Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έπεσε από τον ουρανό (με την Άννα Φραγκουδάκη)

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014
[...]Στην Ελλάδα πράγματι η ακροδεξιά είναι τελείως περιθωριακή και ασήμαντη έως το 2007 που μπαίνει το ΛαΟΣ στη Βουλή. Ωστόσο δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι πολλά τα δεδομένα που στηρίζουν τη συστηματική από τη δεκαετία του 1990 καλλιέργεια ανοχής απέναντι στους εκπροσώπους και στο λόγο της ακροδεξιάς από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση, τη γενικότερη ανεπαρκή ιδεολογική αντίσταση της κοινωνίας και την απουσία κριτικής και γενικότερα ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ακροδεξιό λόγο από τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας και μάλιστα του ΠαΣοΚ ως σοσιαλιστικού κόμματος [...]

Η Κοινωνιολόγος της Εκπαίδευσης και Ομότιμη Καθηγήτρια του Παν/μίου Αθηνών  Άννα Φραγκουδάκη, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), συμμετέχοντας στην Έρευνα για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης.

Η αφορμή για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η απρόσμενη άνοδος της ακροδεξιάς, με την είσοδο δύο ακραίων κομμάτων στη Βουλή, το ΛαΟΣ και τη Χρυσή Αυγή, το δεύτερο μάλιστα ανοιχτά φιλοναζιστικό και με τους εκπροσώπους του κατηγορούμενους για πλήθος κακουργήματα.
Το αίτιο ήταν η ιστορική και κοινωνική γνώση των μεγάλων κοινωνικών κινδύνων που εγκυμονεί η διάδοση των ακροδεξιών ιδεών, παράλληλα με την ανοχή που επί χρόνια εμφανίζει η ελληνική κοινωνία απέναντι σε αυτές τις ιδέες. Με άλλα λόγια, η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έπεσε από τον ουρανό.

Χαρακτηριστικό δεδομένο είναι ότι άργησε να εμφανιστεί σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, όπου από τη δεκαετία του 1990 ακροδεξιά κόμματα μπαίνουν στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, ακόμα και σε δημοκρατίες όπου αυτό φαινόταν αδύνατο, π.χ. στη Σουηδία.

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έπεσε από τον ουρανό (με την Άννα Φραγκουδάκη)

Την απουσία ακροδεξιάς την επεσήμαναν μάλιστα μελέτες για το ακροδεξιό φαινόμενο στην Ευρώπη, που διαπίστωναν ότι εξαιρούνται τρεις χώρες η Ισπανία, η Πορτογαλλία και η Ελλάδα και ερμήνευαν την απουσία ακροδεξιάς με το πολιτικό τους παρελθόν.

Οι πολίτες, γράφουν οι μελέτες, ταυτίζουν τις θέσεις και τον πολιτικό λόγο των ακροδεξιών κομμάτων με το έλλειμμα δημοκρατίας που έζησαν έως σχετικά πρόσφατα και τους βλέπουν σαν γραφικές περιπτώσεις νοσταλγών των δικτατορικών καθεστώτων.

Στην Ελλάδα πράγματι η ακροδεξιά είναι τελείως περιθωριακή και ασήμαντη έως το 2007 που μπαίνει το ΛαΟΣ στη Βουλή. Ωστόσο δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι πολλά τα δεδομένα που στηρίζουν τη συστηματική από τη δεκαετία του 1990 καλλιέργεια ανοχής απέναντι στους εκπροσώπους και στο λόγο της ακροδεξιάς από τα ΜΜΕ και ιδίως την τηλεόραση, τη γενικότερη ανεπαρκή ιδεολογική αντίσταση της κοινωνίας και την απουσία κριτικής και γενικότερα ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον ακροδεξιό λόγο από τους εκπροσώπους των κομμάτων εξουσίας και μάλιστα του ΠαΣοΚ ως σοσιαλιστικού κόμματος.

Οι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς έχουν επί χρόνια μεγάλη προβολή, όχι μόνο σε περιθωριακά κανάλια ή ακροδεξιές εφημερίδες, αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς με μεγάλο κοινό, ακόμα και στην κρατική τηλεόραση και από γνωστούς δημοσιογράφους. 

Καλούνται συστηματικά στην τηλεόραση ως συνομιλητές και μάλιστα σε εκπομπές που αφορούν «εθνικά» θέματα, ενώ οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών κομμάτων δεν αρνούνται να γίνουν συνομιλητές τους.

Έτσι άτομα με τελείως περιθωριακή παρουσία στην πολιτική σκηνή αποχτούν σιγά σιγά πανελλήνια αναγνωρισιμότητα, πράγμα που με τον καιρό αναμφίβολα ευνόησε την είσοδό τους στη Βουλή.
Τα ΜΜΕ λοιπόν ευνόησαν την ακροδεξιά, ενώ οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών κομμάτων δεν αναγνώρισαν εγκαίρως τον κίνδυνο που εγκυμονεί ο λόγος των ηγετών της ακροδεξιάς με τα κηρύγματα πατριδοκαπηλίας, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.
Αντίθετα μάλιστα, αρκετοί άρχισαν να κλίνουν προς τις θέσεις που εμφανίζονταν να αντλούν ψήφους υπέρ της ακροδεξιάς.
Επιπλέον, μέρος των διανοουμένων επί χρόνια καλλιέργησε το συντηρητισμό με την ανοχή σε έναν εθνικισμό ξεπερασμένο, πατριδοκαπηλικό, αντιευρωπαϊκό και απομονωτικό που καλλιέργησε ευρύτατα το μύθο των κινδύνων που απειλούν το ελληνικό έθνος.
Το ακροδεξιό φαινόμενο την εποχή μας δεν είναι ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό. Έχει σε όλες σχεδόν τις χώρες αίτια κοινά.

Τα κυριότερα αίτια, εκτός από την πρόσφατη οικονομική κρίση που τα επιδείνωσε, είναι η μείωση και σταδιακή άρση εμπιστοσύνης στα κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία στην Ευρώπη από το 1945, το μεταναστευτικό πρόβλημα, η παγκοσμιοποίηση και η κρίση των ιδεών που ακολούθησε την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, με μεταξύ άλλων συνέπεια να θολώσει τα ιδεολογικά όρια ανάμεσα στα δεξιά και τα αριστερά, γεννώντας μείγματα και ιδεολογικές μεταλλάξεις, με αποτέλεσμα μεγάλη σύγχυση.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο σχετίζεται επιπλέον με μια βαθιά κρίση της εθνικής ταυτότητας που προκάλεσε η συμμετοχή στην ΕΕ, εξαιτίας μεταξύ άλλων της εθνικής ιδεολογίας που αναπαράγουν οι θεσμοί και ιδίως το σχολείο, μιας εθνικής ιδεολογίας ανεπίκαιρης και βλαβερής.

Το βιβλίο διαγράφει την πορεία των εθνικών ιδεών από τη δεκαετία του 1980 έως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Αναδεικνύει τις εξελίξεις που επί 35 χρόνια θεμελίωσαν με σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις τη δημοκρατική κοινωνία.

Αναδεικνύει επίσης μια παράλληλη με τις δημοκρατικές εξελίξεις πορεία, κατά την οποία η ελληνική κοινωνία σταδιακά εγκλωβίζεται σε έναν εθνικισμό παραδοσιακό και ανεπίκαιρο, φανατικό, ξενοφοβικό και αντιευρωπαϊκό, άρα γενικότερα καταστροφικό για τα εθνικά συμφέροντα.
Αυτή η σταδιακή πορεία προς έναν νέο συντηρητισμό, θα οδηγήσει διανοουμένους από όλο το πολιτικό φάσμα στην κατασκευή ενός ιδεολογήματος περί κινδύνων αλλοίωσης και εξαφάνισης που απειλούν το ελληνικό έθνος, φαινόμενο που θα καλλιεργήσει κοινωνική δεκτικότητα στις ιδέες της ακροδεξιάς και θα ευνοήσει η παρέμβαση του θεσμού της Εκκλησίας στο πεδίο της πολιτικής.
Αυτή η πορεία προς έναν νέο συντηρητισμό, μια καινούρια εθνικοφροσύνη είναι προϊόν κρίσης της εθνικής ταυτότητας.

Το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου στηρίζεται σε ανάλυση ερευνητικών δεδομένων και υποστηρίζει ότι η επίσημη εθνική ιδεολογία που καλλιεργούν οι θεσμοί και ιδίως το σχολείο είναι βαθιά αλλοιωτική της εθνικής αυτογνωσίας. Αναπαράγει το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του κλασικού ρατσισμού και έτσι καλλιεργεί μια εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή.
Η επίσημη ιδεολογία και τα σχολικά βιβλία παρουσιάζουν το ελληνικό έθνος σαν οντότητα φυσική και περίπου αιώνια. Αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία του 19ου αιώνα, τα σχολικά βιβλία αξιολογούν τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» σαν τον «ανώτερο» στη γη.
Καθώς όμως το ευρωκεντρικό στερεότυπο του ρατσισμού είναι ταξινομία που αποδίδει «κατωτερότητα» σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς της «ανατολής» και του «νότου», η αποδοχή και αναπαραγωγή του στερεοτύπου από την εθνική ιδεολογία εγκλωβίζουν την εθνική ταυτότητα σε αυτή την «κατωτερότητα».

Στη συνέχεια για να αποκαταστήσει η αφήγηση περί ελληνικού έθνους την εθνική ανωτερότητα, καταφεύγουν τα σχολικά βιβλία στο μύθο ότι οι Έλληνες «διατήρησαν» τα «εθνικά» τους χαρακτηριστικά ίδια και αναλλοίωτα από την πιο μακρινή αρχαιότητα. 

Η έμμεση αυτή άρνηση των επιδράσεων επαναλαμβάνεται με πλήθος τρόπους, πληροφορίες και αποσιωπήσεις, ώστε στην ερευνητική ερώτηση ποιες είναι οι επιδράσεις στον ελληνικό πολιτισμό, τα σχολικά βιβλία απαντούν, είναι επιδράσεις από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και το Διαφωτισμό, που και αυτός βασική του πηγή έχει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Είναι ήδη φανερό ότι η μυθική απουσία επιδράσεων αφορά τους πολιτισμούς που το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του ρατσισμού ταξινομεί «κατώτερους».
Ο μύθος αυτός όμως παράγει μια γιγάντια αντίφαση με την πολιτισμική πραγματικότητα. Είναι πολλές οι επιδράσεις, οθωμανικές, σλαβικές, μεσανατολίτικες, σεφαρδίτικες, αραβικές, ιταλικές, για να περιοριστούμε στις πιο παλιές και πιο έντονες, που επιπλέον είναι αισθητές παντού στη χώρα και αναγνωρίζονται από όλους ανεξαιρέτως.

Άρα τι κάνει η επίσημη εθνική ιδεολογία; Ισχυριζόμενη ότι οι μόνες επιδράσεις που «διατηρούνται» επί αιώνες προέρχονται από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και το Διαφωτισμό, κρύβει με ένα προσωπείο αρχαίου κάλλους το πραγματικό και «κατώτερο» εθνικό μας πρόσωπο. Άρα καλλιεργεί μια εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή εθνική ταυτότητα.

Όπως τεκμηριώνει η μεγάλη βιβλιογραφία για τις ρατσιστικές ιδεολογίες και τις διακρίσεις, ο ρατσισμός γεννάει ρατσισμό. Αναπαράγοντας το ευρωκεντρικό στερεότυπο του ρατσισμού περί ευρωπαϊκής «ανωτερότητας», η επίσημη εθνική ιδεολογία υποτιμάει και υποβιβάζει την ελληνική εθνική ταυτότητα. 

Το στίγμα της «κατωτερότητας» δεν αναιρείται από το μύθο της απουσίας ανατολικών, δηλαδή «κατώτερων» επιδράσεων, αντίθετα ισχυροποιείται από την ολοφάνερη ύπαρξη αυτών των επιδράσεων. Και το στίγμα της «κατωτερότητας» είναι από μόνο του γενεσιουργό του ρατσισμού και των διακρίσεων.

Την ιδεολογία της ακροδεξιάς τόσο παντού όσο και στην Ελλάδα συνθέτουν ο φανατικός εθνικισμός, ο αυταρχισμός, ο μιλιταρισμός, ο αντισημιτισμός, η ξενοφοβία, οι διακρίσεις και ο ρατσισμός. 

Βασικό ιδεολόγημα της ακροδεξιάς παντού όπως και στην Ελλάδα είναι η πολιτισμική «καθαρότητα». Το ιδεολόγημα περί «καθαρότητας» στηρίζει ένα αποτρόπαιο αίτημα «αποκατάστασης» της «καθαρότητας», όπως το διατύπωσε ο ναζισμός, με στόχο να εξαφανιστούν οι διαφορές. Το αίτημα να εξαφανιστούν οι διαφορές καταλήγει στην πολιτική επιδίωξη να εξαφανιστούν οι «διαφορετικές» ανθρώπινες ομάδες.

Η υποτίμηση της εθνικής ταυτότητας γεννάει ρατσισμό και ο ρατσισμός νομιμοποιεί τις ακροδεξιές ιδέες.

Ένα ισχυρό παράδειγμα είναι ο αντισημιτισμός. Υπάρχουν δύο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα. Είναι πολύ διαδεδομένος στην ελληνική κοινωνία, ενώ συγχρόνως πλήθος δεδομένα τεκμηριώνουν ότι αν έθετε μια έρευνα το ερώτημα, εάν είναι ο αντισημιτισμός διαδεδομένος στον ελληνικό λαό, θα ήταν συντριπτικά τα ποσοστά των αρνητικών απαντήσεων.

Το πόσο είναι διαδεδομένος το τεκμηριώνει μια πρόσφατη μεγάλη έρευνα για τον αντισημιτισμό στον κόσμο. Έγινε σε 102 χώρες από μια αμερικανική ΜΚΟ, την Antidefamation League και τα αποτελέσματα αναρτήθηκαν στον ιστότοπό της στις 15 Μαΐου φέτος.

Τα ψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται, όπως είναι κατανοητό, στον αραβικό και ισλαμικό ιδίως κόσμο, με ψηλότερο στη μέση Ανατολή και ύστερα τη βόρειο Αφρική.

Στην Ευρώπη, τα ψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και κυμαίνονται από το ψηλότερο 45% στην Πολωνία και το χαμηλότερο 13% στην Τσεχία, ενώ στη δυτική Ευρώπη κυμαίνονται από το ψηλότερο 37% στη Γαλλία και το χαμηλότερο 4% στη Σουηδία.

Στην Ελλάδα ο αντισημιτισμός εμφανίζεται εντυπωσιακά ψηλότερος από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ψηλότερος ακόμα και από το Ιράν και φτάνει στο υπερβολικό ποσοστό 69%, πράγμα που σημαίνει ότι εφτά στους δέκα Έλληνες έχουν αντισημιτικές πεποιθήσεις.

Παράλληλα είναι ελληνική ιδιαιτερότητα να μην είναι ο αντισημιτισμός αναγνωρίσιμος. Αντίθετα με αλλού εμφανίζεται σε κοινωνικές ομάδες με πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις θεωρητικά αντίπαλες με τα στερεότυπα, τις διακρίσεις, τις φυλετικές θεωρίες και τους ρατσισμούς.

Εμφανίζεται σε κοινωνικές ομάδες που ταυτίζονται με τα αριστερά κόμματα και αυτοαναγνωρίζονται μαχητές ενάντια στις διακρίσεις και τους ρατσισμούς.
Σε ψηλά ποσοστά οι έλληνες πολίτες δεν ταυτίζουν τις αντισημιτικές απόψεις και θέσεις με το ρατσισμό, τις διακρίσεις και τις ακροδεξιές ιδεολογίες. Η αντίφαση είναι μεγάλη, εκφράζουν αντισημιτικά στερεότυπα, ενίοτε κραυγαλέα και παράλληλα πιστεύουν ότι δεν είναι ρατσιστές ούτε αντισημίτες.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Θα περιοριστώ σε ένα βαριά συμβολικό, τις σχετικές δημόσιες δηλώσεις του μεγάλου και αγαπητού από όλους συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Το Μάιο του 2011, γεμάτη από ειλικρινή οργή για τους «συκοφάντες» που τον αποκαλούν αντισημίτη, γράφει με φορτισμένο ύφος ότι «μισεί» το «Φασισμό - Ναζισμό - Εθνικισμό - Αντικομμουνισμό και Αντισημιτισμό» κι ακόμα: «ματώσαμε για... τις ιδέες μας, έτσι έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι αναδειχθήκαμε μεταξύ των πρωτεργατών στην υπεράσπιση των θυμάτων του Φασισμού και Αντισημιτισμού».

Στη συνέχεια, σε κραυγαλέα αντίφαση με αυτές τις φράσεις, καταλήγει ως εξής: «ο Σιωνισμός [...] χρησιμοποιεί σαν άλλοθι το Ολοκαύτωμα για πράξεις καθαρά αντιδραστικού χαρακτήρα, όπως είναι η κρατική πολιτική του Ισραήλ και ο ρόλος παραγόντων του Εβραιοαμερικανικού λόμπυ στη διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ. Έτσι κάθε κριτική χαρακτηρίζεται έντεχνα αντισημιτισμός [...] Επειδή είμαι από εκείνους που δεν με σταματά τίποτα προκειμένου να πω την αλήθεια [...] οι αντίπαλοί μου [...] με μειώνουν ως άνθρωπο και ως συνθέτη. Κυρίως ως συνθέτη, γιατί οι Σιωνιστές ελέγχουν σε ποσοστό 99% τη μουσική ζωή της Οικουμένης».
Για να ερμηνευτεί αυτό το με την πρώτη ματιά αξιοπερίεργο φαινόμενο, να εκφράζονται τόσο κραυγαλέα αντισημιτικά στερεότυπα και συγχρόνως ο πομπός τους να μην έχει καθόλου συνείδηση, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην υποτιμημένη εθνική ταυτότητα και το ρατσισμό που γεννάει ρατσισμό.
Ερευνητικά δεδομένα για το ρατσισμό στην ελληνική κοινωνία δείχνουν ότι οι έλληνες πολίτες δεν εμφανίζονται χωρίς ευαισθησία στο θέμα του ρατσισμού και των διακρίσεων.

Ακόμα και εκείνοι που διατυπώνουν ανοιχτά ρατσιστικές θέσεις, τις αναγνωρίζουν και κάνουν απόπειρες αποποίησης του στίγματος ότι είναι ρατσιστές, δηλαδή τουλάχιστον σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν το ρατσισμό και το μεγαλύτερο ποσοστό αρνείται να ταυτιστεί μαζί του. Τον αναγνωρίζουν με εξαίρεση τον αντισημιτισμό, αλλά όχι μόνο. 

Υπάρχει άλλη μία εξαίρεση που αποκαλύπτει μια μεγάλη παρανόηση, πλατιά διαδεδομένη για το τι είναι ρατσισμός.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, οι Έλληνες αναγνωρίζουν το ρατσισμό αλλά μόνο όταν αφορά τους λαούς εκείνους που ο ρατσισμός θεωρεί «κατώτερους». Δηλαδή τον αναγνωρίζουν άμεσα σε κάθε υποτιμητική φράση που αφορά π.χ. τους Αλβανούς και άλλους υποτιθέμενους κατώτερους, δεν τον αναγνωρίζουν όμως καθόλου σε εξίσου υποτιμητικές φράσεις που αφορούν π.χ. τους Άγγλους ή τους Γερμανούς, δηλαδή τους υποτιθέμενους ανώτερους.
Σαν να μην ήταν ο ρατσισμός στερεοτυπική γενίκευση που αποδίδει μειωτικά χαρακτηριστικά σε μιαν οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα. Σαν να ήταν δημόσια αναγνώριση μιας εξ αντικειμένου κατωτερότητας, μιας ήδη δοσμένης κατώτερης ύπαρξης.

Εδώ αποχτάει νόημα η αλλιώς ακατανόητη μη αναγνώριση του αντισημιτισμού. Ο αντισημιτισμός συνοψίζεται σε μια σειρά στερεότυπα που εμπνέουν μίσος, καθώς περιγράφουν τους Εβραίους γενικά σαν ένα κακό, επικίνδυνο για τα άλλα έθνη αποδίδοντάς τους την ευθύνη για όλα τα δεινά του κόσμου.
Στην Ελλάδα η πιο ακραία και παραληρηματική σχεδόν μορφή αυτού του μίσους με αναφορά στον κίνδυνο που αποτελεί «ο διεθνής σιωνισμός» για «το ελληνικό έθνος» ανήκει στη Χρυσή Αυγή.
Ο κίνδυνος, κατά τους φιλοναζιστές της ΧΑ, πηγάζει από μια περιγραφή του, που παρουσιάζει τον «διεθνή σιωνισμό» να κατέχει μια υπερδύναμη πλανητικής έκτασης και εμβέλειας, τελείως αστήριχτη στα αντικειμενικά δεδομένα και τη στοιχειώδη λογική.

Περιγράφεται το μυθικό θηρίο, ο «διεθνής σιωνισμός» να κατέχει τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας, τον έλεγχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου, των ΜΜΕ όλης της οικουμένης...
Αν τώρα συνδέσουμε τα παραπάνω με το πώς αντιλαμβάνεται μεγάλο μέρος των Ελλήνων το ρατσισμό, σαν την υποτίμηση εκείνων που είναι εξ αντικειμένου, φτωχοί, περιθωριοποιημένοι και ιδίως ανίσχυροι, ερμηνεύεται γιατί ο αντισημιτισμός είναι μη αναγνωρίσιμος. Αφορά μια ανθρώπινη ομάδα που το μίσος εναντίον της τροφοδοτεί μια γιγάντια διαστρέβλωση, καθώς παρουσιάζει τα μέλη της να κατέχουν μια φαντασιακή και παγκόσμια υπερδύναμη που ελέγχει το σύνολο του πλανήτη.
Συνοψίζοντας, το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου είναι η ανάλυση που αναδεικνύει ότι οι θεσμοί και ιδίως το εκπαιδευτικό σύστημα, καθηλωμένο σε μια ανεπίκαιρη εθνική ιδεολογία άλλων εποχών, διαμορφώνουν μια  εθνική ταυτότητα εύθραυστη, αμφίθυμη και ανασφαλή.

Τεκμηριώνει ότι αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο παραφθείρει την εθνική αυτογνωσία, καλλιεργεί ανοχή στις ακροδεξιές ιδεολογίες και, με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης που είχε οδυνηρές συνέπειες, έπαιξε έντονα αρνητικούς ρόλους σε όλα τα πεδία ιδίως της αντιπολίτευσης ενάντια στη «μνημονιακή πολιτική».

Οδήγησε να μεταμφιεστεί η όλη αντιπολίτευση απέναντι στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από πολιτική σύγκρουση σε «εθνική» υπόθεση ανάμεσα σε Έλληνες και «ξένους». Καλλιέργησε έναν άκριτο και φανατικό εθνικισμό, με συνέπεια η πολιτική σύγκρουση ιδεών για όλα τα διακυβεύματα τα σχετικά με την κρίση, με την ΕΕ και με την παγκοσμιοποίηση να μεταμφιεστεί από πολιτική σύγκρουση σε αντιπαράθεση ανάμεσα σε «πατριώτες» και «προδότες».

Με άλλα λόγια, η αντιπολίτευση απέναντι στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ θα ονομαστεί αντιπαράθεση για την εθνική «ανεξαρτησία». Αυτό θα αλλοιώσει την πολιτική μάχη, θα εμποδίσει την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης και των διαπραγματεύσεων, αλλά θα εμποδίσει εξίσου και την αποτελεσματική αντιπολίτευση.

Τέλος, όπως αναλύεται στο βιβλίο, θα οδηγήσει σε μια ευρύτερη κρίση των κοινοβουλευτικών θεσμών και της δημοκρατίας, φαινόμενο που μεταξύ άλλων εξίσου σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων λειτουργεί καλλιεργώντας συναίνεση στην ακροδεξιά.-"

---------------------------
Πηγή: tvxs

Αντιπροσώπευση & άμεση δημοκρατία, ταχύτητα & ποιότητα (Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)

Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2014
(Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)
(Με αφορμή το κίνημα του νερού στη Θεσσαλονίκη)
 
Στα πλαίσια της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για το νερό εδραιώθηκε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα της νεότερης πολιτικής συμμαχία μεταξύ θεσμικής αρχής, συσσωματώσεων πολιτών και συνδικαλιζομένων εργαζόμενων. Αυτή η συμμαχία αποτέλεσε το σχήμα το οποίο παρουσιάστηκε ως οργανωτής του δημοψηφίσματος, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτοί που πραγματικά διεκδίκησαν και διεξήγαγαν το δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη ήταν οι πολίτες της ( που χωρίς την συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία το δημοψήφισμα θα ήταν κενό περιεχομένου ), οι εθελοντές που στελέχωσαν τις εφορευτικές επιτροπές και αψήφησαν την ταλαιπωρία και τις απειλές κυβέρνησης και εισαγγελίας και τέλος το ίδιο το κίνημα του νερού που με το πλήθος των συλλογικοτήτων και με την πολυμορφία του ήταν η εγγύηση του χαρακτήρα «από τα κάτω».

Η συμμαχία του ΟΧΙ ως ταυτότητα της έχει τους 11 δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης οι οποίοι όργανο τους έχουν την περιφερειακή ένωση δήμων κεντρικής Μακεδονίας ( ΠΕΔΚΜ ), το σωματείο εργαζομένων στην ΕΥΑΘ το οποίο είναι ένα ανεξάρτητο και ακομμάτιστο σωματείο βάσης και την Κίνηση 136 η οποία αποτελεί την ανοιχτή συνέλευση πολιτών της ένωσης συνεταιρισμών νερού για την κοινωνική διαχείριση της ΕΥΑΘ. Αυτού του είδους η συμμαχία κατά κάποιο τρόπο αποτελεί κατάκτηση του ίδιου του κινήματος καθώς στο πρόσωπο της βρήκε αξιόλογη βοήθεια και θεσμική δύναμη χωρίς αυτή να αξιοποιείται για κομματικούς ή άλλους ιδιοτελείς σκοπούς. Σίγουρα ο διαχωρισμός για τον οποίο μιλάμε αποτελεί ήδη μια υποχώρηση στον δημοκρατικό έλεγχο των κινήσεων της συμμαχίας από τη βάση του κινήματος και με τον τρόπο αυτό η συμμαχία αναδεικνύεται σε όργανο εξουσίας το οποίο εάν δεν υπαχθεί σε διαδικασίες ελεγμένης αντιπροσώπευσης, αναφοράς και ελέγχου από την βάση κινδυνεύει ακόμα και να αντιμετωπιστεί εχθρικά από το ίδιο το κίνημα.

Αυτή η ιδιαίτερη σχέση κινήματος – θεσμικής αρχής φορτίζεται και από έναν επιπλέον παράγοντα καθώς η τριμελής επιτροπή που αποτελεί το όργανο της συμμαχίας του ΟΧΙ στη Θεσσαλονίκη δεν είναι τόσο αποτέλεσμα υγιών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών όσο αποτέλεσμα των τυχαίων συνδυασμών που προκάλεσε η καθημερινότητα του αγώνα και η ανάγκη του ρεαλισμού.

Ταχύτητα & ποιότητα

Το να οδηγείται μέσα από μια τυφλή πορεία στα γεγονότα ένα κίνημα δίνοντας περισσότερο βάρος στο ακτιβιστικό του κομμάτι και αφήνοντας ή αμελώντας τον πολιτικό και ποιοτικό του χαρακτήρα δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στη περίπτωση του κινήματος του νερού αλλά μάλλον αποτελεί τον γενικό κανόνα και είναι γνώριμο χαρακτηριστικό όλων των κινηματικών διεργασιών που έχουν εμφανιστεί στη χώρα μας από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και μετά. Αυτού του είδους η αναντιστοιχία μεταξύ ακτιβισμού και ποιότητας αποτελεί μια πρώτου είδους «ανάθεση των από τα κάτω» καθώς είναι σύνηθες τα κινήματα να περιορίζονται μόνο στην ανάδειξη των προβλημάτων που αντιτίθενται και την λύση τους να την μεταθέτουν σε άλλες πολιτικές σφαίρες έξω, ή να λέμε καλύτερα άνωθεν, από αυτά. Το φαινόμενο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύεται και ιδεολογικά από το σκεπτικό ότι «τις λύσεις πρέπει να τις βρίσκουν αυτοί που δημιούργησαν τα προβλήματα και όχι τα ίδια τα κινήματα». Το σκεπτικό αυτό στον πυρήνα του είναι βαθιά αντιδημοκρατικό όμως και πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό από το κίνημα καθώς η «δημοκρατικότητα» ενός αγώνα συνήθως προσδιορίζεται με βάση την μαζικότητα και τη συμμετοχή του κόσμου στον ακτιβισμό παρά στις διαδικασίες και τα προτάγματα του. Η αντίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να παγιώνεται μια κουλτούρα η οποία κατά κάποιο τρόπο βολεύει πράγματα και καταστάσεις ειδικά όσο αφορά την αριστερά, η οποία έχοντας ήδη δομημένες τις δικές της προτάσεις και τις δικές της διαμεσολαβήσεις είτε με δια μέσου των οργανώσεων της είτε με την μορφή των κοινοβουλευτικών ή εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμη να ανατρέψει την οργανική της δομή προκειμένου να είναι ανοιχτή σε μια αμεσοδημοκρατική προοπτική, ή να το πούμε αλλιώς είναι μόνο πρόθυμη να υιοθετήσει μια τέτοιου είδους «άμεση δημοκρατία» αρκεί να μην θίγει το ήδη διαμορφωμένο πολιτικό της πλαίσιο και ιδεολογία. Τότε όμως για τι είδους διαδικασία μιλάμε πραγματικά;

Σίγουρα μια άμεση δημοκρατία με προϋποθέσεις και αστερίσκους είναι περισσότερο μια άμεση δημοκρατία «κατά παραγγελία» παρά το αποτέλεσμα της «γενικής βούλησης» και εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Έτσι φτάνουμε να παρατηρούμε στην πράξη την εξής αντίφαση: Ο «λαός» ή η «κοινωνία» να είναι επιθυμητός ως αφηρημένη έννοια όπου αυξάνονται οι αριθμοί των διαδηλώσεων ή όταν αναφερόμαστε σε αυτόν αλλά καταλήγει να είναι ανεπιθύμητος όπου είναι συγκεκριμένος ως άτομο και αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο να εκφράσει την γνώμη και τη βούληση του. Τότε πολύ συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτά που λέει δεν είναι αρκούντος «αριστερά» ή αρκούντος «αντικαπιταλιστικά» και έρχονται σε σύγκρουση με την αφήγηση που θέλει τις επιθυμίες του «λαού» να είναι εκφρασμένες εκ των προτέρων από τις ιδεολογικές κοινοτυπίες και από όσους κατέχουν την γνώση τους.

Το παράδειγμα από το κίνημα για το νερό

Αυτό που χαρακτήρισε την 18η Μαΐου ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ήταν ένα είδος εκ-στατικού συμβάντος για την πόλη. Για μια στιγμή η Θεσσαλονίκη βγήκε στην κυριολεξία από την στασιμότητα της πόλης κατανάλωσης στην οποία βρισκόταν. Ανατράπηκε όχι μόνο η συνήθης εκλογική διαδικασία αντιπροσώπων με το εμβόλιμο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος αλλά και η ίδια η κανονικότητα της εκλογικής διαδικασίας με τα αυτοσχέδια εκλογικά κέντρα με τις ομπρέλες, τις ουρές και τα πηγαδάκια στο δρόμο και κυρίως με την εξαιρετική συμπεριφορά των χιλιάδων δημοτών που ο αυθορμητισμός τους μετέτρεψε τους χώρους έξω από τα εκλογικά κέντρα σε «αγορές» με την παλιά έννοια, σε πραγματικά δημόσιους χώρους. Αυτή η αναβάθμιση νομοτελειακά σχεδόν θα πρέπει να μας προϊδεάσει ότι οι μέχρι τώρα υφιστάμενες δομές και διαδικασίες θα ήταν ανεπαρκείς για να την εκφράσουν από εδώ και πέρα. Αλλά και πώς να εκφράσεις πραγματικά δημοκρατικά μια διαδικασία στην οποία ενεπλάκησαν 220.000 δημότες και δημότισσες την στιγμή που για τις μερικές εκατοντάδες που αποτελούν το κίνημα οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται ήδη ελλοχεύουν μέσα τους την ανάθεση και τις διαμεσολαβήσεις από άτυπες γραμματείες, βετεράνους του ακτιβισμού, ειδικούς επί των αμφιθεάτρων και περσόνες των ΜΜΕ;

Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν γίνεται μια τέτοιου είδους αναβάθμιση το κέντρο βάρος των πολιτικών εξελίξεων μεταφέρεται από την περιφέρεια στο κέντρο, χαρακτηριστικό παράδειγμα η εμπειρία των αγανακτισμένων όπου οι δημοκρατικές διαδικασίες των πλατειών δεν μπόρεσαν να παράξουν κάποιο αυτοργανωμένο θεσμό ή να δημιουργήσουν νέους πολιτικούς χώρους αυτονομίας και άφησαν σχεδόν μοιραία ελεύθερο το πεδίο στα κόμματα να καθορίζουν το πλαίσιο των διακυβευμένων, και όπου υπήρξαν ανατροπές είχαν ή την μορφή της απόσυρσης των παλαιών αντιπροσωπεύσεων ή την μορφή εμφάνισης νέων στο ίδιο προσκήνιο.

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης έχουμε μια πρωτοεμφανιζόμενη κατάσταση η οποία έχει διττή φυσιογνωμία και την οποία θεωρούμε ταυτόχρονα θετική και αρνητική. Η δημιουργία της συμμαχία του ΟΧΙ είναι ένα φαινόμενο που προηγούμενο και παρόμοιο του δεν μπορούμε να βρούμε. Για πρώτη φορά ο δήμος, εργαζόμενοι και πολίτες συγκροτούν μια ενιαία αρχή η οποία αντλεί την νομιμοποίηση της όχι από το πολιτικό σύστημα αλλά από την ίδια την κινητοποίηση των πολιτών και αποδείχτηκε αρκετά πιο ευέλικτη και αποτελεσματική από οποιαδήποτε άλλου είδους παραδοσιακή φόρμουλα όπως οργανώσεις, κόμματα και συνδικαλισμό. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, οι νομικές πρωτοβουλίες κατά του ΤΑΙΠΕΔ, οι αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων για διεκδίκηση των περιουσιακών στοιχείων τους στην περίπτωση που η ΕΥΑΘ ιδιωτικοποιηθεί, η ομπρέλα κάλυψης που εξασφάλισε στον κόσμο όποτε χρειάστηκε και οι παρεμβάσεις της στην κυβέρνηση γίνανε μέσα σε ταχύτατους ρυθμούς και τουλάχιστον όσον αφορά το βαθμό των εντυπώσεων με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ο Φόβος που αυτή η αποτελεσματικότητα γεννά είναι ότι αυτή η συμμαχία πολύ πιθανό στο μέλλον να διεκδικήσει να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο του κινήματος του νερού. Αυτού του είδους η εκπροσώπηση αν συμβεί θα αποφέρει τεράστιο πλήγμα στην συνεκτικότητα του κινήματος αλλά και στην συμμετοχή της βάσης του. Και ότι δεν κατάφερε η κυβερνητική προπαγάνδα και οι απειλές της καταστολής θα το κάνουν τελικά οι ίδιες οι επιλογές του κινήματος. Όμως ούτε η αντανακλαστική και ανώριμη αντίδραση να μην αναπτύσσει δικούς του θεσμούς και εκπροσωπήσεις το κίνημα είναι λύση. Η αναζήτηση μιας ιδεολογικής καθαρότητας βρίσκει θαλπωρή μόνο στην στασιμότητα και τελικά πάντα καταλήγει να υπονομεύει τον ίδιο τον αγώνα.

Αυτή τη στιγμή το κίνημα του νερού όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την χώρα έχει ένα πλεονέκτημα. Κανένα κόμμα, καμία πολιτική οργάνωση, κανένας ιδεολογικός χώρος δεν μπόρεσε να το διεκδικήσει ως κτήμα του. Αυτό το γεγονός είναι αρκετά ενθαρρυντικό και απελευθερωτικό από μόνο του. Και η τριμελής επιτροπή της συμμαχίας των δήμων Θεσσαλονίκης, του σωματείου εργαζομένων της ΕΥΑΘ και της κίνησης 136 μπορεί να μετεξελιχθεί μέσα σε μια διαλεκτική σχέση θεσμικής αντιπροσώπευσης και δημοκρατικού ελέγχου. Προϋποθέτει όμως οι διαδικασίες των από τα κάτω να ενεργοποιηθούν και να ζητήσουν τον κυρίαρχο έλεγχο αυτής της συμμαχίας, με τον τρόπο αυτό θα αξιοποιηθεί στο έπακρο ένα θεσμικό όργανο προς όφελος της δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας και όχι προκειμένου να εφευρεθεί μια νέα σχέση διαμεσολάβησης.

Το τι θα γίνει ή το τι δεν θα γίνει από εδώ και πέρα εξαρτάται όπως πάντα από την ίδια την δράση ή την αδράνεια των πολιτών, και αυτό υπό μία πολύ μακρόθυμη έννοια είναι η αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων.

------------------------

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Με μεγάλη επιτυχία έγινε από την ΑΝΩΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΒΟΛΟΥ η Διανομή διαμαρτυρίας στις 14/6/2014

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014
Ο καλός Θεός της ΆΝΩΣΗΣ μας προστάτεψε χθες (Σάββατο 14/6/2014), από το σημερινό αρκετά έντονο μπουρίνι, και με άψογη οργάνωση και ηλιόλουστο καιρό, κάναμε μια ακόμα επιτυχημένη διανομή περίπου 20 τόνων εξαιρετικής ποιότητας πατάτας Αχαΐας, σε πάνω από 600 οικογένειες, σε τιμή 0,385 €, σε συσκευασίες των 13 κιλών προς 5,0 € την κάθε μία.

Η χθεσινή διανομή είχε για μας και το κίνημά μας, μια ιδιαίτερη σημασία. Ήταν η αντίδρασή μας απέναντι στο νέο νόμο που προσπαθεί να περιορίσει την εμπορική δραστηριότητα των Παραγωγών της χώρας μας, να μπλοκάρει τη δράση του Κινήματος «Χωρίς Μεσάζοντες». Ήταν μέρος της πανελλήνιας διαμαρτυρίας από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, με αίτημα την απόσυρση του νόμου που στερεί στους παραγωγούς το δικαίωμα της απευθείας διάθεσης των προϊόντων τους στους συμπολίτες μας. 

Σύμφωνα με το νόμο αυτόν που ψηφίστηκε στις 15 Μαΐου, γίνεται προσπάθεια να μπει φρένο στην εμπορική δραστηριότητα των παραγωγών, εμποδίζοντας τους να πουλήσουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους σε πόλεις πάνω από 3.000 κατοίκους. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα άρθρα σχετικά με την άδεια πλανόδιου υπαίθριου εμπορίου, έχει παραληφθεί επιμελώς η λέξη «παραγωγός». Όλοι οι παραγωγοί εξομοιώνονται με τους πωλητές, δηλαδή με εκείνους που μπορεί να μην παράγουν τίποτα.

Πέρα από τις νέες ρυθμίσεις, ο νέος νόμος καταργεί όλους τους ισχύοντες νόμους για το πλανόδιο υπαίθριο εμπόριο των Παραγωγών. Μεταξύ άλλων καταργείται το άρθρο 6 του Π.Δ. 254/2005, που προέβλεπε έκδοση άδειας άσκησης υπαίθριου εμπορίου αποκλειστικά σε ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ με ισχύ σε όλη την επικράτεια, για την πώληση γεωργικών, αμπελουργικών, κτηνοτροφικών, πτηνοτροφικών και μελισσοκομικών προϊόντων ιδίας παραγωγής.

Κάτω απ' αυτό το κλίμα, η ανταπόκριση του κόσμου μας έδωσε κουράγιο. Πολύ ήρθαν μόνο για να μας πουν λόγια συμπαράστασης, άλλοι για να φέρουν μόνο τηγανέλαιο ή καπάκια και να μας ευχαριστήσουν για το έργο που κάνουμε.

Τους διαβεβαιώνουμε όλους, πως η ΆΝΩΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΒΟΛΟΥ και γενικά το κίνημα «Χωρίς Μεσάζοντες» σε όλη τη χώρα, δεν θα το σταματήσει κανένας νόμος και καμία δύναμη. Θα συνεχίσει απτόητο το έργο του, να βοηθάει τις φτωχές λαϊκές οικογένειες, κόντρα στους μεγαλέμπορους και τους κάθε λογής μεσάζοντες, προσφέροντας φτηνά, ποιοτικά ελληνικά προϊόντα και κάθε βοήθεια όπου αυτό είναι αναγκαίο. Θα συνεχίσουμε επίσης να βοηθάμε τους παραγωγούς, να συνεχίσουν να μπορούν να διαθέτουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους κατευθείαν στον καταναλωτή και να μην γίνονται βορά στους κάθε λογής επιτήδειους μεσάζοντες - μεγαλέμπορους.

Ευχαριστούμε όλους για την συμπαράστασή σας. Θα σας ξαναδούμε στην επόμενη διανομή, το επόμενο μήνα. 

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

To παράδειγμα τους και το χρέος μας

Κυριακή, Ιουνίου 15, 2014
12 Ιούνη 2014. Σε λίγες ώρες συμπυκνώθηκε η στρατηγική του αντιπάλου. 3 εικόνες:

Πρώτη : Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας με τις ψήφους του ΣΕΒ και των κυβερνητικών υπαλλήλων, εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις στην Ελληνική Χαλυβουργία.

Δεύτερη : Ο Άρειος Πάγος, δίχως να δημοσιεύει το σκεπτικό της απόφασης, αναστέλλει την επαναπρόσληψη των απολυμένων καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών.

Τρίτη: Λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση της απόφασης, οι καθαρίστριες και οι φωτορεπόρτερ που καλύπτουν τον αγώνα τους δέχονται τραμπούκικη επίθεση από τα ΜΑΤ στο Υπουργείο Οικονομικών.

Τα κανάλια, που δεν βγάζουν άχνα για τις εργατικές κινητοποιήσεις, παίζουν πρώτο θέμα αυτές τις τρείς εικόνες. Πίσω από τα κροκοδείλια δάκρυα για τους απολυμένους, το μήνυμα σαφές: «Κάθε αγώνας είναι μάταιος. Έχουμε τα κανάλια, έχουμε την κυβέρνηση, έχουμε τους μπάτσους, έχουμε τους δικαστές».

Τέρμα πια στις αυταπάτες.

Για πολλά χρόνια, μια παραδοσιακή πρακτική των εργατικών αγώνων είχε ως τελικό όριο τον εξαναγκασμό, δια της νομικής οδού, των αφεντικών να πειθαρχήσουν στα αιτήματα τους. Αυτή η πρακτική έφερε νίκες κυρίως τις περασμένες δεκαετίες, κατά βάση όχι λόγω της ριζοσπαστικότερης φύσης των δικαστών αλλά λόγω της οργανωτικής ετοιμότητας και των αντανακλαστικών του εργατικού κινήματος. Στα χρόνια του μνημονίου, αυτή η πρακτική έχει βρει όριο.
Αντιθέτως, οι αποφάσεις της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης γίνονται πάντα βασικό επιχείρημα για την ένταση της κυβερνητικής επίθεσης. Πόσες απεργίες έχουν κριθεί παράνομες και καταχρηστικές; Πόσοι εφοπλιστές και επιχειρηματίες έχουν βγεί «λάδι»; Eίναι λοιπόν πέρα για πέρα αληθινός ο ισχυρισμός του Άρη Χατζηστεφάνου ότι « ελάχιστες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα έχουν επιδείξει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερη αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, τόση αδιαφορία για το πνεύμα (αν όχι και για το γράμμα) των νόμων και λιγότερο σεβασμό σε έννοιες όπως ελευθερία και δημοκρατία».

Η ανατροπή δεν είναι δουλειά των ειδικών.

Η 12η Ιούνη, δεν είναι μακριά από την 25η Μάη, τη μέρα που η Αριστερά κατάφερε να αναδειχθεί σε πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα. Κι όμως, η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο ημερομηνίες είναι αντιστρόφως ανάλογη με το πολιτικό τους πρόσημο. Η νίκη της Αριστεράς και η ήττα της συγκυβέρνησης στις τελευταίες εκλογές παράγει δύο δρόμους. Ο ένας είναι ο δρόμος της ανάθεσης, ο κλασσικός τρόπος αντίληψης της πολιτικής για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα οργανώσει την ανατροπή, εμείς θα χαζέψουμε από τις οθόνες μας την κυβέρνηση να πέφτει. Αν αυτό δεν συμβεί τότε θα βρίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, τα συνδικάτα, τους πάντες και τα πάντα για την ανεπάρκεια τους.
Ο δεύτερος δρόμος είναι η δυνατότητα που παρήγαγε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, για μια ώθηση των κοινωνικών αγώνων. Όσο οι αγώνες στο κοινωνικό επίπεδο παραμένουν χαμηλής έντασης, τότε οποιαδήποτε εκλογική ή κοινοβουλευτική επιτυχία έχει κοντά πόδια. Στη μνημονιακή συνθήκη, η οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής αναγκαστικά εμπεριέχει το στοιχείο της σύγκρουσης στο δρόμο.
Ας θυμηθούμε το καλοκαίρι του 2011, που αποτελεί την πραγματική αφετηρία των κοινωνικών αγώνων στη μνημονιακή περίοδο. Η κοινωνική κίνηση, διέλυσε τους υφιστάμενους συσχετισμούς στο πολιτικό επίπεδο. Το ερώτημα της ανατροπής που τέθηκε τότε, μένει ως σήμερα αναπάντητο. Δεν θέλει πολύ φαντασία να σκεφτούμε ποιός είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος για να απαντηθεί σήμερα με απόλυτο και καταφατικό τρόπο.

Σήμερα. Τώρα. Εμείς.

Οι απολυμένες καθαρίστριες δίνουν έναν αγώνα, έχοντας στο πλάι τους μια χούφτα αλληλέγγυων, ηρωικούς φωτορεπόρτερ που καλύπτουν καθημερινά τα γεγονότα και κρατάνε ζωντανή την εικόνα του αγώνα τους. Κράτησαν για πολύ καιρό, σχεδόν μόνες τους, το φάρο της αντίστασης με τρόπο που «έμπειροι» συνδικαλιστές και εργατικά σωματεία δεν είχαν φανταστεί ποτέ. Συγκρούστηκαν σε καθημερινή βάση με την κρατική καταστολή. Κέρδισαν μια δικαστική απόφαση, έχασαν μια άλλη, χαμογέλασαν, έκλαψαν, έφτιαξαν σχέσεις στη βάση της εργατικής και συναδελφικής αλληλεγγύης.
Τώρα είναι η ώρα να δουλέψουμε έτσι ώστε όλος ο κόσμος της δουλειάς να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της στήριξης και του βαθέματος αυτού του αγώνα. Να βρεθεί στο Υπουργείο στην κατάληψη τους, να οργανώσει δράσεις αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα. Είναι η ώρα για όλο τον κόσμο να νιώσει όπως νιώθουν αυτές οι γυναίκες τόσους μήνες τώρα. Να αντιληφθούμε πώς είναι να νικάς την απόγνωση της απόλυσης μέσα από την ομορφιά του αγώνα, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας.
Δεν αξίζει σε αυτές τις αγωνίστριες, άλλη μια ηρωική ήττα. Αυτές καθάρισαν τόσο καιρό για μας. Ας καθαρίσουμε τώρα όλοι οι υπόλοιποι γι’ αυτές.

*Η φωτογραφία είναι του Μάριου Λώλου

---------------------------
Πηγή:barikat

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014
Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)
Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα
και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.
Στη λογοτεχνία, δηλαδή, αυτά που δεν λες δεν τα λες, είτε για να έχεις ηρεμία με τον εαυτό σου είτε για να έχεις ηρεμία με τους άλλους. Για το θέμα αυτό, όμως, θα μιλήσω και στη συνέχεια. Εδώ, απλώς, θα ήθελα να παραθέσω μια εμβόλιμη ιστορία, η οποία, σε ό,τι με αφορά, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ και –αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκα– να καταλάβω ποια σημασία έχουν τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα και πόσο τα μη λεχθέντα, κάποιες φορές, σώζουν, ενώ τα λεχθέντα καταστρέφουν. Ή το αντίθετο. Αλλά, κυρίως, το πρώτο.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

Αυτό το θυμάμαι από τότε. Και όσο το έφερνα στο μυαλό μου τόσο έβλεπα τι επικίνδυνο πράγμα είναι τα λεχθέντα, αυτά τα οποία υπάρχουν μέσα μας και τα λέμε, και τι σωτηρία μπορεί να είναι τα μη λεχθέντα. Από την άλλη μεριά –εδώ δεν έχω να σας πω ένα αφηγηματικό παράδειγμα, αλλά όλοι το ξέρουμε–, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μπορούν να μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες καταστροφές. Το να μην εκφράσεις, κάποτε, για χίλιους δυο αυτολογοκριτικούς ή έξω από εσένα λογοκριτικούς λόγους, τα αισθήματα ή τις σκέψεις σου μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές και στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές καταστάσεις.

Το πρόβλημα των λεχθέντων και μη λεχθέντων, όμως, οδηγεί και κάπου αλλού. Γιατί και τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα, και τα γραφέντα και τα μη γραφέντα, έχουν έναν κοινό χαρακτήρα, έναν διπλό –και εδώ είναι δύο πράγματα– χαρακτήρα. Το ένα είναι η έκφραση του ψυχοπνευματικού κόσμου του υποκειμένου. Το άλλο δεν είναι απλώς η έκφραση του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου αλλά είναι και η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία εκφράζεις είτε λέγοντάς την είτε μη λέγοντάς την. Αλλά και όταν λέμε αναζήτηση της αλήθειας, είναι και αυτό διπλό. Και όσο σκαλίζει κάποιος τα πράγματα τόσο βλέπει ότι όλα είναι διπλά.

Αυτό που λέμε αλήθεια είναι δύο πράγματα και πάλι. Από τη μια πλευρά είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων. Έχουν συμβεί, δηλαδή, κάποια πράγματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και τα αναπαράγεις «αληθώς», δηλαδή πιστά, οπότε λες την αλήθεια, ή τα αναπαράγεις «ψευδώς», οπότε λες ψέματα. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της αλήθειας είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, η αναζήτηση, τελικά, μιας άγνωστης και κρυμμένης έως εκείνη τη στιγμή αιτίας των πραγμάτων, όπως είναι η αναζήτηση της αλήθειας στην επιστήμη, τη φυσική, την αστροφυσική, η αναζήτηση της αλήθειας περί σύμπαντος, περί κοσμογονίας, η αναζήτηση της αλήθειας περί των ψυχικών λειτουργιών, της αλήθειας περί του πού εδρεύει η ψυχή, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, ή περί του αν υπάρχει ψυχή. Όλα αυτά είναι η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και δεν έχουν σχέση με τη «φιλαλήθεια» της καθημερινής ή της κοινωνικής ζωής.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στο εξής: η διπλή συνείδηση και η διαπλοκή λεχθέντων και μη λεχθέντων, ενώ από τη μια μεριά είναι ηθικά καταδικαστέα, από την άλλη μεριά, πολλές φορές, σώζει. Πιστεύω ότι, χωρίς μια επικουρική, δεύτερη, ψευδή –έστω– συνείδηση, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει. Χρειαζόμαστε όλοι μια επικουρική ψευδή συνείδηση των πραγμάτων, ει δυνατόν περιορισμένη και προσωρινή. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα, ίσως και ακόμη χειρότερα, αν είχαμε επίγνωση ότι αυτή η συνείδηση περί των πραγμάτων και περί του εαυτού μας είναι ψευδής.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μάς είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο θα ήταν για τον σεμνό και ταπεινό υπάλληλο τα λεχθέντα που είπε να είχαν μείνει μη λεχθέντα. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην πολιτική ζωή και, βεβαίως, στις ατομικές μας σχέσεις. Η ειλικρίνεια, δηλαδή η πιστή και πλήρης έκφραση όσων κανείς σκέπτεται ή αισθάνεται, θεωρείται πως αποτελεί μια πράξη ηθικής συνέπειας ή ακόμα κι έναν τρόπο εσωτερικής απελευθέρωσης. Όταν όμως λειτουργεί σε βάρος της ελευθερίας και της ισορροπίας του άλλου γίνεται μια μορφή καταπίεσής του, και μαζί ακυρώνει την εσωτερική απελευθέρωση του υποκειμένου της. Τα πράγματα είναι και εδώ διπλά.

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

Επανερχόμενος στη λογοτεχνία, θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για το πώς, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί στο πεδίο αυτό η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων.

Στη λογοτεχνία υπάρχει το πρόβλημα του αν μπορείς να τα πεις όλα. Εδώ συμβαίνει το εξής: όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα πει όλα. Θα δείτε ότι τα γραπτά των νέων έχουν τη φιλοδοξία να τα καλύψουν όλα. Να μην τους ξεφύγει τίποτα. Να αποτυπώσουν τα πάντα και να απαντήσουν για τα πάντα. Όμως, όταν κάποιος μεγαλώνει, βεβαίως και χάνει τον αυθορμητισμό του, βεβαίως και χάνει τη δροσιά του και, βεβαίως, φθείρεται, αλλά, από την άλλη μεριά, εξίσου βεβαίως, συσσωρεύει κάποιες εμπειρίες και βλέπει ότι «όλα» δεν μπορούν να ειπωθούν ποτέ. Και όπου ειπώθηκαν, τελικά, το έργο που τα αποτύπωσε αυτά τα «όλα» κάπου πάσχει. Θα μου πείτε ότι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι, πέντε ή έξι, που το κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, ο Dante, ο Shakespeare. Αυτές, όμως, είναι οι εξαιρέσεις –έστω– που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Στην αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας σου, λοιπόν, θέλεις να τα πεις όλα. Σιγά σιγά, όμως, βλέπεις την αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Αυτά ακριβώς τα αφαιρεθέντα είναι τα μη λεχθέντα. Πολλές φορές, δηλαδή, τα μη λεχθέντα είναι αναγκαία, ώστε να πάρουν δύναμη τα λεγόμενα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα εκφράζουν –και εδώ πάλι είναι κάτι διπλό– την αυτολογοκρισία που κάνουμε. Αφαιρούμε, δηλαδή, πράγματα, όχι γιατί βαραίνουν το κείμενο και το αδυνατίζουν, αλλά γιατί είναι επικίνδυνα είτε για τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είτε για τη σχέση που έχουμε με τους άλλους είτε, ακόμη χειρότερα, για τη θέση που έχουμε μέσα στην κοινωνία.

Από την αυτολογοκρισία, από αυτή, δηλαδή, τη λειτουργία τού εκουσίως μη λεχθέντος, κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να απαλλαγεί πλήρως, ποτέ. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη του λόγου και, κυρίως, ανάμεσα στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημα ειδικότερα, και την ποίηση.

Το μυθιστόρημα, σε σχέση με την ποίηση, μου έχει φανεί σαν ένα ανοιχτό ειλητάριο. Το ειλητάριο είναι το «ρολό». Παλιά, έγραφαν τα έργα χειρόγραφα σε τέτοια ειλητάρια, τα οποία στις παλιές βιβλιοθήκες ήταν τυλιγμένα και έμπαιναν στα ράφια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, μου φαίνεται σαν ένα ανοιγμένο ειλητάριο που είναι μπροστά σου, το διαβάζεις, μετά το συμπτύσσεις και, τέλος, κρατάς κάτι ή και πολλά. Η ποίηση, αντιθέτως, μου φαίνεται σαν ένα κλειστό, τυλιγμένο ειλητάριο που σιγά σιγά το ανοίγεις και μπαίνεις σε αυτό.

Στην ποίηση, επομένως, ανακαλύπτεις ότι τα μη λεχθέντα είναι περισσότερα από τα λεχθέντα, ενώ στο μυθιστόρημα βλέπεις ότι τα λεχθέντα, πολλές φορές, είναι περισσότερα και ότι, τελικά, χρειάζονται και κάποια μη λεχθέντα. Για παράδειγμα, ο μαγικός ρεαλισμός, όπως αυτός της Λατινικής Αμερικής, που, αν και απολαυστικός, πολλές φορές είναι επαναληπτικός. Ένα μυθιστόρημα το οποίο αγαπώ και με έχει συνεπάρει, το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcίa Ma΄rquez, μου έδωσε την εντύπωση ότι το δεύτερο μισό του είναι επανάληψη του πρώτου μισού.

Ένα ακόμη παράδειγμα: πρόσφατα που ήμουν στη Ρώμη, πήγα με φίλους και είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση του Καλιγούλα του Camus. Αν και για το έργο είχα μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου, γιατί, όταν ζούσα στο Παρίσι, το είχα μάλλον διαβάσει, η πρώτη πράξη με συγκλόνισε. Είναι από τα πιο διεισδυτικά έργα. Είναι ένα έργο που, χωρίς να κάνει ρητορεία και πολιτική, κάνει καταγγελία τού τι μπορεί να είναι μια απεριόριστη δικτατορία, μια απεριόριστη τυραννία, η οποία, βεβαίως, δεν είναι πλέον του Καλιγούλα μόνο αλλά και όλων των σύγχρονων δικτατόρων. Ύστερα, όμως, ήλθε η δεύτερη πράξη, που την αισθάνθηκα ως επανάληψη της πρώτης. Εκεί ήταν τα υπερβολικώς λεχθέντα. Ο Camus τα είχε ήδη πει όλα σε μία πρώτη πράξη.

Κάποιες φορές, επομένως, χρειάζονται και στο μυθιστόρημα τα μη λεχθέντα, για να γίνει η λογοτεχνική συμπύκνωση του έργου. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτό το σημαντικό που το έχει ήδη πει ο Αριστοτέλης και εμείς το επαναλαμβάνουμε πιο απλά, θεωρώντας το κάτι τετριμμένο, ενώ είναι η υπέρτατη αρχή της τέχνης: ένα έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Διαφορετικά, δεν υπάρχει. Όπως γνωρίζετε, μάλιστα, όσοι γράφετε, το δυσκολότερο πράγμα είναι το τέλος. Το πώς να τελειώσεις κάτι.
Ένα άλλο σημείο για τα μη λεχθέντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και το εξής: οι συγγραφείς, ενώ στο έργο τους αφαιρούν αυτά που θα ήθελαν να πουν, αυτά που είπε ο ταπεινός υπάλληλος στον διευθυντή, γιατί το «μπλέξιμο» θα ήταν και με τον εαυτό τους και με τους άλλους, όσο ήταν και εκείνου του φουκαρά του υπάλληλου, αυτά τα αφαιρεθέντα δεν τα απορρίπτουν πλήρως. Τα αποτυπώνουν αλλού. Ο Ρίτσος πάντα μου έλεγε: «Απ’ ό,τι γράφεις πρέπει πάντα να αφαιρείς τα μισά. Αλλά να μην τα πετάς. Να τα κρατάς, γιατί αργότερα μπορεί να αντλήσεις κάτι από εκεί».

Τελικώς, τα μη λεχθέντα μπορούν να γίνουν λεχθέντα, αλλά περιθωριακώς λεχθέντα, στα ιδιωτικά κείμενα. Τέτοια κείμενα είναι οι επιστολές, κυρίως, οι οποίες απευθύνονται σε ένα μόνο πρόσωπο. Είναι άλλο θέμα αν ο παραλήπτης τις κοινοποιεί. Όμως αυτός που γράφει μια επιστολή δεν τη γράφει για να κοινοποιηθεί γι’ αυτό και εκεί βάζει μη λεχθέντα της καθημερινότητάς του. Αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει στα προσωπικά ημερολόγια των ανθρώπων, τα οποία είναι γεμάτα από μια μεγάλη σειρά μη λεχθέντων δημόσια.

Η παρουσία των μη λεχθέντων παίζει μεγάλο ρόλο και σε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος –σε μας δεν είναι ανεπτυγμένο, αλλά σε άλλες χώρες είναι–, τις αυτοβιογραφίες. Στις αυτοβιογραφίες εμφανίζεται πληθώρα μη λεχθέντων. Ούτε και εκεί, όμως, μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, διότι τα μη λεχθέντα είναι και αυτά διπλά: είναι τα μη ειπωθέντα και τα μη γραφέντα. Κάποιες φορές, υπάρχουν ειπωθέντα που δεν γράφονται. Αλλά αυτά τα μη γραφέντα είναι ταυτόχρονα και λεχθέντα και μη λεχθέντα. Εδώ, δηλαδή, εμφανίζεται και πάλι το πρόβλημα των πολλαπλών λογοκρισιών. Διότι, όπως είπαμε, είναι πολλές οι λογοκρισίες που υπάρχουν. Είναι η εξωτερική, η εσωτερική, η ψυχολογική, η συνειδητή, η υποσυνείδητη και ούτω καθεξής.

Αλλά και η ελλειπτικότητα στην ποίηση, η οποία, στα έτη του ’30, λόγου χάρη, θεωρήθηκε βασικό στοιχείο του ποιητικού λόγου, πολλές φορές οδηγεί σε μια υπερβολή των μη λεχθέντων, σε μια υπερβολή ανάθεσης της ευθύνης στον αναγνώστη να αναπληρώσει τα μη λεχθέντα. Θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι τα μη λεχθέντα ενός υποκειμένου δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τα άλλα υποκείμενα, γι’ αυτό και, πολλές φορές, δημιουργούνται παρερμηνείες και παρανοήσεις. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, στη διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων από τις διαφορετικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Διότι η συνείδηση, όσο και αν οι άνθρωποι συμπίπτουν ιδεολογικά ή πολιτικά, ευτυχώς, δεν γίνεται ποτέ μονολιθική και ενιαία. Έτσι, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως Α ο άλλος το αντιλαμβάνεται ως Ω, ως το αντίθετό του.

Κατά την άποψή μου, μια τέχνη που μπορεί να συλλάβει τα μη λεχθέντα είναι η ζωγραφική. Σε ορισμένα πορτρέτα ανακαλύπτεις μη λεχθέντα που δεν τα έχει πει ούτε το ίδιο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Στις άλλες τέχνες είναι δύσκολο να γίνει, διότι, στον βαθμό που γίνεται, γίνεται για συμβολικά και όχι για πραγματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, ειδικά στο μυθιστόρημα, βλέπεις ότι κάθε τόσο αποκαλύπτονται από τους ήρωες μη λεχθέντα. Αυτά, όμως, αφορούν τους φανταστικούς ήρωες κάποιου έργου και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Στη ζωγραφική, αντιθέτως, βλέπεις πρόσωπα και διαπιστώνεις πόσα φοβερά μη λεχθέντα είχαν. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει στη μεγάλη ζωγραφική και, κυρίως, στη ζωγραφική της Αναγέννησης. Για παράδειγμα, στον Ticiano, τον El Greco ή τον Velazquez. Όλοι αυτοί οι άγιοι ή οι συγκεκριμένοι πρίγκιπες και καρδινάλιοι τους οποίους ζωγραφίζουν έχουν ατέλειωτα μη λεχθέντα. Από τη μοντέρνα ζωγραφική, πάντως, αυτό το έχω δει πολύ χαρακτηριστικά στον Picasso. Αναφέρω ως παράδειγμα τη σειρά των πορτρέτων που έχει κάνει για την Dora Maar –Η γυναίκα που κλαίει, Η γυναίκα που γελάει–, όπου βλέπεις πάρα πολλά μη λεχθέντα.

Επανερχόμενος στον ποίηση, νομίζω ότι, τελικά, η ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου αντί να οδηγεί σε μια συγκινησιακή συμπύκνωση, πολλές φορές, οδηγεί σε μια ακύρωση του αφηγηματικού –δηλαδή του λεχθέντος– στοιχείου που, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο και στον ποιητικό λόγο. Δεν υπάρχει ποίημα το οποίο μπορεί να επιβιώσει, αν δεν λέει κάτι, και αν αυτό το κάτι δεν γίνει λεχθέν. Αν λόγου χάρη ο Καβάφης επιβιώνει τόσο έντονα, είναι γιατί σε κάθε ποίημά του λέει κάτι.

Η σουρεαλιστική ποίηση, καταργώντας τους φραγμούς και τα φίλτρα, κυρίως διά της αυτόματης γραφής, ήθελε να απελευθερώσει το εγκλεισμένο στο υποσυνείδητο μη λεχθέν, ακόμα και το μη συνειδητοποιηθέν, και να τα κάνει να λεχθούν. Οι σουρεαλιστές διάλεγαν μια τυχαία λέξη από ένα τυχαίο κείμενο –ο όρος ντανταϊσμός από μια τυχαία λέξη φτιάχτηκε– και ξεκινώντας από αυτήν έγραφαν αυτοματικά, χωρίς αυτοέλεγχο και χωρίς να σταματούν σ’ ένα καθορισμένο τέρμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια σειρά από πράγματα, τα οποία λόγω του εγκλεισμού τους στο υποσυνείδητο έμεναν ανείπωτα, γίνονταν –υποτίθεται– ειπωμένα. Εντούτοις ουδείς υπερρεαλιστής ετύπωσε τα ποιήματά του σ’ αυτή την αρχική, ακατέργαστη μορφή. Για να αποκτήσουν ποιητική υπόσταση όλοι τα ξαναδούλευαν. Βεβαίως, μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλές φορές έβγαιναν φοβερές επινοήσεις, φοβερά ευρήματα. Αλλά εάν αυτό το εγχείρημα δεν αποκτούσε αρχή, μέση και τέλος, δεν γινόταν ποίηση.

Όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς μου, έχω περάσει και εγώ από τη γοητεία του σουρεαλισμού. Αυτή την άσκηση, αυτό το πείραμα το έκανα συστηματικά δύο φορές στη ζωή μου. Τη μία, μαζί με άλλους φίλους στην εξορία, στις αρχές των ετών ’50. Βέβαια δεν λέγαμε παραέξω πως κάναμε μια σουρεαλιστική απόπειρα γιατί εκεί ο σουρεαλισμός ήταν και ως όρος ακόμα καταδικασμένος. Την άλλη ήταν στο Παρίσι, στις αρχές του ’60, όπου νόμιζα ακόμη ότι είχα απαλλαγεί από πνευματικούς –κοινωνικοπολιτικής πηγής– καταναγκασμούς. Όμως όλα εκείνα τα γραφτά έγιναν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία και, κυρίως, για μεγαλύτερη μετατροπή των έως τότε μη λεχθέντων σε λεχθέντα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο βλέπω την αναγκαιότητα του πλήρως λεχθέντος. Ταυτόχρονα βλέπω τη λειτουργία τού μη λεχθέντος ως συμπλήρωμα και όχι ως ακύρωση, ως υποβοήθηση και όχι ως μείωση του λεχθέντος.

Η ποίηση, βεβαίως, σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει ένα πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές τυραννιών, δικτατοριών, καταπιέσεων και μεγάλων λογοκρισιών: με τον συμβολικό λόγο της και με τα σχήματά της, κυρίως τη μεταφορά και την αλληγορία, μπορεί να πει έμμεσα περισσότερα πράγματα από ό,τι το μυθιστόρημα, το οποίο είναι αναγκασμένο να τα πει ευθέως, οπότε υπόκειται πολύ περισσότερο στη λογοκρισία. Γι’ αυτό και θα δείτε ότι στις δικτατορίες –όχι ότι χρειαζόμαστε δικτατορίες– περισσότερο ανθεί η ποίηση παρά το μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ποίηση μπορεί να «διαφύγει» περισσότερο. Όταν όμως η λογοκρισία συλλάβει τα μη λεχθέντα που περιέχουν τα λεχθέντα τότε συλλαμβάνονται οι ίδιοι οι ποιητές και κλείνονται σε κάποιο στρατόπεδο για να πεθάνουν, όπως έγινε στην τότε Σοβιετική Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Τα μη λεχθέντα της ποίησης πολλές φορές γίνονται λεχθέντα μέσω της χρησιμοποίησης συμβόλων. Από τη στιγμή που στον λόγο υπάρχει σύμβολο, υπάρχει ταυτόχρονα και λεχθέν, το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις τι συμβολίζει, άρα να βρεις το μη λεχθέν. Γι’ αυτό και το σύμβολο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σε οδηγήσει, όπως είπαμε, σε παρερμηνείες. Αλλά και το σύμβολο είναι κάτι διπλό. Είναι άλλο πράγμα ένα έργο το οποίο καταλήγει να γίνει σύμβολο –ο Οιδίποδας έγινε εκ των υστέρων σύμβολο· δεν τον δημιούργησε ο Σοφοκλής, για να φτιάξει ένα σύμβολο– και άλλο ένα σύμβολο που το παίρνεις εκ των προτέρων, για να το επιβάλεις ως έργο. Και θα δείτε ότι μια πολυάριθμη, αλλά κακή λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα ήταν η λογοτεχνία των συμβόλων και, κυρίως, των πολιτικοκοινωνικών συμβόλων.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο. Και στην ποίηση υπάρχει η δυνατότητα να ακούγεται και «άλλη φωνή», μόνο που τότε η ποίηση τείνει να γίνει επική, ενώ, αν θέλετε, ο νόμιμος απόγονος του έπους είναι το μυθιστόρημα. Στον προηγούμενο αιώνα, πάντως, είχαμε εκτεταμένα ποιήματα, του Ρίτσου, του Neruda και του Hikmet, με ήρωες, με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές φωνές, αλλά παρέμεναν βαθύτατα ποιητικά. Αυτό, όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς. Στην ποίηση, άλλωστε, όλα είναι δύσκολα.

Κλείνοντας το κομμάτι της ποίησης, θα ήθελα να προσθέσω και το εξής: είναι γεγονός ότι, με βάση όσα είπαμε για τις δυσκολίες που εμπεριέχουν τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα του ποιητικού λόγου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι καλό θα ήταν ο ποιητής να μην απευθύνεται προς κάποιο κοινό αλλά να κρατά τα έργα του «στο συρτάρι». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Διότι δεν υπάρχει λογοτεχνικός λόγος, αν ο δημιουργός γράφει μόνο για τον εαυτό του. Για το θέμα αυτό θα σας αναφέρω μια άλλη ιστορία, πραγματική, που παραθέτει ο Claudio Magris στο θαυμάσιο βιβλίο του Δούναβης, όπου αφηγείται την ιστορία των χωρών και των πόλεων που διασχίζει ο Δούναβης, από τη Γερμανία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα όπου καταλήγει.

Σε μια πόλη από όπου περνά ο Δούναβης, λέει ο Magris, μια πόλη της Βαυαρίας, υπήρχε ένα θέατρο ποικιλιών της εποχής. Μιλάμε για το 1700. Κάποια μέρα, παρακολούθησε στο θέατρο αυτό την παράσταση ο βαρόνος Βίλμερ, ο πλουσιότερος τραπεζίτης της Γερμανίας και αυτοκρατορικός σύμβουλος. Εκεί μαγεύτηκε από τη Μαριάννα, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε ετών, το οποίο χόρευε, έκανε ακροβατικά, τραγουδούσε, κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσει ο βαρόνος τη Μαριάννα, πληρώνοντας και τον θιασάρχη και τη μητέρα της –έτσι έπρεπε, για να του τη δώσουν– και την πήρε στο μέγαρό του στη Φρανκφούρτη. Εκεί της έφερε τους καλύτερους δασκάλους της Γερμανίας, τη μόρφωσε, και η Μαριάννα, μεγαλώνοντας, έγινε η ωραιότερη, η πιο μορφωμένη και η πιο έξυπνη γυναίκα όλης της Γερμανίας. Ήξερε τα πάντα –μουσική, λογοτεχνία, φιλοσοφία– ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια καλλονή.

Όταν η Μαριάννα έγινε είκοσι ενός ετών, ο βαρόνος την παντρεύτηκε, και όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήλθε ο Goethe στη Φρανκφούρτη, τη γενέτειρά του, από τη Βαϊμάρη, όπου έμενε. Ο Goethe, γνωστός γυναικοκατακτητής, όπως ξέρετε, ερωτεύθηκε τη Μαριάννα. Ομοίως, και η Μαριάννα ερωτεύθηκε τον Goethe, και ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας παθιασμένος δεσμός –επειδή η κοινωνία τότε ήταν πιο «φιλελεύθερη» από τη σημερινή, ο βαρόνος δεν στενοχωρήθηκε και πολύ–, μέχρι που ο Goethe –ήταν και αυτός σύμβουλος του ηγεμόνα– επέστρεψε στη Βαϊμάρη. Ο έρωτας, όμως, συνεχίστηκε δι’ αλληλογραφίας. Ύστερα από λίγο, ο Goethe εξέδωσε μια λυρική συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Ανατολικό και δυτικό ντιβάνι –τη λέξη ντιβάνι την πήρε από τα περσικά, και σημαίνει ποιητική ανθολογία, διότι εκεί διάβαζαν τα ποιήματα καθισμένοι σε ντιβάνια. Αμέσως χαλάει ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Όλοι λένε: «Ο νέος Goethe, η νέα φάση του Goethe, μετά τον Φάουστ, ο λυρικός, ο ερωτικός Goethe…».

Περνούν και άλλα χρόνια, και κάποτε πεθαίνει ο Goethe. Αργότερα πεθαίνει και η Μαριάννα Βίλμερ, η οποία, όμως, είχε κρατήσει το αρχείο της. Εκατό χρόνια αργότερα, κάποιος Γερμανός φιλόλογος μελέτησε αυτό το αρχείο και ανακάλυψε ότι τα ωραιότερα ποιήματα στη λυρική συλλογή του Goethe ήταν ποιήματα της Μαριάννας τα οποία του έστελνε με τα γράμματά της, και τα οποία πήρε ο Goethe και τα δημοσίευσε ως δικά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει ο Magris, η Μαριάννα δεν έχει καμία θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Διότι, για να έχεις θέση στη λογοτεχνία, πρέπει να δημοσιεύσεις, να εκτεθείς ώστε να ενταχθείς στη λογοτεχνία.

Το φαινόμενο της Μαριάννας Βίλμερ, δηλαδή το ότι έγραψε μερικά πολύ ωραία ποιήματα, έχει μόνο υπαρξιακή σημασία. Διότι αυτά τα ποιήματα δεν εντάχθηκαν με το όνομά της μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνίας. Επομένως, μπορεί κάποιος να γράψει το αριστουργηματικότερο ποίημα, αλλά, αν αυτό μείνει «στο συρτάρι», είναι σαν να μην το έγραψε.

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν και σε μας, περιστατικά που είναι ελάχιστα γνωστά. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μακρής, που πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος από εσάς τον έχει γνωρίσει. Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Εγώ τον είχα δει στο Παρίσι, σε ένα μάθημα του πατέρα, τότε, της κοινωνιολογίας, του Gurvitch, στη Σορβόννη, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή ανέλυε τον Hegel. Κατά τη συζήτηση, πήρε τον λόγο ο Γιώργος Μακρής και είπε: «Κύριε καθηγητά, αυτό που αναφέρατε από τον Hegel δεν είναι στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Είναι στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του δικαίου, στο δεύτερο κεφάλαιο». Και ο Gurvitch έμεινε εμβρόντητος. Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας ωκεανός γνώσεων, σκέψεων, στοχασμών και αδιεξόδων. Αυτός ο άνθρωπος πραγματοποίησε και την πιο «ωραία αυτοκτονία» που έχει γίνει ποτέ. Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, και ο θυρωρός τον ενημέρωσε ότι έχει κάποια αλληλογραφία. Εκείνος απάντησε ότι ανεβαίνει πρώτα στο σπίτι και ότι θα κατέβει αμέσως να την παραλάβει, αλλά σε λίγο ο θυρωρός άκουσε τον γδούπο από την πτώση του.

Όλα αυτά τα περιστατικά σας τα αναφέρω, διότι φίλοι του Γιώργου Μακρή, χρόνια μετά τον θάνατό του, δημοσίευσαν ποιήματά του της περιόδου 1939-1940, τα οποία εξέφραζαν, πρωτοποριακά θα έλεγα, τη σουρεαλιστική αντίληψη για την ποίηση. Εντούτοις, τα ποιήματα αυτά δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λογοτεχνία. Εάν είχαν δημοσιευθεί τότε, εάν τότε είχαν γίνει λεχθέντα, θα έπαιζαν ρόλο. Το ότι δημοσιεύθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα είναι, απλώς, κάτι το συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Μακρή. Εγώ ευχαριστήθηκα που τα είδα, αλλά αυτό αφορούσε εμένα και πέντε ανθρώπους ακόμη που τον θυμούνταν. Για να παίξει ρόλο το παραμικρό, πρέπει να ενταχθεί στις κοινωνικές διαδικασίες και συγκρούσεις. Διαφορετικά, ως μη λεχθέν παραμένει μια εντελώς προσωπική και άνευ γενικότερης σημασίας υπόθεση.

Συγκεφαλαίωση

Κλείνοντας το θέμα των λεχθέντων και μη λεχθέντων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και συγκεφαλαιώνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, θα επαναλάβω ότι, σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση είναι ένα ειλητάριο που ανοίγει, και εκεί βλέπεις ποια είναι τα λεχθέντα και ποια τα μη λεχθέντα.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης είναι η συγκινησιακή αλλά και η νοηματική της συμπύκνωση, ενώ, αντίθετα, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αναλυτικό και αφηγηματικό.

Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση είναι ότι το μυθιστόρημα θέτει τα προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς να θέτει προβλήματα. Από τον Balzac, τον Stendhal και τον Ντοστογιέφσκι, έως δύο εξαιρετικές μυθιστοριογράφους που έχουμε σήμερα στην αίθουσα, τη Ρέα Γαλανάκη και την Άλκη Ζέη, στα μυθιστορήματά τους τίθενται προβλήματα. Η ποίηση, αντιθέτως, αναζητεί απαντήσεις αλλά για προβλήματα και ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.

Ένας μεγάλος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, ο Georg Lukacs, είχε πει ότι η φιλοσοφία δίνει απαντήσεις, ενώ το δοκίμιο θέτει ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, ενώ η ποίηση είναι πιο κοντά στη φιλοσοφία. Αλλά όχι τόσο κοντά, διότι η φιλοσοφία, αντίθετα με την ποίηση, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Οπωσδήποτε, όμως, όταν μιλάμε για τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα στην πεζογραφία και την ποίηση, πρέπει πρωτίστως να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση, τη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό και τον λογοτεχνικό λόγο, διότι είναι δύο σφαίρες που, ενώ είναι διαπλεκόμενες, είναι ταυτόχρονα και χωριστές.

Στον καθημερινό λόγο υπάρχει το πρόβλημα της –καμιά φορά και αναγκαίας– υπερβολής λεχθέντων. Στον λογοτεχνικό λόγο, πολλές φορές, είναι αναγκαία η υπερβολή των μη λεχθέντων. Και αυτό όχι με την έννοια της αυτολογοκρισίας αλλά με την έννοια της αφαίρεσης του περιττού στοιχείου, όπως ακριβώς και στη γλυπτική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ουσία του έργου της τέχνης.


(*)
Ομιλία στο Αιγινήτειο, τη χρονιά 2011-2012 στο πλαίσιο ομιλιών με τίτλο «Ιδιότυποι λόγοι». Το κείμενο του Τίτου Πατρίκιου θα εκδοθεί με άλλα κείμενα- ομιλίες προσεχώς από τις εκδόσεις Συνάψεις  και τη Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών


--------------------------------
Πηγή: oanagnostis

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.