Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

'Αν ξυπνούσε ο κυρ-Αλέξανδρος' - Βιβλίο του Γιώργου Σανιδά

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

Share

& Comment

'Αν ξυπνούσε ο κυρ-Αλέξανδρος' - Βιβλίο του Γιώργου Σανιδά
Χθες Παρασκευή στις 19:00 στο "Πόλις" έγινε μια ωραία εκδήλωση προς τιμήν του βραβευμένου σκιαθίτη συγγραφέα Γιώργου Σανιδά. Στην εκδήλωση αυτή παρουσιάστηκαν 3 βιβλία του, συγκεκριμένα:
1) "Αν ξυπνούσε ο κυρ-Αλέξανδρος"  από τον Αποστόλη Μωραϊτόπουλο,

2) "Το κάστρο της ελευθερίας & ο Μπαρμπαρόσα" από τον Γιώργο Παρίση και

3) "Ναυαγισμένοι Έρωτες" από τον Νίκο Φιλάρετο.
~~~§§§~~~

"Αν ξυπνούσε ο κυρ-Αλέξανδρος" 
Στο βιβλίο του 'Αν ξυπνούσε ο κυρ-Αλέξανδρος', ο βραβευμένος σκιαθίτης συγγραφέας Γιώργος Σανιδάς, παίρνει ένα σπουδαίο όσο και περίτεχνο λογοτεχνικό ρίσκο: όπως κι ο ίδιος αναφέρει, τολμάει το απίθανο, το αδιανόητο, φαντάζεται δηλαδή τί θα γίνονονταν «Αν επέστρεφε σήμερα στον κόσμο «ο φτωχός άγιος των γραμμάτων μας», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποια εποχή του χρόνου θα επέλεγε, πού θα πήγαινε, ποιες μνήμες του θα ανακαλούσε, πού θα του υπαγόρευε η συνείδησή του να σταθεί, τι θα έβλεπε, τι θα άκουγε, πώς θα σχολίαζε την κρίση και τα έργα των σύγχρονων ανθρώπων, τι θα συμβούλευε, ποια μυστικά του «πάνω» κόσμου θα αποκάλυπτε, με ποιον θα συνομιλούσε, πόσο θα παρέμενε και τελικά, αν έφευγε ξανά, υπήρχε περίπτωση νέας επανόδου του; Επαναφέρει λοιπόν τον αγαπημένο του συντοπίτη σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, από την αιωνιότητα του παραδείσου του με τη μορφή πνεύματος, ξανά στα εγκόσμια και μάλιστα στο αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο. Από τη πρώτη στιγμή της άυλης επιστροφής του, τον συνοδεύει νοητά στην περιπλάνησή του στο νησί για συνολικά 3 μέρες, όσα είναι και τα κεφάλαια του 50σέλιδου όμορφου αφηγήματός του. Σ' όλη αυτή την 3ήμερη περιπλάνηση, αφήνεται έντεχνα ο κυρ-Αλέξανδρος σε πρώτο πρόσωπο να σχολιάζει, να θυμάται, ν' αναπολεί αλλά και να κριτικάρει και να δίνει τις απαντήσεις του σ’όλ' αυτά τα υποθετικά ερωτήματα, εμπλουτίζοντάς τα διακριτικά και με αληθινή συστολή και με τα προσωπικά βιώματα, απόψεις και πιστεύω του ίδιου του συγγραφέα, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και την ιδιαίτερα οδυνηρή, σκληρή και αδυσώπητη κοινωνικοοικονομική κρίση που βιώνουμε όλοι, τα τελευταία 4-5 χρόνια.
Από αριστερά Γιώργος Παρίσης, Νίκος Φιλάρετος, Αποστόλης Μωραϊτόπουλος, Γιώργος Σανιδάς

Η Πρώτη μέρα είναι μια Μεγάλη Πέμπτη.

Πέρασαν πάνω από 100 χρόνια απ' τον σωματικό θάνατό του, το 1911. Στην αρχή, ο συγγραφέας αφήνει τον κυρ-Αλέξανδρο να εξιστορεί πως άφησε τα εγκόσμια και κοιμήθηκε βαθιά, μακάρια τον ύπνο του δικαίου. Περιγράφει ο ίδιος πως εξαϋλώθηκε και απαλλάχτηκε απ' το περιττό σωματικό του βάρος, πως αναβαπτίστηκε εκ του μηδενός και έτσι έγινε πνεύμα αγαθό κι ελεύθερο, που τριγυρνά ανέμελα, στις αυλές του παραδείσου. Όλα αυτά τα χρόνια το μόνο που πεθυμούσε, ήταν να ξαναπατήσει τα ιερά χώματα της πατρίδος του, έστω για μία τελευταία φορά [σελ.14, 2-3 §]:

"Σ' αυτή την απόφαση με έσπρωξε και κάτι ακόμη. Τελευταία ένοιωθα συνεχώς ανήσυχος σαν κάποιοι εκεί κάτω να με στοχάζονταν έντονα. Ημείς τα πνεύματα ζούμε παράλληλα και στις καρδιές όσων μας στοχάζονται κι όταν αυτές οι καρδιές καίνε και μας καλούν, γινόμαστε αύρα κι ερχόμαστε να τις δροσίσουμε...
Νά 'μαι τώρα, σιμώνω περιχαρής, του Λαζάρου στο νησί μου...
Λέω περιχαρής γιατί επιπροσθέτως με χαροποιεί ο λόγος μου καθώς διαπιστώνω πως ολοένα και περισσότερο, λανθανόντως, προσεγγίζει τη δημοτική, αυτή που μιλούσαν πάντα οι απλοί άνθρωποι για τους οποίους και μόνο, ενδιαφερόμουν. «Σαρξ έκ της σαρκός τους» υπήρξα άλλωστε κι εγώ σε εκείνον τον μάταιο κόσμο..." 

Πρώτη του επιθυμία ήταν να επισκεφθεί την Μητρόπολη, μέρα που ήταν, και ν' ανάψει ένα κεράκι. Μπαίνοντας στην εκκλησία αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τ' άφησε: βλέπει τους μεγάλους, φανταχτερούς πολυελαίους, τα ψεύτικα πολύχρωμα κι εκτυφλωτικά κεριά, πολύ χρυσάφι και μάρμαρα παντού, καμιά κατάνυξη στο πλήρωμα του εκκλησιάσματος κλπ... Διαπιστώνει ότι πολλά άλλαξαν από τότε. Αναρωτιέται όμως άλλαξαν προς το καλύτερο; Μάλλον όχι. Γίναμε περισσότερο άνθρωποι του "φαίνεσθαι" μονολογεί κι όχι της "ουσίας" και του "είναι" [σελ.17,3-5§]:


"Δεν περίμενα βέβαια να συναντήσω στα στασίδια της εκκλησίας το γέρο Φραγκούλη, τη θεια Αχτίτσα," τη σταχομαζώχτρα", το Μελαχρώ, το Διόμικο, το Μαθηνιώ', το Λαλιώ, αλλά όχι κι αυτό το αδιάντροπο θέαμα! Εδώ πλέον είναι πασιφανές πως κυριαρχεί το λούσο, ο νεοπλουτισμός, δίνουν και παίρνουν οι άσχετοι σχολιασμοί, οι ασεβείς ψίθυροι και βασιλεύει η οχλαγωγία.

Ε, χριστιανοί νισάφι! Η εκκλησία δεν είναι θέατρο, ούτε οι ψάλτες θεατρίνοι...

Αν εξαιρέσεις ελάχιστους, καμία κατάνυξη, μέθεξη, ευλάβεια, συστολή, περισυλλογή, ταπείνωση, μόνο έπαρση και κομπασμός. Παρέλαση κενοδοξίας. Μύτες ψηλές αντί για σκυφτά κεφάλια ακόμα και από ανθρώπους που θα λάβουν σε λίγο, τη Θεία Κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. «Τί νά τάξω»...για νά σταματήσουν; «Εγώ δέν έχω ασήμι...», συγχωρά με Θεέ μου τον βλάστημο. Εσύ βλέπεις και κρίνεις, αρκεί..."

Μετά κάνει ένα περίπατο στα σοκάκια. Αναρωτιέται που πήγε το υγρό χώμα που υπήρχε παλιά, γιατί οι περισσότεροι διαβάτες είναι τόσο βιαστικοί, γιατι τρέχουν έτσι, θέλουν κάτι να προφτάσουν; Έγιναν όλοι δέσμιοι του καταιγιστικού ρυθμού των τερατουπόλεων; Ο ίδιος παραμένει σαν πνεύμα που είναι αόρατος, και την ομιλία του δεν μπορούν να την ακούσουν οι κοινοί θνητοί, παρά μόνον οι Άγγελοι.

Ύστερα φτάνει στο παλαιό πετρόχτιστο πατρικό του. Με πολύ μεγάλη συγκίνηση διαπιστώνει ότι δεν έπεσε κι αυτό στην μανία των νεοελλήνων, να αφανίζουν το παρελθόν τους, αλλά διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφο ως Μνημείο μιας άλλης εποχής! Χαίρεται πολύ που τον ενθυμούνται ακόμη οι άνθρωποι.

Συνεχίζοντας τον περίπατό του ο κυρ-Αλέξανδρος, περιδιαβαίνει όλη τη πολίχνη, διαπιστώνοντας τεράστιες αλλαγές: πολύβουη αγορά, τεχνητός φωτισμός, σκόνη, σκουπίδια παντού."Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι". Πόρτες σφαλιστές, ελάχιστοι γηγενείς, έρημοι οι μέσα δρόμοι, καμιά χαρά και συντροφικότητα όπως παλιά. Στους ελάχιστους ανθρώπους που συνάντησε, παρά την υλική ευημερία, δεν συνάντησε χαρά και ευτυχία. Κι όλοι μουρμούριζαν την λέξη "κρίση"! Ο ίσκιος λοιπόν αυτής της "κρίσης", μάλλον οδήγησε κάποιους να με θυμούνται τώρα πιο έντονα, μονολογεί [σελ.21,4-6§]:

Η μόνη λέξη που ακούω κατά κόρον παντού, κυρίως από τους Έλληνες, είναι η λέξη «κρίση». Αυτός ο ίσκιος απλώθηκε πάνω απ' τη χώρα και μάλλον αυτός έκανε κάποιους, λίγους, να με στοχάζονται τώρα πιο έντονα. Εσείς οι μετρημένοι, οι μυημένοι, οι νοσταλγοί μιας άλλης ζωής, με καλέσατε και μόνο εσείς δυστυχώς, έχετε το προνόμιο να μ' ακούτε.
«Τί άλλο», όμως, «είναι ή κρίσις ειμή σύγκρισις;». Με τί άραγε συγκρίνουν οι σύγχρονοι, το απεχθές παρόν; Με το διάχυτο, βέβηλο παρελθόν της επίπλαστης ευημερίας; Σε τι κόσμο τελικά επιθυμούν να οδηγηθούν οι ημεδαποί, αν βγουν -αν- απ' το τέλμα στο οποίο φαίνεται πως έχουν περιέλθει;
Έλληνες, για να απαντήσετε ορθά στο βασανιστικό τούτο ερώτημα, ας ανατρέξετε στις ωραίες αναμνήσεις, στα «ϊχνη τά ύγρά, τά μαλακά πτίλα», τόν «χνοΰν, ον έκρίπτει ό άνεμος», τις μνήμες μιας φαιδράς εποχής αγνότητας. Δεν ωφελούν τα σκυθρωπά βλέμματα κι οι σκοτεινές καρδιές που σας κάνουν ξένους στον ίδιο σας τον τόπο. Η κρίση δεν αφορά μόνο τον άρτο και πρέπει να ειδωθεί σαν ευκαιρία ριζικής αναγέννησης και πραγματικής αλληλεγγύης, μόνο έτσι θα ξεπεραστεί, άλλως θα οδηγήσει σε νέα, απείρως οδυνηρότερη!





Και λίγο παρακάτω [σελ.23,§3]:
Αν δεν ήξερα, δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω αν βρίσκομαι σε νησί, ή σε στεριά, σε πόλη ή σε χωριό. Ζητείται επιγόντως ταυτότης πριν χαθεί κάθε ίχνος παράδοσης! Και ο απεχθέστερος όλων των δρόμων, ο κεντρικότερος, το σύνχρονο σημείο αναφοράς, ο πλέον απρόσωπος, - τι ειρωνεία! - φέρει το όνομά μου! Καλύτερα να ήταν ποτόκι στο οποίο να στράγγιζαν τα όμβρια ύδατα του Θεού, παρά αυτές οι ορδές των βαρβάρων.


Και λέγοντας τα παραπάνω, ξαναθυμάται τους στίχους του προπερασμένου αιώνα στο πόνημά του "Οι ελαφροΐσκιωτοι", όπου περιέγραφε το μίσος που εβασίλευε μεταξύ ατόμων και οικογενειών, πράγμα που παρέμεινε απαράλλαχτο και στο σήμερα!

Στο τέλος μπουχτισμένος από την υπερβολή και την μεγαλομανία, πηγαίνει προς το λιμανάκι, να βρει τη γιατρειά του. Διαπιστώνει κι εκεί την ίδια κατάσταση. Μόνο το Μπούρτζι τον γεμίζει με χαρά γιατί του φαίνεται πολύ καλλωπισμένο και κατάφυτο, όπου αντικρίζει και την προτομή του.

Από αριστερά Γιώργος Παρίσης, Νίκος Φιλάρετος, Αποστόλης Μωραϊτόπουλος


Η Δεύτερη μέρα είναι η Μεγάλη Παρασκευή.

Ανέτειλε λοιπόν η επόμενη μέρα, η Μ. Παρασκευή "η σεμνοτέρα και ιεροτέρα του Χριστιανισμού ημέρα". Μετά αφού θυμήθηκε νοερά όλες τις εκκλησίες του νησιού που είναι αφιερωμένες στην Παναγία, -11 τον αριθμό- "παρόντες σήμερα, τη μαύρη μέρα της ταφής του υιού τους", αναπόλησε τα παλιά ήθη και έθιμα που είχαν σχέση με τον στολισμό του επιταφίου, την περιφορά του στο χωριό με κωδωνοκρουσίες, όπως και τον κυματοειδεί λικνισμό του όπως το περιγράφει εδώ [σελ.31,2§]:

«Τό ιερόν Έπιτάφιον ύφίστατο ενίοτε κυματοειδείς λυκνισμούς, ώς μυστηριώδες πλοΐον, τό όποιον «σκαμπανεβάζει» εις τάς ανωφέρειας και κατωφέρειας τού δρόμου, και ήτο μακρόθεν έκλαμπρον θέαμα. Εις όλα τά παράθυρα και τάς πεζούλας των οικιών, πήλινα θυμιατήρια και τίνες μεγάλαι κεραμίδες εκάπνιζον, διαχέοντα εύωδίαν....Τέλος έπιστρέφομεν εις τόν ναόν. Τώρα κατά τά νησιωτικά μας έθιμα, έμελλε νά διαδραματισθη μεγάλη επική σκηνή - ή διαρπαγή τών λαμπάδων. Αί λαμπάδες, αί άνημμέναι έπί τού Επιταφίου, είναι εξόχως θαυματουργοί και μάλιστα έν ώρα τρικυμίας εις τήν θάλασσαν... ' Υψιτενές τό Έπιτάφιον εΐσήρχετο εις τόν ναόν...»."

Η ημέρα αυτή ήταν συνυφασμένη με προσευχή, νηστεία, θλίψη και κατάνυξη θυμάται. Μα τι βλέπει σήμερα γύρω του;  Κάτω στο λιμάνι μεγάλη καοσμοσυρροή. Όλοι τρώγουν, πίνουν, γελούν και χαριεντίζονται αναίσχυντα. Αλοίμονο, μονολογεί, το θρησκευτικό συναίσθημα έχει τελματώσει, η ανθρωπότητα βαδίζει στα τυφλά στο χείλος του γκρεμού! Αν ξεχάσουμε να χαλιναγωγούμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας, οδηγούμαστε αναπόφευκτα στην παρακμή! "Επτωχεύσαμε παντού ως νεοέλληνες" [σελ. 35,3-τέλος]:

«Άμυνα περί πάτρης δέν είναι αί σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι έπιστρατεΐαι, ουδέ τά σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Άμυνα πέρι πάτρης, θά ήτο η ευ συνείδητος λειτουργία τών θεσμών, ή εθνική αγωγή, ή χρηστή διοίκησις, ή καταπολέμησις τοϋ ξένου ϋλισμοΰ και πίθηκισμοϋ, τοϋ διαφθείροντας τό φρόνημα και εκφύλισα­ντος σήμερον τό έθνος, και ή πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις ήμύνθη περί πάτρης; Και τί πταίει ή γλαϋξ, ή θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οί πλάσαντες τά ερείπια. Και τά έρείπια έπλασαν οί ανίκανοι κυβερνήται τής'Ελλάδος».

Ανίκανοι κυβερνήτες, λοιπόν; Ναι. Αλλά ποιος, πέρα από μας τους διαιωνίζει; Ο λαός, ο λαός ας αναλάβει επιτέλους την ευθύνη του τόπου και της τύχης του!...
 

Πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας; Οι δάσκαλοι του γένους; Οι ευπατρίδες ευεργέτες; Οι αδωρόκητοι πολιτικοι. Οι ιερείς; Κάνουν μνημόσυνα; Πώς ανέχονται όλα όσα συμβαίνουν; Η πλειοψηφία σιωπά, ιδιωτεύει, «φιλοσοφεί ως εγώ, και ουδέν πράττει». Ή μήπως κάποιοι βολεύονται εντός της χοάνης του συστήματος με τους στείρους, χωρίς αγάπη κανόνες;Ή μήπως κάποιοι κρύβονται πίσω απ' τη μελ­λούμενη ζωή λες και οι πράξεις τους ή οι παραλείψεις τους, σ' αυτή για την οποία έχουν την ευθύνη, δεν θα μετρήσουν; Βαυκαλίζονται όσοι πιστεύουν πως με ευχές, ασθενείς επικλήσεις, προσευχές και ψευδοπροσπάθειες για το θεαθήναι θα εξαργυρώσουν τη συνενοχή τους για το χάλι αυτού του κόσμου. «Ουαί ημίν γραμματείς και Φαρισαίοι»


Η Τρίτη μέρα είναι η Μεγάλο Σάββατο.


Εδώ ο συγγραφέας φέρνει στη θύμηση του κυρ-Αλέξανδρου διάφορα υπέροχα αποσπάσματα από τη "Φλώρα ή Λαύρα", απ' τον "Λαμπριάτικο Ψάλτη", το "Θέρος - Έρος", "Στην Αγι-Αναστασά" κλπ. και καταλήγει στις ...παρυφές του Κάστρου, όπου κι εδώ έφθασε ο ¨πολιτισμός", σαν θλιβερός αντίλαλος του απολίτιστου κόσμου! Και καταλήγει [σελ. 49, §2-3]:

Η περιοχή του Κάστρου, του κάθε άπαρτου «Κάστρου», απέμεινε τώρα το στερνό καταφύγιο σωτηρίας, η τελευταία ευκαιρία, το μήλο αυτού του επίγειου παραδείσου, ο απαγορευμένος καρπός που αν κοπεί, θα αποβληθεί το γένος των Ελλήνων δια παντός απ' αυτόν τον τόπο!
Δεν αξίζει τέτοια τύχη στα αθώα παιδιά σας, στους μελλοντικούς 'Ελληνες, έχει και σπουδαίες στιγμές η ιστορία μας, έχει ακόμα απίστευτης ομορφιάς άπαρτα «Κάστρα», ετούτη η χώρα.
Αδελφοί απόγονοι συντοπίτες, πρέπει να σταματήσετε πάραυτα την αδιέξοδη πορεία προς την άβυσσο, την ακατάσχετο αιμορραγία της γης και το βίαιο θάνατο της ζωής του πλανήτη. Μαραίνετε τις λίμνες, στερεύετε τα ρέματα, στραγγίζετε και φαρμακώνετε τα γλυκά νερά, μολύνετε «τα ρόδινα ακρογιάλια», τη θάλασσα και τον ουρανό, προκαλείτε τον αφανισμό των πλείστων ζωντανών πλασμάτων, ρημάζετε τους αγρούς , καταστρέφετε τα δάση, απογυμνώνετε τα βουνά, πουλάτε ασύστολα τη γενέθλια γη, χτίζετε, χτίζετε, χτίζετε,... πριονίζετε εν τέλει, το κλαδί πάνω στο οποίο πατάτε.



Τελειώνοντας θέλω να πω πως όταν πρωτοέπιασα στα χέρια μου αυτό το μικρό βιβλιαράκι, δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ, ότι θα με αποζημίωνε με τόσες πολλές δόσεις παπαδιαμάντειας λογοτεχνίας και σοφίας, συνταιριασμένες (παντρεμένες) έντεχνα, αθόρυβα και σεμνά και δια της τεθλασμένης οδού, και με τους δικούς του προβληματισμούς και απόψεις για την σημερινή πολύχρονη κρίση που περνάμε όλοι στην πατρίδα μας. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα, ιδιαίτερα στους νεότερους (και όχι μόνο).

Του Αποστόλη Μωραϊτόπουλου (AMOR 6/2/2015)


-------------------

(Οι 3 φωτογραφίες είναι από άλμπουμ του Ν. Φιλάρετου)



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.