των ευρωπαίων πρυτάνεων  στη Σαλαμάνκα, τον Μάρτη του 2001, διαβάζουμε: «Η ανταγωνιστικότητα για τους σπουδαστές, τους ερευνητές και τους καθηγητές, σημαίνει να έχουν πάνω απ’ όλα ζήτηση τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και  σε διεθνές, μέσα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό φήμης, ταλέντου και πόρων».
 
Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Πράγας, τον Μάη του 2002, οι ευρωπαίοι υπουργοί Παιδείας θυμήθηκαν ότι «η ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας είναι και οφείλει να είναι προσδιοριστική ως προς τη θελκτικότητα  και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης». 
 
Όλα αυτά ακούγονται σωστά: Ποιος θα ήταν αντίθετος σε μια ανώτατη εκπαίδευση καλής ποιότητας; Όμως, ποιοι παράγοντες καθορίζουν την ποιότητα ενός  πανεπιστημίου; Η δωρεάν πρόσβαση; Η έρευνα στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών; Ο αριθμός των συμβολαίων με εταιρείες για την έρευνα ή το περιεχόμενο των μαθημάτων που ικανοποιούν τις ανάγκες της αγοράς; Ποιος ενδιαφέρεται για την άνιση ανάπτυξη των πανεπιστημίων μέσω του ανταγωνισμού και την δημιουργία πανεπιστημίων β΄ και γ΄ κατηγορίας;  
 
Στις μέρες μας ο αγώνας δρόμου για τεχνολογικές καινοτομίες απαιτεί μια ειδίκευση όλο και πιο έντονη, καθώς και μια εκπαίδευση τεχνοκρατών-ειδικών. Για τον λόγο αυτό, η νεοθετικιστική στάση αντικαθιστά τον κλασικό φιλελευθερισμό. Το μαζικό αστικό πανεπιστήμιο γίνεται μια  «μηχανή διπλωμάτων», ένα εργοστάσιο ειδικεύσεων. Το γεγονός ότι πρόκειται για ειδικεύσεις που όχι μόνο είναι όλο και πιο τεμαχισμένες, αλλά και τροποποιούνται συνεχώς οδηγεί την ίδια την αστική τάξη, για τους δικούς της λόγους, να υποστηρίζει ότι το παραδοσιακό αστικό πανεπιστήμιο γνωρίζει βαθιά κρίση.
 
Στη χώρα μας, οι διοικητικές δομές του πανεπιστημίου, το περιεχόμενο της διδασκαλίας, η καθημερινή λειτουργία και οργάνωσή του δεν ήταν προσαρμοσμένες στις σύγχρονες ανάγκες των επιχειρήσεων ενώ, παράλληλα, είναι κοστοβόρες για το κράτος. Το παραδοσιακό αστικό πανεπιστήμιο δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της «αγοράς» διατηρώντας τα στοιχεία δημοκρατικότητας και ακαδημαϊκού ελέγχου, ερευνητικής και της διδακτικής «ελευθερίας». Οι τελευταίες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. ανέλαβαν, έτσι, τον μετασχηματισμό του «αστικού πανεπιστημίου» σε «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο».
 
Όμως, καθώς η οικονομική κρίση και η εξάρτηση της χώρας βαθαίνουν, φαίνεται ότι ο ρόλος της ανώτατης εκπαίδευσης αλλάζει δραματικά, ξεφεύγοντας από τον παραπάνω σχεδιασμό. Παρά το ότι κάποια στοιχεία των στόχων διατηρούνται, η αποδέσμευση του κράτους από την οικονομική και συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωσή του στήριξης της ανώτατης παιδείας κυριαρχεί. Η χώρα έχει χάσει κάθε δυνατότητα συμμετοχής στον ευρωπαϊκό καταμερισμό της «πίτας»  της ανώτατης εκπαίδευσης. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και έρευνας σε ορισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί πλέον ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.
 
Η «αριστεία» αποτελεί όνειρο στον κόσμο της κ. Διαμαντοπούλου, ενώ η εξαγωγή ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στις «φτωχές» χώρες των Βαλκανίων φαίνεται γκροτέσκα. Η περικοπή των κρατικών δαπανών σε ποσοστό πάνω από 45%, η παντελής απουσία εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων, η μη προκήρυξη  νέων θέσεων μελών ΔΕΠ, τουλάχιστον στη θέση εκείνων που αφυπηρετούν,  η εγκατάλειψη της φοιτητικής μέριμνας οδηγούν το πανεπιστήμιο σε οικονομική, λειτουργική, εκπαιδευτική και ερευνητική ασφυξία και την απόλυτη υποβάθμιση.
 
Η πρόσφατη κυβερνητική απόφαση για διαθεσιμότητα-απόλυση του διοικητικού προσωπικού οκτώ ΑΕΙ της χώρας (με ποσοστά πάνω από το 40% στα δύο παλαιότερα και ιδιαίτερα παραγωγικά, το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ), μαζί με τα παραπάνω, θα οδηγήσουν στη  μετάλλαξη των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε κέντρα κατάρτισης (ΙΕΚ), με ιδιωτικοποιημένες βασικές πλευρές της λειτουργίας τους. Αυτή τη θέση στον ευρωπαϊκό καταμερισμό της ανώτατης εκπαίδευσης φαίνεται ότι μας έχουν «εκχωρήσει» οι ευρωπαίοι εταίροι.
 
Παρατηρούμε ότι η αστική τάξη της χώρας συναινεί σε αυτή τη μετάλλαξη. Μια ενδεχόμενη ερμηνεία είναι ότι θεωρεί λιγοστά τα κέρδη που θα μπορούσε να αποκομίσει πλέον από την εγχώρια δημόσια ανώτατη εκπαίδευσης, και επενδύει πια σε άλλους τομείς, χωρίς βεβαίως να παύει να χρησιμοποιεί αποσπασματικά, όποτε βρίσκει ευκαιρίες κερδοφορίας,  το πανεπιστημιακό δυναμικό προς όφελός της. Παράλληλα, η κυβέρνηση της ανοίγει τεράστιες προοπτικές κερδοφορίας στην ιδιωτική μεταλυκειακή εκπαίδευση.
 
Ως θεσμός το πανεπιστήμιο είναι ενσωματωμένο στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Χωρίς ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να αναλάβει έναν βιώσιμο μακρόχρονα, ριζικό, μετασχηματισμό τους εαυτού του. Όμως, αυτό που είναι αδύνατο για το πανεπιστήμιο ως θεσμό, είναι δυνατό για τους φοιτητές. Και αυτό που είναι δυνατό στους φοιτητές μπορεί, σ’ ένα συλλογικό επίπεδο, να γίνει πρόσκαιρα δυνατότητα για το Πανεπιστήμιο στο σύνολό του. Οι φοιτητές, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι διανοούμενοι έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν την κριτική τους στους εργαζόμενους, στην κοινωνία, αφυπνίζοντας πολιτικά συνειδήσεις, δημιουργώντας συμμαχίες με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Και, σ’ αυτό το επίπεδο, ένα πραγματικά κριτικό, δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά. Αυτός για τους κρατούντες είναι ένας επιπρόσθετος, πλην όμως ουσιαστικός, λόγος για να συντριβεί.
 
 
 
Ο Γ. Π. Τριμπέρης διδάσκει Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών

---------------------------

Πηγή:alfavita

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Πανεπιστήμιο: Στο μετέωρο βήμα του «FIGHT OR FLIGHT» - Του Σπύρου Γεωργάτου (Πρόεδρος Συλλόγου μελών ΔΕΠ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 31, 2013
Πανεπιστήμιο: Στο μετέωρο βήμα του «FIGHT OR FLIGHT» - Του Σπύρου Γεωργάτου (Πρόεδρος του Συλλόγου μελών ΔΕΠ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)
Λέγεται και γράφεται ότι «στο Πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν ανέκαθεν δύσκολα, γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει επιστημονική παράδοση». Σωστό, αν και υπήρξαν άλλες παραδόσεις, εκτός Πανεπιστημίου, που θα μπορούσαν υπό συνθήκες να αποτελέσουν τη βάση για πρωτότυπους πειραματισμούς, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην έρευνα (από την παράδοση των λεγόμενων ιατροφιλοσόφων και τη λαϊκή ζωγραφική, μέχρι τις διάφορες σχολές της νεοελληνικής ποίησης και το απαράμιλλο σε δεξιοτεχνία και αισθητική «μαστοριλίκι» των γεφυροποιών της Ηπείρου). Απουσία των κατάλληλων πολιτικών και οικονομικο-κοινωνικών συνθηκών, η ανώτατη εκπαίδευση δεν στηρίχθηκε όμως ποτέ σ’ αυτό το «ευγενές» υπόστρωμα και αναπτύχθηκε στρεβλά κι «απ’ τα πάνω», με κύριο στόχο την ανασυγκρότηση των μεσαίων στρωμάτων μετά τον πόλεμο.

Το σύγχρονο, μαζικό Πανεπιστήμιο άρχισε να συγκροτείται μετά το ’82, με την εισαγωγή του πρώτου νόμου-πλαισίου από την κυβερνηση Παπανδρέου. Το πλαίσιο αυτό προέβλεπε συγκεκριμένα όργανα (αυτο)διοίκησης (τομέας-τμήμα-σχολή), θέσπιζε τέσσερις καθηγητικές βαθμίδες (λέκτορες, επίκουροι, αναπληρωτές, τακτικοί καθηγητές) και έδινε δικαίωμα λόγου και ψήφου τόσο στο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό, όσο και στους διοικητικούς υπαλλήλους και τους φοιτητές. Αυτή η «βίαια ωρίμανση» στο θεσμικό επίπεδο αντιμετώπιζε έναν κραυγαλέο και αντιπαραγωγικό αναχρονισμό και ανταποκρίνονταν πλήρως στα δεδομένα της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Παρόλα αυτά, όπως ήταν αναμενόμενο, η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου-πλαισίου οδήγησε σταδιακά σε παραμορφώσεις και δημιούργησε πολλά λειτουργικά προβλήματα. Η διαδικασία επιλογής επιστημονικού προσωπικού, αλλά και η εκλογή πρυτάνεων και προέδρων στα διάφορα τμήματα, ήταν απ’ την αρχή ευάλωτη στον παραγοντισμό και -δοθέντος του χρόνου- διαμόρφωσε ένα εκτεταμένο δίκτυο ομαδοποιήσεων και πελατειακών σχέσεων που δεν είχαν προηγούμενο στα διεθνή ακαδημαϊκά χρονικά. Οι δημόσιες επενδύσεις χρησιμοποιήθηκαν από αυτές τις ομάδες με τρόπο που προκλητικά συνδύαζε τη σπατάλη με την ελλειπή υποστήριξη και τη στελέχωση βασικών υπηρεσιών. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα, τα όρια του αγοραίου και του ακαδημαϊκά επιτρεπτού έγιναν δυσδιάκριτα.

Τα εκφυλιστικά φαινόμενα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους όταν προέκυψε η ανάγκη «εξωτερικής χρηματοδότησης» των ερευνητικών προγραμμάτων και των υποδομών. Δοθείσης της ευκαιρίας, τα πελατειακά δίκτυα των ελληνικών Πανεπιστημίων διασυνδέθηκαν τότε με τα δίκτυα της «υψηλής» ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και τις κερδοσκοπικές συμμορίες που λυμαίνονταν τις δημόσιες επενδύσεις, εδραιώνοντας ένα ιδιότυπο καθεστώς «πληβείων-πατρικίων» μέσα στα ανώτατατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η κατάσταση όμως αυτή φαίνεται ότι περιείχε και τον σπόρο της αυτο-αναίρεσής της: Τα νέα κονδύλια προϋπέθεταν και προέβλεπαν σε κάποιο βαθμό μια μετρήσιμη πρόοδο στην επιστημονική παραγωγή, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική. Έφερναν τους Ευρωπαίους στην Ελλάδα και έστελναν τους Έλληνες πανεπιστημιακούς στα σώματα, τις επιτροπές και τα εργαστήρια των συνεργατών τους στην Ευρώπη. Καθιστούσαν όλους τους εμπλεκόμενους πολύ πιο οξυδερκείς στα οικονομικά της εκπαίδευσης και ανεδείκνυαν ανά πάσα στιγμή την υστέρηση σε υποδομές, χρηματοδότηση, επιχειρησιακά πλάνα και εξειδικευμένο προσωπικό που υπήρχε στην Ελλάδα.

Εν μέσω πελατειακών φαινομένων και χωρίς να υποχωρεί ο παραγοντισμός, στο ελληνικό Πανεπιστήμιο άρχισε λοιπόν να εμφανίζεται μια αντίρροπη «ροή»: Η τάση για την εισαγωγή αξιολογικών κριτηρίων και μέτρων ελέγχου της απόδοσης. Τέτοια μέτρα ανταποκρίνονταν καλύτερα στις προς τρίτους υποχρεώσεις και παράλληλα διέσωζαν τα προσχήματα, αφού το αίτημα για «αξιοκρατία» και χρηστή διοίκηση -που διατυπώνονταν από εκείνους που από θέση ή πεποίθηση είχαν τα χέρια τους «καθαρά»- είχε γίνει στο μεταξύ πιεστικό. Σ’ αυτή τη βάση, διάφορες -αυθεντικές ή κατ’ επίφαση- καθηγητικές ελίτ άρχισαν από τη δεκαετία του ’90 να διεκδικούν περισσότερες πρόνοιες στο θεσμικό πλαίσιο, που θα θωράκιζαν το Πανεπιστήμιο απέναντι στον απροκάλυπτο παραγοντισμό.

Με άλλα λόγια, η ίδια η ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, όσο ασύμμετρη και στρεβλή κι αν ήταν, έσπρωχνε τα πράγματα προς μια κατεύθυνση αυτο-κάθαρσης και ανασυγκρότησης που θα μπορούσε, εάν βέβαια συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, να ανατρέψει και το στρεβλό και το φαύλο της όλης διαδικασίας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο γινόταν μάλιστα ακόμα πιο πιθανό αν συνυπολογίσει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων μελών του προσωπικού διέθετε πια και διαχειριστική εμπειρία και επιστημονική επάρκεια, αλλά και ένα απόθεμα “ακαδημαϊκoύ ήθους» –που είχε προκύψει από τα «παθήματά» τους και τις πικρές εμπειρίες τους σε ένα καθεστώς αποκλεισμών και αυξανόμενης ευνοιοκρατίας.

Θα το πω πολύ λακωνικά: Αυτή η ευκαιρία για την ανανέωση και την πραγματική μεταρρύθμιση του ελληνικού Πανεπιστημίου πέρασε ανεκμετάλλευτη όταν η προγραμματική πρωτοβουλία που θάπρεπε να έχει αναλάβει το ίδιο το πανεπιστημιακό κίνημα, ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη δυναμική που δημιουργήθηκε με τη μάχη του άρθρου 16, «υπεκλάπη» από τους νεοφιλελεύθερους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στο τέλος του ’90-μέσα του 2000: Όλα τα δυνάμει «οραματικά» στοιχεία για την ανανέωση του Πανεπιστημίου αντικαταστάθηκαν με τα αντίστοιχα ψευδώνυμά τους. Βροχή τα ιδεολογήματα περί «καινοτομίας», «ανταγωνιστικότητας», «αριστείας», «επιχειρηματικότητας», «απόδοσης», «λογοδοσίας», που είχαν μεν διακινηθεί από πριν, αλλά η κοινότητα τα αντιμετώπιζε με επιφύλαξη.

Πλήθος οι θεσμικές παρεμβάσεις, με αποκορύφωμα τους νόμους Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου, που μαζί με τα ξερά έκαιγαν και τα χλωρά (ή μάλλον κυρίως αυτά τα δεύτερα), με την κατάργηση του ασύλου (αντί να καταργηθεί το ιδιότυπο «άσυλο» της αυθαιρεσίας), την ανάθεση της διαχείρισης σε «μάνατζερ» και εξω-πανεπιστημιακά στελέχη (αντί να θεσπίζονται κανόνες πραγματικού και ουσιαστικού ελέγχου) και την άνευ προηγουμένου περιστολή της δημόσιας δαπάνης (που συνέπεσε με το μνημόνιο, αλλά ήταν ήδη δρομολογημένη από πολύ πιο πριν, στη λογική της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου Πανεπιστημίου). Το «κερασάκι» σ’ αυτή τη νεοφιλελευθερη τούρτα ήταν οι πρόσφατες απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων και οι επερχόμενες απολύσεις διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού μέσα στο 2014.

Αυτή η έφοδος του νεοφιλευθερισμού από τη μια πλευρά απειλεί με διάλυση το δημόσιο Πανεπιστήμιο και από την άλλη επιχειρεί να αφαιρέσει από το πανεπιστημιακό κίνημα κάθε προϋπόθεση για να αρθρώσει κάποτε έναν ριζοσπαστικό, προγραμματικό λόγο: Εν μέσω σφοδρών συγκρούσεων, η πιο αυτονόητη στάση είναι η άμυνα. Δηλαδή η υπεράσπιση των ζωτικής σημασίας όρων για την επιβίωση του Πανεπιστημίου, χωρίς αστερίσκους και επεξηγήσεις. Γιατί τη στιγμή που η κυβέρνηση απολύει το σύνολο των φυλάκων, των βιβλιοθηκονόμων ή των τεχνικών υποστήριξης δικτύων σε διάφορα Πανεπιστήμια, οποιαδήποτε απόπειρα αυτο-κάθαρσης θα ήταν όχι μόνο παρεξηγήσιμη, αλλά και καθαρά αυτοκτονική.

Επειδή η κυβέρνηση ειδικεύεται τελευταία στη «μαζική ψυχολογία» και χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο τις μεθόδους του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού», επισημαίνω εδώ ένα φαινόμενο αντίστοιχο αυτής της «αμυντικής αντίδρασης» που ανέφερα παραπάνω. Πολλά είδη ζώων (ανάμεσα σ’ αυτά και το περιούσιο είδος μας) όταν αντιμετωπίζουν κίνδυνο «επαπειλουμένου θανάτου» αναστέλλουν ή περιορίζουν στο ελάχιστο ορισμένες λειτουργίες τους (όπως η πέψη και η ούρηση) για να ενεργοποιήσουν στο μέγιστο συστήματα που θα τους επιτρέψουν είτε να μείνουν στη θέση τους και να παλέψουν μέχρις εσχάτων (fight), είτε να το βάλουν στα πόδια και να ξεφύγουν από τα νύχια του θηρευτή (flight).

Αν τα σαΐνια του υπουργείου υπολογίζουν ότι μέσω ενός παρόμοιου κοινωνικού ανακλαστικού θα εκμηδενίσουν κάθε αντίσταση και κάθε μελλοντική απόπειρα ανασυγκρότησης του δημόσιου Πανεπιστημίου, έχω να τους πω το εξής: Μπορεί το «shock και δέος» των επικοινωνιακών επιθέσεων, των εισαγγελικών παρεμβάσεων και των απολύσεων να τους εξυπηρετεί στην παρούσα φάση γιατί εκβιάζει μέχρι εκεί που δεν πάει αυτούς που θίγονται άμεσα, αποθαρρύνει κάθε ριζοσπαστική πρωτοβουλία και προκαλεί μια κάποιαν αμηχανία, ιδιαίτερα σε αυτούς που αντιστέκονται, αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν ότι όντως υπάρχουν κακώς κείμενα που πρέπει να διορθωθούν. Ας έχουν όμως υπόψη ο κ. Αρβανιτόπουλος και οι επιτελείς του ότι η αντίδραση «fight or flight» έχει αβέβαιη έκβαση, γιατί σε μερικές φορές το υποψήφιο θύμα ανασυντάσσεται, αντιστέκεται και νικάει (ή τρώει) τον θύτη!

Του Σπύρου Γεωργάτου Πρόεδρος του Συλλόγου μελών ΔΕΠ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

------------------------------------
Πηγή: efsyn

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Η Αριστεία και η άδικη μεταχείριση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας από το Υπουργείο

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2013
Οι Εθνικές/Περιφερειακές στρατηγικές έρευνας και καινοτομίας την περίοδο 2014-2020 είναι ολοκληρωμένες δράσεις τοπικού οικονομικού μετασχηματισμού, οι οποίες θα πρέπει οπωσδήποτε να φροντίσουν να διοχετεύσουν τους πόρους (περίπου 15 δις ευρώ για τη χώρα) επικεντρώνοντας στις προκλήσεις και ανάγκες για ανάπτυξη βασισμένη στη γνώση.

Σε αυτή τη λογική α) αξιοποιούν τα δυνατά σημεία κάθε χώρας/περιφέρειας, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της και τη δυναμική για αριστεία, β)υποστηρίζουν την τεχνολογική, καθώς και τη βασισμένη στην πρακτική καινοτομία και στοχεύουν στην τόνωση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. γ) επιτυγχάνουν την πλήρη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων παραγόντων και ενθαρρύνουν την καινοτομία και τον πειραματισμό.

Το διάγραμμα που ακολουθεί απεικονίζει τις τάσεις εξειδίκευσης περιόδου 2000-2012 στις κυριότερες επιστημονικές περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται το ερευνητικό δυναμικό που είναι εγκατεστημένο στη Θεσσαλία και έχει σχέση με την παραγωγή καινοτομίας. Η ερευνητική παραγωγή στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ερευνητική προσπάθεια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο οριζόντιος άξονας δείχνει το location quotient της περιόδου 2000-2006 κανονικοποιημένο στην περιοχή [-1,1] ενώ ο κατακόρυφος άξονας την ίδια τιμή της περιόδου 2007-2012.

Το location quotient ορίζεται ως ο λόγος της ποσοστιαίας κατανομής ενός μεγέθους σε μία περιφέρεια προς το λόγο της ποσοστιαίας κατανομής του ίδιου μεγέθους στο σύνολο της χώρας. Επειδή το πηλίκο μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή στην περιοχή [0,?), συνήθως κανονικοποιείται μέσω μίας συνάρτησης στην περιοχή [-1,1]. Στην περίπτωσή μας χρησιμοποιήθηκε η συνάρτηση (x-1)/(x+1).

Πρακτικά, σε συνδυασμό με τη συνάρτηση που χρησιμοποιήθηκε, κανονικοποιημένες τιμές πάνω από 0.20 υποδηλώνουν ότι υπάρχει στην περιφέρεια 50% μεγαλύτερη συγκέντρωση ερευνητικής προσπάθειας σε κάποιο επιστημονικό τομέα απ’ ότι στο σύνολο της χώρας διότι (1.5-1)/(1.5+1) = 0.2].

Με βάση το διάγραμμα -τα δεδομένα του οποίου είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας πρωτογενών στοιχείων από τη βιβλιογραφική βάση Web of Science της Thomson Reuters- προκύπτει ότι η περιφερειακή εξειδίκευση του ερευνητικού δυναμικού της Θεσσαλίας είναι διαχρονικά υψηλή σε επιστημονικά πεδία που είναι άμεσα συσχετισμένα με τον πρωτογενή τομέα (Κτηνιατρική, Γεωπονία και Επιστήμη των Τροφίμων) ενώ εμφανίζεται ως ανερχόμενο πεδίο η Βιοχημεία & Μοριακή Βιολογία που είναι οριζόντια υποστηρικτική τεχνολογία για τα παραπάνω. Όλοι οι υπόλοιποι πράσινοι κύκλοι είναι οι Ιατρικοί κλάδοι στους οποίους η Θεσσαλία είναι διαχρονικά υψηλή στην παραγωγή γνώσης.

Αυτά τα στοιχεία τα παρουσιάσαμε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στις 15 Οκτωβρίου έχουμε κληθεί να μιλήσουμε στα υπόλοιπα Πανεπιστήμια και σε Περιφέρειες της χώρας, αποτελώντας σύμφωνα με τους αξιωματούχους του Υπουργείου best practice για τη χώρα. Ως ανταμοιβή για την προσπάθεια που κάνουμε ως ΠΘ, χωρίς να ξεχωρίζω κανένα κρίκο του πανεπιστημίου (συναδέλφους, βοηθητικό και διοικητικό προσωπικό), γιατί στην επιτυχία αυτή συνέβαλαν όλοι που εργαζόμαστε στο ΠΘ, από τον δικό του χώρο ο καθένας, εισπράξαμε σήμερα την διαθεσιμότητα 33 συναδέλφων διοικητικών από το Υπουργείο Παιδείας. Μας είπατε από το Υπουργείο, να κάνουμε αυτούς τους πίνακες πριν το καλοκαίρι. Αποδείξαμε με στοιχεία ότι το ΠΘ ανήκει ως ένα μεσαίου μεγέθους πανεπιστήμιο, στα άριστα της χώρας. Θέλετε να προωθήσετε την ανταγωνιστικότητα και την αριστεία στη χώρα. Τι άλλο θα πρέπει να κάνουμε για να σας πείσουμε? Τι να πω στους φοιτητές μου? Πώς να κοιτάξω στα μάτια τους συναδέλφους διοικητικούς που μεγαλώσαμε μαζί, όταν ήρθα στο ΠΘ πριν 20 χρόνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τόσα όνειρα?

Κύριοι το πανεπιστήμιο δεν είναι περίπτερο. Είναι ο χώρος που θα στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας μας. Αν μας αφήσετε να την κάνουμε, και αν τη θέλετε φυσικά

Δημήτριος Κουρέτας
Αναπληρωτής Πρύτανη ΠΘ

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.