Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνης Μίσσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνης Μίσσιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Ο Χρόνης Μίσσιος ως φάρος στον δρόμο της Αριστεράς προς την Οικουμενικότητα - Του Γιάννη Μακριδάκη

Παρασκευή, Οκτωβρίου 02, 2015
Ο Χρόνης Μίσσιος ως φάρος στον δρόμο της Αριστεράς προς την Οικουμενικότητα - Του Γιάννη Μακριδάκη

Το προλογικό σημείωμα στην επετειακή έκδοση του βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς", που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γράμματα.


“… στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο περιβάλλοντα:

Το ένα είναι το φυσικό περιβάλλον και το άλλο είναι το κοινωνικό περιβάλλον, το ανθρώπινο περιβάλλον.

Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός, ότι το ανθρώπινο περιβάλλον είναι οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο και δρα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον. Συνεπώς για να διατυπώσουμε ένα οικολογικό αίτημα, που θα σημαίνει την σωτηρία του πλανήτη και συνεπώς της ζωής πάνω σε αυτόν, πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε πως θα ανατρέψουμε τις πρακτικές που οδηγούν στην καταστροφή του και πως θα οδηγηθούμε σ’ έναν βαθύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό, ο οποίος θα αποκαταστήσει τη φυσική σχέση του ανθρώπου με τη φύση”.

στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, 

“Σήμερα ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει Αριστερά. Αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι Αριστερά δεν παράγει τίποτα, ούτε καν πολιτικό πολιτισμό».
Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη και συμπεριφορά”

Συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου στον Άρη Παπασταθη,για την εφημερίδα το Βήμα, της 20ης Ιουνίου του 2010

Δεν ήταν ούτε ο πολυτάραχος βίος του αγωνιστή, ούτε το πεζογραφικό του έργο αλλά αυτές οι φράσεις του Χρόνη Μίσιου (οι οποίες με τσίγκλισαν από τότε που τις πρωτοδιάβασα λόγω του ότι περιέγραφαν επακριβώς τα όσα είχα σκεφτεί και νιώσει κι εγώ για τη  ζωή και την πολιτική), που με έκαναν να δεχτώ το βαρύ φορτίο το οποίο μου εμπιστεύτηκε η Ρηνιώ με την τιμητική της πρόταση να γράψω ένα  σημείωμα για την παρούσα επετειακή έκδοση.

Η σκέψη και η φιλοσοφία που ανέπτυξε ο Χρόνης κατά την τελευταία περίοδο του βίου του, η ολιστική ματιά και προσέγγιση στο οικοσύστημα σε συνάρτηση με τον διαρκή αλλά πλέον σημαντικό στις μέρες μας πολιτικό προβληματισμό περί της υπόστασης και του ρόλου της αριστεράς στην καταναλωτική – καπιταλιστική εποχή  είναι κατά τη γνώμη μου η παρακαταθήκη που μας άφησε αναχωρώντας από τη ζωή.

Έχοντας λοιπόν απόλυτη σχέση με τη γη ο Μίσσιος μπόρεσε να διακρίνει και να έρθει σε επαφή με τη ρίζα όλων των σύγχρονων προβλημάτων της ανθρωπότητας, η οποία είναι η φαινομενική μεν έξοδος και απομάκρυνση του σύγχρονου ανθρώπου από το Οικοσύστημα, με ουσιαστική όμως την αποξένωσή του από Αυτό ένεκα της εισόδου του και του εγκλεισμού του, ολοένα και πιο “αεροστεγώς”, στο Χρηματοοικονομικό σύστημα.

Φαινομενική η έξοδος διότι ο άνθρωπος ως φυσικό ον ορίζεται και διέπεται από τους Νόμους και τους Ρυθμούς του Οικοσυστήματος, δηλαδή του μοναδικού αληθινού και τέλειου, ως αυθύπαρκτου, συστήματος, τους οποίους Νόμους και Ρυθμούς εξ ορισμού του ο άνθρωπος όπως και κάθε φυσικό ον δεν είναι φυσικά ικανός ούτε να παραβεί ούτε να παραβιάσει άρα δεν είναι δυνατόν ποτέ να απομακρυνθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από το Αυτό. Παρ' όλα αυτά ο σύγχρονος άνθρωπος - καταναλωτής έχει στερήσει από τον εαυτό του την άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση και “ζει” πλέον σαν να μην είναι πλάσμα φυσικό αλλά ως ένας μηχανικός, άλλοτε και ψηφιακός, απομυζητής του Οικοσυστήματος. Αυτοπεριορισμένος σε περιβάλλοντα  αφύσικα, ενός συστήματος επινοημένου από τον ίδιον, άρα ατελούς και πλάνου, έχει στόχο “ζωής” μιαν αέναη ανύπαρκτη ανάπτυξη, με εργαλείο τη συνεχή κυκλοφορία του χρήματος, το οποίο έχει ορίσει ως πλούτο, εξ ου και η βάση της πλάνης του.

Ζει λοιπόν πλέον ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα σε ένα μικρό υποσύνολο του γενικού συνόλου, το οποίον όμως θεωρεί, πλανεμένος ων, ως το Όλον και αυτό έχει αποτέλεσμα αφενός να μη γνωρίζει πια και να μη μπορεί να αντιληφθεί τις αξίες τις πραγματικές, άρα ούτε τις συνέπειες επ' αυτών της κάθε μικρής και μεγάλης καθημερινής του πράξης, αφετέρου δε να έχει μεταβεί σε ένα δικής του έμπνευσης αντεστραμμένο αξιακό σύστημα με βάση το οποίο πορεύεται εκβιάζοντας συνεχώς τους φυσικούς ρυθμούς και νόμους, καταναλώνοντας εντατικά τους πόρους του πλανήτη και επιζητώντας μιαν ανάπτυξη ανυπόστατη, ως ορισμένη πέραν της μοναδικής υφιστάμενης, που δεν είναι άλλη από την αργή φυσική ανάπτυξη, μετατρέποντας συνεπώς την ύπαρξή του επί της γης σε Ύβρη και τις πράξεις του σε δαμόκλειες σπάθες , οι οποίες μέσα από τις χαοτικές διαδικασίες των δυνάμεων και των δυναμικών που συνθέτουν το Οικοσύστημα, επιστρέφουν στο μέλλον πολλαπλάσιες και καταπίπτουν επί της ίδιας της κεφαλής αυτού.

Έτσι, καταναλώνοντας άκριτα και ρυπαίνοντας ταυτοχρόνως αδιάκριτα το φυσικό περιβάλλον, το καθιστά ο σύγχρονος άνθρωπος - καταναλωτής ολοένα φτωχότερο και πιο υποβαθμισμένο αφού από τη μια απομυζεί καθημερινά δίχως να τον  αναπληρώνει στο παραμικρό, τον μοναδικό πραγματικό του πλούτο, δηλαδή τους καρπούς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) των πλασμάτων και τους φυσικούς πόρους, τους οποίους διεκδικεί μοναχά για τον εαυτό του, και από αρχέγονα αγαθά κοινοκτημοσύνης όλων των πλασμάτων τους εκχυδαϊζει καθιστώντας αυτούς αγοραία εμπορεύματα, από την άλλη δε, με την πρακτική του αυτή εξαφανίζει δια παντός και με ρυθμούς εντατικούς τα άλλα έμβια είδη, με αποτέλεσμα να οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια προς τον ευτελισμό της ίδιας του ζωής και του Είναι του, τον τελικό κανιβαλισμό και την αυτοκαταστροφή.

Μόνον ένας άνθρωπος που μπορεί να αφουγκράζεται αληθινά τη γη, ένας άνθρωπος που έχει νιώσει τη φυσική του υπόσταση, τη θέση και τον ρόλο του ανάμεσα στα άλλα πλάσματα και τους φυσικούς πόρους, ένας άνθρωπος που έχει κατακτήσει την ωριμότητα, έχει κατανοήσει και νιώσει δηλαδή τη ματαιότητα της εκβίασης των ρυθμών της φυσικής ανάπτυξης, έχει βάλει δε στόχο ζωής να μην αλλοτριωθεί από το σύστημα, να μην το αποδεχτεί και εγκλωβιστεί εντός του αλλά να αντισταθεί αγωνιζόμενος καθημερινά για τις πραγματικές αξίες και να συμβάλλει έτσι με την προσωπική του στάση ζωής στην αλλαγή πορείας της ανθρωπότητας, την οποίαν αντιλαμβάνεται φυσικά ως ενιαίο σύνολο στη διάρκεια των αιώνων και συναισθάνεται ότι την εκπροσωπεί και έχει απόλυτη την Ευθύνη των πράξεών της κατά τα λιγοστά, σε σχέση με την ιστορία της και τον ιστορικό χρόνο, έτη του δικού του βίου, μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από τον ανθρωποκεντρισμό που μετατράπηκε πρόσφατα σε ατομοκεντρισμό, να αποδεσμευτεί από τα στενά όρια της πλάνης του, να αποκτήσει ματιά ολιστική και να παράξει φιλοσοφία οικουμενική κάνοντας ταυτόχρονα, με συνέπεια, καθημερινή πράξη τον λόγο του.

Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν προφανώς ο Χρόνης Μίσσιος. Γι' αυτό και δεν δελεάστηκε ποτέ από τις δήθεν αξίες και αξιώματα, δεν “εξαργύρωσε” με θέσεις εξουσίας τους αγώνες του, παρά στάθηκε μέχρι το τέλος του κριτικός απέναντί τους και απέναντι στους φορείς, τους εκφραστές αλλά και τους εν δυνάμει εκφραστές αυτών. Γι' αυτό και δεν ικανοποιήθηκε ποτέ από την Αριστερά, ιδίως αυτή τη σύγχρονη, την αριστερά της καταναλωτικής εποχής, η οποία φαίνεται να μη μπορεί ακόμη, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, να επανακαθορίσει την ταυτότητά της και τον ρόλο της στη “νέα” τάξη πραγμάτων και έτσι πορεύεται κακήν κακώς, από τη μια προσκολημμένη σε ανεπαρκή για την εποχή μας προτάγματα και απ' την άλλη μη διαφέροντας ουσιαστικά από τον νεοφιλελευθερισμό παρά μόνον στο ότι θέτει την (με συστημικά κριτήρια κι αυτή) “ευημερία” των Λαών, έναντι των Αγορών, ως στόχο και ως κίνητρο για τη συνέχιση της ίδιας επιθετικής πολιτικής έναντι της φύσης έως την πλήρη απομύζηση του Οικοσυστήματος.

Ο Μίσσιος ως αγωνιστής της αριστεράς αλλά κυρίως ως άνθρωπος με συναισθηματική νοημοσύνη και πλήρη συναίσθηση της προσωπικής Ευθύνης για την πορεία του κόσμου κατάφερε να φθάσει στο απώτατο σημείο στοχασμού, να δει καθαρά και να υποστηρίξει με τον δικό του τρόπο και λόγο ότι η πλήρης και ολιστική στροφή του ανθρώπου στη φύση είναι η μόνη πολιτική που ενέχει και γεννά ελπίδα για τη συνέχιση της ύπαρξής του επί της γης αλλά και της ζωής στον πλανήτη.

Η σύγχρονη αριστερά οφείλει να μπολιαστεί από τις ιδέες και την παρακαταθήκη που άφησε ο Χρόνης Μίσσιος, να ξεφύγει από το παρελθόν και τις αγκυλώσεις της, να εκσυγχρονιστεί και να αγκαλιάσει τα κινήματα που θέτουν ως πρόταγμα την αλλαγή της θεώρησης, της στάσης ζωής και την επανάστηση του αξιακού μας συστήματος, να μετατραπεί έτσι σε Οικουμενική Αριστερά για να  εκτρέψει την κοινωνία από την Ύβρη και να την οδηγήσει στην μετακαταναλωτική εποχή του σεβασμού της ζωής “απ' όπου κι αν προέρχεται”. Οφείλει να το πράξει στη μνήμη του Χρόνη Μίσσιου και όλων των ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή πιστοί στις αξίες της μέχρι την τελευταία στιγμή τους, αλλά και όλων των πλασμάτων που αφανίστηκαν πέφτοντας θύματα της καταναλωτικής ματαιότητας του σύγχρονου αθρώπου, βεβαίως και για όλα τα έμβια πλάσματα που ζουν στο παρόν αλλά και για αυτά που θα ακολουθήσουν.



--------------

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Μια Μέρα με τον Χρόνη - Του Νίκου Αραπάκη

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014
Μια Μέρα με τον Χρόνη - Του Νίκου Αραπάκη
Πριν λίγα χρόνια, με τη συμβολή μιας φίλης δημοσιογράφου, της Κρυσταλίας Πατούλη, είχα συναντήσει τον Χρόνη Μίσσιο.  Όνειρο ζωής –και δεν είναι υπερβολή. Απ’ όταν διάβασα το «εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και το «χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε» ήθελα να τον γνωρίσω. Βέβαια τότε, περισσότερα από 20 χρόνια πριν, αυτό ήταν κάτι σαν όνειρο θερινής νυκτός. Να, όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι και το όνειρο έγινε πραγματικότητα.

Αφορμή στάθηκε μια εκδήλωση του δήμου όπου κατοικώ, και στην οποία εκδήλωση θέλαμε να συμμετάσχει και να μιλήσει ο Χρόνης. Δεν δέχθηκε, τελικά. Κυρίως διότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια δεν του επέτρεπαν να κάνει πολλά πράγματα. Δέχθηκε όμως να τον δούμε για λίγες ώρες και να συζητήσουμε.

Αυτή την ολιγόωρη συνάντηση θα προσπαθήσω να διηγηθώ. Όχι γιατί συνέβησαν ή μας είπε φοβερά και τρομερά πράγματα. Ο Χρόνης ήταν ανοιχτό βιβλίο, όταν είχε να πει κάτι το έλεγε δημόσια και δεν κρυβόταν. Απλώς, νομίζω ότι έχει αξία να επαναλάβω μερικά απ’ όσα υποστήριζε, τον τρόπο που σκεφτόταν, ψήγματα της νοοτροπίας του.

Για να είμαι ειλικρινής, είχα σκεφθεί να κάνω κάτι ανάλογο όταν έκλεισε ένας χρόνος αφότου έφυγε από τη ζωή. Το μετάνιωσα κατευθείαν. Ένιωσα ότι θα γίνω σαν τις εφημερίδες που, πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια του ο καλλιτέχνης, μοιράζουν τα τραγούδια του, τα βιβλία του κλπ. Κι έτσι το ζήτημα πήρε παράταση. Τώρα όμως, δυο χρόνια μετά το χαμό του, νομίζω ότι είναι μια καλή στιγμή. Αρκετά κοντά, αρκετά μακριά. Επίσης, να σημειώσω ότι, επειδή η μνήμη μου δεν είναι το πιο δυνατό σημείο μου, είναι πιθανό κάποια από όσα θα γράψω να μην είναι απολύτως ακριβή. Όμως, θέλω να πιστεύω ότι ακόμη κι αν κάποια από αυτά που θα γράψω δεν είναι πιστή αντιγραφή των όσων μου είπε, δεν θα τον έχω παρερμηνεύσει. Κι αν κάπου κάνω λάθος, αν μας βλέπει από εκεί ψηλά, ελπίζω στην επιείκειά του.

Τέλη Μάιου 2011. Ένα κυριακάτικο πρωινό, ηλιόλουστο, πήραμε, εγώ και η Μαρία, το δρόμο για το Καπανδρίτι, το μέρος όπου ο Χρόνης ζούσε τα τελευταία αρκετά χρόνια.  Μολονότι ταλαιπωρηθήκαμε λίγο (το σπίτι είναι έξω από οικισμό, απομονωμένο), ρωτώντας δεξιά και αριστερά το βρήκαμε. Μεμιάς ζηλέψαμε το σπίτι του. Όχι γιατί ήταν κάποια βίλα περιωπής, αλλά για το μέρος: καταπράσινο, το σπίτι ζωσμένο από δέντρα και φυτά κάθε λογής. Και ζώα, γάτες, σκυλιά να περιφέρονται εντός της περιφραγμένης έκτασης.

Η σύζυγος του Χρόνη, μια γλυκύτατη γυναίκα με πανέμορφα γαλάζια μάτια, η κυρία Ρηνιώ, μας υποδέχθηκε και μας πέρασε μέσα. Λιτό σπίτι, αλλά πολύ όμορφο, όπως ακριβώς ταιριάζει σε ένα εξοχικό φτιαγμένο με γούστο και μεράκι. Ο Χρόνης καθόταν σε μια γωνιά και έγραφε. Σηκώθηκε, μας καλωσόρισε, και μας ρώτησε αν θέλουμε καφέ. Απαντήσαμε καταφατικά. Η κυρά-Ρηνιώ και η Μαρία πήγαν να φτιάξουν καφέ. Κατευθείαν άφησα επάνω στο γραφείο τα τρία βιβλία του που είχα φέρει μαζί μου για να μου τα υπογράψει (γιατί έφερα τρία βιβλία και όχι ένα, είναι κάτι που ακόμη το ψάχνω). Δυσανασχέτησε: «πολλά είναι. Ώρες θα πρέπει να σκέφτομαι για το τι θα σου γράψω». Τον καθησυχάζω: «Δεν χρειάζεται να αγχώνεστε, το όνομα και η υπογραφή φθάνουν και περισσεύουν». «Στον ενικό», μου λέει, κι αφού παίρνει τα βιβλία σκύβει επάνω τους κι αρχίζει να σκέφτεται τις αφιερώσεις.

Ενόσω έγραφε άρχισα να σκέφτομαι τη σειρά των ερωτήσεων που θα του κάνω. Είχα, βέβαια, φτιάξει ένα σχέδιο στο μυαλό μου, αλλά εκείνη την ώρα είχε καταρρεύσει, σαν να μην είχα σκεφθεί το παραμικρό. Ευτυχώς, όσο δυσκολεύτηκα εγώ να βάλω σε μια τάξη το μυαλό μου, άλλο τόσο δυσκολεύτηκε και αυτός με τις αφιερώσεις. Ήθελε να είναι κάτι πρωτότυπο, πιο προσωπικό και όχι μια «ξύλινη» αφιέρωση που απλώς θα διεκπεραίωνε την υποχρέωση.

Μας έφεραν δυο κούπες με καφέ και χωριστήκαμε. Η Μαρία με την κυρά-Ρηνιώ στο τραπέζι της κουζίνας, εγώ με τον Χρόνη στο γραφείο του. Κατευθείαν άρχισα τις ερωτήσεις. «Γράφεις κάτι τώρα;». Κάτι έγραφε, αλλά δεν ήθελε να μου πει πολλά πράγματα (πολύ θα ήθελα να μάθω εάν το τελείωσε). Κατόπιν άρχισα να τον ρωτάω για τα προηγούμενα βιβλία του. Πώς αποφάσισε να γράψει, αν περίμενε την τόση επιτυχία, αν το γράψιμο άλλαξε τη ζωή του;

Αρχίσαμε, αμφότεροι, να χαλαρώνουμε. Η επιφυλακτικότητα αντικαθιστούταν αργά αλλά σταθερά από μια συζήτηση χαλαρή, χωρίς το φόβο πως κάτι απ’ όσα είπες ή θα πεις θα παρεξηγηθεί. Κάποια στιγμή τον ρωτάω για τα χρήματα που εισέπραξε από τα βιβλία του. Με δεδομένο πως ήταν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες τα αντίτυπα που πουλήθηκαν, και τα χρήματα θα ήταν ανάλογα. Ποτέ δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα. Έτσι μου απάντησε. Πήρε βέβαια κάτι ψιλά, αλλά όχι σπουδαία πράματα. Άλλοι έχτισαν σπίτια απ’ τα βιβλία του… Αλλά δεν τον πείραξε. Έγραφε διότι αισθανόταν την ανάγκη να το κάνει και όχι για τα χρήματα.

Τον παρατηρώ: μιλάει αργά, λες κουρασμένα. Στην αρχή υπέθεσα ότι είναι επιφυλακτικός, ότι δεν θέλει να πει κάτι που θα το μετανιώσει. Κατόπιν κατάλαβα ότι ο χρόνος είχε βαρύνει στους ώμους του. Σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση της υγείας του, όλα τα έκανε πιο αργά.

Περνάμε στα πολιτικά. Τον ρωτάω πως βλέπει την κατάσταση. «Σκατά, μας έχουν κυκλώσει από παντού. Δεν βλέπεις πού μας οδηγούν;». Για τον Χρόνη ο μεγάλος εχθρός ήταν ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η αποκοπή από τη φύση. Όσοι έχουν διαβάσει τα –τελευταία ιδίως– βιβλία του θα έχουν καταλάβει πως ο Χρόνης, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε ασπαστεί την οικολογία. Πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει στη φύση και όχι κλεισμένος σε τσιμεντένια κουτιά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε σβήσει το επαναστατικό του παρελθόν. Άλλες συνθήκες, άλλες ανάγκες. Έτσι μου είπε. Τώρα, όμως, η επανάσταση πρέπει να είναι διαφορετική, πρέπει να παλέψουμε τον εχθρό μας με τα όπλα του. Να, δες για παράδειγμα τους πιτσιρικάδες που τα σπάνε και τα καίνε. Θα έπρεπε την οργή τους να την διοχετεύουν δημιουργικά. Θέλεις να κάνεις τον επαναστάτη; Αντί να κάψεις την τράπεζα, κλέψε τα λεφτά της και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Κι όταν λέω κλέψε, δεν εννοώ με πιστόλια, αλλά με την τεχνολογία. Βρες έναν τρόπο να τους παίρνεις τα λεφτά αναίμακτα. Μπες στο σύστημά τους και σήκωσέ τα όλα…

Μα γίνονται αυτά; Θα αναρωτηθεί κάποιος. Για τον Χρόνη, που πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή και την παρανομία παλεύοντας για τις ιδέες του, όλα γίνονται. Όλα είναι στο μυαλό του ανθρώπου. Αλλά ακόμη κι αν δεν τα καταφέρεις, το ταξίδι, όπως είπε και ο ποιητής, πολλές φορές έχει μεγαλύτερη αξία από τον προορισμό. Κι ας μην το γνωρίζεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού…
 ”Βγάλαμε τους Θεούς από τη Φύση για να την κακοποιούμε χωρίς ενοχές”. Το σημείωμα-αφιέρωση του Χρόνη Μίσσιου προς τον Νίκο Αραπάκη και τη σύντροφό του Μαρία.
Επιμένω στο ίδιο μοτίβο, προσπαθώ να του εκμαιεύσω τον τρόπο που θα σώσουμε τον κόσμο. Επιμένω, ότι η αποκτηθείσα μέσα από τις κακουχίες και τους αγώνες σοφία του θα έχει τη λύση. Με αφήνει να μιλώ χωρίς να επεμβαίνει. Μέχρι που κάποια στιγμή με κοιτά στα μάτια; «ρε μαλάκα, τον ρώτησες τον κόσμο εάν θέλει να σωθεί;». Κατεβάζω το κεφάλι. Όχι για το «μαλάκα», που ήταν περισσότερο δείγμα εγκαρδιότητας, όσο για το συμπέρασμα: ο κόσμος δεν θέλει να σωθεί. Επιλογή του είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα. Κι αυτό που συνέβαινε χθες, προχθές… Ίσως λίγο ισοπεδωτικό, αλλά αποκομμένο από την πραγματικότητα δεν το λες.

Αρχίζει να βάλλει εναντίον του ανθρωποκεντρισμού, τον οποίον, οι περισσότεροι, έχουμε μπερδέψει με τον ανθρωπισμό. Όπως πασχίζουμε για τον άνθρωπο, έτσι πρέπει να πασχίζουμε και για τη φύση, τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα. Η ένταση της φωνής του ανεβαίνει έναν τόνο. Το ζήτημα τον αγγίζει όσο κανένα άλλο. «Αν είναι να σώσουμε τους ανθρώπους και να καταστρέψουμε όλα τα άλλα, μη σώσει ποτέ και σωθούμε».
Φιλαράκια κάποτε σ’αυτόν τον τόπο ήταν δύσκολο να παραμείνεις άνθρωπος
Περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο. Τον ρωτάω για τη συγγραφή, τη σχέση του με τη λογοτεχνία. Τι διαβάζει, ποιους συγγραφείς αγαπάει. Τους κλασικούς, μου απαντά, αλλά διαβάζει χωρίς ταμπέλες. Ό,τι του κεντρίσει το ενδιαφέρον το πιάνει στα χέρια του. Το διάβασμα είναι φίλος. Τα χρόνια της φυλακής, της απομόνωσης του κράτησε την καλύτερη παρέα. Ήταν ένας τρόπος να κρατά επαφή με τον πραγματικό κόσμο, να μαθαίνει, να ενημερώνεται, να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Διότι, κι αυτό μου το τόνισε πολλές φορές, αν δεν καταφέρουμε να βελτιώσουμε τους εαυτούς μας, δεν θα καταφέρουμε να αλλάξουμε, προς το καλύτερο, τίποτα.

Συνεχίζουμε να συζητάμε γύρω από τα βιβλία. «Η τέχνη για την τέχνη ούτε με αφορούσε ούτε με αφορά», μου λέει κάποια στιγμή. Εγώ γράφω για να αφυπνίσω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, τον κόσμο». Με προβληματίζει. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να αποκωδικοποιήσω αυτό που μου είπε, αλλά δεν τον έχω. Συνεχίζει να μιλά και περνά από το ένα θέμα στο άλλο. Τον αφήνω. Ποιος ο λόγος να κατευθύνω εγώ τη συζήτηση;

Περνάμε στα της κρίσης. Τρόικες, νούμερα, ελλείμματα…  Δεν τον πολυενδιαφέρουν. Του κάνω λόγο για την «κοινή λογική», την έλλειψη διαφωτισμού και διάφορα τέτοια, που τότε ήταν της μόδας και τα συζητούσαμε συνεχώς. Με διακόπτει και μου δείχνει με το χέρι έξω από τα παράθυρο: «Βλέπεις αυτή τη ροδιά; Από τη μέρα που την έβαλα ήταν ασθενική. Περιποίηση, φάρμακα, νερό, όλα της τα έδινα σε αφθονία. Αυτή, όμως, τίποτα, να πηγαίνει όλο και χειρότερα. Έφαγα τα λυσσακά μου να βρω τι φταίει, αλλά δεν τα κατάφερα. Ώσπου μια μέρα, βραδάκι για την ακρίβεια, κάθομαι δίπλα της κι άρχισα να της μιλάω. Να της λέω πόσο σημαντική είναι για μένα, πόση σημασία έχει να γίνει καλά, να ανθίσει, να βγάλει καρπό, πόσο χαρούμενο θα με κάνει εάν τα καταφέρει. Και, ω του θαύματος, την άλλη μέρα άρχισε να παίρνει τα πάνω της. Σε ένα μήνα είχε φουντώσει και θεριέψει. Η χαρά του Χρόνη απερίγραπτη. Μου το έλεγε και γελούσε σύγκορμος.

Για να είμαι ειλικρινής αυτή η, κατά κάποιο τρόπο, μεταφυσική προσέγγιση με ξένισε λίγο. Το κατάλαβε: «Άκουσε, ζωή με μόνο εργαλείο τον ορθό λόγο και χωρίς συναίσθημα, δεν μπορεί να υπάρξει. Η ζωή θέλει και λίγο παραμύθι. Είναι το μπαχάρι που νοστιμεύει το φαγητό. Χωρίς αυτό, θα παραφρονήσουμε όλοι. Αυτό που πρέπει να αντιπαλέψουμε πάση θυσία είναι ο φασισμός του ορθού λόγου».

Φιλαράκια η ζωή είναι αισθήσεις και αισθήματα
Καθόμαστε στο τραπέζι. Λέω κάτι για τη Μαρία, και την αναφέρω ως « η σύζυγός μου». «Σας έδεσε, ρε, κάποιος σε ζυγό; Σύντροφος είναι, έτσι να τη λες». Αγκαλιάζω τη Μαρία και του υπόσχομαι ότι θα τηρήσω την εντολή του. Χαμογελά και αρχίζουμε να τρώμε. Η κυρία Ρηνιώ έχει ετοιμάσει ένα φαγητό Θρακιώτικο, σαρμάδες, που δεν το έχουμε δοκιμάσει ξανά. Ανοίγουμε και ένα μπουκάλι κρασί. Το ενδιαφέρον του κερδίζει η Μαρία και αρχίζει να τη ρωτά για τη δουλειά της, την καταγωγή της. 

Μεταξύ ερωτήσεων, απαντήσεων, κρασιού και φαγητού μας διηγείται διάφορα. Τότε που πήγε πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση.  Ήταν τη δεκαετία του ’60, όταν το κόμμα αποφάσισε να τον στείλει στη Σοβιετική Ένωση. Μέσο μεταφοράς ένα πλοίο του σοβιετικού ναυτικού. Ο Χρόνης πέταγε από τη χαρά του. Ώσπου… διαπίστωσε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδανικά, όσο τα είχε στο μυαλό του. Από το πλοίο ήδη, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Χρόνης ήταν κομμουνιστής με το κάπα κεφαλαίο. Πίστευε ότι, σε αυτό το καθεστώς, όλοι θα ήταν ίσοι. Φευ… Όταν είδε τους αξιωματικούς του πλοίου να τρώνε ξεχωριστά από τα υπόλοιπα μέρη του πληρώματος, αλλά και το πόσο καλύτερη ήταν η ζωή τους σε σχέση με το κατώτερο πλήρωμα, κάτι γκρεμίστηκε μέσα του. Αυτή του η εντύπωση ενισχύθηκε και από τη διαμονή του στη Σοβιετική Ένωση: Γραφειοκρατία, ανισότητα, φόβος… Όταν γύρισε, σύντομα θέλησαν να τον στείλουν ξανά. Τους το ξέκοψε: «Σύντροφοι, εγώ είμαι μαλθακός κουμουνιστής και τα βλέπω όλα στραβά. Να στείλετε έναν πιο ψημένο. Να αντέχει τα όσα βλέπει…».

Η ώρα πέρασε. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεπε να καθίσει περισσότερο μαζί μας. Τον παρακαλέσαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. «Άντε, να μην σας χαλάσω το χατίρι». Βγάζουμε δυο τρεις φωτογραφίες, τον χαιρετάμε και τον βλέπουμε να κατευθύνεται αργά προς την κάμαρά του. Η κυρά-Ρηνιώ μας οδηγεί στην έξοδο. Φιλιόμαστε σταυρωτά, την ευχαριστούμε για το γεύμα και τη φιλοξενία, και υποσχόμαστε ότι, σύντομα, θα βρεθούμε ξανά.

Δεν ήτανε γραφτό…

”Ένα μεσημέρι, με παίρνουν και με πάνε σε μια σάλα. Με καθίζουν σε μια καρέκλα. Μέσα είναι καμιά σαρανταριά από δαύτους. Μ’ έχουνε φάτσα στην πόρτα της σάλας. Σε λίγο, φέρνουν μέσα τα παιδιά αντιπαράσταση. Μόλις τα είδα, μάτωσε η καρδιά μου· τα είχαν σακατέψει, οι πούστηδες. Ε, αυτοί ρωτάνε, και τα παιδιά λένε όλο ναι, με σκυμμένο κεφάλι. Αυτός δεν είναι ο Σαλονικιός; Ναι. Αυτός δεν σας έδινε εντολές; Ναι. Όταν τελείωσαν, λέω, μπορώ να πω κάτι; Εκεί την πατάει ο Σωτήρης, ο διοικητής ντε, και λέει ναι. Νόμιζε ότι μπορεί και να βγάλει τίποτα, ποιος ξέρει. Λέω, εγώ ξέρω τι καθάρματα είστε και πόσο τα βασανίσατε τα παιδιά· και γυρίζοντας στα παιδιά λέω στα γρήγορα, εντάξει, ρε, είμαστε πάντα σύντροφοι, δεν τρέχει τίποτα, εγώ σας αγαπάω και σας εκτιμώ όπως και πρώτα, μην τους ακούτε, ξέρω πως και σεις μ’ αγαπάτε. Έπρεπε να τους τα πω, και για να καθαρίσω τη στάση μου απέναντί τους, αλλά και γιατί του γανώνανε το κεφάλι κάθε μέρα οι χαμούρες, λέγοντάς τους, τώρα που σπάσατε, το κόμμα θα σας περιφρονεί, όπου σας βλέπουν θα σας φτύνουν, είστε προδότες και τα τέτοια… Όλη η προσπάθειά τους, όλη η δουλειά τους, είναι να καταστρέψουν κάθε δυνατότητα επικοινωνίας μέσα στον άνθρωπο, οι καργιόληδες. Μήπως και η καθοδήγησή μας τα ίδια δεν έλεγε; Σκατά. Αλλά ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Ρε γαμώτο, γιατί είναι υποχρεωτικό όλοι να αντέξουν μέσα στο σφαγείο, όλοι να συμπεριφέρονται όπως ορίζουν τα εκάστοτε μέτρα και σταθμά; Τότε, που θα ’ναι η ποικιλία; Πιστεύω πως εκείνο που καθορίζει τον πολιτισμό μας και τη δυνατότητα εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, η ποικιλία της συμπεριφοράς του. Τέλος, νομίζω πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αμετάκλητα τούτο ή το άλλο, δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη και αμετάκλητη ταμπέλα. Κάθε άνθρωπος έχει τεράστια περιθώρια προσαρμογής, αντοχής και ανανέωσης, χωρίς γι’ αυτό να είναι ανάγκη να έχει την ταμπέλα του εξαιρετικού. Τώρα πάλι, στην Τρίτη παρανομία, μας είχανε απομονωμένους σε μια ακτίνα των φυλακών της Κέρκυρας, δεκαπέντε πολιτικούς ανάμεσα σε πεντακόσιους ποινικούς. Στη γειτονική μας ακτίνα ήταν ένας ποινικός που, σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα, είχε φτάσει στο έσχατο όριο εξαθλίωσης. Άπλυτος, κουρελής, ζήτουλας, μπορούσε να κάνει τη μεγαλύτερη παλιανθρωπιά για ένα τσιγάρο. Καμιά «ηθική», ένα περιφερόμενο κουρέλι, πρεζάκιας σε προχωρημένο στάδιο. Κι όμως. Ένα βράδυ δεν είχα ύπνο, από πολλή ώρα είχε βαρέσει σιωπητήριο, καθόμουνα και διάβαζα. Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας, ακούω κάποιον να τραγουδά ένα τραγούδι σε στίχους ενός μεγάλου Ισπανού ποιητή, του Λόρκα. Η φωνή είχε τόση καθαρότητα, ένταση και πάθος, τόσο βαθιά τρυφερότητα και νοσταλγία, που κυριολεκτικά τα έχασα. Ήταν ένα τραγούδι που μου άρεσε και το είχα ακούσει αρκετές φορές. Όμως πρώτη φορά ένιωθα τον ποιητή, την απέραντη τρυφερότητά του για τη ζωή, μέσα από την αναπότρεπτη αναγκαιότητα του θανάτου.

Αν πεθάνω, άσε το μπαλκόνι ανοιχτό.

Τρώει πορτοκάλια το παιδί,

Απ’ το μπαλκόνι μου το βλέπω,

Θερίζει ο θεριστής τα στάχυα,

Απ’ το μπαλκόνι τον ακούω.

Πετάχτηκα απάνω, πιάστηκα από τα κάγκελα του φινιστρινιού και κοίταξα έξω. Στον μωβ ουρανού κρεμόταν ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι, και απέναντι από το κελί μου, στην ακτίνα των ποινικών, ο Ανέστος, ο πρεζάκιας που σου ’λεγα πιο πάνω, κρεμασμένος από τα κάγκελα του κελιού του, μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, πολυβολούσε το φεγγάρι με τους στίχους του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα… Ίδε ο άνθρωπος. Ξανακύλησα στο κελί μου γεμάτος τρυφερότητα, αισιοδοξία και περηφάνια.”

Απόσπασμα από το «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

Του Νίκο Αραπάκη


----------------

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Πέθανε ο συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2012

Χρόνης Μίσσιος

ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΟΥΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕΙ

Ο συγγραφέας των αφηγημάτων Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, και Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε; Χρόνης Μίσσιος άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Τρίτης 20 Νοεμβρίου, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 82 ετών.

Γεννημένος στην Καβάλα το 1930, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία έξι ετών, λόγω πολιτικών διώξεων. Οργανώθηκε νωρίς στην Αριστερά και στην περίοδο της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση. Το 1947 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο και ακολούθως βρέθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι το 1962.

Με την απελευθέρωσή του οργανώθηκε στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, στην οποία υπήρξε στέλεχος. Συνιδρυτής του ΠΑΜ μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το 1973.

Το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ήταν το αφήγημα Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985). Ακολούθησε το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε; (1988) και τα μυθιστορήματα Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001).

Οι έξυπνοι διάλογοι, το χιούμορ, η ζωηρή αφήγηση και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των κειμένων του, στα οποία αποτυπώνεται η μεταπολεμική και μεταπολιτευτική καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, σε ένα κλίμα γλυκόπικρου νατουραλισμού, τον κατέστησαν δημοφιλή συγγραφέα στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Τα τελευταία χρόνια ζούσε ως «κοσμοκαλόγερος» στο Καπανδρίτι.





Τελευταίες συνεντεύξεις του Χρόνη Μίσσιου:
Χρόνης Μίσσιος 1930-20-11-2012


Χρόνης Μίσσιος
Βιβλία:
(2009) Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο, Bond-us music [κείμενα, αφήγηση]
(2001) Ντομάτα με γεύση μπανάνας, Γράμματα
(1996) Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, Γράμματα
(1991) Τα κεραμίδια στάζουν, Γράμματα
(1988) Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;, Γράμματα
(1985) Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα
————————–
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2009) Παλίμψηστο Καβάλας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο

------------------------------
Πηγή:Χρόνης Μίσσιος

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.