Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

‘Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής’ (Νησίδες, 2012) Βιβλίο του Μάρκου Καραγιάννου

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Share

& Comment

Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής
Κατασκευάζοντας ένα νέο "εμείς"

Μάρκος Καραγιάννος: ‘Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής’ (Νησίδες, 2012)

Το βιβλίο του Μάρκου Καραγιάννου Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νησίδες το καλοκαίρι που μας πέρασε, είναι ένα κοινωνικό-πολιτικό δοκίμιο γραμμένο άλλοτε ποιητικά άλλοτε δημοσιογραφικά σε μορφή ακανόνιστων ημερολογίων και σημειώσεων. Πραγματεύεται και αποτυπώνει μια εποχή βαθιά διχασμένη από τις νέες πολιτικοοικονομικές συνθήκες που γεννά η παρούσα οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Επιχειρεί ένα δύσκολο έργο, από τη μία της αποδόμησης στερεοτύπων που σχετίζονται με δαιμονοποιημένες κοινωνικές ομάδες -όπως οι ‘Έλληνες’ στην Ευρώπη ή οι ‘μετανάστες’ στην εν Ελλάδι πραγματικότητα- και από την άλλη της παρακίνησης σε δράση μέσα από την αναζήτηση και οριοθέτηση κοινών συλλογικών τόπων.

Σύμφωνα με τον Καραγιάννο,  η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, επιδιώκει τη θεμελίωση μιας κανονικότητας, ενός νέου τύπου Homo Economicus που θα ξέρει να ελίσσεται, να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και να αποφασίζει υπολογιστικά, ρεαλιστικά και στρατηγικά. Αυτού του είδους η επιδιωκόμενη υπαγωγή «όλων των διαστάσεων της ανθρώπινης ζωής, ακόμα και των πιο μύχιων, στη λογική της βελτιστοποίησης»,[1] όπως το θέτει η Αθηνά Αθανασίου, αρνείται τις πιθανότητες αναποφασιστικότητας που κατοικεί σε κάθε κοινωνική εκδήλωση των υποκειμένων. Σ’ αυτήν την επιχειρούμενη ‘οικονομοποίηση’ της βιωμένης εμπειρίας, ο Καραγιάννος αντιτάσσει τη φιγούρα του άσκοπου περιηγητή, που ξαναβρίσκει δρόμους εφόσον τους έχει ήδη πρώτα χάσει:

Η ελευθερία εκείνη του να συζητάς ατελείωτα, να περιφέρεσαι δίχως λόγο, να κάνεις λάθη και να στοχάζεσαι πάνω σ’ αυτά …. χάνεται μέσα σε μια επίμονη εγκατάσταση μιας παραγωγικής και χρησιμοθηρικής λογικής που μετράει το χάσιμο και ζητάει το κέρδος σε ό, τι κάνουμε…. η ελευθερία της μη απόφασης που  δημιούργησε αν μη τι άλλο μια άλλη εμπειρία και μια άλλη υποκειμενικότητα, για περισσότερες ευκαιρίες, για περισσότερες επιστροφές, στεγνώνει στα κελεύσματα των ΄ρεαλιστών΄. (σελ.133-134)

Η επιμονή του συγγραφέα καθόλη τη διάρκεια του αναγνώσματος στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, παρ όλα αυτά, αρνείται ένα είδος προσωποποιημένης αντίστασης, προσπαθεί κατά βάση να συντάξει ένα ‘εμείς’ που πράττει κάτι ‘άλλο’ απ’ αυτό που είθισται  («φτιάχνοντας δικούς μας χρόνους και τους δικούς μας τόπους, κατασκευάζουμε διαφορετικές αφηγήσεις και βρίσκουμε τα σημεία αναφοράς μας» σελ. 51). Αυτή η επινόηση ενός σύγχρονου ‘εμείς’  καθώς και νέων σύγχρονων μορφών συλλογικότητας  διαπερνούν εγκάρσια το όλο εγχείρημα του Καραγιάννου. Ήδη από την πρώτη σελίδα διαβάζουμε:

«Το κακό
Την ανάγκη
να εμβαθύνουμε
τις ελλείψεις
Ερώτηση: Ποιοί;
Για ποιούς;»

Είναι σαφές πως από τότε που το σημείο αναφοράς της αντικαπιταλιστικής θεωρίας και πράξης έπαψε να το δομεί αποκλειστικά η έννοια της ‘κοινωνικής τάξης’, αυτή η ερώτηση -το  «ποιοι είμαστε;»- που αναζητά κοινούς τόπους που θα αποτελούν σημεία έμπνευσης και ορμητήρια  κοινωνικής ανατροπής, αποτελεί ένα ιδιαιτέρως σημαντικό διακύβευμα για έναν χειραφετητικό πολιτικό λόγο. Η εξεύρεση ενός ‘εμείς’, μίας συλλογικής  ταυτότητας που θα ενώνει απέναντι σε έναν κοινό ‘εχθρό’ και θα εγκαλεί τους μετέχοντες σε δράση απέναντί του γίνεται κατά κάποιο τρόπο σχεδόν σισύφειο έργο στο παρόν τοπίο κατακερματισμένων και ανταγωνιστικών ταυτοτήτων που συστοιχίζονται γύρω από διαφορετικές εθνικότητες, τάξεις και κοινωνικά φύλα. Σ’ αυτήν την λογική ο Καραγιάννος επινοεί ένα συλλογικό υποκείμενο που από τη μία διατηρεί ισχυρές δεσμεύσεις και πίστη σε μία μη-οικονοποιημένη σφαίρα εμπειρίας και από την άλλη παράγεται ως διαδικασία, διατηρώντας αμφιβολίες, αναστοχαζόμενο πάνω σε αυτές δεσμεύσεις και τις πίστεις του:

 «να σταθούμε στις απουσίες»
 «να  νικήσουμε την κατάθλιψη»
«να μάθουμε να βρούμε λόγους/ αντιλόγους, διατηρώντας συγχρόνως αμφιβολίες»
«να κάνουμε ότι μπορούμε ενάντια στα χειρότερα»
«να κάνουμε υπερβάσεις ξανά και ξανά»
«να οργανωθούμε»
«να περάσουμε με συγκροτημένα όπλα στην αντεπίθεση και στη διεκδίκηση»
«να διευρύνουμε την πραγματικότητα και να ζήσουμε με βάση τις αντιφάσεις της και την παραδοχή τους»
«να επανιδρύσουμε την έννοια του τέλους» (σελ.24)

Αυτός ο αναστοχασμός στην έννοια του ‘εμείς’ δείχνει να εντάσσεται μέσα σε μια γενικότερη συζήτηση περί της συνταγματικής ρευστότητας της κάθε κοινωνικής ταυτότητας.  Από τη μία αυτή η συζήτηση ανοίγει ένα πεδίο ανταγωνισμού  στο κοινωνικό που στρατηγικά ο αντικαπιταλιστικός, δημοκρατικός λόγος μπορεί συμβολικά να επενδύει, αλλά από την άλλη όμως υπονοεί πως κάθε κοινότητα είναι και η ίδια ρευστή, πως ποτέ δε μπορεί να υπάρχει μια τελική ‘συμφιλίωση’ μεταξύ των δρώντων της που μία μεσσιανικού τύπου επανάσταση μπορεί να φέρει. Σε αυτή τη βάση, ο αντικαπιταλιστικός, χειραφετητικός λόγος και πράξη, περιστρέφεται συνήθως είτε γύρω από την προσπάθεια δημιουργίας μίας Γκραμσιανού τύπου ‘ηγεμονίας’, δηλαδή της σταδιακής στρατηγικής υπεροχής ενός αριστερού σχηματισμού που θα μπορεί να εγκαλεί καταφατικά τα κοινωνικά υποκείμενα στη δράση του, είτε  μιας αμεσοδημοκρατικού τύπου κοινότητας   που δε θα στοχεύει την κατάληψη της εξουσίας, αλλά θα προεικονίζει την κοινωνία στην οποία θέλει να ζήσει μέσω της συμμετοχής, της συναπόφασης, ομοφωνίας, της εθελοντικής προσφοράς και της κοινωνικής οικονομίας. Ο Καραγιάννος στο βιβλίο του, δυστυχώς πολλές φορές μέσω μιας διολίσθησης σ’ ένα διδακτισμό, φαίνεται να είναι φίλα προσκείμενος και στα δύο αυτά σχήματα. Από τη μία θεωρεί σημαντική την ηγεσία και την «ανάγκη συμμαχιών, πληροφόρησης, στρατηγικής, λόγου», και από την άλλη θεωρεί τα κόμματα δυσκίνητα και γραφειοκρατικά, επιζητώντας προεικονιστικές κοινότητες του ‘εδώ και τώρα’, «νέες κοινωνικές σχέσεις που θα δημιουργήσουν νέους θεσμούς».

Τα τελευταία χρόνια πάντως η λεγόμενη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της οικονομίας και η ταξικού χαρακτήρα επίθεση με τις λεγόμενες ‘πολιτικές λιτότητας’, έχουν χρωματίσει ιδιαίτερα και έχουν προσδώσει ένα ιδιαίτερο νόημα σ’ αυτές τις αναζητήσεις  ενός ‘εμείς’ ως φορέα επαναστατικής αλλαγής. Το βασικότερο σημείο  αυτής της νέας συνθήκης αποτελεί  μία απόπειρα θεωρητικής και πρακτικής σύλληψης ενός συλλογικού υποκειμένου  με βασικό άξονα την τοποθέτησή του στον κοινωνικό καταμερισμό  της εργασίας:  την κοινωνική τάξη, τις οικονομικές απολαβές και την αλλοτριωτική φύση της εργασίας του. Αυτός ο ταξικός χρωματισμός  της σύγχρονης αναζήτησης του ‘εμείς’ μεσουρανεί στο σύνθημα «είμαστε το 99%» που προέταξε το κίνημα ‘Occupy Wall Street’ πολιτικοποιώντας στην ουσία ένα στατιστικό, έναν αριθμό, διαχωρίζοντας το κοινωνικό σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα με βάση την οικονομική του κατάσταση, τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.

Στην ελληνική δημόσια σφαίρα με αφορμή το κίνημα των Αγανακτισμένων -που εντάσσεται σε ένα γενικότερο κίνημα πλατειών από τη Μαδρίτη μέχρι το σαν Φραντσίσκο- έχει ανοίξει μια αντίστοιχη συζήτηση σχετικά με αυτή τη νέα κατασκευή του ‘εμείς’. Από τη μία σε κείμενα όπως το «Περί Άμεσης Δημοκρατίας» του Γιώργου Λιερού ,το αποκαλούμενο και «Μανιφέστο της Πλατείας Συντάγματος», έχουν διατυπωθεί πανηγυρικές τοποθετήσεις υπέρ μιας οργανικής αμεσοδημοκρατικής κοινότητας που έχει ξεπροβάλλει μέσα από το κίνημα των πλατειών και που μπορεί να εξαπλώνεται μέσω της συλλογικής ισχύος και να προσφέρει καλύτερες διαχειριστικές λύσεις από ότι το κράτος.[2] Διατυπώσεις όπως “εάν το πλήθος στην Ελλάδα έπαιρνε την κατάσταση της χώρας στα χέρια του… θα ήμασταν μια “απελευθερωμένη ζώνη» αποδίδουν σ’ αυτό το ετερόνομο πλήθος του 99% μία απολυτρωτική αποστολή απελευθέρωσης και σωσίματος του εαυτού του και του φυσικού κόσμου γύρω του.  Από την άλλη, άλλες πολιτισμικές εκδηλώσεις διατυπώνουν αμφιβολίες ως προς αυτή τη δυνατότητα του πλήθους να δημιουργεί οργανικές κοινότητες που θα έχουν την ικανότητα να ‘πετυχαίνουν’ εφόσον δεν απειλούνται από άλλες μορφές οργάνωσης. Για παράδειγμα, η επερχόμενη έκθεση «Στα όρια του μαζί»,[3] στοχεύει να «καταγράψει και να αναδείξει την ‘αποτυχία’ της ενσωμάτωσης στην κοινότητα ή τη συλλογικότητα» και «να αναδείξει διυποκειμενικά εμπόδια εντός μιας συλλογικής διαδικασίας».

Ο γενικότερος λόγος γύρω από την ενδεχόμενη επινόηση ενός νέου ‘εμείς’ πάντως, που τα δια-εθνικά κινήματα των πλατειών γέννησαν, φαίνεται να είναι προσανατολισμένος ή τουλάχιστον να λαμβάνει υπ’ όψιν του τη συνθήκη ενός υποκειμένου στην παγκοσμιοποιημένη του εκδοχή, με κοινά προβλήματα, οικολογικής φύσης, επισφαλούς εργασίας και αποξένωσης από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως σ’ αυτό το πλαίσιο η μεταχείριση αυτών των δυνατοτήτων του ‘εμείς’ από τον Καραγιάννο γίνεται περισσότερο με μία αμφιθυμική, παρά κατηγορηματική  διάθεση. Ενώ καταρχήν χαρακτηρίζει τους αριθμούς «γλώσσα εξουσίας» και «τρόπο ερμηνείας και ελέγχου», τελικά υποκύπτει στο να χρησιμοποιήσει αυτό το αριθμητικό στατιστικό σύνθημα ώστε να κατονομάσει ένα παγκόσμιο συλλογικό υποκείμενο και να παρακινήσει σε δράση: «να ενωθούμε εμείς, το 99%».Η φύση, όμως,  αυτού του πρώτου πληθυντικού, του 99%, ποτέ δεν κατονομάζεται σαφώς ως προς την προέλευσή του (ή όποτε αυτό γίνεται ανατρέπεται μερικές σελίδες παρακάτω), περισσότερο ‘κατασκευάζεται’, υποδεικνύεται δηλαδή μέσα από κανονιστικές προτάσεις σχετικά με το τι πρέπει να γίνει και πως. Ο συγγραφέας παρά την πίστη που διατηρεί στην δυναμική του ‘εμείς’ ως όχημα πολιτικής ανατροπής, δεν ενδίδει σε μια τελεολογικού χαρακτήρα ρητορεία περί πίστης σε μία λυτρωτική-σωτηριολογική επάνοδο μιας ‘οργανικής κοινότητας’. Αντιθέτως το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης και απόφασης παραμένει ανοιχτό και ρευστό και όπως ο ίδιος το θέτει «η δημοκρατική διαδικασία μπορεί να προκρίνει άμεσα αιρετούς αντιπροσώπους» και «η αντιπροσώπευση πρέπει  να λειτουργήσει με άλλους όρους».

Σε ένα σημαντικό κείμενό για το ζήτημα της ‘αντιπροσώπευσης’ που οι σύγχρονες αμεσοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας η Jodi Dean και ο Jason Jones γράφουν:

"Η μεταχείριση του κινήματος Occupy ως μετα- ή αντι- αντιπροσωπευτικού αποκηρύσσουν το διχασμό και επομένως αστοχούν να δουν τη νέα μορφή πολιτικής  αντιπροσώπευσης που το Occupy εφευρίσκει. Αυτοί που προτρέπουν ότι καθένας/ καθεμία πρέπει να μιλάει μόνο για τον εαυτό του/ της αποκηρύσσουν το διχασμό εντός του καθενός/ καθεμίας. Με το να προϋποθέτουν  πως το άτομο μπορεί ξεκάθαρα να ξέρει και να αντιπροσωπεύει το δικό του συμφέρον, αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τους τρόπους με τους οποίους τα υποκείμενα είναι εσωτερικά διχασμένα, μη όντας εξ ολοκλήρου συνειδητά σχετικά με τις επιθυμίες και τις ορμές που τα κινητοποιούν…- αν η αντιπροσώπευση αποκλείει και ιεραρχικοποιεί, τότε αυτές οι διαδικασίες συμβαίνουν και εντός των ανθρώπων, όπως και μεταξύ τους".[4]

Η ‘αντιπροσώπευση’, σύμφωνα με τους Jones και Dean δεν είναι εκ φύσεως ‘κακή’, το ζήτημα είναι οι μορφές αντιπροσώπευσης που θα διέπουν την όποια κοινότητα, το εκάστοτε ‘εμείς’. Η παντελής απάρνηση της αντιπροσώπευσης χάριν μιας φιλελευθερίζουσας γλώσσας που προάγει τυφλή πίστη στις εμμενείς δυνατότητες του ‘ατόμου’ ως αδιάσπαστης, αδιαχώριστης και αυθύπαρκτης οντότητας, παραμελεί σύμφωνα με τους ίδιους «τις προκαταλήψεις, τις παρανοήσεις και τις συναισθηματικές επενδύσεις που δομούν τα ίδια τα ατομικά υποκείμενα».

Πάνω στις συναισθηματικές επενδύσεις και αντιφάσεις του υποκειμένου, ο Καραγιάννος επιχειρεί μια απόπειρα δημιουργίας σταθερών μέσα από βίωμα της  κρίσης που αποδομεί  μέχρι πρότινος σταθερές. Σ’ αυτές τις σταθερές κεντρικό ρόλο παίζει η σημασία της μνήμης («να ξεχνάμε μα και να θυμόμαστε») και της πράξης. Ως ημερολόγιο, κι όχι ως δοκίμιο, το βιβλίο προσπαθεί να εφεύρει νοήματα, να ντύσει συναισθηματικά ένα υποκείμενο  μέσα από πειραματισμούς, σφάλματα και πολλές φορές εσκεμμένα χοντροκομμένες διατυπώσεις. Παρότι το συλλογικό υποκείμενο, το ‘εμείς’, που ο Καραγιάννος προτείνει είναι συχνά  αρνητικά καθορισμένο σε σχέση με τον πόλο ενός θολού και αδιευκρίνιστου ‘αυτοί’,  δεν κατέχει την αλήθεια μιας κοινωνικής τάξης, είναι το ίδιο συνεχώς σε μια διαδικασία κατασκευής, αναστοχασμού και αμφιβολίας, έχει μνήμη, επιστρέφει, ρωτάει και αναζητά δημόσιο χώρο. Δεν επιζητά την αντιπροσώπευση αλλά και δεν την ταυτίζει με τον κοινοβουλευτισμό, αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα, επιζητά άλλους  τρόπους κοινωνικότητας, διακυβέρνησης και διαχείρισης της ζωής του.

Υποσημειώσεις

[1] Αθανασίου Αθηνά, Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», (2012), σελ. 15
[2] π.χ. δύο κείμενα που εκδόθηκαν στο περιοδικό Πανοπτικόν 16 Φεβρουάριος 2012 - Φώτης Τερζάκης, «Τι είναι  άμεση δημοκρατία» και Γιώργος Οικονόμου «Άμεση Δημοκρατία και Φιλελευθερισμός»
[3] http://the-symptom-projects.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html
[4] Occupy Wall Street and the Politics of Representation


Πάνος Κομπατσιάρης

-------------------------------------------------
Πηγή: REDNotebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.